O Χότζας λοιπόν αντιμετώπιζε κάποτε πολύ σοβαρές οικονομικές δυσκολίες και αποφάσισε να λάβει μέτρα. Αποφάσισε να κάνει περικοπές δαπανών. Και άρχισε από το πιο εύκολο: αποφάσισε να περιορίσει το φαϊ του γαϊδάρου του!
Έκοψε λοιπόν την τροφή που έδινε στο ζώο από τρεις οκάδες, σε δυο οκάδες κάθε μέρα. Ο γάιδαρος άρχισε να αδυνατίζει αλλά το αδυνάτισμα ήταν σταδιακό και ο Χότζας δεν το πρόσεξε, μιας κι ο γάιδαρος εξακολουθούσε να τον μεταφέρει αδιαμαρτύρητα στη ράχη του. Έτσι μετά από είκοσι μέρες ο Χότζας σκέφτηκε : «Μια χαρά τα πάει ο γάιδαρος και με τις δυο οκάδες. Άρα και μια οκά την ημέρα να του δώσω, δεν έχει ανάγκη».
Πράγματι από την επομένη, το κριθάρι περιορίστηκε στο μισό της προηγούμενης ποσότητας. Σε καμιά δεκαριά μέρες, ελάττωσε πάλι την ημερήσια δόση φτάνοντας στη μισή οκά την ημέρα. Φυσικά ο γάιδαρος είχε καταντήσει «πετσί και κόκκαλο» και μόλις και μετά βίας μπορούσε να αντέξει το βάρος του αφεντικού του.
Ο Χότζας όμως ενθουσιασμένος από την «επιτυχία» του πειράματος, ούτε που πρόσεξε την κατάντια του ζώου. Αντίθετα, σκέφτηκε ότι αφού ο γάιδαρος άντεξε την περικοπή της τροφής κατά δυόμιση οκάδες, θα μπορούσε να αντέξει και μια μικρή περικοπή κατά μισή οκά ακόμη. Έτσι σε μια βδομάδα περίπου έκοψε εντελώς το κριθάρι. Αλλά ενώ ο Χότζας ήταν ενθουσιασμένος που κατάφερε να εκπαιδεύσει το γάιδαρο να ζει χωρίς τροφή, ο γάιδαρος δεν άντεξε άλλο και μετά από 5 μέρες πέθανε από την πείνα.
O Χότζας πήγε να πεθάνει από τη στεναχώρια για τη συμφορά που τον βρήκε, και όταν τον επισκέφτηκαν φίλοι και γνωστοί για να τον παρηγορήσουν, αναφώνησε το σπαραξικάρδιο και αμίμητο: «Τι ατυχία! Πάνω που έμαθα το γάιδαρο να μην τρώει, ψόφησε!».