Του Γιώργου Δεληγιάννη
Πέντε χρόνια συντριβής του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης, των ανέργων, των φτωχών αγροτών, της νεολαίας, των αυτοαπασχολούμενων, των συνταξιούχων για να διατηρήσουν οι καπιταλιστές την κερδοφορία τους και να ξεπεράσουν την κρίση τους.
Πέντε χρόνια έντασης της κρατικής και εργοδοτικής τρομοκρατίας και της συκοφάντησης των λαϊκών αγώνων, της ηθικής και σωματικής εξόντωσης του αγωνιζόμενου λαού…
Πέντε χρόνια ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου.
Πέντε χρόνια ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου.
Η εργατική τάξη και ο λαός ποτέ δε ρωτήθηκε για την πολιτική της χώρας και όποτε κατέβηκε στο δρόμο να διεκδικήσει πολιτική αλλαγή για τα δικά του συμφέροντα λοιδορήθηκε, ξυλοκοπήθηκε, απολύθηκε. Δεν πρόκειται να ζητήσουμε τη συναίνεση των κεφαλαιοκρατών για να εφαρμόσουμε ένα πρόγραμμα που υπηρετεί τις δικές μας ανάγκες κόντρα στις επιδιώξεις των καπιταλιστών.
Η καταγγελία της δανειακής σύμβασης, η κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων είναι μια πορεία σύγκρουσης και μονομερών ενεργειών ενός αποφασισμένου λαού απέναντι στην κεφαλαιοκρατία και των συμφωνιών που σύναψε μέσω των κομμάτων της με τις αστικές τάξεις των ευρωπαϊκών χωρών και των ΗΠA. Κατάργηση των Μνημονίων δεν μπορεί να γίνει με μέσες λύσεις και διαπραγματεύσεις με τα κοράκια του τοκογλυφικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Ούτε με εκκλήσεις και διασκέψεις με αυτούς που επέβαλλαν τους όρους του δανεισμού και είναι συνένοχοι των κυβερνήσεων Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά-Βενιζέλου. Λύση που υπηρετεί τα εργατικά συμφέροντα μπορεί να υπάρξει μόνο με απαλλοτρίωση κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας. Ιδιοκτησίας που αποκτήθηκε από την εκμετάλλευση της εργασίας μας, και που διατηρήθηκε και αυξήθηκε μέσω του Μνημονίου εις βάρος του βιοτικού επιπέδου μας. Λύση μπορεί να επιβληθεί μόνο με τον λαό στους δρόμους και με αντεπίθεση του εργατικού κινήματος από την επόμενη μέρα των εκλογών.
Για να υπάρξει όμως «επόμενη μέρα» σύγκρουσης με το μνημονιακό καθεστώς, πρέπει να κερδηθεί η μάχη των εκλογών. Με νίκη της ΝΔ και του μνημονιακού συρφετού στις 25 Γενάρη, η επόμενη μέρα θα σημάνει την τελειωτική επίθεση σε βάρος του λαού. Το μοναδικό όπλο που έχει η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα για να αποτρέψουν αυτήν την καταστροφική εξέλιξη είναι σήμερα το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ. Επιπλέον, η στάση Πόντιου Πιλάτου των δυνάμεων της κομμουνιστικής Αριστεράς που δεν βλέπουν καμία θετική δυνατότητα στις εξελίξεις, δεν αφήνει πολλά περιθώρια: απέναντι στο ενδεχόμενο ανάδειξης κυβέρνησης των μνημονιακών δυνάμεων η μοναδική εναλλακτική είναι μια αυτοδύναμη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτή είναι η μοναδική εξέλιξη που μπορεί να ανοίξει μια νέα περίοδο ταξικής σύγκρουσης.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο ωστόσο, δεν λύνει από μόνο του κανένα πρόβλημα. Κατάργηση των μνημονίων σημαίνει σύγκρουση με ΕΕ – ΔΝΤ και με την ντόπια αστική τάξη που χάρη στα μνημόνια διέσωσε τα κέρδη και τα προνόμιά της. Μια τέτοια πολιτική δεν θα είναι περίπατος που θα κριθεί σε ψηφοφορίες στο κοινοβούλιο. Θα είναι πόλεμος που απαιτεί το εργατικό κίνημα να βρεθεί σε θέση μάχης από σήμερα. Οι αυταπάτες που καλλιεργούνται από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για «αλλαγές στην ΕΕ», «αποδοχή των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ από τους Ευρωπαίους» και για «σκληρή διαπραγμάτευση» είναι εκτός τόπου και χρόνου και αποκοιμίζουν τους εργαζόμενους.
Η κατάργηση των μνημονίων μπορεί να αποτελεί ρεαλιστική προοπτική μόνο σε σύνδεση με ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει τους παρακάτω στόχους:
-Μονομερής Διαγραφή του δημόσιου χρέους (εκτός αυτού προς τα ασφαλιστικά ταμεία). Η μονομερής διαγραφή του χρέους είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία οποιασδήποτε προσπάθειας βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και της εργατικής τάξης, καθώς το σταμάτημα της εξυπηρέτησης του χρέους θ’ απελευθερώσει πόρους ικανούς να χρηματοδοτήσουν το κοινωνικό κράτος, την υγεία, την παιδεία, την παραγωγική ανασυγκρότηση.
-Κρατικοποίηση των τραπεζών με εργατικό έλεγχο και συγχώνευσή τους σε ένα τραπεζικό ίδρυμα. Διαγραφή των μετοχών των ιδιωτών μετόχων και μηδενισμός των υποχρεώσεων (καταθέσεις) προς κεφαλαιοκράτες.
-Διαγραφή των χρεών των εργατικών οικογενειών, των φτωχών αγροτών και των αυτοαπασχολουμένων που προλεταριοποιούνται, ρύθμιση των χρεών των μικροαστών της πόλης και του χωριού.
-Κρατικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση και κάτω από εργατικό έλεγχο. Με την κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος έρχονται στα χέρια του κράτους οι επιχειρήσεις των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ελέγχεται από τις τράπεζες, αλλά και έχουν υποχρεώσεις (δάνεια) προς αυτές.
-Χωρισμός κράτους – εκκλησίας και δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
-Έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.
Η εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος προσκρούει στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, στο σημερινό πολιτικό σύστημα, στους νόμους και στις κρατικές δομές. Η προώθηση του προγράμματος αυτού απαιτεί το τσάκισμα του αστικού κράτους και των μηχανισμών του και την αντικατάστασή τους απ’ την εργατική δημοκρατία, τη δικτατορία του προλεταριάτου. Την ανώτερη μορφή πολιτικής δημοκρατίας που μπορεί να υπάρξει και στηρίζεται στην αυτοοργάνωση και αυτοδιοίκηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών, που συγκροτούν τα όργανα και τους θεσμούς του κράτους τους σε παραγωγική βάση, με αιρετότητα και ανακλητότητα των εκπροσώπων και όλων των κρατικών λειτουργών και πληρωμή τους με το μέσο εργατικό μισθό. Πάνω σε μια τέτοια προοπτική μπορεί η παραγωγή να οργανωθεί στη βάση ενός δημοκρατικού κεντρικού κρατικού σχεδιασμού για την ολόπλευρη ανάπτυξη του κοινωνικού πλούτου, του βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου των λαϊκών μαζών.
Όπως θα αποδειχθεί πολύ σύντομα με την κατάρρευση των φαντασιώσεων για «σκληρή διαπραγμάτευση» και «αλλαγή της ΕΕ», ο καπιταλισμός της κρίσης μπορεί να έχει μόνο ένα πρόσωπο: αυτό της βάρβαρης ταξικής πολιτικής που στην Ελλάδα γνωρίσαμε σαν μνημόνιο. Αυτό είναι το πρόσωπό του σε Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, στο πρόγραμμα του μνημονίου κινείται και ολόκληρη η Ε.Ε.
Απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα δεν χωράνε ενδιάμεσες λύσεις. Το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» δεν είναι σήμερα ερώτημα για θεωρητικό προβληματισμό, αλλά οδηγός για δράση.
Για να υπάρξει όμως «επόμενη μέρα» σύγκρουσης με το μνημονιακό καθεστώς, πρέπει να κερδηθεί η μάχη των εκλογών. Με νίκη της ΝΔ και του μνημονιακού συρφετού στις 25 Γενάρη, η επόμενη μέρα θα σημάνει την τελειωτική επίθεση σε βάρος του λαού. Το μοναδικό όπλο που έχει η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα για να αποτρέψουν αυτήν την καταστροφική εξέλιξη είναι σήμερα το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ. Επιπλέον, η στάση Πόντιου Πιλάτου των δυνάμεων της κομμουνιστικής Αριστεράς που δεν βλέπουν καμία θετική δυνατότητα στις εξελίξεις, δεν αφήνει πολλά περιθώρια: απέναντι στο ενδεχόμενο ανάδειξης κυβέρνησης των μνημονιακών δυνάμεων η μοναδική εναλλακτική είναι μια αυτοδύναμη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτή είναι η μοναδική εξέλιξη που μπορεί να ανοίξει μια νέα περίοδο ταξικής σύγκρουσης.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο ωστόσο, δεν λύνει από μόνο του κανένα πρόβλημα. Κατάργηση των μνημονίων σημαίνει σύγκρουση με ΕΕ – ΔΝΤ και με την ντόπια αστική τάξη που χάρη στα μνημόνια διέσωσε τα κέρδη και τα προνόμιά της. Μια τέτοια πολιτική δεν θα είναι περίπατος που θα κριθεί σε ψηφοφορίες στο κοινοβούλιο. Θα είναι πόλεμος που απαιτεί το εργατικό κίνημα να βρεθεί σε θέση μάχης από σήμερα. Οι αυταπάτες που καλλιεργούνται από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για «αλλαγές στην ΕΕ», «αποδοχή των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ από τους Ευρωπαίους» και για «σκληρή διαπραγμάτευση» είναι εκτός τόπου και χρόνου και αποκοιμίζουν τους εργαζόμενους.
Η κατάργηση των μνημονίων μπορεί να αποτελεί ρεαλιστική προοπτική μόνο σε σύνδεση με ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει τους παρακάτω στόχους:
-Μονομερής Διαγραφή του δημόσιου χρέους (εκτός αυτού προς τα ασφαλιστικά ταμεία). Η μονομερής διαγραφή του χρέους είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία οποιασδήποτε προσπάθειας βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και της εργατικής τάξης, καθώς το σταμάτημα της εξυπηρέτησης του χρέους θ’ απελευθερώσει πόρους ικανούς να χρηματοδοτήσουν το κοινωνικό κράτος, την υγεία, την παιδεία, την παραγωγική ανασυγκρότηση.
-Κρατικοποίηση των τραπεζών με εργατικό έλεγχο και συγχώνευσή τους σε ένα τραπεζικό ίδρυμα. Διαγραφή των μετοχών των ιδιωτών μετόχων και μηδενισμός των υποχρεώσεων (καταθέσεις) προς κεφαλαιοκράτες.
-Διαγραφή των χρεών των εργατικών οικογενειών, των φτωχών αγροτών και των αυτοαπασχολουμένων που προλεταριοποιούνται, ρύθμιση των χρεών των μικροαστών της πόλης και του χωριού.
-Κρατικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση και κάτω από εργατικό έλεγχο. Με την κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος έρχονται στα χέρια του κράτους οι επιχειρήσεις των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ελέγχεται από τις τράπεζες, αλλά και έχουν υποχρεώσεις (δάνεια) προς αυτές.
-Χωρισμός κράτους – εκκλησίας και δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
-Έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.
Η εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος προσκρούει στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, στο σημερινό πολιτικό σύστημα, στους νόμους και στις κρατικές δομές. Η προώθηση του προγράμματος αυτού απαιτεί το τσάκισμα του αστικού κράτους και των μηχανισμών του και την αντικατάστασή τους απ’ την εργατική δημοκρατία, τη δικτατορία του προλεταριάτου. Την ανώτερη μορφή πολιτικής δημοκρατίας που μπορεί να υπάρξει και στηρίζεται στην αυτοοργάνωση και αυτοδιοίκηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών, που συγκροτούν τα όργανα και τους θεσμούς του κράτους τους σε παραγωγική βάση, με αιρετότητα και ανακλητότητα των εκπροσώπων και όλων των κρατικών λειτουργών και πληρωμή τους με το μέσο εργατικό μισθό. Πάνω σε μια τέτοια προοπτική μπορεί η παραγωγή να οργανωθεί στη βάση ενός δημοκρατικού κεντρικού κρατικού σχεδιασμού για την ολόπλευρη ανάπτυξη του κοινωνικού πλούτου, του βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου των λαϊκών μαζών.
Όπως θα αποδειχθεί πολύ σύντομα με την κατάρρευση των φαντασιώσεων για «σκληρή διαπραγμάτευση» και «αλλαγή της ΕΕ», ο καπιταλισμός της κρίσης μπορεί να έχει μόνο ένα πρόσωπο: αυτό της βάρβαρης ταξικής πολιτικής που στην Ελλάδα γνωρίσαμε σαν μνημόνιο. Αυτό είναι το πρόσωπό του σε Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, στο πρόγραμμα του μνημονίου κινείται και ολόκληρη η Ε.Ε.
Απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα δεν χωράνε ενδιάμεσες λύσεις. Το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» δεν είναι σήμερα ερώτημα για θεωρητικό προβληματισμό, αλλά οδηγός για δράση.