Οι Μυκήνες ήταν αρχαία πόλη της Αργολίδας κοντά στο βουνό Τρητός κι απέναντι απ’ τον Αργολικό κόλπο. Πρώτος ο Όμηρος αναφέρει την πόλη περιγράφοντάς την με τα λόγια «ευρυάγυιαν, πολύχρυσον».
Μυκήνες, πύλη των λεόντων
Τούτο παρακίνησε τον Ερρίκο Σλήμαν να σκάψει την ακρόπολη των Μυκηνών, όπου βρήκε τους γνωστούς κάθετους λακκοειδείς τάφους, διάφορα αγγεία σπάνιας τέχνης, δείγματα Μυκηναϊκού πολιτισμού που αναπτύχθηκε με κέντρο τις Μυκήνες από τα 1600–1100 π.Χ. Το έργο του Σλήμαν συνέχισε από το1888 ο Χρήστος Τσούντας, η συστηματική, σχεδόν επί εικοσαετία, σκαπάνη του οποίου έφερε στο φως το ανάκτορο στην κορυφή της ακρόπολης καθώς και πλήθος θαλαμοειδών τάφων στην ευρύτερη περιοχή. Το έργο του Schliemann και του Χρήστου Τσούντα συνέχισε επάξια ο A. Wace, διευθυντής της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, που από τα 1919 έως τα 1955, συστηματοποιήησε τα έως τότε δεδομένα, εμπλούτισε την έρευνα, τα ευρήματα και τη γνώση του χώρου και του πολιτιστικού του ιδιώματος. Άξιοι συνεχιστές της επιστημονικής παρακαταθήκης των προηγουμένων, οι Lord William Taylour, η έρευνα του οποίου έφερε στο φως το Θρησκευτικό Κέντρο στην κάτω δυτική πλαγιά του τειχισμένου λόφου, του Ι. Παπαδημητρίου ο οποίος έφερε στο φως τον Ταφικό Κύκλο Β, ο Γ. Μυλωνάς που ως διευθυντής ανασκαφών της Αρχαιολογικής Εταιρείας για 30 περίπου χρόνια, διεκπεραίωσε το πλέον σημαντικό ανασκαφικό έργο στην ακρόπολη των Μυκηνών, αποκαλύπτοντας εκτεταμένα οικιστικά συγκροτήματα όπως οι Βόρειες Αποθήκες, η Βορειοδυτική και Νοτιοδυτική Συνοικία, συμβάλλοντας στην κατανόηση της οργάνωσης και χρήσης του χώρου σ’ ένα μοναδικό ανακτορικό συγκρότημα όπως των Μυκηνών. Επιπλέον, η συμβολή του Σπ. Ιακωβίδη αλλά και της E. French την τελευταία τριακονταετία κεφαλαιοποιεί την σχεδόν επί έναν αιώνα συναρπαστική και ατέρμονη ανάγνωση του μυκηναικού πολιτισμού.
Τέλος, σημαντική είναι η προσφορά διαχρονικά της Διεύθυνσης Αναστήλωσης αφού στις αρχές της δεκαετίας του 1950 έφερε σε πέρας το δύσκολο έργο της αποκατάστασης της αρχιτεκτονικής μορφής του ανακτορικού συγκροτήματος και της αίθουσας του θρόνου (εστία), της θόλου του τελευταίου μνημειώδους θολωτού τάφου που χτίστηκε στις Μυκήνες, γνωστού ως της Κλυταιμνήστρας αλλά και των τειχών.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Αρχαιολογική Εταιρεία προχώρησε στην αναστήλωση και διάσωση του θολωτού τάφου, γνωστού ως Αιγίσθου αλλά και του σημαντικού κτηριακού συγκροτήματος στα δυτικά της τειχισμένης ακρόπολης, της Συνοικίας του Λαδέμπορα. Από το 2000 έως και σήμερα, το ΥΠ.ΠΟ και το Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων (Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε.) συνεχίζει το έργο της συντήρησης, στερέωσης και ανάδειξης της ακρόπολης και των μνημείων του ευρύτερου περιβάλλοντος χώρου των Μυκηνών, με στοχευμένες επεμβάσεις που αποσκοπούν στην διάσωση του μοναδικού αυτού μνημείου της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου προσβάσεων εντός κι εκτός της ακρόπολης των Μυκηνών, η ανάδειξη της Αυλής και της Εστίας του ανακτόρου, η διάσωση των μοναδικών αποθηκευτικών πίθων των Βόρειων Αποθηκών, η αποκατάσταση και ενίσχυση των τοιχοδομιών των επί ένα αιώνα εκτεθειμένων οικιστικών και ανακτορικών καταλοίπων,η ανάδειξη του ταφικού Κύκλου Β και του θολωτού τάφου των Λεόντων καθώς κι η κατασκευή απαραίτητων υποδομών στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο συμβάλλουν στην αρμονική, επιμορφωτική και διαλλεκτική σχέση με τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό επισκεπτών απ’ όλον τον κόσμο.
Ατρείδες
Η δυναστεία αυτή ανατράπηκε από τη δυναστεία των Πελοπιδών από τους οποίους προήλθαν οι Ατρείδες. Οι Πελοπίδες φτιάξανε «την πύλη των λεόντων» και δραστήριοι, όπως ήταν, κυριάρχησαν σε όλη την Πελοπόννησο και τα γύρω νησιά, απέκτησαν δύναμη και κύρος, ώστε όλοι οι βασιλείς εκείνων των χρόνων θεώρησαν ως αρχηγό τους στην εκστρατεία κατά της Τροίας τον Αγαμέμνονα. Σ’ αυτούς ανήκουν τα οχυρά της Ακρόπολης, οι θολωτοί τάφοι, όπως ο περίφημος τάφος του Ατρέα, ένα θαυμάσιο έργο των αρχαίων Ελλήνων κι ακόμα πολλοί άλλοι μικρότεροι τάφοι, που βρέθηκαν ανοιχτοί και λεηλατημένοι για πολλά χρόνια, όπως αναφέρει ο Παυσανίας κι ο Σοφοκλής.
Οι Πελοπίδες κυβέρνησαν τρεις και περισσότερο αιώνες (1400 – 1050 π.Χ.). Βέβαια, οι παραδόσεις δεν μπορούν να μας πληροφορήσουν ακριβώς για τα ιστορικά γεγονότα αυτών των χρόνων. Ο Ατρεύς κι ο Αγαμέμνονας είναι τα πιο γνωστά πρόσωπα αυτής εποχής απ’ τα ποιήματα και τα ευρήματα των ανασκαφών, που μας βοηθούν να γνωρίσουμε και τους ανθρώπους που έζησαν σ’ αυτά τα μέρη. Οι πελώριες πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν για την «πύλη των λεόντων», μας μιλούν για τη δύναμη εκείνων των ανθρώπων, που προκαλούσαν κατάπληξη στους πολίτες των άλλων πόλεων, ώστε τα ονόμαζαν «Κυκλώπεια έργα». Τα ανάκτορα, που είχαν για πυρήνα ένα ορθογώνιο κτίριο με πολλά διαμερίσματα γύρω, στολίζονταν με πολύχρωμες τοιχογραφίες.
Τα διάφορα κοσμήματα, όπλα, δαχτυλίδια, ειδώλια (αγάλματα) μικρά και άλλα αντικείμενα αλλά και τα εκτεταμένα οικιστικά κατάλοιπα εντός και εκτός της ακρόπολης των Μυκηνών μας γνωρίζουν τον τρόπο ζωής των Μυκηναίων.
Δωρική Κάθοδος
Απ’ το 12ο αιώνα π.Χ. άρχισε η παρακμή των Μυκηνών. Η καταστροφή του κράτους των Χετταίων που ήταν και οι μοναδικοί φορείς ήδη από το 17ο αιώνα της τέχνικής επεξεργασίας του σιδήρου, η απώλεια των αιγυπτιακών αγορών άρχισαν να κλονίζουν τις Μυκήνες. Η καταστροφή αυτή συμπληρώθηκε απ’ τους Ηρακλειδείς. Μετά το φόνο του Αγαμέμνονα απ’ τον Αίγισθο, το κράτος των Ατρειδών έπαψε να υπάρχει και οι νέοι κατακτητές της Πελοποννήσου, οι Δωριείς, δε δυσκολεύτηκαν καθόλου να πατήσουν το 1100 π.Χ. τη χώρα, που έφτασε σε μεγάλο βαθμό πολιτισμού.
Από τότε έπεσαν σε αφάνεια μέχρι τους περσικούς πολέμους. Λίγοι μόνο πολεμιστές της πήραν μέρος στις μάχες Θερμοπυλών και Πλαταιών. Καταστράφηκαν ξανά το 468 π.Χ. από τους Αργείους που έγιναν κύριοι της περιοχής και τη μοίρασαν στους φτωχούς πολίτες του Άργους.
Οι παλιοί κάτοικοι των Μυκηνών σκορπίστηκαν σε όλη σχεδόν την Ελλάδα φτάνοντας μέχρι τη Μακεδονία.
Βέβαια υπήρχαν ακόμα στην παλιά πόλη μερικοί κάτοικοι μέχρι το 150 μ.Χ., οπότε πιθανώς ερημώθηκε τελείως.
Σημερινή Κατάσταση
Σήμερα στη θέση αυτή υπάρχει το μικρό χωριό Μυκήνες (Χαρβάτι επί τουρκοκρατίας) και τα ερείπια της Ακρόπολης, που θυμίζουν πάντα τις μακρινές και ένδοξες εποχές. Από τα σωζόμενα σήμερα ερείπια σπουδαιότερα είναι οι δυο ταφικοί βασιλικοί περίβολοι Α και Β που αποτελούσαν τμήμα του εκτεταμένου προιστορικού νεκροταφείου στα δυτικά του λόφου του ανακτόρου, από των οποίων την ανασκαφή (λακκοειδείς τάφοι) προέρχεται ο μεγαλύτερος όγκος των εκπληκτικών ευρημάτων (τα περισσότερα είναι χρυσά και χαρακτηρίζονται για τη θαυμάσια τέχνη τους), ο θησαυρός του Ατρέα (θολωτός τάφος), ο θολωτός τάφος τηςΚλυταιμνήστρας, η Πύλη των Λεόντων, το Βασιλικό ανάκτορο, ο ναός, η Βόρεια Πύλη καθώς και η Υπόγεια δεξαμενή κ.ά. Πάρα πολλά από τα ευρήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στις Μυκήνες εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας καθώς και στο νέο, σύγχρονο, Μουσείο Μυκηνών στη βόρεια κλιτύ της ακρόπολης, προκαλώντας το θαυμασμό σε εκατομμύρια επισκέπτες από όλες τις γωνιές της γης.
Οι «Πολύχρυσες Μυκήνες», το βασίλειο του μυθικού Αγαμέμνονα, που πρώτος ύμνησε ο Όμηρος στα έπη του, είναι το σημαντικότερο και πλουσιότερο ανακτορικό κέντρο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα. Το όνομά τους έχει δοθεί σε έναν από τους λαμπρότερους πολιτισμούς της ελληνικής προϊστορίας, το μυκηναϊκό, και οι μύθοι που συνδέονται με την ιστορία τους διαπέρασαν τους αιώνες με τα ομηρικά έπη και τις μεγάλες τραγωδίες της κλασικής εποχής, ενώ ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν παγκοσμίως την πνευματική δημιουργία και την τέχνη. Η μυθική παράδοση φέρει ως ιδρυτή των Μυκηνών τον Περσέα, γιο του Δία και της Δανάης, της κόρης του Ακρισίου, του βασιλιά του Άργους, απόγονου του Δαναού. Ο Παυσανίας (2.16.3) αναφέρει ότι ο Περσέας ονόμασε τη νέα πόλη Μυκήνες είτε επειδή εκεί έπεσε ο μύκης του ξίφους του είτε επειδή εκεί αποκαλύφθηκε μία πηγή με άφθονο νερό, η Περσεία πηγή, κάτω από τη ρίζα ενός «μύκητος», δηλαδή ενός μανιταριού. Σύμφωνα με το μύθο, οι απόγονοι του Περσέα βασίλεψαν στις Μυκήνες για τρεις γενιές, με τελευταίο τον Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε χωρίς να αφήσει απογόνους, και έτσι οι κάτοικοι των Μυκηνών επέλεξαν ως βασιλιά τους τον Ατρέα, γιο του Πέλοπα και πατέρα του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου.
Οι Μυκήνες ιδρύθηκαν ανάμεσα σε δύο ψηλούς κωνικούς λόφους, τον Προφήτη Ηλία (805 μ.) και τη Σάρα (660 μ.), πάνω σε χαμηλό ύψωμα που δέσποζε στην αργολική πεδιάδα και είχε τον έλεγχο των οδικών και θαλάσσιων επικοινωνιών. Η παλαιότερη ανθρώπινη δραστηριότητα στο χώρο τεκμηριώνεται από ελάχιστα κατάλοιπα λόγω των μεταγενέστερων οικοδομικών φάσεων και χρονολογείται στην 7η χιλιετία π.Χ., κατά τη νεολιθική εποχή. Η κατοίκηση ήταν συνεχής έως και τους ιστορικούς χρόνους, τα περισσότερα όμως μνημεία, που είναι ορατά σήμερα, ανήκουν στην εποχή ακμής του χώρου, την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, μεταξύ του 1350 και του 1200 π.Χ. Στις αρχές της 2ης χιλιετίας υπήρχε ένας μικρός οικισμός πάνω στο λόφο καθώς και ένα νεκροταφείο στη νοτιοδυτική του πλευρά, με απλές ταφές σε λάκκους. Γύρω στο 1700 π.Χ. εμφανίσθηκαν ηγεμονικές και αριστοκρατικές οικογένειες, όπως διαπιστώνεται από τη χρήση μνημειωδών τάφων, πλούσια κτερισμένων και περικλεισμένων σε λίθινο περίβολο, που ονομάσθηκε Ταφικός Κύκλος Β. Η εξέλιξη αυτή συνεχίσθηκε στην αρχή της μυκηναϊκής περιόδου, γύρω στο 1600 π.Χ., οπότε οικοδομήθηκε ένα μεγάλο κεντρικό κτήριο στην κορυφή του λόφου, ένας δεύτερος λίθινος περίβολος, ο Ταφικός Κύκλος Α, καθώς και οι πρώτοι θολωτοί τάφοι. Όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα, οι ηγεμόνες των Μυκηνών ήταν ισχυροί και συμμετείχαν σε ένα πολύπλοκο δίκτυο εμπορικών συναλλαγών με τις χώρες της Μεσογείου.
Η ανοικοδόμηση των ανακτόρων, που είναι ορατά σήμερα, άρχισε γύρω στο 1350 π.Χ., στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ2 περίοδο. Τότε ξεκίνησε και η οχύρωση της ακρόπολης, στην οποία διακρίνονται τρεις φάσεις. Ο πρώτος περίβολος κτίσθηκε με το κυκλώπειο σύστημα επάνω στο βράχο. Εκατό χρόνια αργότερα, στην ΥΕ ΙΙΙΒ1 περίοδο, η οχύρωση μετακινήθηκε προς τα δυτικά και νότια και κτίσθηκε η Πύλη των Λεόντων, η μνημειακή είσοδος με τον προμαχώνα της. Στον τειχισμένο χώρο εντάχθηκαν το θρησκευτικό κέντρο και ο Ταφικός Κύκλος Α, που διαμορφώθηκε σε χώρο προγονολατρείας, με την ανύψωση του αρχικού επιπέδου του Τότε είναι πιθανό ότι οικοδομήθηκε και ο θολωτός τάφος γνωστός ως «θησαυρός του Ατρέα», με τα τεράστια υπέρθυρα και την ψηλή κυψελοειδή θόλο. Γύρω στο 1200 π.Χ., στην ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ περίοδο, μετά από εκτεταμένη καταστροφή, πιθανόν από σεισμό, κατασκευάσθηκε η επέκταση των τειχών προς τα βορειοανατολικά του λόφου ώστε να ενταχθεί στον τειχισμένο χώρο η υπόγεια κρήνη. Αλλεπάλληλες καταστροφές συνοδευόμενες από πυρκαγιές οδήγησαν στην οριστική εγκατάλειψη του χώρου γύρω στο 1100 π.Χ.
Μετά την κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος και τη διάλυση της «Μυκηναϊκής Κοινής», ο λόφος παρέμεινε πενιχρά κατοικημένος ως την κλασική περίοδο. Στο διάστημα αυτό δημιουργήθηκαν στην περιοχή τοπικές ηρωικές λατρείες, που οφείλονταν στη φήμη των Μυκηνών, που τα ομηρικά έπη μετέφεραν σε όλο τον ελληνικό κόσμο, ενώ στην κορυφή του λόφου ιδρύθηκε ένας αρχαϊκός ναός αφιερωμένος στην Ήρα ή στην Αθηνά. Το 468 π.Χ., μετά τους μηδικούς πολέμους στους οποίους συμμετείχε η πόλη, το Άργος την κατέκτησε και κατεδάφισε τμήματα της οχύρωσής της. Αργότερα, κατά την ελληνιστική περίοδο, οι Αργίτες ίδρυσαν στο λόφο μία «κώμη», επισκευάζοντας τα προϊστορικά τείχη και τον αρχαϊκό ναό και κτίζοντας ένα μικρό θέατρο πάνω από το δρόμο του θολωτού τάφου της Κλυταιμνήστρας. Τους επόμενους αιώνες η κωμόπολη παρέμεινε σχεδόν εγκαταλελειμμένη και ήταν ήδη ερειπωμένη όταν την επισκέφθηκε ο Παυσανίας το 2ο αι. μ.Χ.
Τα κυκλώπεια τείχη της μυκηναϊκής ακρόπολης, όμως, παρέμεναν ορατά στο πέρασμα των αιώνων και αποτέλεσαν πόλο έλξης πολλών περιηγητών και αρχαιοφίλων, που δεν δίστασαν να λεηλατήσουν το χώρο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, επωφλούμενοι από την αδιαφορία και τη φιλαργυρία των Τούρκων. Το 1837, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, οι Μυκήνες τέθηκαν υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, η οποία μέχρι σήμερα πραγματοποιεί έρευνες στο χώρο. Το 1941 ο αντιπρόσωπός της, Κ. Πιττάκης, καθάρισε την Πύλη των Λεόντων και το 1876 ο Ερρίκος Σλήμαν, ύστερα από μικρές δοκιμαστικές τομές το 1874, ξεκίνησε τη μεγάλη του ανασκαφή, που αποκάλυψε τους πέντε τάφους του Ταφικού Κύκλου Α, υπό την επίβλεψη του Π. Σταματάκη, ο οποίος συνέχισε τις εργασίες το διάστημα 1876-1877, αποκαλύπτοντας και τον έκτο τάφο. Στη συνέχεια, ανασκαφές στα ανάκτορα και στα νεκροταφεία πραγματοποίησαν οι Χ. Τσούντας (1884-1902), Δ. Ευαγγελίδης (1909), G. Rosenwaldt (1911), Α. Κεραμόπουλος (1917), και A.J.B. Wace (1920-1923, 1939, 1950-1957). Παράλληλα, οι Ι. Παπαδημητρίου και Γ. Μυλωνάς της Αρχαιολογικής Εταιρείας ανέσκαψαν τον Ταφικό Κύκλο Β και οικίες, κατά τα έτη 1952-1955, ενώ ο Γ. Μυλωνάς μαζί με το Ν. Βερδελή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ανέσκαψαν τμήματα του οικισμού. Οι ανασκαφές της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, υπό την επίβλεψη του λόρδου W. Taylour αποκάλυψαν το θρησκευτικό κέντρο, ενώ έρευνες συνεχίσθηκαν και από την Αρχαιολογική Εταιρεία με το Γ. Μυλωνά και το Σπ. Ιακωβίδη το 1959 και 1969-1974. Αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν το 1950-1955 από τον Α. Ορλάνδο και τον Ε. Στίκα στο θολωτό τάφο της Κλυταιμνήστρας, στο ανάκτορο, στο χώρο γύρω από την Πύλη των Λεόντων και στον Ταφικό Κύκλο Β. Από το 1998 βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο «Συντήρηση-Στερέωση-Ανάδειξη των Μνημείων της Ακροπόλεως Μυκηνών και του Ευρύτερου Περιβάλλοντος Χώρου», το οποίο ανέλαβε αρχικά η Ομάδα Εργασίας Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου και στη συνέχεια η Επιτροπή Μυκηνών, που δημιουργήθηκε το 1999 από το Υπουργείο Πολιτισμού
Όλγα Ψυχογυιού, αρχαιολόγος
Μυκήνες, πύλη των λεόντων
Τούτο παρακίνησε τον Ερρίκο Σλήμαν να σκάψει την ακρόπολη των Μυκηνών, όπου βρήκε τους γνωστούς κάθετους λακκοειδείς τάφους, διάφορα αγγεία σπάνιας τέχνης, δείγματα Μυκηναϊκού πολιτισμού που αναπτύχθηκε με κέντρο τις Μυκήνες από τα 1600–1100 π.Χ. Το έργο του Σλήμαν συνέχισε από το1888 ο Χρήστος Τσούντας, η συστηματική, σχεδόν επί εικοσαετία, σκαπάνη του οποίου έφερε στο φως το ανάκτορο στην κορυφή της ακρόπολης καθώς και πλήθος θαλαμοειδών τάφων στην ευρύτερη περιοχή. Το έργο του Schliemann και του Χρήστου Τσούντα συνέχισε επάξια ο A. Wace, διευθυντής της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, που από τα 1919 έως τα 1955, συστηματοποιήησε τα έως τότε δεδομένα, εμπλούτισε την έρευνα, τα ευρήματα και τη γνώση του χώρου και του πολιτιστικού του ιδιώματος. Άξιοι συνεχιστές της επιστημονικής παρακαταθήκης των προηγουμένων, οι Lord William Taylour, η έρευνα του οποίου έφερε στο φως το Θρησκευτικό Κέντρο στην κάτω δυτική πλαγιά του τειχισμένου λόφου, του Ι. Παπαδημητρίου ο οποίος έφερε στο φως τον Ταφικό Κύκλο Β, ο Γ. Μυλωνάς που ως διευθυντής ανασκαφών της Αρχαιολογικής Εταιρείας για 30 περίπου χρόνια, διεκπεραίωσε το πλέον σημαντικό ανασκαφικό έργο στην ακρόπολη των Μυκηνών, αποκαλύπτοντας εκτεταμένα οικιστικά συγκροτήματα όπως οι Βόρειες Αποθήκες, η Βορειοδυτική και Νοτιοδυτική Συνοικία, συμβάλλοντας στην κατανόηση της οργάνωσης και χρήσης του χώρου σ’ ένα μοναδικό ανακτορικό συγκρότημα όπως των Μυκηνών. Επιπλέον, η συμβολή του Σπ. Ιακωβίδη αλλά και της E. French την τελευταία τριακονταετία κεφαλαιοποιεί την σχεδόν επί έναν αιώνα συναρπαστική και ατέρμονη ανάγνωση του μυκηναικού πολιτισμού.
Τέλος, σημαντική είναι η προσφορά διαχρονικά της Διεύθυνσης Αναστήλωσης αφού στις αρχές της δεκαετίας του 1950 έφερε σε πέρας το δύσκολο έργο της αποκατάστασης της αρχιτεκτονικής μορφής του ανακτορικού συγκροτήματος και της αίθουσας του θρόνου (εστία), της θόλου του τελευταίου μνημειώδους θολωτού τάφου που χτίστηκε στις Μυκήνες, γνωστού ως της Κλυταιμνήστρας αλλά και των τειχών.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Αρχαιολογική Εταιρεία προχώρησε στην αναστήλωση και διάσωση του θολωτού τάφου, γνωστού ως Αιγίσθου αλλά και του σημαντικού κτηριακού συγκροτήματος στα δυτικά της τειχισμένης ακρόπολης, της Συνοικίας του Λαδέμπορα. Από το 2000 έως και σήμερα, το ΥΠ.ΠΟ και το Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων (Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε.) συνεχίζει το έργο της συντήρησης, στερέωσης και ανάδειξης της ακρόπολης και των μνημείων του ευρύτερου περιβάλλοντος χώρου των Μυκηνών, με στοχευμένες επεμβάσεις που αποσκοπούν στην διάσωση του μοναδικού αυτού μνημείου της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου προσβάσεων εντός κι εκτός της ακρόπολης των Μυκηνών, η ανάδειξη της Αυλής και της Εστίας του ανακτόρου, η διάσωση των μοναδικών αποθηκευτικών πίθων των Βόρειων Αποθηκών, η αποκατάσταση και ενίσχυση των τοιχοδομιών των επί ένα αιώνα εκτεθειμένων οικιστικών και ανακτορικών καταλοίπων,η ανάδειξη του ταφικού Κύκλου Β και του θολωτού τάφου των Λεόντων καθώς κι η κατασκευή απαραίτητων υποδομών στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο συμβάλλουν στην αρμονική, επιμορφωτική και διαλλεκτική σχέση με τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό επισκεπτών απ’ όλον τον κόσμο.
Ιστορία
Περσείδες
Η παράδοση αναφέρει ότι τις Μυκήνες ίδρυσε ο Περσέας, εγγονός του βασιλέα του Άργους Ακρισίου. Ο Ακρίσιος χώρισε τη χώρα του σε διάφορα βασίλεια και έδωσε το Ηραίο στον αδελφό του Προίτο, τη Μιδέα και την Τίρυνθα και ο Περσέας, που ήταν γιος του Δία και της Δανάης, έφυγε για τη χώρα της Λυκίας. Επιστρέφοντας από εκει, σκότωσε, χωρίς να θέλει, τον παππού του και έδωσε στο Μεγαπένθη το βασίλειό του, το Άργος, ενώ πήρε από εκείνον το βασίλειο της Τίρυνθας.
Στην Τίρυνθα ο Περσέας έκτισε τις Μυκήνες και τους έδωσε αυτό το όνομα γιατί του έπεσε εκεί ο «μύκης» (θήκη) απ’ το ξίφος του ή γιατί ενώ διψούσε, βρήκε ένα μύκητα και τραβώντας τον είδε να υπάρχει η πηγή Περσεία, που υπάρχει και σήμερα.
Άλλοι λένε ότι η κόρη ή η γυναίκα του Ινάχου είχε το όνομα Μυκήνη. Από τον Περσέα ιδρύθηκε η δυναστεία των Περσειδών, στην οποία ανήκουν μικροί τετράγωνοι τάφοι. Απόγονοι αυτού ήταν ο Ηλεκτρύονας, οΣθένελος και ο Ευρυσθέας, ο τελευταίος γόνος της δυναστείας, που φονεύθηκε από τους Hρακλείδες.
Χρυσό προσωπείο των Μυκηνών γνωστό και ως «Μάσκα του Αγαμέμνονα», βρέθηκε από τον Σλήμαν το 1876
Η παράδοση αναφέρει ότι τις Μυκήνες ίδρυσε ο Περσέας, εγγονός του βασιλέα του Άργους Ακρισίου. Ο Ακρίσιος χώρισε τη χώρα του σε διάφορα βασίλεια και έδωσε το Ηραίο στον αδελφό του Προίτο, τη Μιδέα και την Τίρυνθα και ο Περσέας, που ήταν γιος του Δία και της Δανάης, έφυγε για τη χώρα της Λυκίας. Επιστρέφοντας από εκει, σκότωσε, χωρίς να θέλει, τον παππού του και έδωσε στο Μεγαπένθη το βασίλειό του, το Άργος, ενώ πήρε από εκείνον το βασίλειο της Τίρυνθας.
Στην Τίρυνθα ο Περσέας έκτισε τις Μυκήνες και τους έδωσε αυτό το όνομα γιατί του έπεσε εκεί ο «μύκης» (θήκη) απ’ το ξίφος του ή γιατί ενώ διψούσε, βρήκε ένα μύκητα και τραβώντας τον είδε να υπάρχει η πηγή Περσεία, που υπάρχει και σήμερα.
Άλλοι λένε ότι η κόρη ή η γυναίκα του Ινάχου είχε το όνομα Μυκήνη. Από τον Περσέα ιδρύθηκε η δυναστεία των Περσειδών, στην οποία ανήκουν μικροί τετράγωνοι τάφοι. Απόγονοι αυτού ήταν ο Ηλεκτρύονας, οΣθένελος και ο Ευρυσθέας, ο τελευταίος γόνος της δυναστείας, που φονεύθηκε από τους Hρακλείδες.
Χρυσό προσωπείο των Μυκηνών γνωστό και ως «Μάσκα του Αγαμέμνονα», βρέθηκε από τον Σλήμαν το 1876
Ατρείδες
Η δυναστεία αυτή ανατράπηκε από τη δυναστεία των Πελοπιδών από τους οποίους προήλθαν οι Ατρείδες. Οι Πελοπίδες φτιάξανε «την πύλη των λεόντων» και δραστήριοι, όπως ήταν, κυριάρχησαν σε όλη την Πελοπόννησο και τα γύρω νησιά, απέκτησαν δύναμη και κύρος, ώστε όλοι οι βασιλείς εκείνων των χρόνων θεώρησαν ως αρχηγό τους στην εκστρατεία κατά της Τροίας τον Αγαμέμνονα. Σ’ αυτούς ανήκουν τα οχυρά της Ακρόπολης, οι θολωτοί τάφοι, όπως ο περίφημος τάφος του Ατρέα, ένα θαυμάσιο έργο των αρχαίων Ελλήνων κι ακόμα πολλοί άλλοι μικρότεροι τάφοι, που βρέθηκαν ανοιχτοί και λεηλατημένοι για πολλά χρόνια, όπως αναφέρει ο Παυσανίας κι ο Σοφοκλής.
Οι Πελοπίδες κυβέρνησαν τρεις και περισσότερο αιώνες (1400 – 1050 π.Χ.). Βέβαια, οι παραδόσεις δεν μπορούν να μας πληροφορήσουν ακριβώς για τα ιστορικά γεγονότα αυτών των χρόνων. Ο Ατρεύς κι ο Αγαμέμνονας είναι τα πιο γνωστά πρόσωπα αυτής εποχής απ’ τα ποιήματα και τα ευρήματα των ανασκαφών, που μας βοηθούν να γνωρίσουμε και τους ανθρώπους που έζησαν σ’ αυτά τα μέρη. Οι πελώριες πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν για την «πύλη των λεόντων», μας μιλούν για τη δύναμη εκείνων των ανθρώπων, που προκαλούσαν κατάπληξη στους πολίτες των άλλων πόλεων, ώστε τα ονόμαζαν «Κυκλώπεια έργα». Τα ανάκτορα, που είχαν για πυρήνα ένα ορθογώνιο κτίριο με πολλά διαμερίσματα γύρω, στολίζονταν με πολύχρωμες τοιχογραφίες.
Τα διάφορα κοσμήματα, όπλα, δαχτυλίδια, ειδώλια (αγάλματα) μικρά και άλλα αντικείμενα αλλά και τα εκτεταμένα οικιστικά κατάλοιπα εντός και εκτός της ακρόπολης των Μυκηνών μας γνωρίζουν τον τρόπο ζωής των Μυκηναίων.
Δωρική Κάθοδος
Απ’ το 12ο αιώνα π.Χ. άρχισε η παρακμή των Μυκηνών. Η καταστροφή του κράτους των Χετταίων που ήταν και οι μοναδικοί φορείς ήδη από το 17ο αιώνα της τέχνικής επεξεργασίας του σιδήρου, η απώλεια των αιγυπτιακών αγορών άρχισαν να κλονίζουν τις Μυκήνες. Η καταστροφή αυτή συμπληρώθηκε απ’ τους Ηρακλειδείς. Μετά το φόνο του Αγαμέμνονα απ’ τον Αίγισθο, το κράτος των Ατρειδών έπαψε να υπάρχει και οι νέοι κατακτητές της Πελοποννήσου, οι Δωριείς, δε δυσκολεύτηκαν καθόλου να πατήσουν το 1100 π.Χ. τη χώρα, που έφτασε σε μεγάλο βαθμό πολιτισμού.
Από τότε έπεσαν σε αφάνεια μέχρι τους περσικούς πολέμους. Λίγοι μόνο πολεμιστές της πήραν μέρος στις μάχες Θερμοπυλών και Πλαταιών. Καταστράφηκαν ξανά το 468 π.Χ. από τους Αργείους που έγιναν κύριοι της περιοχής και τη μοίρασαν στους φτωχούς πολίτες του Άργους.
Οι παλιοί κάτοικοι των Μυκηνών σκορπίστηκαν σε όλη σχεδόν την Ελλάδα φτάνοντας μέχρι τη Μακεδονία.
Βέβαια υπήρχαν ακόμα στην παλιά πόλη μερικοί κάτοικοι μέχρι το 150 μ.Χ., οπότε πιθανώς ερημώθηκε τελείως.
Σημερινή Κατάσταση
Σήμερα στη θέση αυτή υπάρχει το μικρό χωριό Μυκήνες (Χαρβάτι επί τουρκοκρατίας) και τα ερείπια της Ακρόπολης, που θυμίζουν πάντα τις μακρινές και ένδοξες εποχές. Από τα σωζόμενα σήμερα ερείπια σπουδαιότερα είναι οι δυο ταφικοί βασιλικοί περίβολοι Α και Β που αποτελούσαν τμήμα του εκτεταμένου προιστορικού νεκροταφείου στα δυτικά του λόφου του ανακτόρου, από των οποίων την ανασκαφή (λακκοειδείς τάφοι) προέρχεται ο μεγαλύτερος όγκος των εκπληκτικών ευρημάτων (τα περισσότερα είναι χρυσά και χαρακτηρίζονται για τη θαυμάσια τέχνη τους), ο θησαυρός του Ατρέα (θολωτός τάφος), ο θολωτός τάφος τηςΚλυταιμνήστρας, η Πύλη των Λεόντων, το Βασιλικό ανάκτορο, ο ναός, η Βόρεια Πύλη καθώς και η Υπόγεια δεξαμενή κ.ά. Πάρα πολλά από τα ευρήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στις Μυκήνες εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας καθώς και στο νέο, σύγχρονο, Μουσείο Μυκηνών στη βόρεια κλιτύ της ακρόπολης, προκαλώντας το θαυμασμό σε εκατομμύρια επισκέπτες από όλες τις γωνιές της γης.
Οι «Πολύχρυσες Μυκήνες», το βασίλειο του μυθικού Αγαμέμνονα, που πρώτος ύμνησε ο Όμηρος στα έπη του, είναι το σημαντικότερο και πλουσιότερο ανακτορικό κέντρο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα. Το όνομά τους έχει δοθεί σε έναν από τους λαμπρότερους πολιτισμούς της ελληνικής προϊστορίας, το μυκηναϊκό, και οι μύθοι που συνδέονται με την ιστορία τους διαπέρασαν τους αιώνες με τα ομηρικά έπη και τις μεγάλες τραγωδίες της κλασικής εποχής, ενώ ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν παγκοσμίως την πνευματική δημιουργία και την τέχνη. Η μυθική παράδοση φέρει ως ιδρυτή των Μυκηνών τον Περσέα, γιο του Δία και της Δανάης, της κόρης του Ακρισίου, του βασιλιά του Άργους, απόγονου του Δαναού. Ο Παυσανίας (2.16.3) αναφέρει ότι ο Περσέας ονόμασε τη νέα πόλη Μυκήνες είτε επειδή εκεί έπεσε ο μύκης του ξίφους του είτε επειδή εκεί αποκαλύφθηκε μία πηγή με άφθονο νερό, η Περσεία πηγή, κάτω από τη ρίζα ενός «μύκητος», δηλαδή ενός μανιταριού. Σύμφωνα με το μύθο, οι απόγονοι του Περσέα βασίλεψαν στις Μυκήνες για τρεις γενιές, με τελευταίο τον Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε χωρίς να αφήσει απογόνους, και έτσι οι κάτοικοι των Μυκηνών επέλεξαν ως βασιλιά τους τον Ατρέα, γιο του Πέλοπα και πατέρα του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου.
Οι Μυκήνες ιδρύθηκαν ανάμεσα σε δύο ψηλούς κωνικούς λόφους, τον Προφήτη Ηλία (805 μ.) και τη Σάρα (660 μ.), πάνω σε χαμηλό ύψωμα που δέσποζε στην αργολική πεδιάδα και είχε τον έλεγχο των οδικών και θαλάσσιων επικοινωνιών. Η παλαιότερη ανθρώπινη δραστηριότητα στο χώρο τεκμηριώνεται από ελάχιστα κατάλοιπα λόγω των μεταγενέστερων οικοδομικών φάσεων και χρονολογείται στην 7η χιλιετία π.Χ., κατά τη νεολιθική εποχή. Η κατοίκηση ήταν συνεχής έως και τους ιστορικούς χρόνους, τα περισσότερα όμως μνημεία, που είναι ορατά σήμερα, ανήκουν στην εποχή ακμής του χώρου, την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, μεταξύ του 1350 και του 1200 π.Χ. Στις αρχές της 2ης χιλιετίας υπήρχε ένας μικρός οικισμός πάνω στο λόφο καθώς και ένα νεκροταφείο στη νοτιοδυτική του πλευρά, με απλές ταφές σε λάκκους. Γύρω στο 1700 π.Χ. εμφανίσθηκαν ηγεμονικές και αριστοκρατικές οικογένειες, όπως διαπιστώνεται από τη χρήση μνημειωδών τάφων, πλούσια κτερισμένων και περικλεισμένων σε λίθινο περίβολο, που ονομάσθηκε Ταφικός Κύκλος Β. Η εξέλιξη αυτή συνεχίσθηκε στην αρχή της μυκηναϊκής περιόδου, γύρω στο 1600 π.Χ., οπότε οικοδομήθηκε ένα μεγάλο κεντρικό κτήριο στην κορυφή του λόφου, ένας δεύτερος λίθινος περίβολος, ο Ταφικός Κύκλος Α, καθώς και οι πρώτοι θολωτοί τάφοι. Όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα, οι ηγεμόνες των Μυκηνών ήταν ισχυροί και συμμετείχαν σε ένα πολύπλοκο δίκτυο εμπορικών συναλλαγών με τις χώρες της Μεσογείου.
Η ανοικοδόμηση των ανακτόρων, που είναι ορατά σήμερα, άρχισε γύρω στο 1350 π.Χ., στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ2 περίοδο. Τότε ξεκίνησε και η οχύρωση της ακρόπολης, στην οποία διακρίνονται τρεις φάσεις. Ο πρώτος περίβολος κτίσθηκε με το κυκλώπειο σύστημα επάνω στο βράχο. Εκατό χρόνια αργότερα, στην ΥΕ ΙΙΙΒ1 περίοδο, η οχύρωση μετακινήθηκε προς τα δυτικά και νότια και κτίσθηκε η Πύλη των Λεόντων, η μνημειακή είσοδος με τον προμαχώνα της. Στον τειχισμένο χώρο εντάχθηκαν το θρησκευτικό κέντρο και ο Ταφικός Κύκλος Α, που διαμορφώθηκε σε χώρο προγονολατρείας, με την ανύψωση του αρχικού επιπέδου του Τότε είναι πιθανό ότι οικοδομήθηκε και ο θολωτός τάφος γνωστός ως «θησαυρός του Ατρέα», με τα τεράστια υπέρθυρα και την ψηλή κυψελοειδή θόλο. Γύρω στο 1200 π.Χ., στην ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ περίοδο, μετά από εκτεταμένη καταστροφή, πιθανόν από σεισμό, κατασκευάσθηκε η επέκταση των τειχών προς τα βορειοανατολικά του λόφου ώστε να ενταχθεί στον τειχισμένο χώρο η υπόγεια κρήνη. Αλλεπάλληλες καταστροφές συνοδευόμενες από πυρκαγιές οδήγησαν στην οριστική εγκατάλειψη του χώρου γύρω στο 1100 π.Χ.
Μετά την κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος και τη διάλυση της «Μυκηναϊκής Κοινής», ο λόφος παρέμεινε πενιχρά κατοικημένος ως την κλασική περίοδο. Στο διάστημα αυτό δημιουργήθηκαν στην περιοχή τοπικές ηρωικές λατρείες, που οφείλονταν στη φήμη των Μυκηνών, που τα ομηρικά έπη μετέφεραν σε όλο τον ελληνικό κόσμο, ενώ στην κορυφή του λόφου ιδρύθηκε ένας αρχαϊκός ναός αφιερωμένος στην Ήρα ή στην Αθηνά. Το 468 π.Χ., μετά τους μηδικούς πολέμους στους οποίους συμμετείχε η πόλη, το Άργος την κατέκτησε και κατεδάφισε τμήματα της οχύρωσής της. Αργότερα, κατά την ελληνιστική περίοδο, οι Αργίτες ίδρυσαν στο λόφο μία «κώμη», επισκευάζοντας τα προϊστορικά τείχη και τον αρχαϊκό ναό και κτίζοντας ένα μικρό θέατρο πάνω από το δρόμο του θολωτού τάφου της Κλυταιμνήστρας. Τους επόμενους αιώνες η κωμόπολη παρέμεινε σχεδόν εγκαταλελειμμένη και ήταν ήδη ερειπωμένη όταν την επισκέφθηκε ο Παυσανίας το 2ο αι. μ.Χ.
Τα κυκλώπεια τείχη της μυκηναϊκής ακρόπολης, όμως, παρέμεναν ορατά στο πέρασμα των αιώνων και αποτέλεσαν πόλο έλξης πολλών περιηγητών και αρχαιοφίλων, που δεν δίστασαν να λεηλατήσουν το χώρο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, επωφλούμενοι από την αδιαφορία και τη φιλαργυρία των Τούρκων. Το 1837, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, οι Μυκήνες τέθηκαν υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, η οποία μέχρι σήμερα πραγματοποιεί έρευνες στο χώρο. Το 1941 ο αντιπρόσωπός της, Κ. Πιττάκης, καθάρισε την Πύλη των Λεόντων και το 1876 ο Ερρίκος Σλήμαν, ύστερα από μικρές δοκιμαστικές τομές το 1874, ξεκίνησε τη μεγάλη του ανασκαφή, που αποκάλυψε τους πέντε τάφους του Ταφικού Κύκλου Α, υπό την επίβλεψη του Π. Σταματάκη, ο οποίος συνέχισε τις εργασίες το διάστημα 1876-1877, αποκαλύπτοντας και τον έκτο τάφο. Στη συνέχεια, ανασκαφές στα ανάκτορα και στα νεκροταφεία πραγματοποίησαν οι Χ. Τσούντας (1884-1902), Δ. Ευαγγελίδης (1909), G. Rosenwaldt (1911), Α. Κεραμόπουλος (1917), και A.J.B. Wace (1920-1923, 1939, 1950-1957). Παράλληλα, οι Ι. Παπαδημητρίου και Γ. Μυλωνάς της Αρχαιολογικής Εταιρείας ανέσκαψαν τον Ταφικό Κύκλο Β και οικίες, κατά τα έτη 1952-1955, ενώ ο Γ. Μυλωνάς μαζί με το Ν. Βερδελή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ανέσκαψαν τμήματα του οικισμού. Οι ανασκαφές της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, υπό την επίβλεψη του λόρδου W. Taylour αποκάλυψαν το θρησκευτικό κέντρο, ενώ έρευνες συνεχίσθηκαν και από την Αρχαιολογική Εταιρεία με το Γ. Μυλωνά και το Σπ. Ιακωβίδη το 1959 και 1969-1974. Αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν το 1950-1955 από τον Α. Ορλάνδο και τον Ε. Στίκα στο θολωτό τάφο της Κλυταιμνήστρας, στο ανάκτορο, στο χώρο γύρω από την Πύλη των Λεόντων και στον Ταφικό Κύκλο Β. Από το 1998 βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο «Συντήρηση-Στερέωση-Ανάδειξη των Μνημείων της Ακροπόλεως Μυκηνών και του Ευρύτερου Περιβάλλοντος Χώρου», το οποίο ανέλαβε αρχικά η Ομάδα Εργασίας Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου και στη συνέχεια η Επιτροπή Μυκηνών, που δημιουργήθηκε το 1999 από το Υπουργείο Πολιτισμού
Όλγα Ψυχογυιού, αρχαιολόγος