Δύο τα δεδομένα. Πρώτον, σύμφωνα με το άρθρο 56 παρ.3 του Συντάγματος «δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι, ούτε να εκλεγούν βουλευτές...μέσα στους τελευταίους δεκαοκτώ (18) μήνες της βουλευτικής περιόδου : α. οι διοικητές, υποδιοικητές, πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου και δημοσίων επιχειρήσεων..., β. τα μέλη των ανεξαρτήτων αρχών..., γ. οι ανώτεροι αξιωματικοί..., δ. οι έμμισθοι υπάλληλοι του Δημοσίου...που κατείχαν θέση προϊσταμένου οργανικής μονάδας... και ε. οι γενικοί ή ειδικοί γραμματείς υπουργείων ή αυτοτελών γενικών γραμματειών ή περιφερειών... Δεύτερον, οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν στις 17 Ιουνίου 2012, πράγμα που σημαίνει πως το προβλεπόμενο 18μηνο ολοκληρώθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2014.
Για τους δύο ανωτέρω λόγους η 16η Δεκεμβρίου 2014 αποτέλεσε τη «Νύκτα του Αγίου Βαρθολομαίου» για την ελληνική Δημόσια Διοίκηση. Δεκάδες ήταν οι Γενικοί Γραμματείς Υπουργείων, καθώς και οι διοικητές και υποδιοικητές ασφαλιστικών οργανισμών, ταμείων και άλλων δημοσίων επιχειρήσεων που παραιτήθηκαν εγκαίρως, προκειμένου να τεθούν υποψήφιοι στις πρόωρες εκλογές της 25ης Ιανουαρίου. Τι καταδεικνύει όμως το ανωτέρω μπαράζ παραιτήσεων; Έναν ακόμα από τους κυριότερους λόγους που μας οδήγησαν στη χρεωκοπία. Πώς; Εξηγούμεθα.
Κατά πάγια πρακτική τους και καθ’ όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα διόριζαν σε καίριες θέσεις του Δημοσίου ’’τα δικά τους παιδιά’’. Ειδικότερα, από τη γκρίζα δεκαετία του 80’ και έπειτα, τα ήθη στην ελληνική Δημόσια Διοίκηση άλλαξαν παντελώς. Κάθε έννοια αξιοκρατίας, διαφάνειας ως προς την επιλογή προσωπικού, αριστείας αντικαταστάθηκε από την ευνοιοκρατία, τη συντήρηση του κομματικού στρατού, τη μετριότητα. Από τις Γενικές Γραμματείες των Υπουργείων και τις διευθυντικές θέσεις δημοσίων οργανισμών, μέχρι τις διοικήσεις νοσοκομείων και ταμείων, η ηγεσία του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος τοποθετούσε τους δικούς της. Στόχοι της; Αφ’ ενός η αξιοποίηση και η αποκατάσταση στρατευμένων μελών της, που την οδηγούσαν στην κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, παρόλο που τα ίδια αποτύγχαναν στο να εκλεγούν. Αφ’ ετέρου, η προσδοκία -αν όχι βούληση- ελέγχου κάθε πτυχής του δημοσίου γίγνεσθαι από λοχαγούς του κομματικού στρατού. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το ντροπιαστικό αυτό φαινόμενο, δεν διαπιστωνόταν μόνο σε αυτοδύναμες μονοκομματικές Κυβερνήσεις. Αντιθέτως, μερίδιο της κρατικής εξουσίας ελάμβαναν και συνεχίζουν να λαμβάνουν και οι μικρότεροι εταίροι σε Κυβερνήσεις συνεργασίας, αν αναλογιστεί κανείς την αισχρή αναλογία του «4-2-1» της προ 1,5 έτους τρικομματικής κυβερνητικής συμμαχίας.
Πώς όμως αυτές οι νοοτροπίες, που δυστυχώς για τον τόπο μας συνεχίζουν να υφίστανται, μας οδήγησαν στη χρεωκοπία; Τα πράγματα είναι πολύ απλά, απλώς και μόνο διερωτώμενοι : Πώς αλήθεια μπορεί ένας αποτυχημένος πολιτευτής, που έχει διορισθεί στη Γενική Γραμματεία ενός Υπουργείου και που δεν αισθάνεται πουθενά αλλού άνετα, πλην του κομματικού του πριβάλλοντος, να συνεργαστεί, ή τουλάχιστον να συνομιλήσει και ν’ ακούσει τους υφισταμένους του, που έρχονται καθημερινά σε επαφή με τους πολίτες και τα προβλήματά τους; Πώς θα μπορέσει άραγε ο διοικητής ενός ταμείου (λ.χ. ΙΚΑ) ή κάποιου άλλου οργανισμού (βλ. ΟΠΕΚΕΠΕ) να αφοσιωθεί στα ύψιστα καθήκοντά του, όταν όχι μόνο δεν έχει εργασθεί στη ζωή του, πέραν από κομματικές αφισοκολλήσεις ή πολιτικά γραφεία, αλλά και καθημερινά καλείται να εξυπηρετεί τα θελήματα βουλευτών του κόμματός του, που σπεύδουν να βολέψουν την εκλογική τους πελατεία; Πώς ο ίδιος θα σταθεί αμερόληπτος και ακριβοδίκαιος, όταν μέρος των αιτούντων πολιτών είναι εν δυνάμει ψηφοφόροι του;
Στα προεκτεθέντα ερωτήματα καλό θα ήταν να μας απαντούσαν κάποια στιγμή οι πολιτικοί φορείς της χώρας μας. Μέχρι στιγμής, όλοι τους, ή μάλλον σχεδόν όλοι τους, διακρίνονται από μία ένοχη σιωπή. Από πλευράς συγκυβέρνησης, η πλειοψηφία των μελών της και των κοινοβουλευτικών της αντιπροσώπων σφυρίζει αδιάφορα. Μοναχά λίγες, στα δάκτυλα του ενός χεριού, φωνές του φιλελεύθερου-μεταρρυθμιστικού χώρου έχουν ανοικτά τοποθετηθεί έναντι του αποκρουστικού αυτού φαινομένου. Διακρίνουμε ασφαλώς τον άνθρωπο, που αν παρέμενε στη θέση του, θα άλλαζε προς το καλύτερο τη Δημόσια Διοίκηση στην Ελλάδα -ήδη τα πρώτα βήματα έχουν πραγματοποιηθεί με το προσφάτως θεσπισθέν αξιοκρατικό σύστημα επιλογής προϊσταμένων, το νέο τρόπο αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων κλπ-, τον μέχρι πρότεινος υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Κυριάκο Μητσοτάκη. Εδώ και καιρό κάνει λόγο για την καθιέρωση ενός πλήρους ασυμβίβαστου μεταξύ θέσης Γενικού Γραμματέα και υποψηφίου βουλευτή. Ξεχωρίζουμε επίσης, την Ντόρα Μπακογιάννη, που εδώ και μήνες, σε πλήρη αντίθεση με τις πρακτικές της λαϊκοδεξιάς ηγεσίας του κόμματός της, τονίζει την ανάγκη αξιοκρατικής στελέχωσης υψίστης σημασίας θέσεων του κρατικού μηχανισμού, ακόμη κι αν αυτοί προέρχονται από την Αριστερά.
Από πλευράς αντιπολίτευσης ισχύουν τα ίδια και χειρότερα. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έβγαλε λέξη για τις πρόσφατες παραιτήσεις. Φοβήθηκε να εκτεθεί, μη τυχόν και απογοητεύσει τα διάφορα φρούτα που έχει περιμαζέψει στις τάξεις του -γυρολόγους πολιτευτές, διεφθαρμένους συνδικαλιστές κλπ-, που αναμένουν πως και πως την κατάληψη κάποιου δημοσίου θώκου άμα τη αναρριχήσει του στην εξουσία. Τσιμουδιά και από το στρατόπεδο του ενδεχόμενου συνεταίρου του, των ’’ψεκασμένων’’ και του καρεκλολάγνου αρχηγού τους. Από τη δε ΔΗΜΑΡ δεν περιμέναμε και κάποια απάντηση, αφού και η ίδια είχε από την πρώτη στιγμή ενσκύψει στο ατιμωτικό διαμοίρασμα 4-2-1. Μόνο το Ποτάμι και προσωπικά ο επικεφαλής του, Σταύρος Θεοδωράκης, έχουν εξ’ αρχής ξεκαθαρίσει, πως στην προσπάθεια του «να τ’ αλλάξουμε όλα, χωρίς όμως να γκρεμίσουμε τη χώρα», θα περιλαμβάνεται η ’’επιβολή’’ των αρίστων σε κάθε καίρια θέση του κράτους και της Δημόσιας Διοίκησης.
Με όλα αυτά τα δεδομένα οδεύουμαι ολοταχώς προς τις κάλπες. Σ’ ένα 20ήμερο θα κληθούμε όλοι μας ν’ αποφασίσουμε για τη μέλλουσα πορεία της χώρας. Θα κληθούμε ν’ απαντήσουμε και εμείς οι ίδιοι, με την ψήφο μας, στο ερώτημα του τι θέλουμε πλέον για τον τόπο μας. Θέλουμε τη συνέχιση της ρεμούλας, της δολιότητας, της διαπλοκής; Θα παρασυρθούμε για μία ακόμη φορά από την ανεύθυνη παροχολογία και την υποσχεσιολογία; Ή μήπως επιθυμούμε τη συνέχιση, με άλλους όρους, της ημιτελούς μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, σπάζοντας παλαιοκομματικές πρακτικές με άλλον σήμερα κομματικό μανδύα; Εάν όντως επιθυμούμε το τελευταίο, ο κύβος θα ριφθεί, στηρίζοντας εκείνους και μοναχά εκείνους, τους αξίους εκπροσώπους του φιλελεύθερου μεταρρυθμιστικού κέντρου, που συναντώνται σε διάφορους πολιτικούς χώρους (από τη ΝΔ μέχρι και Το Ποτάμι), στέλνοντας παράλληλα στο καλό ανεπάγγελτους εκπροσώπους του παλαιοκομματισμού και του άκρατου λαϊκισμού.
Νίκος Σπ. Ζέρβας
Πολιτικός Επιστήμονας και Υπ. Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών,
Το βιβλίο του "Πρωθυπουργοκεντρισμός" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μπατσιούλας.
Για τους δύο ανωτέρω λόγους η 16η Δεκεμβρίου 2014 αποτέλεσε τη «Νύκτα του Αγίου Βαρθολομαίου» για την ελληνική Δημόσια Διοίκηση. Δεκάδες ήταν οι Γενικοί Γραμματείς Υπουργείων, καθώς και οι διοικητές και υποδιοικητές ασφαλιστικών οργανισμών, ταμείων και άλλων δημοσίων επιχειρήσεων που παραιτήθηκαν εγκαίρως, προκειμένου να τεθούν υποψήφιοι στις πρόωρες εκλογές της 25ης Ιανουαρίου. Τι καταδεικνύει όμως το ανωτέρω μπαράζ παραιτήσεων; Έναν ακόμα από τους κυριότερους λόγους που μας οδήγησαν στη χρεωκοπία. Πώς; Εξηγούμεθα.
Κατά πάγια πρακτική τους και καθ’ όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα διόριζαν σε καίριες θέσεις του Δημοσίου ’’τα δικά τους παιδιά’’. Ειδικότερα, από τη γκρίζα δεκαετία του 80’ και έπειτα, τα ήθη στην ελληνική Δημόσια Διοίκηση άλλαξαν παντελώς. Κάθε έννοια αξιοκρατίας, διαφάνειας ως προς την επιλογή προσωπικού, αριστείας αντικαταστάθηκε από την ευνοιοκρατία, τη συντήρηση του κομματικού στρατού, τη μετριότητα. Από τις Γενικές Γραμματείες των Υπουργείων και τις διευθυντικές θέσεις δημοσίων οργανισμών, μέχρι τις διοικήσεις νοσοκομείων και ταμείων, η ηγεσία του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος τοποθετούσε τους δικούς της. Στόχοι της; Αφ’ ενός η αξιοποίηση και η αποκατάσταση στρατευμένων μελών της, που την οδηγούσαν στην κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, παρόλο που τα ίδια αποτύγχαναν στο να εκλεγούν. Αφ’ ετέρου, η προσδοκία -αν όχι βούληση- ελέγχου κάθε πτυχής του δημοσίου γίγνεσθαι από λοχαγούς του κομματικού στρατού. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το ντροπιαστικό αυτό φαινόμενο, δεν διαπιστωνόταν μόνο σε αυτοδύναμες μονοκομματικές Κυβερνήσεις. Αντιθέτως, μερίδιο της κρατικής εξουσίας ελάμβαναν και συνεχίζουν να λαμβάνουν και οι μικρότεροι εταίροι σε Κυβερνήσεις συνεργασίας, αν αναλογιστεί κανείς την αισχρή αναλογία του «4-2-1» της προ 1,5 έτους τρικομματικής κυβερνητικής συμμαχίας.
Πώς όμως αυτές οι νοοτροπίες, που δυστυχώς για τον τόπο μας συνεχίζουν να υφίστανται, μας οδήγησαν στη χρεωκοπία; Τα πράγματα είναι πολύ απλά, απλώς και μόνο διερωτώμενοι : Πώς αλήθεια μπορεί ένας αποτυχημένος πολιτευτής, που έχει διορισθεί στη Γενική Γραμματεία ενός Υπουργείου και που δεν αισθάνεται πουθενά αλλού άνετα, πλην του κομματικού του πριβάλλοντος, να συνεργαστεί, ή τουλάχιστον να συνομιλήσει και ν’ ακούσει τους υφισταμένους του, που έρχονται καθημερινά σε επαφή με τους πολίτες και τα προβλήματά τους; Πώς θα μπορέσει άραγε ο διοικητής ενός ταμείου (λ.χ. ΙΚΑ) ή κάποιου άλλου οργανισμού (βλ. ΟΠΕΚΕΠΕ) να αφοσιωθεί στα ύψιστα καθήκοντά του, όταν όχι μόνο δεν έχει εργασθεί στη ζωή του, πέραν από κομματικές αφισοκολλήσεις ή πολιτικά γραφεία, αλλά και καθημερινά καλείται να εξυπηρετεί τα θελήματα βουλευτών του κόμματός του, που σπεύδουν να βολέψουν την εκλογική τους πελατεία; Πώς ο ίδιος θα σταθεί αμερόληπτος και ακριβοδίκαιος, όταν μέρος των αιτούντων πολιτών είναι εν δυνάμει ψηφοφόροι του;
Στα προεκτεθέντα ερωτήματα καλό θα ήταν να μας απαντούσαν κάποια στιγμή οι πολιτικοί φορείς της χώρας μας. Μέχρι στιγμής, όλοι τους, ή μάλλον σχεδόν όλοι τους, διακρίνονται από μία ένοχη σιωπή. Από πλευράς συγκυβέρνησης, η πλειοψηφία των μελών της και των κοινοβουλευτικών της αντιπροσώπων σφυρίζει αδιάφορα. Μοναχά λίγες, στα δάκτυλα του ενός χεριού, φωνές του φιλελεύθερου-μεταρρυθμιστικού χώρου έχουν ανοικτά τοποθετηθεί έναντι του αποκρουστικού αυτού φαινομένου. Διακρίνουμε ασφαλώς τον άνθρωπο, που αν παρέμενε στη θέση του, θα άλλαζε προς το καλύτερο τη Δημόσια Διοίκηση στην Ελλάδα -ήδη τα πρώτα βήματα έχουν πραγματοποιηθεί με το προσφάτως θεσπισθέν αξιοκρατικό σύστημα επιλογής προϊσταμένων, το νέο τρόπο αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων κλπ-, τον μέχρι πρότεινος υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Κυριάκο Μητσοτάκη. Εδώ και καιρό κάνει λόγο για την καθιέρωση ενός πλήρους ασυμβίβαστου μεταξύ θέσης Γενικού Γραμματέα και υποψηφίου βουλευτή. Ξεχωρίζουμε επίσης, την Ντόρα Μπακογιάννη, που εδώ και μήνες, σε πλήρη αντίθεση με τις πρακτικές της λαϊκοδεξιάς ηγεσίας του κόμματός της, τονίζει την ανάγκη αξιοκρατικής στελέχωσης υψίστης σημασίας θέσεων του κρατικού μηχανισμού, ακόμη κι αν αυτοί προέρχονται από την Αριστερά.
Από πλευράς αντιπολίτευσης ισχύουν τα ίδια και χειρότερα. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έβγαλε λέξη για τις πρόσφατες παραιτήσεις. Φοβήθηκε να εκτεθεί, μη τυχόν και απογοητεύσει τα διάφορα φρούτα που έχει περιμαζέψει στις τάξεις του -γυρολόγους πολιτευτές, διεφθαρμένους συνδικαλιστές κλπ-, που αναμένουν πως και πως την κατάληψη κάποιου δημοσίου θώκου άμα τη αναρριχήσει του στην εξουσία. Τσιμουδιά και από το στρατόπεδο του ενδεχόμενου συνεταίρου του, των ’’ψεκασμένων’’ και του καρεκλολάγνου αρχηγού τους. Από τη δε ΔΗΜΑΡ δεν περιμέναμε και κάποια απάντηση, αφού και η ίδια είχε από την πρώτη στιγμή ενσκύψει στο ατιμωτικό διαμοίρασμα 4-2-1. Μόνο το Ποτάμι και προσωπικά ο επικεφαλής του, Σταύρος Θεοδωράκης, έχουν εξ’ αρχής ξεκαθαρίσει, πως στην προσπάθεια του «να τ’ αλλάξουμε όλα, χωρίς όμως να γκρεμίσουμε τη χώρα», θα περιλαμβάνεται η ’’επιβολή’’ των αρίστων σε κάθε καίρια θέση του κράτους και της Δημόσιας Διοίκησης.
Με όλα αυτά τα δεδομένα οδεύουμαι ολοταχώς προς τις κάλπες. Σ’ ένα 20ήμερο θα κληθούμε όλοι μας ν’ αποφασίσουμε για τη μέλλουσα πορεία της χώρας. Θα κληθούμε ν’ απαντήσουμε και εμείς οι ίδιοι, με την ψήφο μας, στο ερώτημα του τι θέλουμε πλέον για τον τόπο μας. Θέλουμε τη συνέχιση της ρεμούλας, της δολιότητας, της διαπλοκής; Θα παρασυρθούμε για μία ακόμη φορά από την ανεύθυνη παροχολογία και την υποσχεσιολογία; Ή μήπως επιθυμούμε τη συνέχιση, με άλλους όρους, της ημιτελούς μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, σπάζοντας παλαιοκομματικές πρακτικές με άλλον σήμερα κομματικό μανδύα; Εάν όντως επιθυμούμε το τελευταίο, ο κύβος θα ριφθεί, στηρίζοντας εκείνους και μοναχά εκείνους, τους αξίους εκπροσώπους του φιλελεύθερου μεταρρυθμιστικού κέντρου, που συναντώνται σε διάφορους πολιτικούς χώρους (από τη ΝΔ μέχρι και Το Ποτάμι), στέλνοντας παράλληλα στο καλό ανεπάγγελτους εκπροσώπους του παλαιοκομματισμού και του άκρατου λαϊκισμού.
Νίκος Σπ. Ζέρβας
Πολιτικός Επιστήμονας και Υπ. Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών,
Το βιβλίο του "Πρωθυπουργοκεντρισμός" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μπατσιούλας.