Μετά την δολοφονία του Καποδίστρια επικρατούσε απόλυτη αναρχία. Η Κυβέρνηση υπό τους Κωλέττη, Ζαΐμη και Μεταξά (Διοικητική Επιτροπή) αντιμετώπιζε βαριές κατηγορίες για ανικανότητα διοίκησης και έλλειψη χρημάτων. Αντιμέτωπη ήταν η Στρατιωτική Επιτροπή υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Στο Άργος υπήρχε τρίτο κόμμα ( Επιτροπή) υπό τους Κριεζώτη, Τσώκρη και Στράτο.
Η Κυβέρνηση Ναυπλίου θέλοντας να εκμηδενίσει την Στρατιωτική Επιτροπή του Άργους, έπεισε τον Γάλλο Στρατηγό Κορβέ, να στείλει στο Άργος τέσσερις λόχους (800 άνδρες) δήθεν για να προστατευθεί το Άργος από την αναρχία. Παρά τις αντιδράσεις και τις διαμαρτυρίες του Τσώκρη και των υπολοίπων, στις 2 Ιανουαρίου 1833 ο Νώδ επικεφαλής των Γάλλων ήλθε στο Άργος και κατέλαβε τους Στρατώνες. Την επόμενη έφτασε και ο συνταγματάρχης Στοφέλ με στρατό και πυροβόλα.
Οι Αργείοι διαμαρτυρήθηκαν και δυσανασχέτησαν για την αναίτια κατοχή. Ο Στοφέλ, κατέλαβε αυθαίρετα την οικία του Καλλέργη - που απουσίαζε- και την οποία υπερασπίστηκε ανεπιτυχώς ο υπολοχαγός Σπ. Καλλισγούρος. Ο Στοφέλ συνέλαβε τον Καλλισγούρο και το επόμενο πρωί τον τουφέκισε στον κήπο του κτιρίου.
Στις 4 Ιανουαρίου, ένας μεθυσμένος στρατιώτης του Κριεζώτη, ξεκίνησε το μεγάλο κακό. Αυτός μαζί με άλλους έπινε σε ταβέρνα της Γούβας. Κάποιοι Γάλλοι μπήκαν στην ταβέρνα για να πιούν. Ο μεθυσμένος στρατιώτης προκάλεσε τους Γάλλους και μετά από καυγά, οι ξένοι μόλις που πρόλαβαν να φτάσουν στους στρατώνες, λιθοβολούμενοι. Ενώ εξιστορούσαν τα γεγονότα στο Διοικητή τους, ξαφνικά άρχισαν να κτυπούν οι καμπάνες του Αγίου Ιωάννου επειδή είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία εκλογής Δημογερόντων ή κατ΄ άλλους η Επιτροπή για την υποδοχή του Όθωνα.
Ο Γάλλος Διοικητής νόμισε ότι οι Αργείοι επαναστάτησαν. Ήταν μία το μεσημέρι της 4ης Ιανουαρίου 1833. Τύμπανα και σάλπιγγες σήμαναν το απαίσιο σύνθημα. Ο Γαλλικός στρατός διέπραξε το τραγικότερο ανοσιούργημα της νεώτερης ιστορίας. Κατέλαβε τους δρόμους και τις πλατείες. Σκότωνε αδιακρίτως άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Έσπαζαν τις πόρτες των σπιτιών και με τις λόγχες εκτελούσαν φιλήσυχους, άοπλους και αθώους πολίτες. Μέχρι το ηλιοβασίλεμα κράτησε το κακό. Ο Νώδ, απαγόρευσε να ταφούν οι νεκροί από τους συγγενείς τους, κάθε νεκρώσιμη ακολουθία και Εκκλησιαστική πομπή. Τα πτώματα ετάφησαν ομαδικά σε δύο τεράστιους τάφρους. Ο ένας ανοίχτηκε στην πλατεία και ο άλλος στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Τότε, ο Αρχιερέας – τοποτηρητής Άνθιμος Κομνηνός, πρώην Ηλιουπόλεως, άνδρας επιβλητικός, θαρραλέος και μεγαλοπρεπής, βλέποντας να παρατείνεται η σφαγή, φόρεσε την μεγάλη Αρχιερατική στολή, έδεσε στην ράβδο του λευκό μαντήλι και ακολουθούμενος από τον Διάκονο του – εν μέσω αλαλαγμών και θρήνων – επισκέφθηκε τον Νώδ, στους στρατώνες, επικαλούμενος την δικαιοσύνη και την φιλανθρωπία. Ο Γάλλος Διοικητής σεβόμενος τον Σεβάσμιο Ποιμενάρχη και εκτιμώντας την παρρησία του, διέταξε γενική αποχώρηση. Η νύκτα βρήκε το Άργος να σιωπά και να θρηνεί.
Πηγή: argolikivivliothiki.gr
Η Κυβέρνηση Ναυπλίου θέλοντας να εκμηδενίσει την Στρατιωτική Επιτροπή του Άργους, έπεισε τον Γάλλο Στρατηγό Κορβέ, να στείλει στο Άργος τέσσερις λόχους (800 άνδρες) δήθεν για να προστατευθεί το Άργος από την αναρχία. Παρά τις αντιδράσεις και τις διαμαρτυρίες του Τσώκρη και των υπολοίπων, στις 2 Ιανουαρίου 1833 ο Νώδ επικεφαλής των Γάλλων ήλθε στο Άργος και κατέλαβε τους Στρατώνες. Την επόμενη έφτασε και ο συνταγματάρχης Στοφέλ με στρατό και πυροβόλα.
Οι Αργείοι διαμαρτυρήθηκαν και δυσανασχέτησαν για την αναίτια κατοχή. Ο Στοφέλ, κατέλαβε αυθαίρετα την οικία του Καλλέργη - που απουσίαζε- και την οποία υπερασπίστηκε ανεπιτυχώς ο υπολοχαγός Σπ. Καλλισγούρος. Ο Στοφέλ συνέλαβε τον Καλλισγούρο και το επόμενο πρωί τον τουφέκισε στον κήπο του κτιρίου.
Στις 4 Ιανουαρίου, ένας μεθυσμένος στρατιώτης του Κριεζώτη, ξεκίνησε το μεγάλο κακό. Αυτός μαζί με άλλους έπινε σε ταβέρνα της Γούβας. Κάποιοι Γάλλοι μπήκαν στην ταβέρνα για να πιούν. Ο μεθυσμένος στρατιώτης προκάλεσε τους Γάλλους και μετά από καυγά, οι ξένοι μόλις που πρόλαβαν να φτάσουν στους στρατώνες, λιθοβολούμενοι. Ενώ εξιστορούσαν τα γεγονότα στο Διοικητή τους, ξαφνικά άρχισαν να κτυπούν οι καμπάνες του Αγίου Ιωάννου επειδή είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία εκλογής Δημογερόντων ή κατ΄ άλλους η Επιτροπή για την υποδοχή του Όθωνα.
Ο Γάλλος Διοικητής νόμισε ότι οι Αργείοι επαναστάτησαν. Ήταν μία το μεσημέρι της 4ης Ιανουαρίου 1833. Τύμπανα και σάλπιγγες σήμαναν το απαίσιο σύνθημα. Ο Γαλλικός στρατός διέπραξε το τραγικότερο ανοσιούργημα της νεώτερης ιστορίας. Κατέλαβε τους δρόμους και τις πλατείες. Σκότωνε αδιακρίτως άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Έσπαζαν τις πόρτες των σπιτιών και με τις λόγχες εκτελούσαν φιλήσυχους, άοπλους και αθώους πολίτες. Μέχρι το ηλιοβασίλεμα κράτησε το κακό. Ο Νώδ, απαγόρευσε να ταφούν οι νεκροί από τους συγγενείς τους, κάθε νεκρώσιμη ακολουθία και Εκκλησιαστική πομπή. Τα πτώματα ετάφησαν ομαδικά σε δύο τεράστιους τάφρους. Ο ένας ανοίχτηκε στην πλατεία και ο άλλος στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Τότε, ο Αρχιερέας – τοποτηρητής Άνθιμος Κομνηνός, πρώην Ηλιουπόλεως, άνδρας επιβλητικός, θαρραλέος και μεγαλοπρεπής, βλέποντας να παρατείνεται η σφαγή, φόρεσε την μεγάλη Αρχιερατική στολή, έδεσε στην ράβδο του λευκό μαντήλι και ακολουθούμενος από τον Διάκονο του – εν μέσω αλαλαγμών και θρήνων – επισκέφθηκε τον Νώδ, στους στρατώνες, επικαλούμενος την δικαιοσύνη και την φιλανθρωπία. Ο Γάλλος Διοικητής σεβόμενος τον Σεβάσμιο Ποιμενάρχη και εκτιμώντας την παρρησία του, διέταξε γενική αποχώρηση. Η νύκτα βρήκε το Άργος να σιωπά και να θρηνεί.
Πηγή: argolikivivliothiki.gr