Το Ελληνοβενετσιάνικο Προξενιό, μεταξύ της κόρης της Ανεπροίκιωτης και του μεγαλεμπόρου Πανταλόνε, θα λάβει χώρα το Σάββατο, 21 Φεβρουαρίου, στις 8μ.μ. στη πλατεία Συντάγματος από τη Νέα Σκηνή του ΔΟΠΠΑΤ.
Επιμέλεια: Βάλια Ρεντούλη
Πανταλόνε: Στέλιος Αρμάου
Ανεπροίκιωτη: Δήμητρα Κατσικίδη
Παρουσιαστής: Xατζηιωάννου Ζήνα
Κείμενα: Mario Vagman
Aς δούμε την ιστορία του προξενιού τους όμως…
Αυτή η όμορφη νεαρή κοπέλα που περνάει, ντυμένη στα κουρέλια και τα μπαλώματα, με τα μαλλιά λιτά, καστανά και άφτιαχτα, με δέρμα κατάλευκο και μάτι ταλαίπωρο κι απεγνωσμένο είναι η Ανεπροίκιωτη. Γνωστή γόησσα της πόλης με τύχη όμως άτυχη.
Καθότι Ανεπροίκιωτη όπως ομολογεί και το όνομά της. Ούτε μια γκαρσονιερίτσα, ούτε ένα στρέμμα χωραφάκι δεν είχε και του λόγου της. Να βγαίνει έστω το λάδι της χρονιάς σαν προσφορά στο συζυγικό της σπίτι. Ούτε μια κουβέρτα χνουδερή για τα κρύα του χειμώνα, ένα πάπλωμα σικάτο ή έστω ένα μπαούλο παλιακό γεμάτο πετσετάκια, σεμεδάκια και όλα τα τοιούτα προικιά. Τίποτα σας λέω, απολύτως τίποτα. Και οι γαμπροί της πόλης, πλούσιοι και φτωχοί, έκαναν την βόλτα τους, χαιρόντουσαν τα όμορφά της κάλλη και ύστερα την απαρατούσαν στα κρύα του άγαμου λουτρού.
Συνήθεια γνωστή της πόλης το προικιό και όποιος δεν το κατέχει την μοίρα της την δύστυχη γνωρίζει. Να την πλευρίζει ένας γέρος πλούσιος κι αυτή, μές στο πανικό του ραφιού και της ανέχειας, να τον εβλέπει ξαφνικά σαν όμορφο πρίγκηπα και χωρίς δεύτερη σκέψη να τον εκάνει σύζυγο.
Είναι αυτός ο γερό-ασχημομούρης που την ακολουθεί με τη γαμψή του μύτη. Ο γερό Πανταλόνε. Μεγαλέμπορας της πόλης. Ζηλιάρης και τσιγκούνης όσο δεν πάει.
Ανεπροίκιωτη την βρήκε την μπουμπούκα μας, Ανεπροίκιωτη την άφησε να δείχνει. Ούτε ένα φορεματάκι περιοπής δεν της αγοράζει. Οι τσέπες του έχουν καβούρια, αστακούς και όλα της γής τα τσιμποφόρα ζώα. Αγόρασε τα νιάτα της ο στριφνός και τώρα όχι μόνο την έχει αφήσει στο έλεος της κοινωνικής κατακραυγής, μέσα στα ντεμοντέ κουρέλια της, αλλά την παρακολουθεί κιόλας μανιακά σε κάθε της βήμα. Μπροστά του ο ζηλιαρόγατος μοιάζει με γατάκι της μοκέτας.
Την ακολουθεί παντού σαν θησαυρό πολύτιμο. Δεν την αφήνει να κάνει ρούπι μόνη της. Ντετέκτιβ κανονικός να μην του φύγει το λουλούδι από κοντά. Η μαραμένη πια πεταλούδα του που μ΄ αυτά και μ’ αυτά, δεν το έχει πλέον και πολύ να του πετάξει μακριά, σε φωλιές άλλες, νεανικές και όμορφες.
Καθώς κατάλαβε την μίζερή της τύχη και ψάχνει μες σε γάμους, γιορτές και πανηγύρια, έναν σωτήρα νεαρό, γλυκούλη και φραγκάτο, για να γλιτώσει από του τσιγκούνη γέρου τα κελιά. Και αυτός, όποιον Ναυπλιώτη υποψιαστεί πως πάει να του την κλέψει, σαλεύει ο νούς του, και με βρισιές, φτυσιές και πράξεις μοχθηρές, ρεζίλι της κοινωνίας μας τον κάνει.
Αν ενδιαφέρεστε λοιπόν, και τα κάλλη της Ανεπροίκιωτης σας θολώνουν το νου και έχετε το κατιτίς σας να της προσφέρετε, ένα διαμέρισμα με θέα το Παλαμήδι ας πούμε, δυό-τρία φορεματάκια ακριβά, κανέναν κόσμημα αξίας, μην διστάσετε. Προίκα βεβαίως δεν θα πάρετε. Αλλά από ομορφιά και χάρη άλλο τίποτα. Μόνο να μην σας πάρει χαμπάρι αυτός. Όλο ξωπίσω της γυρίζει και όλο της μουρμουρίζει λόγια κτητικά.
Σκίτσο: Bασιλική Σαγκιώτη
Κείμενο: Mario Vagman
Επιμέλεια: Βάλια Ρεντούλη
Πανταλόνε: Στέλιος Αρμάου
Ανεπροίκιωτη: Δήμητρα Κατσικίδη
Παρουσιαστής: Xατζηιωάννου Ζήνα
Κείμενα: Mario Vagman
Aς δούμε την ιστορία του προξενιού τους όμως…
Αυτή η όμορφη νεαρή κοπέλα που περνάει, ντυμένη στα κουρέλια και τα μπαλώματα, με τα μαλλιά λιτά, καστανά και άφτιαχτα, με δέρμα κατάλευκο και μάτι ταλαίπωρο κι απεγνωσμένο είναι η Ανεπροίκιωτη. Γνωστή γόησσα της πόλης με τύχη όμως άτυχη.
Καθότι Ανεπροίκιωτη όπως ομολογεί και το όνομά της. Ούτε μια γκαρσονιερίτσα, ούτε ένα στρέμμα χωραφάκι δεν είχε και του λόγου της. Να βγαίνει έστω το λάδι της χρονιάς σαν προσφορά στο συζυγικό της σπίτι. Ούτε μια κουβέρτα χνουδερή για τα κρύα του χειμώνα, ένα πάπλωμα σικάτο ή έστω ένα μπαούλο παλιακό γεμάτο πετσετάκια, σεμεδάκια και όλα τα τοιούτα προικιά. Τίποτα σας λέω, απολύτως τίποτα. Και οι γαμπροί της πόλης, πλούσιοι και φτωχοί, έκαναν την βόλτα τους, χαιρόντουσαν τα όμορφά της κάλλη και ύστερα την απαρατούσαν στα κρύα του άγαμου λουτρού.
Συνήθεια γνωστή της πόλης το προικιό και όποιος δεν το κατέχει την μοίρα της την δύστυχη γνωρίζει. Να την πλευρίζει ένας γέρος πλούσιος κι αυτή, μές στο πανικό του ραφιού και της ανέχειας, να τον εβλέπει ξαφνικά σαν όμορφο πρίγκηπα και χωρίς δεύτερη σκέψη να τον εκάνει σύζυγο.
Είναι αυτός ο γερό-ασχημομούρης που την ακολουθεί με τη γαμψή του μύτη. Ο γερό Πανταλόνε. Μεγαλέμπορας της πόλης. Ζηλιάρης και τσιγκούνης όσο δεν πάει.
Ανεπροίκιωτη την βρήκε την μπουμπούκα μας, Ανεπροίκιωτη την άφησε να δείχνει. Ούτε ένα φορεματάκι περιοπής δεν της αγοράζει. Οι τσέπες του έχουν καβούρια, αστακούς και όλα της γής τα τσιμποφόρα ζώα. Αγόρασε τα νιάτα της ο στριφνός και τώρα όχι μόνο την έχει αφήσει στο έλεος της κοινωνικής κατακραυγής, μέσα στα ντεμοντέ κουρέλια της, αλλά την παρακολουθεί κιόλας μανιακά σε κάθε της βήμα. Μπροστά του ο ζηλιαρόγατος μοιάζει με γατάκι της μοκέτας.
Την ακολουθεί παντού σαν θησαυρό πολύτιμο. Δεν την αφήνει να κάνει ρούπι μόνη της. Ντετέκτιβ κανονικός να μην του φύγει το λουλούδι από κοντά. Η μαραμένη πια πεταλούδα του που μ΄ αυτά και μ’ αυτά, δεν το έχει πλέον και πολύ να του πετάξει μακριά, σε φωλιές άλλες, νεανικές και όμορφες.
Καθώς κατάλαβε την μίζερή της τύχη και ψάχνει μες σε γάμους, γιορτές και πανηγύρια, έναν σωτήρα νεαρό, γλυκούλη και φραγκάτο, για να γλιτώσει από του τσιγκούνη γέρου τα κελιά. Και αυτός, όποιον Ναυπλιώτη υποψιαστεί πως πάει να του την κλέψει, σαλεύει ο νούς του, και με βρισιές, φτυσιές και πράξεις μοχθηρές, ρεζίλι της κοινωνίας μας τον κάνει.
Αν ενδιαφέρεστε λοιπόν, και τα κάλλη της Ανεπροίκιωτης σας θολώνουν το νου και έχετε το κατιτίς σας να της προσφέρετε, ένα διαμέρισμα με θέα το Παλαμήδι ας πούμε, δυό-τρία φορεματάκια ακριβά, κανέναν κόσμημα αξίας, μην διστάσετε. Προίκα βεβαίως δεν θα πάρετε. Αλλά από ομορφιά και χάρη άλλο τίποτα. Μόνο να μην σας πάρει χαμπάρι αυτός. Όλο ξωπίσω της γυρίζει και όλο της μουρμουρίζει λόγια κτητικά.
Σκίτσο: Bασιλική Σαγκιώτη
Κείμενο: Mario Vagman