Σύμφωνα με το άρθρο 102 του Καταστατικού μας Χάρτη «η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης...», στη δε παράγραφο 2 της ανωτέρω διάταξης προβλέπεται η οικονομική και διοικητική τους αυτοτέλεια. Με άλλα λόγια, μέσα σ’ αυτές τις λίγες γραμμές ορίζεται η ανεξαρτησία της τοπικής αυτοδιοίκησης από την κεντρική διοίκηση και εξουσία. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται στην πραγματικότητα, το περιεχόμενο και, αν μη τι άλλο, η ουσία της προεκτεθείσας πρόβλεψης, φαίνεται πως λησμονείται τόσο από μερίδα εκπροσώπων των ΟΤΑ, όσο όμως και από τους πολιτικούς φορείς της χώρας.
Το περασμένο Σάββατο γνωστοποιήθηκαν από τα κατά τόπους Πρωτοδικεία τα ονόματα των υποψηφίων που θα συμμετάσχουν στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές. Μεταξύ αυτών, στα ψηφοδέλτια όλων σχεδόν των κομμάτων περιλαμβάνονται εκλεγμένοι αντιπρόσωποί μας σε δήμους και περιφέρειες. Δεκάδες -αν όχι εκατοντάδες- αντιδήμαρχοι, δημοτικοί, τοπικοί και περιφερειακοί σύμβουλοι, ακόμα και αντιπεριφερειάρχες καταλαμβάνουν θέσεις εν δυνάμει βουλευτών.
Το περασμένο Σάββατο γνωστοποιήθηκαν από τα κατά τόπους Πρωτοδικεία τα ονόματα των υποψηφίων που θα συμμετάσχουν στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές. Μεταξύ αυτών, στα ψηφοδέλτια όλων σχεδόν των κομμάτων περιλαμβάνονται εκλεγμένοι αντιπρόσωποί μας σε δήμους και περιφέρειες. Δεκάδες -αν όχι εκατοντάδες- αντιδήμαρχοι, δημοτικοί, τοπικοί και περιφερειακοί σύμβουλοι, ακόμα και αντιπεριφερειάρχες καταλαμβάνουν θέσεις εν δυνάμει βουλευτών.
Το παράδοξο αυτό φαινόμενο έσπευσαν φυσικά να το δικαιολογήσουν οι ίδιες οι ηγεσίες των κομμάτων. Σχεδόν όλες τους συνέκλιναν στην άποψη, πως στην επιλογή των υποψηφίων καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε το έρεισμά τους στις τοπικές κοινωνίες, λόγω αυτού καθ’ αυτού του περάσματός τους από την αυτοδιοίκηση. Μεταξύ μας, δεν έχουν και πολύ άδικο, καθώς στην Ελλάδα, παρά τις όποιες προσπάθειες, δεν έχει συγκροτηθεί μια υπεύθυνη και έντιμη κοινωνία των πολιτών. Από την άλλη όμως, γεννώνται τεράστια ερωτήματα που έχουν να κάνουν τόσο με την ανεξαρτησία, όσο όμως και με την αποτελεσματικότητα ως προς τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων.
Από την πάγια αυτή κομματική πρακτική, όπως είναι αναμενόμενο, σαφώς και πλήττεται η ανεξαρτησία των αυτοδιοικητικών φορέων. Αντί να ασχολούνται με τα ζητήματα και, αν μη τι άλλο, τα προβλήματα των τοπικών κοινωνιών, οι αυτοδιοικητικοί συνήθιζαν και συνεχίζουν να ασχολούνται με τη βελτίωση του κομματικού τους βιογραφικού. Προς τέρψιν της πολιτικής τους βουλιμίας, και αντιμετωπίζοντας την αυτοδιοίκηση ως το τελευταίο στάδιο πριν την αναρρίχησή τους στην κεντρική πολιτική σκηνή, είναι μαθηματικώς βέβαιο πως πράττουν κάθε τι δυνατό για την επίτευξη του πολυπόθητου στόχου τους. Γι’ αυτό και η μήτρα φαινομένων διαπλοκής, διαφθοράς και ανάπτυξης πελατειακών σχέσεων ήταν, είναι και δυστυχώς, απ’ ό,τι φαίνεται, θα συνεχίσει να είναι η τοπική αυτοδιοίκηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μαζί με τη συνταγματικώς προβλεπόμενη ανεξαρτησία της, πάει περίπατο και η αποτελεσματικότητά της.
Εκτός των ανωτέρω πάντως, γεννάται και ένα άλλο σοβαρό ερώτημα, σχετικά με το πόσο ηθικό είναι να διεκδικείς μία θέση στη Βουλή, όταν μόλις πριν από λίγους μήνες σου εμπιστεύθηκαν οι συμπολίτες σου την ψήφο τους για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Πράγματι, είναι εύλογη και θεμιτή η φιλοδοξία ενός επιτυχημένου αυτοδιοικητικού, του να προσφέρει, εφ’ όσον θα έχει ολοκληρωθεί η θητεία της προηγούμενης θέσης του, από ένα άλλο, ’’ανώτερο’’ πόστο, υπηρετώντας ολόκληρο το Έθνος. Δεν είναι καθόλου βέβαιο όμως, εάν αυτός θα είναι ικανός να ανταπεξέλθει στις πολλαπλάσιες απαιτήσεις της νέας αυτής θέσης. Από τη μορφή του πολιτεύματός μας, άλλωστε, αυτή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, υπονείται μια «αριστοκρατία» μέσα στην ίδια τη Δημοκρατία, κάτι που σημαίνει ότι στην Ολομέλεια του Κοινοβουλίου είναι αναγκαίο να παραβρίσκονται οι πιο άξιες, ικανές, συνειδητοποιημένες και πλήρως αφοσιωμένες στο ύψιστο λειτούργημά τους προσωπικότητες. Επίσης, δεν είναι καθόλου έντιμο, το να χρησιμοποιείες τις πλάτες του αυτοδιοικητικού σου συνδυασμού, προς εξασφάλισιν της εκλογής σου, αποφεύγοντας έτσι να συμμετάσχεις σ’ έναν υγιή πολιτικό ανταγωνισμό με τους άλλους συνυποψηφίους σου. Είναι δε παντελώς ανήθικο, το να ρίχνεσαι στην εθνική εκλογική αρένα εκ του ασφαλούς, μην έχοντας δηλαδή παραιτηθεί από τα προνόμια και τα οικονομικά σου οφέλη (ειδικά εκείνα των αντιπεριφερειαρχών), αποδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο περίτρανα την καρεκλολαγνεία σου.
Ως προς το τελευταίο, ο Γεώργιος Ράλλης σ’ ένα από τα τελευταία του πονήματα (Με ήσυχη τη συνείδηση, εκδόσεις Ποταμός, 2002) επισημαίνει, πως η πολιτική δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως «εφαλτήριο, αλλά ως επιστέγασμα της κοινωνικής εξελίξεως του πολίτη», συμπληρώνοντας πως «εάν αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει, ο πολιτικός θ’ αγωνίζεται με κάθε τρόπο για την επανεκλογή του, που σημαίνει συναλλαγές, συμβιβασμούς, ρουσφετοθηρία, ανεπίτευτες υποσχέσεις, αθέμιτο ανταγωνισμό»(σελ.65). Το νόημα των λέξεων που χρησιμοποιεί ο σοφός αυτός πολιτικός άνδρας, είναι πασιφανές, πως το αγνοούν οι περισσότεροι από τους επίδοξους πολιτευτές μας. Είναι επίσης ξεκάθαρο από την περιγραφόμενη παραδοξότητα, ότι οι ηγεσίες των παλαιού τύπου κομμάτων το έχουν παραχωνιάσει στα συρτάρια τους, προς άγραν μερικών εκατοντάδων ψήφων και σταυρών. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον, πως δεν θα το λησμονήσουμε εμείς, οι απλοί εκλογείς, όταν σε λιγότερο από δύο εβδομάδες θα κληθούμε να αναδείξουμε τους αξιότερους αντιπροσώπους μας, σε όποιον συνδυασμό και αν φιλοξενούνται, στέλνοντας παράλληλα ένα σαφές και αυστηρό μήνυμα -ομολογουμένως για δεύτερη και για τρίτη φορά σε ορισμένους εξ’ αυτών- στους βουλιμικούς της πολιτικής.
Νίκος Σπ. Ζέρβας
Πολιτικός Επιστήμονας και Υπ. Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών,
Το βιβλίο του "Πρωθυπουργοκεντρισμός" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μπατσιούλας.
Από την πάγια αυτή κομματική πρακτική, όπως είναι αναμενόμενο, σαφώς και πλήττεται η ανεξαρτησία των αυτοδιοικητικών φορέων. Αντί να ασχολούνται με τα ζητήματα και, αν μη τι άλλο, τα προβλήματα των τοπικών κοινωνιών, οι αυτοδιοικητικοί συνήθιζαν και συνεχίζουν να ασχολούνται με τη βελτίωση του κομματικού τους βιογραφικού. Προς τέρψιν της πολιτικής τους βουλιμίας, και αντιμετωπίζοντας την αυτοδιοίκηση ως το τελευταίο στάδιο πριν την αναρρίχησή τους στην κεντρική πολιτική σκηνή, είναι μαθηματικώς βέβαιο πως πράττουν κάθε τι δυνατό για την επίτευξη του πολυπόθητου στόχου τους. Γι’ αυτό και η μήτρα φαινομένων διαπλοκής, διαφθοράς και ανάπτυξης πελατειακών σχέσεων ήταν, είναι και δυστυχώς, απ’ ό,τι φαίνεται, θα συνεχίσει να είναι η τοπική αυτοδιοίκηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μαζί με τη συνταγματικώς προβλεπόμενη ανεξαρτησία της, πάει περίπατο και η αποτελεσματικότητά της.
Εκτός των ανωτέρω πάντως, γεννάται και ένα άλλο σοβαρό ερώτημα, σχετικά με το πόσο ηθικό είναι να διεκδικείς μία θέση στη Βουλή, όταν μόλις πριν από λίγους μήνες σου εμπιστεύθηκαν οι συμπολίτες σου την ψήφο τους για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Πράγματι, είναι εύλογη και θεμιτή η φιλοδοξία ενός επιτυχημένου αυτοδιοικητικού, του να προσφέρει, εφ’ όσον θα έχει ολοκληρωθεί η θητεία της προηγούμενης θέσης του, από ένα άλλο, ’’ανώτερο’’ πόστο, υπηρετώντας ολόκληρο το Έθνος. Δεν είναι καθόλου βέβαιο όμως, εάν αυτός θα είναι ικανός να ανταπεξέλθει στις πολλαπλάσιες απαιτήσεις της νέας αυτής θέσης. Από τη μορφή του πολιτεύματός μας, άλλωστε, αυτή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, υπονείται μια «αριστοκρατία» μέσα στην ίδια τη Δημοκρατία, κάτι που σημαίνει ότι στην Ολομέλεια του Κοινοβουλίου είναι αναγκαίο να παραβρίσκονται οι πιο άξιες, ικανές, συνειδητοποιημένες και πλήρως αφοσιωμένες στο ύψιστο λειτούργημά τους προσωπικότητες. Επίσης, δεν είναι καθόλου έντιμο, το να χρησιμοποιείες τις πλάτες του αυτοδιοικητικού σου συνδυασμού, προς εξασφάλισιν της εκλογής σου, αποφεύγοντας έτσι να συμμετάσχεις σ’ έναν υγιή πολιτικό ανταγωνισμό με τους άλλους συνυποψηφίους σου. Είναι δε παντελώς ανήθικο, το να ρίχνεσαι στην εθνική εκλογική αρένα εκ του ασφαλούς, μην έχοντας δηλαδή παραιτηθεί από τα προνόμια και τα οικονομικά σου οφέλη (ειδικά εκείνα των αντιπεριφερειαρχών), αποδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο περίτρανα την καρεκλολαγνεία σου.
Ως προς το τελευταίο, ο Γεώργιος Ράλλης σ’ ένα από τα τελευταία του πονήματα (Με ήσυχη τη συνείδηση, εκδόσεις Ποταμός, 2002) επισημαίνει, πως η πολιτική δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως «εφαλτήριο, αλλά ως επιστέγασμα της κοινωνικής εξελίξεως του πολίτη», συμπληρώνοντας πως «εάν αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει, ο πολιτικός θ’ αγωνίζεται με κάθε τρόπο για την επανεκλογή του, που σημαίνει συναλλαγές, συμβιβασμούς, ρουσφετοθηρία, ανεπίτευτες υποσχέσεις, αθέμιτο ανταγωνισμό»(σελ.65). Το νόημα των λέξεων που χρησιμοποιεί ο σοφός αυτός πολιτικός άνδρας, είναι πασιφανές, πως το αγνοούν οι περισσότεροι από τους επίδοξους πολιτευτές μας. Είναι επίσης ξεκάθαρο από την περιγραφόμενη παραδοξότητα, ότι οι ηγεσίες των παλαιού τύπου κομμάτων το έχουν παραχωνιάσει στα συρτάρια τους, προς άγραν μερικών εκατοντάδων ψήφων και σταυρών. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον, πως δεν θα το λησμονήσουμε εμείς, οι απλοί εκλογείς, όταν σε λιγότερο από δύο εβδομάδες θα κληθούμε να αναδείξουμε τους αξιότερους αντιπροσώπους μας, σε όποιον συνδυασμό και αν φιλοξενούνται, στέλνοντας παράλληλα ένα σαφές και αυστηρό μήνυμα -ομολογουμένως για δεύτερη και για τρίτη φορά σε ορισμένους εξ’ αυτών- στους βουλιμικούς της πολιτικής.
Νίκος Σπ. Ζέρβας
Πολιτικός Επιστήμονας και Υπ. Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών,
Το βιβλίο του "Πρωθυπουργοκεντρισμός" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μπατσιούλας.