Το Στεφάνι είναι χτισμένο αμφιθεατρικά στην τραχύ και πετρώδη βουνοπλαγιά του Τραχωνίου, που βρίσκεται στην οροσειρά του Ομηρικού Τρητού στα σημερινά σύνορα της Κορινθίας με την Αργολίδα. Δεσπόζει σε υψόμετρο 830 μ. στις παρυφές μικρής, εύφορης κοιλάδας και αγναντεύει το Ναύπλιο, τα γαλάζια νερά του Αργοσαρωνικού και τις οροσειρές της ανατολικής και κεντρικής Πελοποννήσου.
Το χωριό είναι οργανωμένο σύμφωνα με τα πρότυπα των ορεινών οικισμών. Xτισμένο στη μεσημβρινή πλευρά της βουνοπλαγιάς, για να έχει καλύτερες κλιματολογικές συνθήκες, γειτνιάζει με τα χωράφια και τους βοσκότοπους που εξασφαλίζουν τα βασικά για την επιβίωση. Η τοποθεσία είναι δυσπρόσιτη και καλά προφυλαγμένη ανάμεσα στα ορεινά τμήματα που σχηματίζουν τα περίφημα και ιστορικά στενά των Δερβενακίων και της Κλεισούρας του Αγιονορίου (Κοντοπορεία), που συνδέουν την Κορινθία με το εσωτερικό της Πελοποννήσου από τα χρόνια της Αρχαιότητας.
Το χωριό είναι οργανωμένο σύμφωνα με τα πρότυπα των ορεινών οικισμών. Xτισμένο στη μεσημβρινή πλευρά της βουνοπλαγιάς, για να έχει καλύτερες κλιματολογικές συνθήκες, γειτνιάζει με τα χωράφια και τους βοσκότοπους που εξασφαλίζουν τα βασικά για την επιβίωση. Η τοποθεσία είναι δυσπρόσιτη και καλά προφυλαγμένη ανάμεσα στα ορεινά τμήματα που σχηματίζουν τα περίφημα και ιστορικά στενά των Δερβενακίων και της Κλεισούρας του Αγιονορίου (Κοντοπορεία), που συνδέουν την Κορινθία με το εσωτερικό της Πελοποννήσου από τα χρόνια της Αρχαιότητας.
Το τοπίο φαντάζει ανεμοδαρμένο και εξαιρετικά γυμνό- ιδίως το καλοκαίρι. Παρ' όλα αυτά η άγρια ομορφιά αυτού του μοναχικού και επιβλητικού πεδίου καθηλώνει. Εδώ η φύση μοιάζει να έχει παραμείνει αναλλοίωτη στον πέρασμα των αιώνων από τότε που το Βασίλειο των πολύχρυσων Μυκηνών διαφέντευε τον κόσμο από το πασίγνωστο ανάκτορο που βρίσκεται μόλις λίγα χιλιόμετρα ΝΔ του χωριού. Μια αρχέγονη σχεδόν μεταφυσική αίσθηση σε ωθεί να ζωντανέψεις με την φαντασία σου τους ανθρώπους που επί αιώνες ζούσαν, πολεμούσαν, προσεύχονταν σε αυτό τον τόπο. Κάθε πέτρα ένας σιωπηλός μάρτυρας της ιστορίας. Η παράδοση θέλει τους Στεφανιώτες να είναι απόγονοι των Μυκηναίων, όταν ο πληθυσμός της περιοχής του ανακτόρου κατέφυγε στα γύρω ορεινά, μετά την κάθοδο των Δωριέων το 1104 π.Χ., που σημάδεψε το τέλος της Μυκηναϊκής αυτοκρατορίας που ήταν γνωστή με το όνομα "Αχιγιάβα".
Σ' αυτή την σκληρή, βραχώδη και άξενη γη σώζονται σημαντικά βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία που παραπέμπουν στην μακραίωνη χριστιανική ιστορία του οροπεδίου που βρίσκεται ανάμεσα στο Στεφάνι και το μεσαιωνικό Αγιονόρι. Ιδιαίτερα αξίζει να αναφερθούμε στο καθολικό ναό της Παλαιάς Μονής του Ταξιάρχη Μιχαήλ που χρονολογείται από το 13ο αιώνα και βρίσκεται σε βαθιά, δύσβατη χαράδρα περιβαλλόμενο από μαγευτική φύση. Πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα σωζόμενα μνημεία της περιοχής. Η μονή Στεφανίου αφιερωμένη στον Μεγαλομάρτυρα Αγίου Δημητρίου συνεχίζει εδώ και αιώνες την μοναστική παράδοση αυτού του τόπου. Αποτελεί προορισμός για πλήθος προσκυνητών όλο το χρόνο και ιδιαίτερα στο ετήσιο πανηγύρι που διοργανώνει στις 26. Οκτωβρίου.
Σ' αυτή την σκληρή, βραχώδη και άξενη γη σώζονται σημαντικά βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία που παραπέμπουν στην μακραίωνη χριστιανική ιστορία του οροπεδίου που βρίσκεται ανάμεσα στο Στεφάνι και το μεσαιωνικό Αγιονόρι. Ιδιαίτερα αξίζει να αναφερθούμε στο καθολικό ναό της Παλαιάς Μονής του Ταξιάρχη Μιχαήλ που χρονολογείται από το 13ο αιώνα και βρίσκεται σε βαθιά, δύσβατη χαράδρα περιβαλλόμενο από μαγευτική φύση. Πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα σωζόμενα μνημεία της περιοχής. Η μονή Στεφανίου αφιερωμένη στον Μεγαλομάρτυρα Αγίου Δημητρίου συνεχίζει εδώ και αιώνες την μοναστική παράδοση αυτού του τόπου. Αποτελεί προορισμός για πλήθος προσκυνητών όλο το χρόνο και ιδιαίτερα στο ετήσιο πανηγύρι που διοργανώνει στις 26. Οκτωβρίου.
Σε λόφο δυτικά του χωριού υψώνεται το Αστεροσκοπείο Στεφανίου που λειτουργικά αξιοποιείται από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και προσφέρει εδώ και τέσσερις δεκαετίες τις πολύτιμες υπηρεσίες του στον χώρο των αστροφυσικών παρατηρήσεων, εμφανίζοντας μια αξιοπρεπέστατη παρουσία στο διεθνή επιστημονικό κόσμο, και ειδικότερα στην παρακολούθηση μεταβλητών αστέρων, όπου το τηλεσκόπιο του Στεφανίου θεωρείται σήμερα το κορηφαίο ερευνητικό όργανο του κόσμου. Η τοποθεσία του αστεροσκοπείου δεν επιλέχθηκε τυχαία. Η Αργολιδοκορινθία είναι η περιοχή της ηπειρωτικής Ελλάδας που παρουσιάζει την λιγότερη νέφωση και είναι συνεπώς καταλληλότερη για την εγκατάσταση οπτικών τηλεσκοπίων. Ο ξάστερος ουρανός στο Στεφάνι είναι κατάλληλος για παρατηρήσεις ακόμα και με γυμνό μάτι.
Πέτρινα σπίτια, νερόμυλοι και βρύσες, δείγματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής των προγόνων μας, ο αμέτρητος αριθμός παμπάλαιων ξερολιθιών συμπληρώνουν την σύνθεση του μοναδικού χαρακτήρα του χωριού. Αξίζει να δει κανείς την Ανατολή του Ήλιου πάνω από τον Αραχναίο, ενώ από τις βουνοκορφές της Ψηλής Ράχης και του Προφήτη Ηλεία η πανοραμική θέα κόβει την ανάσα.
Το Στεφάνι είναι ένας τόπος μαγικός, που σε προσκαλεί να περπατήσεις στα μονοπάτια της φύσης, να απλώνεις το χέρι στα άστρα, να προσκυνήσεις σε ξεχασμένα μοναστήρια, να θαυμάζεις τοπία που δεν αντικρίζεις συχνά.
Πέτρινα σπίτια, νερόμυλοι και βρύσες, δείγματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής των προγόνων μας, ο αμέτρητος αριθμός παμπάλαιων ξερολιθιών συμπληρώνουν την σύνθεση του μοναδικού χαρακτήρα του χωριού. Αξίζει να δει κανείς την Ανατολή του Ήλιου πάνω από τον Αραχναίο, ενώ από τις βουνοκορφές της Ψηλής Ράχης και του Προφήτη Ηλεία η πανοραμική θέα κόβει την ανάσα.
Το Στεφάνι είναι ένας τόπος μαγικός, που σε προσκαλεί να περπατήσεις στα μονοπάτια της φύσης, να απλώνεις το χέρι στα άστρα, να προσκυνήσεις σε ξεχασμένα μοναστήρια, να θαυμάζεις τοπία που δεν αντικρίζεις συχνά.
Λαγκαδιανοί μαστόροι - Χτίστες της Ιστορίας
Οι χτίστες των πέτρινων σπιτιών στο Στεφάνι ήταν κυρίως από τα Λαγκάδια, μαστοροχώρι της Γορτυνίας. Η συμβολή των λαγκαδινών χτιστών στη διαμόρφωση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του Μοριά υπήρξε σημαντικότατη. Όταν στο Στεφάνι χτιζόταν σπίτι, έλεγαν "Λαγκαδιανοί πλακόσανε". Δεν πρόσθεταν ποτέ σχεδόν την λέξη μαστόροι, γιατί στην συνείδησή τους οι λέξεις μαστόροι και λαγκαδιανοί ήταν ταυτόσημες. Ποιοι ήσαν όμως αυτοί οι δεξιοί χτίστες που έβαλαν την σφραγίδα τους σε χιλιάδες οικοδομικά έργα στην Πελοπόννησο και στους οποίους οφείλουμε μεγάλο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς του χωριού;
Σύμφωνα με μια άποψη οι Λαγκαδιανοί κατάγονται από τους μαστόρους-εργάτες που στις αρχές του 13ου αιώνα οικοδομούσαν το κάστρο της Άκοβας, υπό την καθοδήγηση των Φράγκων. Καλλιέργησαν την τέχνη τους συστηματικά και την κληροδότησαν στους απογόνους τους. Έτσι δημιουργήθηκε με το πέρασμα των αιώνων η μαστορική παράδοση στα Λαγκάδια. Ο λαγκαδιανός χτίστης υπήρξε όμως πάνω από όλα χτίστης από ανάγκη. Η περιοχή των Λαγκαδίων είναι ορεινή και άγονη, με ελάχιστο καλλιεργήσιμο χώρο, το χωριό χτισμένο σε απότομη βουνοπλαγιά. Όσοι δεν μπορούσαν να ζήσουν από την κτηνοτροφική και γεωργική παραγωγή ήταν υποχρεωμένοι να ζητήσουν τους πόρους για την συντήρηση τους σε κάποια άλλη απασχόληση. Πότε οι πλειοψηφία των Λαγκαδινών άρχισε να ασκεί συστηματικά το επάγγελμα του χτίστη δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια. Ο 18ος αιώνας φαίνεται να είναι η περίοδος κατά την οποία η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων στρέφεται οριστικά προς το επάγγελμα του χτίστη.
Οι χτίστες των πέτρινων σπιτιών στο Στεφάνι ήταν κυρίως από τα Λαγκάδια, μαστοροχώρι της Γορτυνίας. Η συμβολή των λαγκαδινών χτιστών στη διαμόρφωση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του Μοριά υπήρξε σημαντικότατη. Όταν στο Στεφάνι χτιζόταν σπίτι, έλεγαν "Λαγκαδιανοί πλακόσανε". Δεν πρόσθεταν ποτέ σχεδόν την λέξη μαστόροι, γιατί στην συνείδησή τους οι λέξεις μαστόροι και λαγκαδιανοί ήταν ταυτόσημες. Ποιοι ήσαν όμως αυτοί οι δεξιοί χτίστες που έβαλαν την σφραγίδα τους σε χιλιάδες οικοδομικά έργα στην Πελοπόννησο και στους οποίους οφείλουμε μεγάλο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς του χωριού;
Σύμφωνα με μια άποψη οι Λαγκαδιανοί κατάγονται από τους μαστόρους-εργάτες που στις αρχές του 13ου αιώνα οικοδομούσαν το κάστρο της Άκοβας, υπό την καθοδήγηση των Φράγκων. Καλλιέργησαν την τέχνη τους συστηματικά και την κληροδότησαν στους απογόνους τους. Έτσι δημιουργήθηκε με το πέρασμα των αιώνων η μαστορική παράδοση στα Λαγκάδια. Ο λαγκαδιανός χτίστης υπήρξε όμως πάνω από όλα χτίστης από ανάγκη. Η περιοχή των Λαγκαδίων είναι ορεινή και άγονη, με ελάχιστο καλλιεργήσιμο χώρο, το χωριό χτισμένο σε απότομη βουνοπλαγιά. Όσοι δεν μπορούσαν να ζήσουν από την κτηνοτροφική και γεωργική παραγωγή ήταν υποχρεωμένοι να ζητήσουν τους πόρους για την συντήρηση τους σε κάποια άλλη απασχόληση. Πότε οι πλειοψηφία των Λαγκαδινών άρχισε να ασκεί συστηματικά το επάγγελμα του χτίστη δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια. Ο 18ος αιώνας φαίνεται να είναι η περίοδος κατά την οποία η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων στρέφεται οριστικά προς το επάγγελμα του χτίστη.
Ο επαγγελματικός σχηματισμός των Λαγκαδινών χτιστών ήταν το "μπουλούκι", δηλαδή μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες από τεχνίτες. Επικεφαλής του μπουλουκιού ήταν ο πρωτομάστορας. Έπαιρνε την πρωτοβουλία για την συγκρότηση της ομάδας, τον τόπο προορισμού του και την εξεύρεση εργασίας. Συντόνιζε επίσης τις ενέργειες των μελών. Πρωτομάστορας δεν μπορούσε να γίνει οποιοσδήποτε. Έπρεπε να συγκεντρώνει ορισμένα προσόντα. Η ηλικία, η πείρα της δουλειάς, η μακρά θητεία στο επάγγελμα, γενικά η φήμη και το κύρος, η ικανότητα στις δοσοληψίες, η κοινωνικότητα, η πνευματική ευστροφία ήταν απαραίτητες προϋποθέσεις. Ο πρωτομάστορας βρισκόταν στην κορυφή της ιεραρχίας του μπουλουκιού. Ακολουθούσαν οι μαστόροι (τεχνίτες, χτίστες), οι τριότες (βοηθοί μαστόρων) και τα μαστορόπουλα (μαθητευόμενοι), παιδιά που ακολουθούσαν το μπουλούκι με σκοπό να μάθουν το επάγγελμα του χτίστη. Ήταν συνήθως παιδιά, ανίψια ή άλλοι συγγενείς των ίδιων των μαστόρων άλλά έρχονταν και από ξένα χωριά. Τους τελευταίους τους ονόμαζαν ψυχογιούς. Ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνονταν ονομαζόταν "ρόγιασμα". Ήταν η σύμβαση με την οποία οι υπηρεσίες του παιδιού εκμισθώνονταν από τον πατέρα, τη χήρα μάνα ή άλλο κηδεμόνα με αντάλλαγμα την εκμάθηση της τέχνης και κάποια μικρή αμοιβή. Η αριθμητική σύνδεση του μπουλουκιού εξαρτιόταν από το μέγεθος του έργου που αναλάβαινε. Συνήθως ένα πλήρες μπουλούκι, ικανό να αναλάβει μεγάλα οικοδομικά έργα περιλάμβανε 10-12 μαστόρους, 8-10 μαστορόπουλα και γύρω στα 10-15 ζώα (μουλάρια και γαϊδούρια). Σπάνια τα μέλη του μπουλουκιού υπερέβαιναν τα 25 άτομα.
Ο καταμερισμός της εργασίας ρυθμιζόταν από τον πρωτομάστορα, ανάλογα με την ειδικότητα που είχε το κάθε μέλος της ομάδας. Τα μαστορόπουλα κουβαλούσαν τις πέτρες, το χώμα και την άμμο. Οι τριότες ήταν κυρίως λασπιτζίδες, έφτιαχναν δηλαδή την λάσπη, σκέτη ή με ασβέστη, και εφοδίαζαν με αυτή τους χτίστες. Επιβλέπανε ακόμα και τα μαστορόπουλα. Γενικά ήταν οι άμεση βοηθοί των μαστόρων. Οί μαστόροι, οι τεχνίτες, ήταν εκείνοι που οικοδομούσαν, που έχτιζαν. Δούλευαν κατά ζεύγη, ένας στην εξωτερική πλευρά του τοίχου και ένας στην εσωτερική. Ο πρώτος, έμπειρος και παλιός χτίστης, ονομαζόταν φατσαδόρος, ο δεύτερος, νέος και άπειρος μεσομάστορης. Υπήρχε επίσης ένας πελεκάνος και ένας νταμαρτζής ή λιθαράς. Ο πελεκάνος λάξευε τα αγκωνάρια, τα υπέρθυρα, τις παραστάδες κλπ. Η δουλειά αυτή απαιτούσε πολύχρονη πείρα της οικοδομικής τέχνης και κάποια καλλιτεχνική ευαισθησία. Γι αυτό η ειδικότητα του πελεκάνου την ασκούσε συνήθως ο πρωτομάστορας.
Ο καταμερισμός της εργασίας ρυθμιζόταν από τον πρωτομάστορα, ανάλογα με την ειδικότητα που είχε το κάθε μέλος της ομάδας. Τα μαστορόπουλα κουβαλούσαν τις πέτρες, το χώμα και την άμμο. Οι τριότες ήταν κυρίως λασπιτζίδες, έφτιαχναν δηλαδή την λάσπη, σκέτη ή με ασβέστη, και εφοδίαζαν με αυτή τους χτίστες. Επιβλέπανε ακόμα και τα μαστορόπουλα. Γενικά ήταν οι άμεση βοηθοί των μαστόρων. Οί μαστόροι, οι τεχνίτες, ήταν εκείνοι που οικοδομούσαν, που έχτιζαν. Δούλευαν κατά ζεύγη, ένας στην εξωτερική πλευρά του τοίχου και ένας στην εσωτερική. Ο πρώτος, έμπειρος και παλιός χτίστης, ονομαζόταν φατσαδόρος, ο δεύτερος, νέος και άπειρος μεσομάστορης. Υπήρχε επίσης ένας πελεκάνος και ένας νταμαρτζής ή λιθαράς. Ο πελεκάνος λάξευε τα αγκωνάρια, τα υπέρθυρα, τις παραστάδες κλπ. Η δουλειά αυτή απαιτούσε πολύχρονη πείρα της οικοδομικής τέχνης και κάποια καλλιτεχνική ευαισθησία. Γι αυτό η ειδικότητα του πελεκάνου την ασκούσε συνήθως ο πρωτομάστορας.
Τα κυριότερα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι χτίστες στη δουλειά τους ήταν το λοστάρι, η βαριά, ο κασμάς, το χτένι ή χτενιά, το ζύγι, τα ράμματα, το πικούνι, το καλέμι, ο ματρακάς, το βελόνι, διάφορα άλλα σφυριά, το μυστρί, το πασέτο (μέτρο), η κορδέλα, τα πηλοφόρια, τενεκέδες με μπαρούτι και φιτίλι, για το σπάσιμο βράχων με φουρνέλα.
Τρία συνήθως ταξίδια το χρόνο πραγματοποιούσαν οι Λαγκαδιανοί χτίστες. Το μαγιάτικο (μετά το Πάσχα), το αυγουστιάτικο (μετά της Παναγίας) και το φθινοπωρινό ή χειμωνιάτικο (μετά του Αγίου Δημητρίου). Το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και της Παναγίας φρόντιζαν να βρίσκονται στο χωριό τους. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που απουσίασαν στα ξένα και πάνω από ένα χρόνο.
Τρία συνήθως ταξίδια το χρόνο πραγματοποιούσαν οι Λαγκαδιανοί χτίστες. Το μαγιάτικο (μετά το Πάσχα), το αυγουστιάτικο (μετά της Παναγίας) και το φθινοπωρινό ή χειμωνιάτικο (μετά του Αγίου Δημητρίου). Το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και της Παναγίας φρόντιζαν να βρίσκονται στο χωριό τους. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που απουσίασαν στα ξένα και πάνω από ένα χρόνο.
Η κουραστική εργασία η κακή σίτιση, η διαμονή σε ανθυγιεινά οικήματα, οι μετακινήσεις από τόπο σε τόπο ήταν παράγοντες που υπονόμευαν τη ζωή των χτιστών. Ανασφάλιστοι, χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και μακριά από τους δικούς τους αντιμετώπιζαν τις ασθένειες με πρωτόγονα μέσα. Μερικοί έμεναν ανάπηροι από τα ατυχήματα που γίνονταν στις οικοδομές. Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που μαστόροι άφηναν την τελευταία τους πνοή μακριά από τις οικογένειες τους.
(Πηγή: "Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου", Χήρστος Γ. Κωνσταντινόπουλος)
(Πηγή: "Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου", Χήρστος Γ. Κωνσταντινόπουλος)