Μεσουράνησε σε μια εποχή που δεν υπήρχε γραμμόφωνο, ραδιόφωνο, στερεοφωνικό, τηλεόραση…κυριολεκτικά τίποτα. Ο κόσμος μπορούσε να ακούσει μουσική μόνο σε κέντρα, γάμους και πανηγύρια. Η μόνη εναλλακτική λύση ήταν η λατέρνα, το μαζικό μέσο μουσικής, με την οποία ο κόσμος ψυχαγωγήθηκε, χόρεψε, διασκέδασε, τόνωσε την Εθνική του συνείδηση, “άκουσε”.
Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι ένα σοβαρό κομμάτι από τη μουσική μας κληρονομιά είναι επηρεασμένο από τα ακούσματα και τις τεχνικές δυνατότητες αυτού του οργάνου, όπως η παραδοσιακή ενορχήστρωση, το “μπαγλαμαδάκι”, η χαρακτηριστική τρίλια, το ρυθμικό μπάσσο, οι διφωνίες κ.λ.π.
Η πρώτη Ελληνική λατέρνα δημιουργήθηκε γύρω στα 1880. Τότε η συνεργασία του Έλληνα Ιωσήφ Αρμάου και του Ιταλού Giuseppe Turconi απέφερε την λατέρνα. Οι δυο τους, πολύ καλοί φίλοι με έντονες μουσικές και κατασκευαστικές δεξιότητες έφτιαξαν στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη λατέρνα χωρίς τη σιδερένια βάση που είχαν τα πιάνα γιατί υπήρχαν παρόμοια με τη λατέρνα όργανα στο παρελθόν με σιδερένια όμως βάση (π.χ. η Ρομβία). Οι δυο τους είχαν δημιουργήσει ένα συνεταιρισμό όπου είχαν διαχωρίσει τη δουλειά σε δύο κομμάτια. Ο Turconi ασχολιόταν με το κατασκευαστικό κομμάτι ενώ ο Αρμάος με την καταγραφή, δηλαδή το «σταμπάρισμα» των τραγουδιών.
Η εξέλιξη ήταν ραγδαία. Αν και στην Κωνσταντινούπολη υπήρξαν μόνο 2-3 κατασκευαστές, στην Ελλάδα υπολογίζονται σε 60-80. Υπολογίζεται επίσης ότι την περίοδο πριν τον πόλεμο του 1940 υπήρξαν σε Αθήνα και Πειραιά περίπου 40.000 όργανα και άλλα τόσα μόνο στη Θεσσαλονίκη. Ακόμα εκείνη την περίοδο σε κάθε μαγαζί διασκεδάσεως υπήρχαν 6-7 όργανα. Ο πόλεμος όμως στάθηκε τροχοπέδη σε οποιαδήποτε εξέλιξη της λατέρνας. Αν και ήταν πολύ προσιτή στην αρχή της στη διάρκεια του πολέμου κανείς δεν κοίταζε την διασκέδαση. Επίσης πάρα πολλά όργανα καταστράφηκαν λόγω του όγκου τους. Ο τελευταίος κατασκευαστής ήταν από τις Σέρρες όπου έκλεισε το εργαστήριο περίπου στα 1938. Αυτό το μαρτυρούν και οι υπάρχουσες λατέρνες που υπολογίζονται σε νεότερες να είναι εκείνης της εποχής.
Μέσα στα χρόνια της ακμής πολλοί ακολούθησαν το πρότυπο του Αρμάου-Turconi και διαχώρισαν την κατασκευή της λατέρνας. Έτσι, σπουδαιότερος «σταμπαδόρος» εξελίχθηκε ο γιος του Αρμάου, Νίκος Αρμάος. Αυτός διέδωσε αργότερα την τέχνη του στο γιο του.και αυτός βρήκε μεταλαμπαδευτή τον Αντώνη Νασιόπουλο όπου σε συνεργασία με τον Βασίλη Ιακωβίδη, κορυφαίο τεχνίτη και κουρδιστή πιάνων, κατασκεύασαν ξανά το 1994 τη λατέρνα. Παράλληλα στις Σέρρες, ο Αναστάσιος Τζίωνης συνεχίζει και αυτός να κατασκευάζει με παραδοσιακό τρόπο λατέρνες. Αργότερα (το 2001) ο Ιακωβίδης θα πεθάνει, και ο Τζίωνης θα αποσυρθεί (σε ηλικία 97 ετών).
Η πρώτη Ελληνική λατέρνα δημιουργήθηκε γύρω στα 1880. Τότε η συνεργασία του Έλληνα Ιωσήφ Αρμάου και του Ιταλού Giuseppe Turconi απέφερε την λατέρνα. Οι δυο τους, πολύ καλοί φίλοι με έντονες μουσικές και κατασκευαστικές δεξιότητες έφτιαξαν στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη λατέρνα χωρίς τη σιδερένια βάση που είχαν τα πιάνα γιατί υπήρχαν παρόμοια με τη λατέρνα όργανα στο παρελθόν με σιδερένια όμως βάση (π.χ. η Ρομβία). Οι δυο τους είχαν δημιουργήσει ένα συνεταιρισμό όπου είχαν διαχωρίσει τη δουλειά σε δύο κομμάτια. Ο Turconi ασχολιόταν με το κατασκευαστικό κομμάτι ενώ ο Αρμάος με την καταγραφή, δηλαδή το «σταμπάρισμα» των τραγουδιών.
Η εξέλιξη ήταν ραγδαία. Αν και στην Κωνσταντινούπολη υπήρξαν μόνο 2-3 κατασκευαστές, στην Ελλάδα υπολογίζονται σε 60-80. Υπολογίζεται επίσης ότι την περίοδο πριν τον πόλεμο του 1940 υπήρξαν σε Αθήνα και Πειραιά περίπου 40.000 όργανα και άλλα τόσα μόνο στη Θεσσαλονίκη. Ακόμα εκείνη την περίοδο σε κάθε μαγαζί διασκεδάσεως υπήρχαν 6-7 όργανα. Ο πόλεμος όμως στάθηκε τροχοπέδη σε οποιαδήποτε εξέλιξη της λατέρνας. Αν και ήταν πολύ προσιτή στην αρχή της στη διάρκεια του πολέμου κανείς δεν κοίταζε την διασκέδαση. Επίσης πάρα πολλά όργανα καταστράφηκαν λόγω του όγκου τους. Ο τελευταίος κατασκευαστής ήταν από τις Σέρρες όπου έκλεισε το εργαστήριο περίπου στα 1938. Αυτό το μαρτυρούν και οι υπάρχουσες λατέρνες που υπολογίζονται σε νεότερες να είναι εκείνης της εποχής.
Μέσα στα χρόνια της ακμής πολλοί ακολούθησαν το πρότυπο του Αρμάου-Turconi και διαχώρισαν την κατασκευή της λατέρνας. Έτσι, σπουδαιότερος «σταμπαδόρος» εξελίχθηκε ο γιος του Αρμάου, Νίκος Αρμάος. Αυτός διέδωσε αργότερα την τέχνη του στο γιο του.και αυτός βρήκε μεταλαμπαδευτή τον Αντώνη Νασιόπουλο όπου σε συνεργασία με τον Βασίλη Ιακωβίδη, κορυφαίο τεχνίτη και κουρδιστή πιάνων, κατασκεύασαν ξανά το 1994 τη λατέρνα. Παράλληλα στις Σέρρες, ο Αναστάσιος Τζίωνης συνεχίζει και αυτός να κατασκευάζει με παραδοσιακό τρόπο λατέρνες. Αργότερα (το 2001) ο Ιακωβίδης θα πεθάνει, και ο Τζίωνης θα αποσυρθεί (σε ηλικία 97 ετών).
Όταν κάποιος ασχοληθεί με την κατασκευή και τη στάμπα της λατέρνας αρχίζει σιγά-σιγά να ανακαλύπτει τη μεγαλοφυΐα, το ταλέντο, το μεράκι, την αυτοθυσία αυτών των ανθρώπων που σε εποχές που δεν είχαν ούτε βίδες (τις έφτιαχναν μόνοι τους από καρφιά) μεγαλούργησαν. Μέσα σε ένα αυταρχικό καθεστώς εργασίας με ανύπαρκτη πληροφόρηση, έφτιαξαν ακριβέστατα όργανα που ακόμη και για εμάς σήμερα είναι μια πολύ μεγάλη πρόκληση.