Γράφει η Αναστασία Χρ. Μήλιου*
Από 01 Ιανουαρίου 2015 είναι σε ισχύ ο Κώδικας Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση των μη καταγγελμένων δανείων από τις τράπεζες. Ο Κώδικας Δεοντολογίας θεσπίστηκε με το νόμο 4224/2013 και δημοσιεύθηκε στο υπ’ αρ. 2289 ΦΕΚ Β την 27 Αυγούστου 2014.
Σημειώνεται ότι αφορά μόνο οφειλές που παρουσιάζουν καθυστέρηση τόσο για τους ιδιώτες όσο και τους επιτηδευματίες, ενώ οφειλές που έχουν ήδη καταγγελθεί από τα πιστωτικά ιδρύματα ΔΕΝ υπάγονται στον Κώδικα αυτό.
Όπως προβλέπεται από τον κώδικα, οι δανειολήπτες θα πρέπει εντός 15 εργάσιμων ημερών να παράσχουν στην τράπεζα πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών που θα τους ζητηθούν ώστε να χαρακτηριστούν συνεργάσιμοι προκειμένου εκείνη με τη σειρά της να προτείνει μία ή περισσότερες εναλλακτικές λύσεις ρύθμισης ή οριστικής διευθέτησης των δανείων τους. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αποχαρακτηρισμού τους ως συνεργάσιμων, αυτό μπορεί να έχει συνέπεια την κίνηση των νομικών ενεργειών (δγη πληρωμής, πλειστηριασμός ακινήτων κ.τ.λ.)
Πολλοί οφειλέτες θα λάβουν ειδοποιήσεις από την τράπεζά τους σχετικά με τον Κώδικα και θα πρέπει να ενεργήσουν άμεσα, καθώς αν περάσουν οι προθεσμίες απάντησης, θα κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν ως μη συνεργάσιμοι δανειολήπτες.
Εκτός από την έννοια του συνεργάσιμου δανειολήπτη, που αποτελεί κλειδί για τη διευθέτηση των δανείων, υιοθετείται και η έννοια των εύλογων δαπανών διαβίωσης, για τους σκοπούς εφαρμογής του Κώδικα. Υπενθυμίζεται ότι το Συμβούλιο Ιδιωτικού Χρέους έχει καθορίσει τις εύλογες μηνιαίες δαπάνες διαβίωσης, οι οποίες για μια τετραμελή οικογένεια ανέρχονται στα 1.347 ευρώ καθαρά (δηλαδή χωρίς δαπάνες για φόρους, ασφαλιστικές εισφορές, ενοίκια ή δόσεις δανείου). Το περισσευούμενο ποσό μπορεί να διατεθεί για αποπληρωμή των δόσεων.
Στάδια διαδικασίας:
1ο Στάδιο: Η τράπεζα έρχεται σε επικοινωνία με τον δανειολήπτη
Υπάρχουν δύο υποκατηγορίες
Α.Το δάνειο είναι ήδη καθυστερημένο την 1-1-2015 τουλάχιστον 30 ημερών.
Στην περίπτωση αυτή η τράπεζα πρέπει να στείλει επιστολή στο δανειολήπτη εντός 6 μηνών, δηλαδή μέχρι τον Ιούνιο 2015.
Ο δανειολήπτης-οφειλέτης έχει προθεσμία 15 ημέρων από την παραλαβή της επιστολής να δεχθεί να ενταχθεί στην νέα διαδικασία και στην περίπτωση αυτή πρέπει να προσκομίσει εντός των 15 ημερών στην τράπεζα τα απαραίτητα δικαιολογητικά, όσα δηλαδή του έχουν ζητηθεί από την τράπεζα με την επιστολή
Β. Η καθυστέρηση του δανείου αρχίζει μετά την 1-1-2015
Μέσα στις πρώτες ημέρες της καθυστέρησης, η τράπεζα έρχεται σε επικοινωνία με τον δανειολήπτη εξηγώντας του τη νέα διαδικασία και του αποστέλλει παράλληλα το Ενημερωτικό Φυλλάδιο.
Αν το δάνειο ξεπεράσει τις 30 ημέρες καθυστέρησης τότε η τράπεζα εντός 15 ημερών θα στείλει την επιστολή που θα προσκαλεί τον δανειολήπτη να ρυθμίσει το δάνειο. Πάλι αν ο δανειολήπτης αποδεχθεί, έχει προθεσμία 15 ημερών να προσκομίσει τα δικαιολογητικά στην τράπεζα
2ο Στάδιο: Ο δανειολήπτης προσκομίζει στην τράπεζα όλα τα δικαιολογητικά που του ζητήθηκαν.
Ο Δανειολήπτης προσκομίζει, μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της επιστολής την «Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης» και τα επιπλέον δικαιολογητικά που ζητάει η τράπεζα.
Τα έγγραφα αυτά παραλαμβάνονται από ειδικό τμήμα της τράπεζας, για το οποίο ο δανειολήπτης θα πρέπει να έχει ενημερωθεί από την τράπεζα.
3ο Στάδιο: Η τράπεζα αξιολογεί τα οικονομικά στοιχεία του δανειολήπτη.
4ο Στάδιο: τράπεζα υποβάλει την πρόταση ρύθμισης της οφειλής
Η τράπεζα αξιολογεί τις πληροφορίες και τα δικαιολογητικά του δανειολήπτη και προτείνει μια ή περισσότερες λύσεις. Καταθέτει τις προτάσεις της μέσω ενός «Τυποποιημένου Εγγράφου Πρότασης» σε εύλογο χρονικό διάστημα αλλά όχι περισσότερο από 6 μήνες.
Αφού ο δανειολήπτης ενημερωθεί για τις προτάσεις τις τράπεζας, έχει προθεσμία 15 εργάσιμων ημερών, για να:
1. αποδεχτεί την πρόταση
2. αντιπροτείνει γραπτώς
3. αρνηθεί την πρόταση γραπτώς
5ο Στάδιο: Ο δανειολήπτης έχει το δικαίωμα να υποβάλει ένσταση
Εάν ο δανειολήπτης δεν συμφωνεί με τις προτάσεις της τράπεζας, έχει το δικαίωμα να προσφύγει στην Επιτροπή Ενστάσεων της Τράπεζας. Η Επιτροπή Ενστάσεων έχει 3 μήνες για να αποφασίσει εάν θα αποδεχτεί την ένσταση και παρέχει την απαραίτητη δικαιολόγηση.
Εάν γίνει αποδεκτή η ένσταση, η τράπεζα:
- Γνωστοποιεί τις διαρθρωτικές ενέργειες ή την αναθεωρημένη λύση.
- Παραπέμπει εκ νέου την περίπτωση στο Στάδιο 3 ή Στάδιο 4, ώστε οι αρμόδιοι υπάλληλοι της τράπεζας να επαναξιολογήσουν την υπόθεση και να κάνουν εκ νέου πρόταση.
Κάθε δανειολήπτης μπορεί να κάνει ένσταση μόνο μια φορά, οπότε δεν μπορεί να επανέλθει στην Επιτροπή Ενστάσεων εάν δεν συμφωνεί με την νέα πρόταση της τράπεζας.
ΑΠΟΤΥΧΙΑ/ΑΡΝΗΣΗ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ
Ο δανειολήπτης μπορεί να επιλέξει είτε να μην ακολουθήσει τη διαδικασία του Κώδικα, είτε αφού την ακολουθήσει να μην συμφωνήσει με την πρόταση της τράπεζας.
Ο δανειολήπτης, μπορεί να προσπαθήσει να βρει λύση μέσω διαμεσολάβησης (Συνήγορος Καταναλωτή), ή με τη χρήση άλλων νομικών διατάξεων (π.χ. Ν.3869/10)
Εγγυητής
Εάν ολοκληρωθούν όλα τα στάδια μαζί με αυτό της ένστασης και δεν υπάρξει συμφωνία, τότε η τράπεζα έχει δικαίωμα να στραφεί εναντίον του εγγυητή και να εφαρμόσει τα αντίστοιχα στάδια. Αυτό στην περίπτωση που από τη σύμβαση προβλέπεται ότι ο εγγυητής υποκαθιστά τον δανειολήπτη στις υποχρεώσεις του.
ΠΑΚΕΤΑ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ
Στα πακέτα ρυθμίσεων για χρέη φυσικών και νομικών προσώπων (βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις, μακροπρόθεσμες και οριστική διευθέτηση) περιλαμβάνονται: η μερική διαγραφή χρεών, η παροχή πρόσθετης εξασφάλισης από τον δανειολήπτη, η πώληση και η ενοικίαση του ακινήτου η οποία μπορεί να συνοδεύεται από παραχώρηση του δικαιώματος διαμονής σε αυτό έναντι μισθώματος (συνήθως για ελάχιστη περίοδο τριών ετών). Επίσης στις ρυθμίσεις είναι η μεταβίβαση-πώληση του δανείου/αναπροσαρμοσμένο υπόλοιπο, σε άλλο ίδρυμα, πιστωτή ή χρηματοδοτικό σχήμα, η ανταλλαγή με στεγαστικό δάνειο μικρότερης αξίας αλλά και η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων.
Για τις επιχειρήσεις, μεταξύ των ενδεικτικών ρυθμίσεων που παρουσιάζονται είναι η λειτουργική αναδιάρθρωση με αλλαγή της διοίκησης όταν οι πιστώτριες τράπεζες θεωρούν την επιχείρηση βιώσιμη υπό προϋποθέσεις, αλλά η υφιστάμενη διοίκηση δεν συνεργάζεται προς αυτήν την κατεύθυνση. Επίσης και η ανταλλαγή χρέους με μετοχικό κεφάλαιο.
Τύποι ρυθμίσεων
Βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις: Πρόκειται για ρυθμίσεις με διάρκεια μικρότερη των πέντε ετών και επιλέγονται συνήθως σε περιπτώσεις όπου οι δυσκολίες αποπληρωμής κρίνονται βάσιμα προσωρινές. Ενδεικτικά προτείνονται οι εξής λύσεις-επιλογές:
(α) Μόνο τόκοι: Κατά τη διάρκεια καθορισμένης βραχυπρόθεσμης περιόδου, καταβάλλονται μόνο τόκοι.
(β) Μειωμένες δόσεις: Μειώνεται το ποσό των τοκοχρεολυτικών δόσεων αποπληρωμής (το νέο ποσό δόσης ενδέχεται να είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο από το ποσό δόσης το οποίο θα αντιστοιχούσε σε ρύθμιση μόνο τόκων) για καθορισμένη βραχυπρόθεσμη περίοδο.
(γ) Περίοδος χάριτος: Παρέχεται στον δανειολήπτη η δυνατότητα προκαθορισμένης περιόδου αναστολής πληρωμών.
(δ) Αναβολή πληρωμής δόσης/εων: Παρέχεται στον δανειολήπτη συμβατικά η δυνατότητα να μεταφέρει χρονικά μία δόση του δανείου.
(ε) Τακτοποίηση καθυστερούμενου υπολοίπου: Τακτοποίηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, συνήθως μέσω συμφωνίας ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων και διατήρηση της απαίτησης για το άληκτο υπόλοιπο.
(στ) Κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών: κεφαλαιοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και αναπροσαρμογή του προγράμματος αποπληρωμής του οφειλόμενου υπολοίπου.
Μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις: Αφορά ρυθμίσεις με διάρκεια μεγαλύτερη των πέντε ετών, με στόχο τη μείωση της δόσης, σε συνδυασμό με αύξηση του αριθμού τους και παράταση του χρόνου αποπληρωμής, λαμβάνοντας σε κάθε περίπτωση υπόψη συντηρητικές παραδοχές για την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη μέχρι τη λήξη του προγράμματος αποπληρωμής. Ενδεικτικά προτείνονται οι εξής λύσεις-επιλογές:
(α) Μόνιμη μείωση του επιτοκίου ή του συμβατικού περιθωρίου.
(β) Αλλαγή τύπου επιτοκίου από κυμαινόμενο σε σταθερό ή αντίστροφα.
(γ) Παράταση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου, δηλαδή της ημερομηνίας της τελευταίας συμβατικής καταβολής δόσης αυτού.
(δ) Διαχωρισμός της χορήγησης. Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα συμφωνεί να διαχωρίσει ένα π.χ. ενυπόθηκο δάνειο δανειολήπτη σε δύο τμήματα:
i. ένα ενυπόθηκο δάνειο το οποίο ο δανειολήπτης εκτιμάται ότι μπορεί να αποπληρώνει με βάση την υφιστάμενη και την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής αυτού και
ii. στο υπόλοιπο τμήμα του αρχικού δανείου, το οποίο τακτοποιείται μεταγενέστερα με ρευστοποίηση περιουσίας ή με άλλου είδους διευθέτηση η οποία συμφωνείται εξαρχής από τα δύο μέρη.
(ε) Μερική διαγραφή χρεών. Αυτή η επιλογή προβλέπει την οριστική διαγραφή μέρους της συνολικής απαίτησης του πιστωτικού ιδρύματος ώστε να διαμορφωθεί σε ύψος που εκτιμάται ότι είναι δυνατόν να εξυπηρετηθεί ομαλά.
(στ) Πρόσθετη εξασφάλιση από τον δανειολήπτη στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ευνοϊκότερης για εκείνον ρύθμισης.
Οριστική διευθέτηση: Στη συγκεκριμένη περίπτωση ορίζεται οποιαδήποτε μεταβολή του είδους συμβατικής σχέσης μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του δανειολήπτη ή ο τερματισμός αυτής με στόχο την οριστική τακτοποίηση της απαίτησης του πιστωτικού ιδρύματος έναντι εκείνου.
Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να συνδυάζεται με παράδοση (εθελοντική ή υποχρεωτική) της εμπράγματης εξασφάλισης στο πιστωτικό ίδρυμα προς μείωση του συνόλου της απαίτησης ή ακόμη και με ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων προς κάλυψη αυτής. Ενδεικτικά προτείνονται οι εξής λύσεις-επιλογές:
(α) Εθελοντική παράδοση ενυπόθηκου ακινήτου, χωρίς να απαιτηθεί προσφυγή σε δικαστικές ενέργειες εκ μέρους του πιστωτικού ιδρύματος. Στη σχετική συμφωνία προβλέπεται ο τρόπος διευθέτησης του τυχόν υπολοίπου.
(β) Μετατροπή σε χρηματοδοτική μίσθωση. Ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου στην τράπεζα υπογράφοντας σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, η οποία του εξασφαλίζει τη δυνατότητα μίσθωσης και χρήσης για ορισμένη ελάχιστη χρονική περίοδο (συνήθως πέντε έτη).
(γ) Πώληση και ενοικίαση. Ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου είτε στην τράπεζα είτε σε τρίτο. Η συμφωνία μπορεί να συνοδεύεται από παραχώρηση του δικαιώματος διαμονής στο ακίνητο έναντι μισθώματος (συνήθως για ελάχιστη περίοδο τριών ετών). Στη συμφωνία προβλέπεται σαφώς ο τρόπος διευθέτησης του τυχόν υπολοίπου.
(δ) Μεταβίβαση - πώληση του δανείου/αναπροσαρμοσμένο υπόλοιπο, σε άλλο ίδρυμα, πιστωτή ή χρηματοδοτικό σχήμα.
(ε) Ανταλλαγή με στεγαστικό δάνειο μικρότερης αξίας. Συμφωνία που επιτρέπει σε δανειολήπτη με οικονομικές δυσκολίες που έχει υποθηκευμένη την κύρια κατοικία του ή την επαγγελματική του στέγη να την πωλήσει αγοράζοντας νέα χαμηλότερης αξίας.
Αναστασία Χρ. Μήλιου
Δικηγόρος παρ’Εφέταις Αθηνών
Τηλ. 6945-028153
e-mail: natmil@otenet.gr, info@legalaction.gr
www.legalaction.gr
Από 01 Ιανουαρίου 2015 είναι σε ισχύ ο Κώδικας Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση των μη καταγγελμένων δανείων από τις τράπεζες. Ο Κώδικας Δεοντολογίας θεσπίστηκε με το νόμο 4224/2013 και δημοσιεύθηκε στο υπ’ αρ. 2289 ΦΕΚ Β την 27 Αυγούστου 2014.
Σημειώνεται ότι αφορά μόνο οφειλές που παρουσιάζουν καθυστέρηση τόσο για τους ιδιώτες όσο και τους επιτηδευματίες, ενώ οφειλές που έχουν ήδη καταγγελθεί από τα πιστωτικά ιδρύματα ΔΕΝ υπάγονται στον Κώδικα αυτό.
Βασική αρχή εφαρμογής της όλης διαδικασίας του είναι ο διαχωρισμός ενός δανειολήπτη σε συνεργάσιμου ή μη και τα σφιχτά χρονοδιαγράμματα που έχουν μπει προκειμένου κάποιος να το αποδείξει, ώστε οι τράπεζες να του προτείνουν λύσεις για τη ρύθμιση των δανείων του.
Όπως προβλέπεται από τον κώδικα, οι δανειολήπτες θα πρέπει εντός 15 εργάσιμων ημερών να παράσχουν στην τράπεζα πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών που θα τους ζητηθούν ώστε να χαρακτηριστούν συνεργάσιμοι προκειμένου εκείνη με τη σειρά της να προτείνει μία ή περισσότερες εναλλακτικές λύσεις ρύθμισης ή οριστικής διευθέτησης των δανείων τους. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αποχαρακτηρισμού τους ως συνεργάσιμων, αυτό μπορεί να έχει συνέπεια την κίνηση των νομικών ενεργειών (δγη πληρωμής, πλειστηριασμός ακινήτων κ.τ.λ.)
Πολλοί οφειλέτες θα λάβουν ειδοποιήσεις από την τράπεζά τους σχετικά με τον Κώδικα και θα πρέπει να ενεργήσουν άμεσα, καθώς αν περάσουν οι προθεσμίες απάντησης, θα κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν ως μη συνεργάσιμοι δανειολήπτες.
Εκτός από την έννοια του συνεργάσιμου δανειολήπτη, που αποτελεί κλειδί για τη διευθέτηση των δανείων, υιοθετείται και η έννοια των εύλογων δαπανών διαβίωσης, για τους σκοπούς εφαρμογής του Κώδικα. Υπενθυμίζεται ότι το Συμβούλιο Ιδιωτικού Χρέους έχει καθορίσει τις εύλογες μηνιαίες δαπάνες διαβίωσης, οι οποίες για μια τετραμελή οικογένεια ανέρχονται στα 1.347 ευρώ καθαρά (δηλαδή χωρίς δαπάνες για φόρους, ασφαλιστικές εισφορές, ενοίκια ή δόσεις δανείου). Το περισσευούμενο ποσό μπορεί να διατεθεί για αποπληρωμή των δόσεων.
Στάδια διαδικασίας:
1ο Στάδιο: Η τράπεζα έρχεται σε επικοινωνία με τον δανειολήπτη
Υπάρχουν δύο υποκατηγορίες
Α.Το δάνειο είναι ήδη καθυστερημένο την 1-1-2015 τουλάχιστον 30 ημερών.
Στην περίπτωση αυτή η τράπεζα πρέπει να στείλει επιστολή στο δανειολήπτη εντός 6 μηνών, δηλαδή μέχρι τον Ιούνιο 2015.
Ο δανειολήπτης-οφειλέτης έχει προθεσμία 15 ημέρων από την παραλαβή της επιστολής να δεχθεί να ενταχθεί στην νέα διαδικασία και στην περίπτωση αυτή πρέπει να προσκομίσει εντός των 15 ημερών στην τράπεζα τα απαραίτητα δικαιολογητικά, όσα δηλαδή του έχουν ζητηθεί από την τράπεζα με την επιστολή
Β. Η καθυστέρηση του δανείου αρχίζει μετά την 1-1-2015
Μέσα στις πρώτες ημέρες της καθυστέρησης, η τράπεζα έρχεται σε επικοινωνία με τον δανειολήπτη εξηγώντας του τη νέα διαδικασία και του αποστέλλει παράλληλα το Ενημερωτικό Φυλλάδιο.
Αν το δάνειο ξεπεράσει τις 30 ημέρες καθυστέρησης τότε η τράπεζα εντός 15 ημερών θα στείλει την επιστολή που θα προσκαλεί τον δανειολήπτη να ρυθμίσει το δάνειο. Πάλι αν ο δανειολήπτης αποδεχθεί, έχει προθεσμία 15 ημερών να προσκομίσει τα δικαιολογητικά στην τράπεζα
2ο Στάδιο: Ο δανειολήπτης προσκομίζει στην τράπεζα όλα τα δικαιολογητικά που του ζητήθηκαν.
Ο Δανειολήπτης προσκομίζει, μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της επιστολής την «Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης» και τα επιπλέον δικαιολογητικά που ζητάει η τράπεζα.
Τα έγγραφα αυτά παραλαμβάνονται από ειδικό τμήμα της τράπεζας, για το οποίο ο δανειολήπτης θα πρέπει να έχει ενημερωθεί από την τράπεζα.
3ο Στάδιο: Η τράπεζα αξιολογεί τα οικονομικά στοιχεία του δανειολήπτη.
4ο Στάδιο: τράπεζα υποβάλει την πρόταση ρύθμισης της οφειλής
Η τράπεζα αξιολογεί τις πληροφορίες και τα δικαιολογητικά του δανειολήπτη και προτείνει μια ή περισσότερες λύσεις. Καταθέτει τις προτάσεις της μέσω ενός «Τυποποιημένου Εγγράφου Πρότασης» σε εύλογο χρονικό διάστημα αλλά όχι περισσότερο από 6 μήνες.
Αφού ο δανειολήπτης ενημερωθεί για τις προτάσεις τις τράπεζας, έχει προθεσμία 15 εργάσιμων ημερών, για να:
1. αποδεχτεί την πρόταση
2. αντιπροτείνει γραπτώς
3. αρνηθεί την πρόταση γραπτώς
5ο Στάδιο: Ο δανειολήπτης έχει το δικαίωμα να υποβάλει ένσταση
Εάν ο δανειολήπτης δεν συμφωνεί με τις προτάσεις της τράπεζας, έχει το δικαίωμα να προσφύγει στην Επιτροπή Ενστάσεων της Τράπεζας. Η Επιτροπή Ενστάσεων έχει 3 μήνες για να αποφασίσει εάν θα αποδεχτεί την ένσταση και παρέχει την απαραίτητη δικαιολόγηση.
Εάν γίνει αποδεκτή η ένσταση, η τράπεζα:
- Γνωστοποιεί τις διαρθρωτικές ενέργειες ή την αναθεωρημένη λύση.
- Παραπέμπει εκ νέου την περίπτωση στο Στάδιο 3 ή Στάδιο 4, ώστε οι αρμόδιοι υπάλληλοι της τράπεζας να επαναξιολογήσουν την υπόθεση και να κάνουν εκ νέου πρόταση.
Κάθε δανειολήπτης μπορεί να κάνει ένσταση μόνο μια φορά, οπότε δεν μπορεί να επανέλθει στην Επιτροπή Ενστάσεων εάν δεν συμφωνεί με την νέα πρόταση της τράπεζας.
ΑΠΟΤΥΧΙΑ/ΑΡΝΗΣΗ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ
Ο δανειολήπτης μπορεί να επιλέξει είτε να μην ακολουθήσει τη διαδικασία του Κώδικα, είτε αφού την ακολουθήσει να μην συμφωνήσει με την πρόταση της τράπεζας.
Ο δανειολήπτης, μπορεί να προσπαθήσει να βρει λύση μέσω διαμεσολάβησης (Συνήγορος Καταναλωτή), ή με τη χρήση άλλων νομικών διατάξεων (π.χ. Ν.3869/10)
Εγγυητής
Εάν ολοκληρωθούν όλα τα στάδια μαζί με αυτό της ένστασης και δεν υπάρξει συμφωνία, τότε η τράπεζα έχει δικαίωμα να στραφεί εναντίον του εγγυητή και να εφαρμόσει τα αντίστοιχα στάδια. Αυτό στην περίπτωση που από τη σύμβαση προβλέπεται ότι ο εγγυητής υποκαθιστά τον δανειολήπτη στις υποχρεώσεις του.
ΠΑΚΕΤΑ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ
Στα πακέτα ρυθμίσεων για χρέη φυσικών και νομικών προσώπων (βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις, μακροπρόθεσμες και οριστική διευθέτηση) περιλαμβάνονται: η μερική διαγραφή χρεών, η παροχή πρόσθετης εξασφάλισης από τον δανειολήπτη, η πώληση και η ενοικίαση του ακινήτου η οποία μπορεί να συνοδεύεται από παραχώρηση του δικαιώματος διαμονής σε αυτό έναντι μισθώματος (συνήθως για ελάχιστη περίοδο τριών ετών). Επίσης στις ρυθμίσεις είναι η μεταβίβαση-πώληση του δανείου/αναπροσαρμοσμένο υπόλοιπο, σε άλλο ίδρυμα, πιστωτή ή χρηματοδοτικό σχήμα, η ανταλλαγή με στεγαστικό δάνειο μικρότερης αξίας αλλά και η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων.
Για τις επιχειρήσεις, μεταξύ των ενδεικτικών ρυθμίσεων που παρουσιάζονται είναι η λειτουργική αναδιάρθρωση με αλλαγή της διοίκησης όταν οι πιστώτριες τράπεζες θεωρούν την επιχείρηση βιώσιμη υπό προϋποθέσεις, αλλά η υφιστάμενη διοίκηση δεν συνεργάζεται προς αυτήν την κατεύθυνση. Επίσης και η ανταλλαγή χρέους με μετοχικό κεφάλαιο.
Τύποι ρυθμίσεων
Βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις: Πρόκειται για ρυθμίσεις με διάρκεια μικρότερη των πέντε ετών και επιλέγονται συνήθως σε περιπτώσεις όπου οι δυσκολίες αποπληρωμής κρίνονται βάσιμα προσωρινές. Ενδεικτικά προτείνονται οι εξής λύσεις-επιλογές:
(α) Μόνο τόκοι: Κατά τη διάρκεια καθορισμένης βραχυπρόθεσμης περιόδου, καταβάλλονται μόνο τόκοι.
(β) Μειωμένες δόσεις: Μειώνεται το ποσό των τοκοχρεολυτικών δόσεων αποπληρωμής (το νέο ποσό δόσης ενδέχεται να είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο από το ποσό δόσης το οποίο θα αντιστοιχούσε σε ρύθμιση μόνο τόκων) για καθορισμένη βραχυπρόθεσμη περίοδο.
(γ) Περίοδος χάριτος: Παρέχεται στον δανειολήπτη η δυνατότητα προκαθορισμένης περιόδου αναστολής πληρωμών.
(δ) Αναβολή πληρωμής δόσης/εων: Παρέχεται στον δανειολήπτη συμβατικά η δυνατότητα να μεταφέρει χρονικά μία δόση του δανείου.
(ε) Τακτοποίηση καθυστερούμενου υπολοίπου: Τακτοποίηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, συνήθως μέσω συμφωνίας ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων και διατήρηση της απαίτησης για το άληκτο υπόλοιπο.
(στ) Κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών: κεφαλαιοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και αναπροσαρμογή του προγράμματος αποπληρωμής του οφειλόμενου υπολοίπου.
Μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις: Αφορά ρυθμίσεις με διάρκεια μεγαλύτερη των πέντε ετών, με στόχο τη μείωση της δόσης, σε συνδυασμό με αύξηση του αριθμού τους και παράταση του χρόνου αποπληρωμής, λαμβάνοντας σε κάθε περίπτωση υπόψη συντηρητικές παραδοχές για την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη μέχρι τη λήξη του προγράμματος αποπληρωμής. Ενδεικτικά προτείνονται οι εξής λύσεις-επιλογές:
(α) Μόνιμη μείωση του επιτοκίου ή του συμβατικού περιθωρίου.
(β) Αλλαγή τύπου επιτοκίου από κυμαινόμενο σε σταθερό ή αντίστροφα.
(γ) Παράταση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου, δηλαδή της ημερομηνίας της τελευταίας συμβατικής καταβολής δόσης αυτού.
(δ) Διαχωρισμός της χορήγησης. Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα συμφωνεί να διαχωρίσει ένα π.χ. ενυπόθηκο δάνειο δανειολήπτη σε δύο τμήματα:
i. ένα ενυπόθηκο δάνειο το οποίο ο δανειολήπτης εκτιμάται ότι μπορεί να αποπληρώνει με βάση την υφιστάμενη και την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής αυτού και
ii. στο υπόλοιπο τμήμα του αρχικού δανείου, το οποίο τακτοποιείται μεταγενέστερα με ρευστοποίηση περιουσίας ή με άλλου είδους διευθέτηση η οποία συμφωνείται εξαρχής από τα δύο μέρη.
(ε) Μερική διαγραφή χρεών. Αυτή η επιλογή προβλέπει την οριστική διαγραφή μέρους της συνολικής απαίτησης του πιστωτικού ιδρύματος ώστε να διαμορφωθεί σε ύψος που εκτιμάται ότι είναι δυνατόν να εξυπηρετηθεί ομαλά.
(στ) Πρόσθετη εξασφάλιση από τον δανειολήπτη στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ευνοϊκότερης για εκείνον ρύθμισης.
Οριστική διευθέτηση: Στη συγκεκριμένη περίπτωση ορίζεται οποιαδήποτε μεταβολή του είδους συμβατικής σχέσης μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του δανειολήπτη ή ο τερματισμός αυτής με στόχο την οριστική τακτοποίηση της απαίτησης του πιστωτικού ιδρύματος έναντι εκείνου.
Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να συνδυάζεται με παράδοση (εθελοντική ή υποχρεωτική) της εμπράγματης εξασφάλισης στο πιστωτικό ίδρυμα προς μείωση του συνόλου της απαίτησης ή ακόμη και με ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων προς κάλυψη αυτής. Ενδεικτικά προτείνονται οι εξής λύσεις-επιλογές:
(α) Εθελοντική παράδοση ενυπόθηκου ακινήτου, χωρίς να απαιτηθεί προσφυγή σε δικαστικές ενέργειες εκ μέρους του πιστωτικού ιδρύματος. Στη σχετική συμφωνία προβλέπεται ο τρόπος διευθέτησης του τυχόν υπολοίπου.
(β) Μετατροπή σε χρηματοδοτική μίσθωση. Ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου στην τράπεζα υπογράφοντας σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, η οποία του εξασφαλίζει τη δυνατότητα μίσθωσης και χρήσης για ορισμένη ελάχιστη χρονική περίοδο (συνήθως πέντε έτη).
(γ) Πώληση και ενοικίαση. Ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου είτε στην τράπεζα είτε σε τρίτο. Η συμφωνία μπορεί να συνοδεύεται από παραχώρηση του δικαιώματος διαμονής στο ακίνητο έναντι μισθώματος (συνήθως για ελάχιστη περίοδο τριών ετών). Στη συμφωνία προβλέπεται σαφώς ο τρόπος διευθέτησης του τυχόν υπολοίπου.
(δ) Μεταβίβαση - πώληση του δανείου/αναπροσαρμοσμένο υπόλοιπο, σε άλλο ίδρυμα, πιστωτή ή χρηματοδοτικό σχήμα.
(ε) Ανταλλαγή με στεγαστικό δάνειο μικρότερης αξίας. Συμφωνία που επιτρέπει σε δανειολήπτη με οικονομικές δυσκολίες που έχει υποθηκευμένη την κύρια κατοικία του ή την επαγγελματική του στέγη να την πωλήσει αγοράζοντας νέα χαμηλότερης αξίας.
Αναστασία Χρ. Μήλιου
Δικηγόρος παρ’Εφέταις Αθηνών
Τηλ. 6945-028153
e-mail: natmil@otenet.gr, info@legalaction.gr
www.legalaction.gr