«Hundred days». Το περιβόητο χρονικό διάστημα από τις 4 Μαρτίου 1933, ημέρα ορκωμοσίας του 32ου και μακροβιότερου Προέδρου της ιστορίας των ΗΠΑ, Franklin Delano Roosevelt, ως και τις 6 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς. Το διάστημα της νομοθετικής φρενίτιδας της τότε αμερικανικής Κυβέρνησης για την έμπρακτη εφαρμογή του «New Deal», του οικονομικού προγράμματος για την, ομολογουμένως καθυστερημένη, αντιμετώπιση της κρίσης του 1929 και την ανόρθωση της οικονομίας.
Μιας αντιμετώπισης με μέτρα, όπως η αυστηροποίηση του νομικού πλαισίου για τις τράπεζες, η καθιέρωση ενός σταθερού και καθολικού συστήματος συνταξιοδότησης στα 65(!) έτη, ο προγραμματισμός της εθνικής βιομηχανίας με την περίφημη National Recovery Administration και η προώθηση του πρωτοφανούς σχεδίου δημοσίων έργων και επενδύσεων. Μοιραία έκτοτε, οι εκατό (100) ημέρες του Roosevelt αποτέλεσαν το μέτρο σύγκρισης της αποτελεσματικότητας για την εκάστοτε νέα Κυβέρνηση διεθνώς. Και επειδή οσονούπω συμπληρώνεται το αντίστοιχο ημερολογιακό διάστημα για την ελληνική συγκυβέρνηση, είναι ενδιαφέρουσα η εξέταση των δικών της εκατό (100) πρώτων ημερών.
Από την 27η Ιανουαρίου, ημέρα ορκωμοσίας της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, συγκροτήθηκε ένα θεωρητικά ευέλικτο κυβερνητικό σχήμα. Παρόλο που δεν ξέφυγε από τα παρελθόντα δεσμά του ’’υπουργοπληθωρισμού’’ -οι υπουργοί και οι υφυπουργοί ξεπερνούν τους 40 τον αριθμό-, η νέα δομή του αναδειχθέντος φορέα της εκτελεστικής εξουσίας προμήνυε μια αποτελεσματική δράση, σχεδίαση και εφαρμογή των κυβερνητικών προτεραιοτήτων. Προς τούτο συνέτεινε και η συχνή, σχεδόν εβδομαδιαία συνεδρίαση του ανωτέρου κατευθυντήριου οργάνου του, του Υπουργικού Συμβουλίου. Εντούτοις, λίαν συντόμως παρουσιάστηκαν και τα πρώτα ρήγματα στη νέα κυβερνητική δομή, εξαιτίας της προσπάθειας εκ μέρους του πρωθυπουργού κατά τη στελέχωσή του, να εξισορροπήσει όλες τις ιδεολογικοπολιτικές τάσεις, από τις οποίες διακατέχονται το κόμμα και ο κυβερνητικός του εταίρος -σύμφωνα με τον ίδιο, άλλωστε, η «πολυσυλλεκτικότητα» αποτελεί πλεονέκτημα τόσο για την Κυβέρνηση, όσο και για τον ΣΥΡΙΖΑ-. Ενδεικτικές είναι η ασάφεια και η κατ’ επέκταση επικάλυψη αρμοδιοτήτων μεταξύ υπουργών, που αναπόφευκτα οδήγησαν και οδηγούν στην έστω και σιωπηρή μεταξύ τους σύγκρουση.
Επιπροσθέτως, αυτές καθ’ αυτές οι ιδεοληπτικές αποχρώσεις που διακρίνουν ένα μέρος των μελών της συγκυβέρνησης, παράλλαξαν την κυβερνητική ατζέντα των εκατό (100) ημερών. Είναι γεγονός, πως η νομοθετική πρωτοβουλία πάσχει. Η «επανεκκίνηση της οικονομίας» αποκρυσταλλώθηκε μοναχά στη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών επιχειρήσεων και πολιτών, και ουχί σε δομικές αλλαγές στο φορολογικό μας σύστημα, στα κλειστά επαγγέλματα, στη Δημόσια Διοίκηση. Η τελευταία αντί ν’ αποτελέσει κύριο πυλώνα της οικονομικής ανόρθωσης, επιστρέφει στη φαυλότητα, στην αναξιοκρατία και στη μεροληπτική λειτουργία του πρόσφατου παρελθόντος. Στην ιεραρχία των κυβερνητικών πλάνων της αναδιοργάνωσης του κρατικού μηχανισμού προηγείται η επαναλειτουργία της ΕΡΤ. Της αναδιάταξης του σωφρονιστικού συστήματος, της βελτίωσης των συνθηκών κράτησης και της κατ’ επέκταση αποσυμφόρησης των φυλακών, οι φωτογραφικές διατάξεις για την απελευθέρωση δύο (2) ασθενών κρατουμένων. Όσο για την παιδεία, οι μέχρι σήμερα πρωτοβουλίες στους χώρους της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως και όλες οι άλλες κινήσεις των αρμοδίων υπουργών, τη φέρουν πολλά έτη πίσω.
Από κει και έπειτα, στη δημοσιονομική ατζέντα των τριών (3) και κάτι μηνών της «πρώτης φοράς Αριστεράς» εξακολουθεί να κυριαρχεί η «δημιουργική ασάφεια». Η ναρκισσιστική συμπεριφορά του αρμοδίου υπουργού είναι δεδομένο, πως έθεσε σε αμφισβήτηση από την πλευρά των εταίρων μας, την όποια κυβερνητική προσπάθεια για την αντιμετώπιση της κρισιμότητας των περιστάσεων. Απόρροιά της, η δημοσιονομική ασφυξία, που οδήγησε στη δέσμευση των αποθεματικών δήμων, περιφερειών και πανεπιστημίων, προκειμένου να ανταπεξέλθει το κράτος στις υποχρεώσεις του. Επίσης, συνέπεια αυτής καθ’ αυτής της ασάφειας αποτέλεσε η προ ημερών αναδιοργάνωση της διαπραγματευτικής ομάδας, με την ένταξη σ’ αυτήν του αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών. Στην ίδια κατεύθυνση άλλωστε, φέρεται πως πορεύεται και η επίσπευση της ένταξης στη Βουλή πολυνομοσχεδίου, στο οποίο αποκρυσταλλώνεται το μεγαλύτερο μέρος των μεταρρυθμίσεων της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου. Μιας συμφωνίας που έρχεται εν μέρει στο φως σχεδόν δυόμιση (2.5) μήνες ύστερα από την υπογραφή της, εξαιτίας της συνέχισης, και από τη νέα Κυβέρνηση, της πλήρους υποβάθμισης του ρόλου του Κοινοβουλίου.
Ο κατά παράδοση παραμερισμός της Βουλής έγκειται στα διακριτικά στοιχεία και της τρέχουσας βουλευτικής περιόδου. Η δεύτερη πράξη νομοθετικού περιεχομένου της περασμένης εβδομάδας συμπλήρωσε το puzzle των παγίων κοινοβουλευτικών πρακτικών του πολύ πρόσφατου παρελθόντος. Της εισαγωγής, δηλαδή, νομοσχεδίων με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, της ένταξης σ’ αυτά ασχέτων με το περιεχόμενό τους και εκπρόθεσμων τροπολογιών, της συνέχισης εν ολίγοις της προχειρότητας ως προς τη νομοθέτηση, σε μείζονα βαθμό ευθυνόμενης για την κακονομία μας. Συνδυασμένες όλες οι ανωτέρω ενέργειες με τις μεροληπτικές-φιλοκυβερνητικές παρεμβάσεις από την πλευρά του Προεδρείου του Σώματος, διαιωνίζουν μια από τα ίδια κατάσταση, υπεύθυνη για το πλήθος των εν Ελλάδι κακοδαιμονιών. Μια κατάσταση, που αποτυπώνεται, όπως κατά καιρούς έχουμε επισημάνει, και στην αναξιοκρατική-απολύτως κομματοκρατούμενη στελέχωση επιτελικών θέσεων υψίστης σημασίας, όπως Γενικών Γραμματειών και Δημοσίων Οργανισμών με ανεπάγγελτους και αποτυχόντες στο να εκλεγούν πολιτευτές.
Συνεπώς, ο ζυγός των πρωτοβουλιών της Κυβέρνησης των εκατό (100) ημερών ασφαλώς και γέρνει από την πλευρά των αρνητικών στοιχείων. Το κυβερνητικό έργο βρέθηκε σε μια παρατεταμένη παραλυσία, εξαιτίας και της εξυπακουόμενης έλλειψης εμπειρίας των νέων μας κυβερνώντων. Μόλα ταύτα, στις κρίσιμες περιστάσεις επιτάσσονται έκτακτες αποφάσεις. Και επειδή τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και Υπουργός Οικονομικών συνηθίζουν τις τελευταίες μέρες να χρησιμοποιούν ρήσεις του Προέδρου Roosevelt -«ο μόνος μας φόβος είναι ο φόβος» είπε ο πρώτος στην παρθενική του τηλεοπτική συνέντευξη άμα τη αναλήψει των πρωθυπουργικών του καθηκόντων, «είναι ομόφωνοι στο μίσος τους για μένα και εγώ καλοδέχομαι το μίσος τους» τιτίβισε ο δεύτερος-, ας ελπίσουμε πως έχουν διδαχθεί τουλάχιστον και από το έργο και από την αποφασιστικότητά του, σε ακόμη κρισιμότερες περιστάσεις. Μόνο τα τελευταία, άλλωστε, θα κρίνουν το μέλλον και της χώρας μας.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ. Μπατσιούλας, 2014).
Από την 27η Ιανουαρίου, ημέρα ορκωμοσίας της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, συγκροτήθηκε ένα θεωρητικά ευέλικτο κυβερνητικό σχήμα. Παρόλο που δεν ξέφυγε από τα παρελθόντα δεσμά του ’’υπουργοπληθωρισμού’’ -οι υπουργοί και οι υφυπουργοί ξεπερνούν τους 40 τον αριθμό-, η νέα δομή του αναδειχθέντος φορέα της εκτελεστικής εξουσίας προμήνυε μια αποτελεσματική δράση, σχεδίαση και εφαρμογή των κυβερνητικών προτεραιοτήτων. Προς τούτο συνέτεινε και η συχνή, σχεδόν εβδομαδιαία συνεδρίαση του ανωτέρου κατευθυντήριου οργάνου του, του Υπουργικού Συμβουλίου. Εντούτοις, λίαν συντόμως παρουσιάστηκαν και τα πρώτα ρήγματα στη νέα κυβερνητική δομή, εξαιτίας της προσπάθειας εκ μέρους του πρωθυπουργού κατά τη στελέχωσή του, να εξισορροπήσει όλες τις ιδεολογικοπολιτικές τάσεις, από τις οποίες διακατέχονται το κόμμα και ο κυβερνητικός του εταίρος -σύμφωνα με τον ίδιο, άλλωστε, η «πολυσυλλεκτικότητα» αποτελεί πλεονέκτημα τόσο για την Κυβέρνηση, όσο και για τον ΣΥΡΙΖΑ-. Ενδεικτικές είναι η ασάφεια και η κατ’ επέκταση επικάλυψη αρμοδιοτήτων μεταξύ υπουργών, που αναπόφευκτα οδήγησαν και οδηγούν στην έστω και σιωπηρή μεταξύ τους σύγκρουση.
Επιπροσθέτως, αυτές καθ’ αυτές οι ιδεοληπτικές αποχρώσεις που διακρίνουν ένα μέρος των μελών της συγκυβέρνησης, παράλλαξαν την κυβερνητική ατζέντα των εκατό (100) ημερών. Είναι γεγονός, πως η νομοθετική πρωτοβουλία πάσχει. Η «επανεκκίνηση της οικονομίας» αποκρυσταλλώθηκε μοναχά στη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών επιχειρήσεων και πολιτών, και ουχί σε δομικές αλλαγές στο φορολογικό μας σύστημα, στα κλειστά επαγγέλματα, στη Δημόσια Διοίκηση. Η τελευταία αντί ν’ αποτελέσει κύριο πυλώνα της οικονομικής ανόρθωσης, επιστρέφει στη φαυλότητα, στην αναξιοκρατία και στη μεροληπτική λειτουργία του πρόσφατου παρελθόντος. Στην ιεραρχία των κυβερνητικών πλάνων της αναδιοργάνωσης του κρατικού μηχανισμού προηγείται η επαναλειτουργία της ΕΡΤ. Της αναδιάταξης του σωφρονιστικού συστήματος, της βελτίωσης των συνθηκών κράτησης και της κατ’ επέκταση αποσυμφόρησης των φυλακών, οι φωτογραφικές διατάξεις για την απελευθέρωση δύο (2) ασθενών κρατουμένων. Όσο για την παιδεία, οι μέχρι σήμερα πρωτοβουλίες στους χώρους της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως και όλες οι άλλες κινήσεις των αρμοδίων υπουργών, τη φέρουν πολλά έτη πίσω.
Από κει και έπειτα, στη δημοσιονομική ατζέντα των τριών (3) και κάτι μηνών της «πρώτης φοράς Αριστεράς» εξακολουθεί να κυριαρχεί η «δημιουργική ασάφεια». Η ναρκισσιστική συμπεριφορά του αρμοδίου υπουργού είναι δεδομένο, πως έθεσε σε αμφισβήτηση από την πλευρά των εταίρων μας, την όποια κυβερνητική προσπάθεια για την αντιμετώπιση της κρισιμότητας των περιστάσεων. Απόρροιά της, η δημοσιονομική ασφυξία, που οδήγησε στη δέσμευση των αποθεματικών δήμων, περιφερειών και πανεπιστημίων, προκειμένου να ανταπεξέλθει το κράτος στις υποχρεώσεις του. Επίσης, συνέπεια αυτής καθ’ αυτής της ασάφειας αποτέλεσε η προ ημερών αναδιοργάνωση της διαπραγματευτικής ομάδας, με την ένταξη σ’ αυτήν του αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών. Στην ίδια κατεύθυνση άλλωστε, φέρεται πως πορεύεται και η επίσπευση της ένταξης στη Βουλή πολυνομοσχεδίου, στο οποίο αποκρυσταλλώνεται το μεγαλύτερο μέρος των μεταρρυθμίσεων της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου. Μιας συμφωνίας που έρχεται εν μέρει στο φως σχεδόν δυόμιση (2.5) μήνες ύστερα από την υπογραφή της, εξαιτίας της συνέχισης, και από τη νέα Κυβέρνηση, της πλήρους υποβάθμισης του ρόλου του Κοινοβουλίου.
Ο κατά παράδοση παραμερισμός της Βουλής έγκειται στα διακριτικά στοιχεία και της τρέχουσας βουλευτικής περιόδου. Η δεύτερη πράξη νομοθετικού περιεχομένου της περασμένης εβδομάδας συμπλήρωσε το puzzle των παγίων κοινοβουλευτικών πρακτικών του πολύ πρόσφατου παρελθόντος. Της εισαγωγής, δηλαδή, νομοσχεδίων με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, της ένταξης σ’ αυτά ασχέτων με το περιεχόμενό τους και εκπρόθεσμων τροπολογιών, της συνέχισης εν ολίγοις της προχειρότητας ως προς τη νομοθέτηση, σε μείζονα βαθμό ευθυνόμενης για την κακονομία μας. Συνδυασμένες όλες οι ανωτέρω ενέργειες με τις μεροληπτικές-φιλοκυβερνητικές παρεμβάσεις από την πλευρά του Προεδρείου του Σώματος, διαιωνίζουν μια από τα ίδια κατάσταση, υπεύθυνη για το πλήθος των εν Ελλάδι κακοδαιμονιών. Μια κατάσταση, που αποτυπώνεται, όπως κατά καιρούς έχουμε επισημάνει, και στην αναξιοκρατική-απολύτως κομματοκρατούμενη στελέχωση επιτελικών θέσεων υψίστης σημασίας, όπως Γενικών Γραμματειών και Δημοσίων Οργανισμών με ανεπάγγελτους και αποτυχόντες στο να εκλεγούν πολιτευτές.
Συνεπώς, ο ζυγός των πρωτοβουλιών της Κυβέρνησης των εκατό (100) ημερών ασφαλώς και γέρνει από την πλευρά των αρνητικών στοιχείων. Το κυβερνητικό έργο βρέθηκε σε μια παρατεταμένη παραλυσία, εξαιτίας και της εξυπακουόμενης έλλειψης εμπειρίας των νέων μας κυβερνώντων. Μόλα ταύτα, στις κρίσιμες περιστάσεις επιτάσσονται έκτακτες αποφάσεις. Και επειδή τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και Υπουργός Οικονομικών συνηθίζουν τις τελευταίες μέρες να χρησιμοποιούν ρήσεις του Προέδρου Roosevelt -«ο μόνος μας φόβος είναι ο φόβος» είπε ο πρώτος στην παρθενική του τηλεοπτική συνέντευξη άμα τη αναλήψει των πρωθυπουργικών του καθηκόντων, «είναι ομόφωνοι στο μίσος τους για μένα και εγώ καλοδέχομαι το μίσος τους» τιτίβισε ο δεύτερος-, ας ελπίσουμε πως έχουν διδαχθεί τουλάχιστον και από το έργο και από την αποφασιστικότητά του, σε ακόμη κρισιμότερες περιστάσεις. Μόνο τα τελευταία, άλλωστε, θα κρίνουν το μέλλον και της χώρας μας.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ. Μπατσιούλας, 2014).