Στο πολιτικό του έργο οφείλεται η καθιέρωση «της αρχής της δεδηλωμένης», που σκοπό είχε να φέρει πιο δημοκρατικές διαδικασίες στη Βουλή.
Μέχρι τότε την κυβέρνηση όριζε κατά βούληση ο βασιλιάς, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τον λαό και τις επιθυμίες του. Η «αρχή της δεδηλωμένης» έρχεται να ορίσει τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών στην κυβέρνηση, ώστε να διασφαλίσει τη δημοκρατική νομιμοποίησή της.
Ο Τρικούπης ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία το 1875 και κυριάρχησε στο ελληνικό πολιτικό προσκήνιο για 19 χρόνια, έως το 1894.
Ανέλαβε χαρτοφυλάκιο στη ηλικία των 33 ετών και μια από τις πρώτες του έννοιες ήταν η αποκατάσταση του κύρους της Ελλάδας στην Ευρώπη και η αξίωση σεβασμού προς αυτήν από τις μεγάλες δυνάμεις.
Το πολιτικό του έργο άλλαξε τελείως την εικόνα της χώρας μέσα από απίστευτους -μέχρι εκείνη την εποχή- εκσυγχρονισμούς. Κατάφερε να ιδρύσει σχολεία και εκκλησίες, κατασκεύασε δημόσια έργα, τα οποία διευκόλυναν τη ζωή των Ελλήνων, το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο βελτιώθηκε και όπου χρειάστηκε κατασκευάστηκε εξαρχής, άνοιξε τη Διώρυγα της Κορίνθου, έργο πολύ σημαντικό για τη ναυσιπλοΐα και αποξήρανε τη λίμνη της Κωπαΐδας, έργο ζωτικής σημασίας.
Προκειμένου να φέρει εις πέρας όλο αυτό το έργο, χρειάστηκε αρκετά χρήματα τα οποία δανείστηκε, οδηγώντας το κράτος σε χρεοκοπία, το 1893, στην τελευταία του θητεία ως πρωθυπουργός.
Μια Ελλάδα που άρχισε να ξαναστέκεται στα πόδια της, κατέρρευσε και η χαρακτηριστική φράση του Τρικούπη «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» ήρθε να σφραγίσει τη διακυβέρνησή του.
Παρ' όλα αυτά η Ιστορία τον αναφέρει ως τον πρώτο εκσυγχρονιστή του νέου ελληνικού κράτους.
H ζωή και το έργο του Χ. Τρικούπη
Ο Χαρίλαος Τρικούπης γεννήθηκε στο Ναύπλιο, στις 11 Ιουλίου 1832. Πατέρας του ήταν ο ιστορικός και πολιτικός Σπυρίδωνας Τρικούπης και μητέρα του η αδελφή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, Αικατερίνη.
Ο Σπυρίδων Τρικούπης ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός του ελληνικού κράτους και ηγέτης του Αγγλικού κόμματος, ενώ η καταγωγή της μητέρας του είναι από βυζαντινή οικογένεια ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας. Νονός του ήταν ο Ανδρέας Μιαούλης.
Αυτό συνέτεινε στη διαμόρφωση της κοσμοπολίτικης, ευρωπαϊκής συμπεριφοράς του και του χαρισματικού χαρακτήρα του, που τον βοήθησε να δημιουργήσει τη σύγχρονη εικόνα της ταλαιπωρημένης Ελλάδας λίγο πριν από το τέλος του 19ου αιώνα.
Έζησε και μεγάλωσε στο Ναύπλιο όπου και έλαβε τη βασική εκπαίδευση, ήρθε στην Αθήνα για να συνεχίσει στογυμνάσιο και αργότερα τελείωσε τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τρία χρόνια αργότερα ολοκλήρωσε τις νομικές του σπουδές στο Παρίσι. Το 1853, ανέλαβε ιδιαίτερος γραμματέας του γραφείου του πατέρα του στην Αγγλία, ενώ το 1856 διορίστηκε επίσημος γραμματέας της πρεσβείας στο Λονδίνο και ακολούθησε το διπλωματικό σώμα. Το 1862 εξελέγη πληρεξούσιος της Β΄ Γενικής Συνέλευσης της παροικίας του Λονδίνου και αφού αποσύρθηκε ο πατέρας του, ανέλαβε ως επιτετραμμένος της πρεσβείας.
Παρότι η διπλωματική του θητεία υπήρξε σύντομη, διακρίθηκε για την αριστοτεχνική διαχείριση της παραχώρησης των Ιονίων νήσων από τη Μ. Βρετανία στο Βασίλειο της Ελλάδας, που πραγματοποιήθηκε στις 16 Μαρτίου 1864.
Ζώντας στο Λονδίνο επηρεάστηκε από τον βρετανικό τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς και τα ενσωμάτωσε στον δικό του τρόπο ζωής.
Το 1864 παραιτήθηκε από τη διπλωματική υπηρεσία προκειμένου να λάβει μέρος στις ελληνικές εκλογές το επόμενο έτος.
Το 1865 εξελέγη βουλευτής Μεσολογγίου και το 1866 ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών της 3ης διακυβέρνησης Κουμουνδούρου.
Λόγω διάστασης απόψεων με τον Κουμουνδούρο, πολιτεύτηκε (1868-1972) ως ανεξάρτητος βουλευτής.
Το 1872 ίδρυσε το Πέμπτο κόμμα και το 1875 -μετά από αρκετές αυθαιρεσίες στο πολιτικό προσκήνιο από τον βασιλιά που είχε χρίσει κυβέρνηση εκείνη του Βούλγαρη παρότι μειοψηφούσε- πήρε εντολή από τον βασιλιά να σχηματίσει κυβέρνηση. Από το 1875, κατέγραψε 19 χρόνων πολιτική πορεία, με την οποία κατάφερε να εκσυγχρονίσει την Ελλάδα, να ενισχύσει τη δημοκρατία και να θεμελιώσει νέες οικονομικές δομές, ενώ η αποχώρησή του από την ελληνική πολιτική σκηνή άφησε δυσαναπλήρωτο κενό.