Αδύνατο να οδηγηθεί κανείς, σε διάστημα μόλις λίγων ημερών, σε ασφαλή συμπεράσματα. Τα επικοινωνιακά τεχνάσματα, ναι μεν τέρπουν το φιλοθεάμον κοινό, επ’ ουδενί όμως δεν αποτελούν πανάκεια τόσο για μια αποτελεσματική διακυβέρνηση, όσο όμως και για τις διεθνείς και διπλωματικές επαφές της χώρας. Οι δήθεν φιλολαϊκές εξαγγελίες ορισμένων υπουργών, ασφαλώς και δεν υποδεικνύουν έναν ανώδυνο δρόμο για την αντιμετώπιση της κρίσης μέσω δομικών μεταρρυθμίσεων. Εντούτοις, ένας νέος αέρας αποπνέει από τη σύνθεση της νέας Κυβέρνησης, με την οργάνωσή της σε συγκεκριμένα πεδία πολιτικής, η οποία προϋποτίθεται για ένα λειτουργικό και αν μη τι άλλο αποτελεσματικό σχήμα, όπως επίσης και από την ετοιμότητα και το ρεαλισμό που επιδεικνύουν ο επικεφαλής και μέλη της στις επαφές τους με τους εταίρους. Ένας αέρας που δεν συναντάται όμως στις τάξεις της νέας αξιωματικής αντιπολίτευσης, και δη σ’ εκείνες της ηγεσίας της.
Ήδη από την επομένη των πρόσφατων ευρωεκλογών η ηγεσία της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης, ούσα τότε στην κορυφή του φορέα της εκτελεστικής εξουσίας, διακατεχόταν από το φόβο της προέλασης του ΣΥΡΙΖΑ. Λειτουργούσα υπό αυτό το φόβο, το ένα της λάθος διαδεχόταν απανωτά το άλλο. Ποιος μπορεί να λησμονήσει άραγε τον τραγικό ανασχηματισμό του Ιουνίου, όπου σ’ ένα απόγευμα μεταρρυθμιστές υπουργοί αντικαταστάθηκαν από εκπροσώπους του παλαιολαϊκισμού; Ποιος μπορεί να ξεχάσει τη στελέχωση με αμιγώς κομματικά κριτήρια διοικήσεων κρατικών οργανισμών και Γενικών Γραμματειών, προκαλώντας αφ’ ενός διοικητική παραλυσία, αφ’ ετέρου πανικό στις τάξεις των εταίρων μας, με αποκορύφωμα την ώθηση σε αναγκαστική παραίτηση του τότε Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων; Ποιος μπορεί τέλος να απαρνηθεί, πως μπροστά στη λαίλαπα του αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ, ο ίδιος ο τέως πρωθυπουργός εξήγγελλε, δίχως να έχει προηγηθεί συνεννόηση με τους Ευρωπαίους συναδέλφους του, ότι τάχα βγαίνουμε από τα Μνημόνια, σκίζοντάς τα ο ίδιος προσωπικά μέρα με τη μέρα; Απ’ ό,τι φαίνεται, ουδείς από τους λελογισμένους πολίτες δεν λησμόνησε τ’ ανωτέρω, πόσο μάλλον οι ανήκοντες στον κεντρώο φιλελεύθερο-μεταρρυθμιστικό χώρο.
Τα λάθη, βέβαια, του ηγετικού κλιμακίου της προηγούμενης Κυβέρνησης ουδόλως έμειναν εκεί. Αντιθέτως, συνεχίστηκαν και καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο, έπειτα από την αποτυχία εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο προεκτεθείς φόβος επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ, μετετράπη τις μέρες πριν από τις εθνικές εκλογές σ’ ένα κύμα εκφοβισμού της κοινωνίας. Όλη η εκλογική καμπάνια του κόμματος της μείζονος αντιπολίτευσης της νέας Βουλής στηρίχθηκε στην κινδυνολογία, στη διάδοση του φόβου και στην εμπέδωση από την πλευρά της κοινωνίας των αρνητικών συνεπειών που θα υπόκειτο, εάν την εξουσία αναλάμβανε η ριζοσπαστική Αριστερά. Όλα τα non-papers και οι ανακοινώσεις από τα γραφεία τύπου της Συγγρού και του Μαξίμου στέκονταν στις επιπτώσεις για τη χώρα και για τη τσέπη των πολιτών σχηματισμού μιας Κυβέρνησης με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ, και όχι στους στόχους και στις προοπτικές μιας ενδεχόμενης παραμονής τους στη διακυβέρνηση της χώρας. Ούτε βέβαια ανέδειξαν τάσεις αποκατάστασης της κοινωνικής δικαιοσύνης μ’ ένα συγκροτημένο και αυστηρό σχέδιο πάταξης της διαφθοράς, της διαπλοκής, της φοροδιαφυγής. Στην αγωνία τους δε για τυχόν προέλαση της Αριστεράς, ξέχασαν το νεοναζιστικό μόρφωμα, με συνέπεια οι οικονομικές του θέσεις για επιστροφή στη γραμμή να παραμείνουν στην αφάνεια, και να καταλάβει έτσι την αισχύνουσα για τη Δημοκρατία μας τρίτη θέση στην κοινοβουλευτική σειρά.
Οι άστοχες ενέργειες όμως της ηγεσίας της αξιωματικής σήμερα αντιπολίτευσης συνεχίστηκαν και συνεχίζονται και μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων της προπερασμένης Κυριακής. Αντί, κατ’ αρχάς, να πραγματοποιήσει μια σοβαρή και ειλικρινή αυτοκριτική για τους λόγους που οδήγησαν το κόμμα της στην εκλογική ήττα, από την πρώτη κιόλας στιγμή έσπευσε να υποθάλψει το έργο της νέας Κυβέρνησης. Αντί επίσης να σταθεί στο ύψος των θεσμικών της υποχρεώσεων, όπως για παράδειγμα κατά την παράδοση του πρωθυπουργικού γραφείου, επιδόθηκε σ’ έναν πρωτοφανή ’’κίτρινο’’ σχολιασμό των ενδυματολογικών επιλογών των μελών της Κυβέρνησης και της νέας Προέδρου της Βουλής. Στα δε σοβαρότερα, αντί να επικροτήσει, όπως έπραξε Το Ποτάμι, τη στροφή του νέου κυβερνητικού οικονομικού επιτελείου στο ρεαλισμό, με την αποσιώπηση δηλώσεων περί διαγραφής του χρέους και μονομερών ενεργειών, αρκείται στρουθοκαμηλίζοντας στο να κάνει λόγο για κωλοτούμπες, έχοντας πλήρως λησμονήσει τη δική της παροχολογία των Ζαππείων. Αντί τέλος η ηγεσία της να επαναφέρει στο κόμμα δημοκρατικές και ανοικτές διαδικασίες, που τόσο πολύ έλειψαν τα τελευταία 2,5 έτη, αρκέστη στη σύγκληση της Εκτελεστικής Γραμματείας, όπου το λόγο μονοπώλησε ο αρχηγός και η ’’αυλή’’ του. Τα ίδια, άλλωστε, αφορούν και την πρώτη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας, όπου προκειμένου τάχα το κόμμα να μη γίνει βορά στους δημοσιογράφους, η παρρησία των βουλευτών πήγε για ακόμα μία φορά περίπατο.
Συνοψίζοντας, τόσο προεκλογικά, όσο όμως και μετεκλογικά, η ηγεσία της μείζονος αντιπολίτευσης φαίνεται πως βρίσκεται σε μία παρατεταμένη κρίση πανικού. Μια κρίση πανικού, απόρροια της ενδεχόμενης και εν τέλει απώλειας των προνομίων του ολιγαρχικού, αν όχι ηγεμονικού, τρόπου διαχείρισης της εξουσίας της περασμένης κοινοβουλευτικής περιόδου. Απόρροια επίσης του φόβου τυχόν εκθρόνισης από την παραδοσιακά φιλελεύθερη κεντροδεξιά παράταξη. Μιας κρίσης πανικού όμως, που τόσο οι σοβαρές και υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις και προσωπικότητες του τόπου, όσο και εμείς, οι πολίτες, οφείλουμε να αποτρέψουμε να επεκταθεί στους εταίρους της χώρας, κυρίως δε στην κοινωνία μας.
Νίκος Σπ. Ζέρβας
Πολιτικός Επιστήμονας και Υπ. Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών,
Το βιβλίο του "Πρωθυπουργοκεντρισμός" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μπατσιούλας.