Παράγραφος στ’ «Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος» : «Όλοι οι Έλληνες εις όλα τα αξιώματα και τιμάς έχουσι το αυτό δικαίωμα· δοτήρ δε τούτων μόνη η αξιότης εκάστου». Η συγκεκριμένη διάταξη, προερχόμενη από το μακρινό παρελθόν, από την πρώτη επαναστατική Κυβέρνηση του 1822, διατυπώνει το αυτονόητο. Το ότι όλοι οι Έλληνες πολίτες έχουν ισότιμη πρόσβαση στα δημόσια αξιώματα, αρκεί να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, ορισμένα αξιοκρατικά κριτήρια.
Ο συνδυασμός του δικαιώματος της ισότητας με την αρχή της αξιοκρατίας συναντάται και στα επόμενα επαναστατικά Συντάγματα, του 1823 και του 1827. Απουσιάζει δε από το πρώτο συνταγματικό κείμενο του ανεξάρτητου πια ελληνικού κράτους, εκείνο του 1844. Την εποχή, δηλαδή, που καθιερώνεται το πελατειακό δίκτυο για την πρόσβαση και την ένταξη στο διοικητικό μηχανισμό της χώρας από διάφορους κατά καιρούς ’’εκλογομάγειρες’’, όπως ο Ιωάννης Κωλέττης και ο Δημήτριος Βούλγαρης. Έκτοτε, η αρχή της αξιοκρατίας εντοπίζεται και πάλι στο δημόσιο βίο κατά τη βενιζελική περίοδο, ενώ τη δειλή της εμφάνιση στο Συνταγματικό Χάρτη πραγματοποιεί στο άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος του 1975, σύμφωνα με το οποίο οι διαδικασίες επιλογής δημοσίων υπαλλήλων «περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας».
Πράγματι, η αξιοκρατική στελέχωση του κρατικού μηχανισμού αποτελούσε ανέκαθεν ένα σπάνιο χαρακτηριστικό της ελληνικής Πολιτείας. Ως και τη δημιουργία του ΑΣΕΠ το 1994 από έναν πεφωτισμένο υπουργό, τον Αναστάσιο Πεπονή, οι διορισμοί στη Δημόσια Διοίκηση προϋπέθεταν, ως επί το πλείστον, κομματικές περγαμηνές. Τόσο οι επιτελικές, όσο και οι εκτελεστικές θέσεις του Δημοσίου επανδρώνονταν από υπαλλήλους που είτε κατά το παρελθόν, είτε στην πορεία του χρόνου -έχοντες διατελέσει στελέχη άλλων πολιτικών οργανισμών- είχαν υπογράψει ’’πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης’’ στο εκάστοτε κυβερνόν κόμμα. Μια πρακτική, που δυστυχώς συνεχίζεται ως και τις μέρες μας από την πρώτη Αριστερή Κυβέρνηση της χώρας, συνεπικουρούμενη από τον ακροδεξιό της εταίρο.
Τις τελευταίες ημέρες κυριαρχεί στο δημόσιο διάλογο η δυσφορία των μελών της κυβερνητικής πλειοψηφίας και προσωπικά του ίδιου του νέου πρωθυπουργού, σχετική με το πρόσωπο του νέου Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος. Με αφορμή τη διαρροή ενός εγγράφου, στο οποίο αποτυπώνεται η πραγματική κατάσταση της εθνικής οικονομίας και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας, κυβερνητικά στελέχη και μέλη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ζητούν επί πίνακι την απομάκρυνση του Διοικητή. Παρόλο που η θέση του κεντρικού τραπεζίτη έχει οχυρωθεί με την ασφαλιστική δικλείδα της πενταετούς θητείας, προκειμένου να μην αντικαθίσταται με την εναλλαγή των εκάστοτε Κυβερνήσεων, η βουλιμία για την καταδυνάστευση κάθε δημόσιας θέσης από τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού εκδηλώνεται στο ακέραιο. Ούτως ή άλλως, η συγκεκριμένη τακτική αποτελεί ένα déjà vu, μια προμνησία εκείνης των προκατόχων τους. Όταν δηλαδή η τότε Κυβέρνηση, ύστερα από το απευκταίο, για εκείνη, αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, και παρά τις έντονες αντιδράσεις των εταίρων μας, εξωθούσε σε παραίτηση τον επίσης με πενταετή θητεία Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, υπακούοντας στις προτροπές μέρους των βουλευτών της, καθότι ο ανεξάρτητος αυτός θεσμός δεν εξυπηρετούσε τα ’’αιτήματα’’ της εκλογικής τους πελατείας.
Ωστόσο, ο πόλεμος εναντίον του Διοικητή της Τ.τ.Ε. δεν αποτελεί το πρώτο δείγμα αντιγραφής των ενεργειών των πρώην κυβερνώντων από τους νέους. Όπως στο παρελθόν, έτσι και στη νέα κυβερνητική περίοδο οι Γενικές Γραμματείες των Υπουργείων στελεχώθηκαν από ανεπάγγελτα, πλην όμως γνήσια, τέκνα του κομματικού σωλήνα και αποτυχόντες, στο να εκλεγούν στις πρόσφατες εκλογές, πολιτευτές. Την κατακραυγή γι’ αυτήν την επανάληψη έσπευσαν να την αιτιολογήσουν τόσο ο αρμόδιος υπουργός, όσο και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Ο μεν πρώτος υποστήριξε πως «τα πολιτικά στελέχη του ευρύτερου χώρου και τα μέλη των κομμάτων που συγκροτούν την Κυβέρνηση συμβάλλουν στο να μπορεί η πολιτική ηγεσία να εφαρμόζει άμεσα τις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης». Ο δεύτερος τόνισε, πως η ευθύνη των Γενικών Γραμματέων είναι πολιτική, την αναλαμβάνει δηλαδή ο εκάστοτε υπουργός και κατ’ επέκταση συλλογικά το κυβερνητικό σώμα, επομένως είναι απολύτως φυσικό να επιλέγονται άτομα της απολύτου εμπιστοσύνης τους. Ανεξαρτήτως βέβαια, αντικειμενικών κριτηρίων, γνώσεων, εμπειριών, αξιοσύνης συμπληρώνουμε.
Μια από τα ίδια συντελείται και σε όλες τις υπόλοιπες θέσεις ευθύνης ασφαλιστικών ταμείων και δημοσίων οργανισμών. Όπως στο ΙΚΑ, στον ΟΓΑ, στον ΟΠΕΚΕΠΕ, ακόμη και στον ΕΟΤ, η προηγούμενη Κυβέρνηση είχε προσλάβει τα ’’δικά της παιδιά’’, κατά τον ίδιο τρόπο και η διάδοχός της προβαίνει σε αμιγώς κομματικοκρατούμενους διορισμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελευταίας εβδομάδας η περίπτωση του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ), όπου για τη θέση της αντιπροέδρου, εάν δεν ήταν προετοιμασμένοι, όπως οφείλει ο κάθε αντιπρόσωπος του λαού, και εάν δεν αντιδρούσαν εγκαίρως στην αρμόδια κοινοβουλευτική Επιτροπή οι βουλευτές του Ποταμιού, προοριζόταν μια πραγματικά ’’ψεκασμένη’’ υποψήφια των ΑΝΕΛ, το φάσμα των πολιτικών θέσεων της οποίας εκτείνεται από το μποϊκοτάζ προς τα γερμανικά προϊόντα, ως και την εκτέλεση καθεστωτικών -κατά την ίδια- δημοσιογράφων! Στο δε κρίσιμο, για κάθε κοινωνία, τομέα της παιδείας, δεν χρειάζεται ν’ αναφέρουμε περισσότερα. Από 400 υποψηφίους επελέγησαν 13 περιφερειακοί διευθυντές εκπαίδευσης, όντες όλως τυχαίως όλοι τους τοπικά στελέχη των δύο (2) κομμάτων που στηρίζουν τη σημερινή Κυβέρνηση.
Κοντολογίς, όπως και για τους προηγούμενους, έτσι και για τους νέους κυβερνητικούς εταίρους η αξιοκρατία φαίνεται πως είναι μια άγνωστη έννοια. Ο συνδυασμός της με το θεμελιώδες δικαίωμα της ισότητας, που διατυπώνεται ανερυθρίαστα στα επαναστατικά Συντάγματα δύο (2) σχεδόν αιώνες πριν, αγνοείται από τους σημερινούς μας κυβερνήτες. Ανέκαθεν, άλλωστε, κυριαρχούσε στους κόλπους της Αριστεράς η λογική του εξισωτισμού -αρκεί να είναι «δικοί» μας-, ευθυνόμενη για την αλλεργία των στελεχών της προς την αξιοσύνη, την ικανότητα, την υπευθυνότητα. Στη συγκεκριμένη λογική επιμερίζονται οι ευθύνες και για τη συνεχιζόμενη αποσάθρωση του κρατικού μηχανισμού. Και επειδή, δίχως μια ανεξάρτητη και αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση, δεν μπορεί καμία χώρα να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, μην απορούμε για την παρατεταμένη αβεβαιότητα της τελευταίας εξαετίας.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ. Μπατσιούλας, 2014).
Ο συνδυασμός του δικαιώματος της ισότητας με την αρχή της αξιοκρατίας συναντάται και στα επόμενα επαναστατικά Συντάγματα, του 1823 και του 1827. Απουσιάζει δε από το πρώτο συνταγματικό κείμενο του ανεξάρτητου πια ελληνικού κράτους, εκείνο του 1844. Την εποχή, δηλαδή, που καθιερώνεται το πελατειακό δίκτυο για την πρόσβαση και την ένταξη στο διοικητικό μηχανισμό της χώρας από διάφορους κατά καιρούς ’’εκλογομάγειρες’’, όπως ο Ιωάννης Κωλέττης και ο Δημήτριος Βούλγαρης. Έκτοτε, η αρχή της αξιοκρατίας εντοπίζεται και πάλι στο δημόσιο βίο κατά τη βενιζελική περίοδο, ενώ τη δειλή της εμφάνιση στο Συνταγματικό Χάρτη πραγματοποιεί στο άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος του 1975, σύμφωνα με το οποίο οι διαδικασίες επιλογής δημοσίων υπαλλήλων «περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας».
Πράγματι, η αξιοκρατική στελέχωση του κρατικού μηχανισμού αποτελούσε ανέκαθεν ένα σπάνιο χαρακτηριστικό της ελληνικής Πολιτείας. Ως και τη δημιουργία του ΑΣΕΠ το 1994 από έναν πεφωτισμένο υπουργό, τον Αναστάσιο Πεπονή, οι διορισμοί στη Δημόσια Διοίκηση προϋπέθεταν, ως επί το πλείστον, κομματικές περγαμηνές. Τόσο οι επιτελικές, όσο και οι εκτελεστικές θέσεις του Δημοσίου επανδρώνονταν από υπαλλήλους που είτε κατά το παρελθόν, είτε στην πορεία του χρόνου -έχοντες διατελέσει στελέχη άλλων πολιτικών οργανισμών- είχαν υπογράψει ’’πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης’’ στο εκάστοτε κυβερνόν κόμμα. Μια πρακτική, που δυστυχώς συνεχίζεται ως και τις μέρες μας από την πρώτη Αριστερή Κυβέρνηση της χώρας, συνεπικουρούμενη από τον ακροδεξιό της εταίρο.
Τις τελευταίες ημέρες κυριαρχεί στο δημόσιο διάλογο η δυσφορία των μελών της κυβερνητικής πλειοψηφίας και προσωπικά του ίδιου του νέου πρωθυπουργού, σχετική με το πρόσωπο του νέου Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος. Με αφορμή τη διαρροή ενός εγγράφου, στο οποίο αποτυπώνεται η πραγματική κατάσταση της εθνικής οικονομίας και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας, κυβερνητικά στελέχη και μέλη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ζητούν επί πίνακι την απομάκρυνση του Διοικητή. Παρόλο που η θέση του κεντρικού τραπεζίτη έχει οχυρωθεί με την ασφαλιστική δικλείδα της πενταετούς θητείας, προκειμένου να μην αντικαθίσταται με την εναλλαγή των εκάστοτε Κυβερνήσεων, η βουλιμία για την καταδυνάστευση κάθε δημόσιας θέσης από τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού εκδηλώνεται στο ακέραιο. Ούτως ή άλλως, η συγκεκριμένη τακτική αποτελεί ένα déjà vu, μια προμνησία εκείνης των προκατόχων τους. Όταν δηλαδή η τότε Κυβέρνηση, ύστερα από το απευκταίο, για εκείνη, αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, και παρά τις έντονες αντιδράσεις των εταίρων μας, εξωθούσε σε παραίτηση τον επίσης με πενταετή θητεία Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, υπακούοντας στις προτροπές μέρους των βουλευτών της, καθότι ο ανεξάρτητος αυτός θεσμός δεν εξυπηρετούσε τα ’’αιτήματα’’ της εκλογικής τους πελατείας.
Ωστόσο, ο πόλεμος εναντίον του Διοικητή της Τ.τ.Ε. δεν αποτελεί το πρώτο δείγμα αντιγραφής των ενεργειών των πρώην κυβερνώντων από τους νέους. Όπως στο παρελθόν, έτσι και στη νέα κυβερνητική περίοδο οι Γενικές Γραμματείες των Υπουργείων στελεχώθηκαν από ανεπάγγελτα, πλην όμως γνήσια, τέκνα του κομματικού σωλήνα και αποτυχόντες, στο να εκλεγούν στις πρόσφατες εκλογές, πολιτευτές. Την κατακραυγή γι’ αυτήν την επανάληψη έσπευσαν να την αιτιολογήσουν τόσο ο αρμόδιος υπουργός, όσο και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Ο μεν πρώτος υποστήριξε πως «τα πολιτικά στελέχη του ευρύτερου χώρου και τα μέλη των κομμάτων που συγκροτούν την Κυβέρνηση συμβάλλουν στο να μπορεί η πολιτική ηγεσία να εφαρμόζει άμεσα τις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης». Ο δεύτερος τόνισε, πως η ευθύνη των Γενικών Γραμματέων είναι πολιτική, την αναλαμβάνει δηλαδή ο εκάστοτε υπουργός και κατ’ επέκταση συλλογικά το κυβερνητικό σώμα, επομένως είναι απολύτως φυσικό να επιλέγονται άτομα της απολύτου εμπιστοσύνης τους. Ανεξαρτήτως βέβαια, αντικειμενικών κριτηρίων, γνώσεων, εμπειριών, αξιοσύνης συμπληρώνουμε.
Μια από τα ίδια συντελείται και σε όλες τις υπόλοιπες θέσεις ευθύνης ασφαλιστικών ταμείων και δημοσίων οργανισμών. Όπως στο ΙΚΑ, στον ΟΓΑ, στον ΟΠΕΚΕΠΕ, ακόμη και στον ΕΟΤ, η προηγούμενη Κυβέρνηση είχε προσλάβει τα ’’δικά της παιδιά’’, κατά τον ίδιο τρόπο και η διάδοχός της προβαίνει σε αμιγώς κομματικοκρατούμενους διορισμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελευταίας εβδομάδας η περίπτωση του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ), όπου για τη θέση της αντιπροέδρου, εάν δεν ήταν προετοιμασμένοι, όπως οφείλει ο κάθε αντιπρόσωπος του λαού, και εάν δεν αντιδρούσαν εγκαίρως στην αρμόδια κοινοβουλευτική Επιτροπή οι βουλευτές του Ποταμιού, προοριζόταν μια πραγματικά ’’ψεκασμένη’’ υποψήφια των ΑΝΕΛ, το φάσμα των πολιτικών θέσεων της οποίας εκτείνεται από το μποϊκοτάζ προς τα γερμανικά προϊόντα, ως και την εκτέλεση καθεστωτικών -κατά την ίδια- δημοσιογράφων! Στο δε κρίσιμο, για κάθε κοινωνία, τομέα της παιδείας, δεν χρειάζεται ν’ αναφέρουμε περισσότερα. Από 400 υποψηφίους επελέγησαν 13 περιφερειακοί διευθυντές εκπαίδευσης, όντες όλως τυχαίως όλοι τους τοπικά στελέχη των δύο (2) κομμάτων που στηρίζουν τη σημερινή Κυβέρνηση.
Κοντολογίς, όπως και για τους προηγούμενους, έτσι και για τους νέους κυβερνητικούς εταίρους η αξιοκρατία φαίνεται πως είναι μια άγνωστη έννοια. Ο συνδυασμός της με το θεμελιώδες δικαίωμα της ισότητας, που διατυπώνεται ανερυθρίαστα στα επαναστατικά Συντάγματα δύο (2) σχεδόν αιώνες πριν, αγνοείται από τους σημερινούς μας κυβερνήτες. Ανέκαθεν, άλλωστε, κυριαρχούσε στους κόλπους της Αριστεράς η λογική του εξισωτισμού -αρκεί να είναι «δικοί» μας-, ευθυνόμενη για την αλλεργία των στελεχών της προς την αξιοσύνη, την ικανότητα, την υπευθυνότητα. Στη συγκεκριμένη λογική επιμερίζονται οι ευθύνες και για τη συνεχιζόμενη αποσάθρωση του κρατικού μηχανισμού. Και επειδή, δίχως μια ανεξάρτητη και αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση, δεν μπορεί καμία χώρα να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, μην απορούμε για την παρατεταμένη αβεβαιότητα της τελευταίας εξαετίας.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ. Μπατσιούλας, 2014).