Τις τάσεις κατανάλωσης των μισθωτών στην Ελλάδα, καταγράφει μεταξύ άλλων η έρευνα που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) και η Ένωση Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας (ΕΕΚΕ) σε συνεργασία με την εταιρεία Αlco, το χρονικό διάστημα 18-25 Φεβρουαρίου.
Στην έρευνα γίνεται και καταγραφή της διαχρονικής εξέλιξης των μισθών , των γενικότερων κριτηρίων που ορίζουν την καταναλωτική συμπεριφορά των μισθωτών, ενώ διαπιστώσεις καταγράφονται και για την κατανάλωση στην πιο σημαντική εποχικά κατηγορία, αυτή των καλοκαιρινών διακοπών.
Από την έρευνα προκύπτει ότι οι μισθωτοί και σήμερα, στην πολύ μεγάλη πλειοψηφία τους, καταναλώνουν αυτά που μπορούν και όχι αυτά που θα ήθελαν.
Ο περιορισμός των εισοδημάτων τους για πολλά χρόνια, μετέβαλλε τους μισθωτούς από καταναλωτές επιλογής σε καταναλωτές ανάγκης, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται τόσο σε ψυχολογικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο.
Σε επίπεδο έτους και όσον αφορά στα εισοδήματα, το 53% δηλώνει μείωση έναντι του 44% που δηλώνει σταθερότητα, καλύτερη εικόνα από τον Σεπτέμβριο (70% και 26% αντίστοιχα), ενώ σε επίπεδο τριμήνου το 79% δηλώνει σταθερότητα (έναντι 66% τον Σεπτέμβριο) και μόνο το 18% μείωση.
Στο σύνολο τους σχεδόν (73%), η μείωση στο εισόδημα οφείλεται στη μείωση του μισθού.
Η ίδια εικόνα εμφανίζεται και στην εκτίμηση για την εξέλιξη των εισοδημάτων των εργαζόμενων στο επόμενο τρίμηνο.
Το ποσοστό φτάνει το 75% (έναντι 57% τον Σεπτέμβριο), με το 9% να αναμένει αύξηση και μόνο το 16% μείωση (έναντι 40% τον Σεπτέμβριο).
Είναι φανερό ότι σε επίπεδο προσδοκιών, κυριαρχεί η αντίληψη ότι τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν χειρότερα.
Όσον αφορά τώρα στα επίπεδα κατανάλωσης των μισθωτών, από τις 17 βασικές κατηγορίες καταναλωτικών αγαθών, σε 11 είχαμε σταθερή δαπάνη από την πλειοψηφία των εργαζόμενων, ενώ στις υπόλοιπες 6 η δαπάνη μειώθηκε.
Σταθερές σχεδόν για όλους έμειναν οι δαπάνες για καθαριστικά σπιτιού και είδη προσωπικής υγιεινής (89%), τηλεφωνία/ίντερνετ (86%), προϊόντα καπνού (80%), εκπαίδευση (74% ) και τρόφιμα (73%), ενώ για περίπου 6 στους 10 για βενζίνη/πετρέλαιο, καλλυντικά, σοκολάτες/snacks και κρασί μπύρα.
Να σημειωθεί ότι τα ποσοστά είναι με βάση όσους μισθωτούς χρησιμοποιούν κάθε κατηγορία προϊόντων.
Για πρώτη φορά η συνολική δαπάνη κατανάλωσης αποτυπώθηκε σταθερή (49%) με 19% να μιλά για αύξηση και 31% για μείωση.
Μειωμένη δαπάνη έχουμε περισσότερο από μισθωτούς κατώτερης μόρφωσης 45 - 54 ετών, άνδρες με εισόδημα 1001 έως 1200 ευρώ, που κατοικούν στην Αττική.
Αντιθέτως μείωση αποτυπώνεται για μια ακόμη φορά στις δαπάνες ψυχαγωγίας, παρά το 35% που εμφανίζει να κινείται σε σταθερά επίπεδα.
Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι η σταθεροποίηση στις καταναλωτικές δαπάνες περνά μέσα και από το ότι το σύνολο σχεδόν των μισθωτών (95%) επιλέγει προϊόντα σε προσφορά, ενώ ένας στους δύο (46%) προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.
Με άλλα λόγια, επιλέγουν κυρίως αυτό που μπορούν και όχι αυτό που θα ήθελαν.
Η κάλυψη των καταναλωτικών αναγκών των μισθωτών στηρίχτηκε για τους μισούς (47%) σε ανάληψη καταθέσεων, ενώ το 16% αναγκάστηκε να δανειστεί.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα της έρευνας σε σχέση με τη δυνατότητα των μισθωτών να ανταποκριθούν σε δόσεις δανείων και καρτών.
Μόνο το 22% δηλώνει ότι μπορεί πάντα να ανταποκρίνεται, με το 30% να ανταποκρίνεται συνήθως, το 9% λίγες φορές και το 6% να μην μπορεί να ανταποκριθεί καθόλου.
Στην έρευνα γίνεται και καταγραφή της διαχρονικής εξέλιξης των μισθών , των γενικότερων κριτηρίων που ορίζουν την καταναλωτική συμπεριφορά των μισθωτών, ενώ διαπιστώσεις καταγράφονται και για την κατανάλωση στην πιο σημαντική εποχικά κατηγορία, αυτή των καλοκαιρινών διακοπών.
Από την έρευνα προκύπτει ότι οι μισθωτοί και σήμερα, στην πολύ μεγάλη πλειοψηφία τους, καταναλώνουν αυτά που μπορούν και όχι αυτά που θα ήθελαν.
Ο περιορισμός των εισοδημάτων τους για πολλά χρόνια, μετέβαλλε τους μισθωτούς από καταναλωτές επιλογής σε καταναλωτές ανάγκης, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται τόσο σε ψυχολογικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο.
Σε επίπεδο έτους και όσον αφορά στα εισοδήματα, το 53% δηλώνει μείωση έναντι του 44% που δηλώνει σταθερότητα, καλύτερη εικόνα από τον Σεπτέμβριο (70% και 26% αντίστοιχα), ενώ σε επίπεδο τριμήνου το 79% δηλώνει σταθερότητα (έναντι 66% τον Σεπτέμβριο) και μόνο το 18% μείωση.
Στο σύνολο τους σχεδόν (73%), η μείωση στο εισόδημα οφείλεται στη μείωση του μισθού.
Η ίδια εικόνα εμφανίζεται και στην εκτίμηση για την εξέλιξη των εισοδημάτων των εργαζόμενων στο επόμενο τρίμηνο.
Το ποσοστό φτάνει το 75% (έναντι 57% τον Σεπτέμβριο), με το 9% να αναμένει αύξηση και μόνο το 16% μείωση (έναντι 40% τον Σεπτέμβριο).
Είναι φανερό ότι σε επίπεδο προσδοκιών, κυριαρχεί η αντίληψη ότι τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν χειρότερα.
Όσον αφορά τώρα στα επίπεδα κατανάλωσης των μισθωτών, από τις 17 βασικές κατηγορίες καταναλωτικών αγαθών, σε 11 είχαμε σταθερή δαπάνη από την πλειοψηφία των εργαζόμενων, ενώ στις υπόλοιπες 6 η δαπάνη μειώθηκε.
Σταθερές σχεδόν για όλους έμειναν οι δαπάνες για καθαριστικά σπιτιού και είδη προσωπικής υγιεινής (89%), τηλεφωνία/ίντερνετ (86%), προϊόντα καπνού (80%), εκπαίδευση (74% ) και τρόφιμα (73%), ενώ για περίπου 6 στους 10 για βενζίνη/πετρέλαιο, καλλυντικά, σοκολάτες/snacks και κρασί μπύρα.
Να σημειωθεί ότι τα ποσοστά είναι με βάση όσους μισθωτούς χρησιμοποιούν κάθε κατηγορία προϊόντων.
Για πρώτη φορά η συνολική δαπάνη κατανάλωσης αποτυπώθηκε σταθερή (49%) με 19% να μιλά για αύξηση και 31% για μείωση.
Μειωμένη δαπάνη έχουμε περισσότερο από μισθωτούς κατώτερης μόρφωσης 45 - 54 ετών, άνδρες με εισόδημα 1001 έως 1200 ευρώ, που κατοικούν στην Αττική.
Αντιθέτως μείωση αποτυπώνεται για μια ακόμη φορά στις δαπάνες ψυχαγωγίας, παρά το 35% που εμφανίζει να κινείται σε σταθερά επίπεδα.
Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι η σταθεροποίηση στις καταναλωτικές δαπάνες περνά μέσα και από το ότι το σύνολο σχεδόν των μισθωτών (95%) επιλέγει προϊόντα σε προσφορά, ενώ ένας στους δύο (46%) προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.
Με άλλα λόγια, επιλέγουν κυρίως αυτό που μπορούν και όχι αυτό που θα ήθελαν.
Η κάλυψη των καταναλωτικών αναγκών των μισθωτών στηρίχτηκε για τους μισούς (47%) σε ανάληψη καταθέσεων, ενώ το 16% αναγκάστηκε να δανειστεί.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα της έρευνας σε σχέση με τη δυνατότητα των μισθωτών να ανταποκριθούν σε δόσεις δανείων και καρτών.
Μόνο το 22% δηλώνει ότι μπορεί πάντα να ανταποκρίνεται, με το 30% να ανταποκρίνεται συνήθως, το 9% λίγες φορές και το 6% να μην μπορεί να ανταποκριθεί καθόλου.