Καταστατική αρχή της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας αποτελεί η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Σύμφωνα με τη θεμελιώδη και συνταγματικώς προβλεπόμενη (άρθρο 26 Συντ.) αυτή αρχή, οι κρατικές εξουσίες διαμοιράζονται μεταξύ σημαινόντων οργάνων της δημοκρατικής μας Πολιτείας, και δη μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας, της Βουλής, της Κυβέρνησης, των Δικαστηρίων και της Δημόσιας Διοίκησης.
Σε κάθε όργανο αποδίδεται ένα συγκεκριμένο πεδίο αρμοδιοτήτων, προκειμένου να αποφεύγεται η υπερ-συγκέντρωση εξουσιών, η οποία συνήθως χαρακτηρίζει ολιγαρχικά ή και απολυταρχικά καθεστώτα. Στη συνταγματική μας παράδοση πάντως, είναι επιτρεπτή και η «διασταύρωση» των εξουσιών μεταξύ δύο ή και περισσοτέρων οργάνων, αρκεί να τηρούνται ορισμένα όρια. Όταν όμως αυτά τα όρια καταπατώνται, είναι αναπόφευκτη η υποβάθμιση του ρόλου ορισμένων οργάνων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον πλήρως παραμερισμένο σήμερα ρόλο της Βουλής.
Καθ’ όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, και δη κατά την προηγούμενη βουλευτική περίοδο (Ιουν. 2012 - Δεκ. 2014) η θέση της Βουλής των Ελλήνων ήταν απολύτως περιορισμένη. Από έναν αποφασιστικό θεσμό κατέστη ένα διεκπεραιωτικό των αποφάσεων της εκάστοτε Κυβέρνησης, και μόνο, όργανο. Τα πρωθυπουργοκεντρικά στοιχεία του πολιτεύματός μας, όπως το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, οι μεγάλες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, καθώς και η πρόωρη διάλυση του Κοινοβουλίου για τη διεξαγωγή εκλογών, αναλόγως των βουλήσεων του εκάστοτε κυβερνητικού αρχηγού, έφεραν τη Βουλή σε θέση δευτεραγωνιστή. Κάτι που αποτυπώνεται και κατά την κοινοβουλευτική πρακτική.
Τόσο στην προηγούμενη βουλευτική περίοδο, όσο και στη νέα, οι προβλεπόμενες κοινοβουλευτικές διαδικασίες είτε παρακάμπτονται, είτε καταστρατηγούνται. Στην πρώτη περίπτωση χαρακτηριστικό είναι το φαινόμενο της συζήτησης και ψήφισης νομοσχεδίων με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Δίχως τη διεξαγωγή ουσιώδους και γόνιμου διαλόγου στις αρμόδιες Επιτροπές και στην Ολομέλεια, νομοσχέδια ψηφίζονταν και ψηφίζονται με εσπευσμένους τρόπους, με συνέπεια να είναι ανέφικτη η διαπίστωση τυχόν παραλείψεων, ή η διόρθωση τυχόν λαθών τους. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, πιάνοντας εξ’ απήνης τα μέλη της εκάστοτε συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης. Όσον αφορά δε την καταστρατήγηση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, πέραν του ελλιπούς κοινοβουλευτικού ελέγχου, όπως και της αδυναμίας πολλών αντιπροσώπων να εκφράσουν, ελέω κομματικής πειθαρχίας, ελεύθερα τη γνώμη και την ψήφο τους, χαρακτηριστικότερο παράδειγμα δεν μπορεί να υπάρξει από τις περίφημες τροπολογίες. Σε άσχετα, ως επί το πλείστον, νομοσχέδια και πέραν του προβλεπόμενου χρόνου εισάγονται υπουργικές και βουλευτικές τροπολογίες. Τροπολογίες -«εντροπολογίες» κατά τον έμπειρο κοινοβουλευτικό Γιάννη Βαρβιτσιώτη-, είτε για να διεκπεραιώνουν υποθέσεις της εκλογικής πελατείας βουλευτών της εκάστοτε συμπολίτευσης, είτε για να εξυπηρετούν επιχειρηματικά συμφέροντα. Και που σε κάθε περίπτωση ξηλώνουν, όπως η ομηρική Πηνελόπη, μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και ευθύνονται πλήρως για την πολυνομία, την κακονομία και εν τέλει την ανομία μας.
Ωστόσο, οι ευθύνες για την καθολική υποβάθμιση του ρόλου της Βουλής είναι φυσικό να επιμερίζονται και στους ίδιους τους βουλευτές. Αντί να διεκδικούν τη θεμελιωμένη ελευθερία γνώμης και ψήφου τους, οι βουλευτές συνήθισαν να υπάγονται σε κομματικές πειθαρχίες και σε νοοτροπίες στείρων αντιπολιτεύσεων. Ανεξαρτήτως ημερησίας διάταξης, οι μεν εκφράζουν ανερυθρίαστα το «ΝΑΙ σε ΟΛΑ», οι δε το «ΟΧΙ σε ΟΛΑ». Επίσης, αντί να συμμετέχουν στην ύψιστη αποστολή τους, τη νομοθετική επεξεργασία, επιδίδονται σε περιοδείες στα κατά τόπους υπουργικά γραφεία και στους κομματικώς στελεχωμένους δημοσίους οργανισμούς προς ικανοποίηση των ’’αιτημάτων’’ των ψηφοφόρων τους, με τα έδρανα της Ολομελείας και των Επιτροπών να παραμένουν αδειανά.
Τα ανωτέρω παραδείγματα καταδεικνύουν το αυτονόητο : το ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία πάσχει. Η Βουλή, ο καθοριστικός δηλαδή θεσμός, για την αποτελεσματική λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, μέρα με τη μέρα παραλύει, με τις ευθύνες να βαραίνουν όλους. Αρχηγούς κομμάτων, κυβερνητικά μέλη, Προεδρείο και μέλη του Κοινοβουλίου. Όλοι τους οφείλουν να τις αναλογιστούν και να δράσουν άμεσα για την αποκατάσταση του θεμελιώδους φορέα λήψεως αποφάσεων στην αντιπροσωπευτική μας δημοκρατία.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ. Μπατσιούλας, 2014).
Καθ’ όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, και δη κατά την προηγούμενη βουλευτική περίοδο (Ιουν. 2012 - Δεκ. 2014) η θέση της Βουλής των Ελλήνων ήταν απολύτως περιορισμένη. Από έναν αποφασιστικό θεσμό κατέστη ένα διεκπεραιωτικό των αποφάσεων της εκάστοτε Κυβέρνησης, και μόνο, όργανο. Τα πρωθυπουργοκεντρικά στοιχεία του πολιτεύματός μας, όπως το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, οι μεγάλες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, καθώς και η πρόωρη διάλυση του Κοινοβουλίου για τη διεξαγωγή εκλογών, αναλόγως των βουλήσεων του εκάστοτε κυβερνητικού αρχηγού, έφεραν τη Βουλή σε θέση δευτεραγωνιστή. Κάτι που αποτυπώνεται και κατά την κοινοβουλευτική πρακτική.
Τόσο στην προηγούμενη βουλευτική περίοδο, όσο και στη νέα, οι προβλεπόμενες κοινοβουλευτικές διαδικασίες είτε παρακάμπτονται, είτε καταστρατηγούνται. Στην πρώτη περίπτωση χαρακτηριστικό είναι το φαινόμενο της συζήτησης και ψήφισης νομοσχεδίων με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Δίχως τη διεξαγωγή ουσιώδους και γόνιμου διαλόγου στις αρμόδιες Επιτροπές και στην Ολομέλεια, νομοσχέδια ψηφίζονταν και ψηφίζονται με εσπευσμένους τρόπους, με συνέπεια να είναι ανέφικτη η διαπίστωση τυχόν παραλείψεων, ή η διόρθωση τυχόν λαθών τους. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, πιάνοντας εξ’ απήνης τα μέλη της εκάστοτε συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης. Όσον αφορά δε την καταστρατήγηση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, πέραν του ελλιπούς κοινοβουλευτικού ελέγχου, όπως και της αδυναμίας πολλών αντιπροσώπων να εκφράσουν, ελέω κομματικής πειθαρχίας, ελεύθερα τη γνώμη και την ψήφο τους, χαρακτηριστικότερο παράδειγμα δεν μπορεί να υπάρξει από τις περίφημες τροπολογίες. Σε άσχετα, ως επί το πλείστον, νομοσχέδια και πέραν του προβλεπόμενου χρόνου εισάγονται υπουργικές και βουλευτικές τροπολογίες. Τροπολογίες -«εντροπολογίες» κατά τον έμπειρο κοινοβουλευτικό Γιάννη Βαρβιτσιώτη-, είτε για να διεκπεραιώνουν υποθέσεις της εκλογικής πελατείας βουλευτών της εκάστοτε συμπολίτευσης, είτε για να εξυπηρετούν επιχειρηματικά συμφέροντα. Και που σε κάθε περίπτωση ξηλώνουν, όπως η ομηρική Πηνελόπη, μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και ευθύνονται πλήρως για την πολυνομία, την κακονομία και εν τέλει την ανομία μας.
Ωστόσο, οι ευθύνες για την καθολική υποβάθμιση του ρόλου της Βουλής είναι φυσικό να επιμερίζονται και στους ίδιους τους βουλευτές. Αντί να διεκδικούν τη θεμελιωμένη ελευθερία γνώμης και ψήφου τους, οι βουλευτές συνήθισαν να υπάγονται σε κομματικές πειθαρχίες και σε νοοτροπίες στείρων αντιπολιτεύσεων. Ανεξαρτήτως ημερησίας διάταξης, οι μεν εκφράζουν ανερυθρίαστα το «ΝΑΙ σε ΟΛΑ», οι δε το «ΟΧΙ σε ΟΛΑ». Επίσης, αντί να συμμετέχουν στην ύψιστη αποστολή τους, τη νομοθετική επεξεργασία, επιδίδονται σε περιοδείες στα κατά τόπους υπουργικά γραφεία και στους κομματικώς στελεχωμένους δημοσίους οργανισμούς προς ικανοποίηση των ’’αιτημάτων’’ των ψηφοφόρων τους, με τα έδρανα της Ολομελείας και των Επιτροπών να παραμένουν αδειανά.
Τα ανωτέρω παραδείγματα καταδεικνύουν το αυτονόητο : το ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία πάσχει. Η Βουλή, ο καθοριστικός δηλαδή θεσμός, για την αποτελεσματική λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, μέρα με τη μέρα παραλύει, με τις ευθύνες να βαραίνουν όλους. Αρχηγούς κομμάτων, κυβερνητικά μέλη, Προεδρείο και μέλη του Κοινοβουλίου. Όλοι τους οφείλουν να τις αναλογιστούν και να δράσουν άμεσα για την αποκατάσταση του θεμελιώδους φορέα λήψεως αποφάσεων στην αντιπροσωπευτική μας δημοκρατία.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ. Μπατσιούλας, 2014).