Το Πέπλο της Βερονίκης ή Sudarium, αποκαλούμενο συχνά Volto Santo, είναι ένα κειμήλιο, που σύμφωνα με τον θρύλο, αποτελεί την Αχειροποίητη αποτύπωση του Προσώπου του Ιησού. Η πιο πρόσφατη εκδοχή του θρύλου αναφέρει ότι η αγία Βερονίκη από τα Ιεροσόλυμα συνάντησε τον Ιησού κατά μήκος της Via Dolorosa, στην πορεία προς το Γολγοθά. Όταν τον πλησίασε να σκουπίσει τον ιδρώτα (λατινικά suda) από το Πρόσωπό του με το πέπλο της, αυτό αποτυπώθηκε πάνω στο ύφασμα. Το γεγονός αυτό μνημονεύεται στην 6η στάση της Ακολουθίας του Δρόμου του Σταυρού (Via Crucis) που τελείται στους καθολικούς ναούς κατά την διάρκεια της Τεσσαρακοστής.
Δεν υπάρχει καμία γραπτή αναφορά αυτής της ιστορίας μέχρι τον Μεσαίωνα και για αυτό τον λόγο, μάλλον δεν έχει ιστορική βάση. Οι απαρχές αυτού του θρύλου βασίζονται στην ιστορία της Εικόνας του Ιησού, γνωστής ως Μανδήλιον στην Ορθόδοξη Εκκλησία και στην επιθυμία των πιστών να αξιωθούν να δουν το Πρόσωπο του Λυτρωτή τους. Κατά την διάρκεια του 14ου αιώνα η εικόνα αυτή υπήρξε σημείο αναφοράς στην Δυτική Εκκλησία και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ιστορικός των καλών τεχνών Neil Macgregor, «από τον 14ο αιώνα και έπειτα, όπου πήγαινε η Ρωμαϊκή Εκκλησία, ακολουθούσε μαζί και το πέπλο της Βερονίκης».
Δεν υπάρχει καμία αναφορά σχετικά με την Βερονίκη και το πέπλο της στα κανονικά Ευαγγέλια. Ως πλησιέστερη αναφορά θα μπορούσε να θεωρηθεί το θαύμα της γυναίκας που θεραπεύτηκε αγγίζοντας τον χιτώνα του Ιησού (Λκ 8:43-48). To όνομά της αργότερα ταυτίζεται με αυτό της Βερονίκης στις απόκρυφες «Πράξεις του Πιλάτου». Η ιστορία εμπλουτίστηκε τον 11ο αιώνα με την αναφορά ότι ο Χριστός της έδωσε ένα πορτραίτο του πάνω σε ένα ύφασμα με το οποίο η Βερονίκη αργότερα θεράπευσε τον αυτοκράτορα Τιβέριο.
Τον 13ο αιώνα ο Roger d’Argenteuil στο βιβλίο του «Γαλλική Βίβλος» έδεσε αυτή την ιστορία με τα άγια Πάθη του Ιησού και την θαυματουργή εμφάνιση της εικόνας. Γύρω στα 1300, χάρη στο έργο «Στοχασμοί πάνω στη ζωή του Ιησού» του ψευδο-Βοναβεντούρα η ιστορία αυτή έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου η απεικόνιση αλλάζει προσθέτοντας το αγκάθινο στεφάνι, αίμα και την έκφραση του πόνου. Η εικόνα πλέον είναι δημοφιλής σε όλη την Καθολική Ευρώπη και η συνάντηση του Ιησού με την Βερονίκη γίνεται μια από της στάσεις του Δρόμου του Σταυρού.
Στην Via Dolorosa στα Ιεροσόλυμα υπάρχει ένα μικρό παρεκκλήσιο, γνωστό ως παρεκκλήσιο του Αγίου Προσώπου που παραδοσιακά θεωρείται ως η οικία της Βερονίκης και τόπος του συγκεκριμένου θαύματος.
Σύμφωνα με την Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, το όνομα Βερονίκη προέρχεται από την λατινική λέξη Vera (αληθινή) και την ελληνική λέξη Εικόνα. Για αυτό τον λόγο το πέπλο της Βερονίκης κατά το μεσαίωνα θεωρούταν ως η «αληθινή εικόνα», η πιστή απεικόνιση του Ιησού, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα την Ιερά Σινδόνη του Τορίνο.
Ενώ η ιστορία δεν έχει γραπτές βάσεις πριν τον μεσαίωνα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρχε μια εικόνα που εκτίθετο στη Ρώμη τους 13ο, 14ο και 15οαιώνα που ήταν γνωστή και ετιμάτο ως Πέπλο της Βερονίκης. Παρόλα αυτά η ιστορία της συγκεκριμένης εικόνας είναι κατά κάποιο τρόπο προβληματική.
Οι δύο πρώτες γραπτές αναφορές για την συγκεκριμένη εικόνα ανάγονται στα 1199 όταν δύο προσκυνητές ονόματι Giraldus Cambrensis και Gervase ofTilbury επισκέπτονται την Ρώμη ξεχωριστά ο καθένας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1207 ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ περιέφερε την εικόνα δημόσια σε λιτάνευση παρέχοντας λυσίποινα σε όποιον προσευχηθεί μπροστά της. Η λιτάνευση της εικόνας από τον Άγιο Πέτρο προς το Νοσοκομείο του Αγίου Πνεύματος καθιερώθηκε από τότε κάθε χρόνο και με αφορμή την περιφορά της εικόνας, το 1300 ο πάπας Βονιφάτιος Η’ ανακήρυξε το πρώτο Ιωβηλαίο. Κατά την διάρκεια αυτού του Ιωβηλαίου η εικόνα εκτίθετο δημόσια και κατέστη ως ένα από τα Mirabilia Urbis (Θαύματα της Πόλης) για τους προσκυνητές που επισκέπτονταν την Ρώμη. Για τα επόμενα 200 χρόνια, η εικόνα, που φυλασσόταν στην παλιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου, θεωρούταν ως το πολυτιμότερο από όλα τα χριστιανικά κειμήλια. Ο Δάντης την αναφέρει στο ΧΙΙΙ άσμα στον "Παράδεισο". Ο Pedro Tafur, ένας ισπανός επισκέπτης το 1436, σημειώνει:
«Στο δεξί χέρι υπάρχει μια κολώνα, ψηλή σαν μικρό καμπαναριό και εκεί βρίσκεται το πέπλο της Βερονίκης. Όταν πρόκειται να εκτεθεί, δημιουργείται ένα άνοιγμα στην σκεπή του Ναού, από το οποίο δύο κληρικοί κατεβαίνουν μέσα σε ένα καλάθι. Μόλις φτάσουν κάτω, με την μεγαλύτερη ευλάβεια βγάζουν από το καλάθι την εικόνα και την δείχνουν στο λαό που συρρέει. Συμβαίνει συχνά οι πιστοί να εκθέτουν σε κίνδυνο τις ζωές τους εξαιτίας της μεγάλης συρροής και του συνωστισμού»
Σύμφωνα με την Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, το όνομα Βερονίκη προέρχεται από την λατινική λέξη Vera (αληθινή) και την ελληνική λέξη Εικόνα. Για αυτό τον λόγο το πέπλο της Βερονίκης κατά το μεσαίωνα θεωρούταν ως η «αληθινή εικόνα», η πιστή απεικόνιση του Ιησού, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα την Ιερά Σινδόνη του Τορίνο.
Ενώ η ιστορία δεν έχει γραπτές βάσεις πριν τον μεσαίωνα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρχε μια εικόνα που εκτίθετο στη Ρώμη τους 13ο, 14ο και 15οαιώνα που ήταν γνωστή και ετιμάτο ως Πέπλο της Βερονίκης. Παρόλα αυτά η ιστορία της συγκεκριμένης εικόνας είναι κατά κάποιο τρόπο προβληματική.
Οι δύο πρώτες γραπτές αναφορές για την συγκεκριμένη εικόνα ανάγονται στα 1199 όταν δύο προσκυνητές ονόματι Giraldus Cambrensis και Gervase ofTilbury επισκέπτονται την Ρώμη ξεχωριστά ο καθένας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1207 ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ περιέφερε την εικόνα δημόσια σε λιτάνευση παρέχοντας λυσίποινα σε όποιον προσευχηθεί μπροστά της. Η λιτάνευση της εικόνας από τον Άγιο Πέτρο προς το Νοσοκομείο του Αγίου Πνεύματος καθιερώθηκε από τότε κάθε χρόνο και με αφορμή την περιφορά της εικόνας, το 1300 ο πάπας Βονιφάτιος Η’ ανακήρυξε το πρώτο Ιωβηλαίο. Κατά την διάρκεια αυτού του Ιωβηλαίου η εικόνα εκτίθετο δημόσια και κατέστη ως ένα από τα Mirabilia Urbis (Θαύματα της Πόλης) για τους προσκυνητές που επισκέπτονταν την Ρώμη. Για τα επόμενα 200 χρόνια, η εικόνα, που φυλασσόταν στην παλιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου, θεωρούταν ως το πολυτιμότερο από όλα τα χριστιανικά κειμήλια. Ο Δάντης την αναφέρει στο ΧΙΙΙ άσμα στον "Παράδεισο". Ο Pedro Tafur, ένας ισπανός επισκέπτης το 1436, σημειώνει:
«Στο δεξί χέρι υπάρχει μια κολώνα, ψηλή σαν μικρό καμπαναριό και εκεί βρίσκεται το πέπλο της Βερονίκης. Όταν πρόκειται να εκτεθεί, δημιουργείται ένα άνοιγμα στην σκεπή του Ναού, από το οποίο δύο κληρικοί κατεβαίνουν μέσα σε ένα καλάθι. Μόλις φτάσουν κάτω, με την μεγαλύτερη ευλάβεια βγάζουν από το καλάθι την εικόνα και την δείχνουν στο λαό που συρρέει. Συμβαίνει συχνά οι πιστοί να εκθέτουν σε κίνδυνο τις ζωές τους εξαιτίας της μεγάλης συρροής και του συνωστισμού»
Μετά την Λεηλασία της Ρώμης το 1527 από τους Άγγλους, ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η εικόνα καταστράφηκε. Ο Messer Unbano γράφει στη Δούκισσα του Urbino ότι η εικόνα εκλάπη. Άλλοι συγγραφείς όμως βεβαιώνουν για την συνεχιζόμενη παρουσία της εικόνας στο Βατικανό και ένας αυτόπτης μάρτυρας της λεηλασίας δηλώνει ότι οι άγγλοι στρατιώτες δεν μπόρεσαν να βρουν την εικόνα.
Μάλιστα αργότερα, το 1616, ο πάπας Παύλος Ε’ απαγόρευσε την αντιγραφή της εικόνας και το 1629 ο πάπας Ουρβανός Η’ διέταξε την καταστροφή όλων των αντιγράφων ή την μεταφορά τους στο Βατικανό με ποινή αφορισμού.
Από εκείνη την περίοδο η εικόνα εξαφανίζεται σχεδόν από την δημόσια θέα με μοναδική εξαίρεση την 5η Κυριακή των Νηστειών που εμφανίζεται για λίγα δευτερόλεπτα.
Ελάχιστες έρευνες έχουν γίνει και δεν υπάρχουν φωτογραφίες με υψηλή ανάλυση. Μόνο το 1907 επετράπη στον Ιησουίτη ιστορικό των καλών τεχνώνJoseph Wilpert να πλησιάσει την εικόνα, αφαιρώντας δύο στρώματα γυαλιού. Ο ίδιος σχολίασε ότι είδε μόνο "ένα τετράγωνο κομμάτι με ανοιχτόχρωμουλικό, κάπως ξεθωριασμένο από τα χρόνια, που φέρει δύο ελαφρώς καφέ λεκέδες με σκουριά, που συνδέονται το ένα στο άλλο"
Εξαιτίας της απόστασης που εκτίθεται, κανείς δεν μπορεί να δει την εικόνα καθαρά και το μόνο που φαίνεται είναι το σχήμα του εξωτερικού πλαισίου.
Μάλιστα αργότερα, το 1616, ο πάπας Παύλος Ε’ απαγόρευσε την αντιγραφή της εικόνας και το 1629 ο πάπας Ουρβανός Η’ διέταξε την καταστροφή όλων των αντιγράφων ή την μεταφορά τους στο Βατικανό με ποινή αφορισμού.
Από εκείνη την περίοδο η εικόνα εξαφανίζεται σχεδόν από την δημόσια θέα με μοναδική εξαίρεση την 5η Κυριακή των Νηστειών που εμφανίζεται για λίγα δευτερόλεπτα.
Ελάχιστες έρευνες έχουν γίνει και δεν υπάρχουν φωτογραφίες με υψηλή ανάλυση. Μόνο το 1907 επετράπη στον Ιησουίτη ιστορικό των καλών τεχνώνJoseph Wilpert να πλησιάσει την εικόνα, αφαιρώντας δύο στρώματα γυαλιού. Ο ίδιος σχολίασε ότι είδε μόνο "ένα τετράγωνο κομμάτι με ανοιχτόχρωμουλικό, κάπως ξεθωριασμένο από τα χρόνια, που φέρει δύο ελαφρώς καφέ λεκέδες με σκουριά, που συνδέονται το ένα στο άλλο"
Εξαιτίας της απόστασης που εκτίθεται, κανείς δεν μπορεί να δει την εικόνα καθαρά και το μόνο που φαίνεται είναι το σχήμα του εξωτερικού πλαισίου.
Το συγκεκριμένο κειμήλιο δεν πρέπει να συγχέεται με το Μανδήλιον της Έδεσσας που λεηλατήθηκε από τους σταυροφόρους κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 και μεταφέρθηκε στη Saint Chapelle στο Παρίσι και από όπου δυστυχώς εξαφανίστηκε κατά την διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης το 1789.