Η Μάχη των Θερμοπυλών, που περιγράφεται αναλυτικά από τον Ηρόδοτο και τον Διόδωρο, πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 480 π.Χ., μεταξύ συμμαχίας Ελληνικών πόλεων-κρατών και της Περσικής Αυτοκρατορίας που εκστράτευσε εναντίον της Ελλάδας, με επικεφαλής τον βασιλιά της, Ξέρξη Α'. Η μάχη έγινε στο Στενό των Θερμοπυλών, στην Φθιώτιδα. Ο ελληνικός στρατός που σε αριθμούς ήταν ένα μικρό κλάσμα σε σχέση με τον υπέρογκο περσικό, κατόρθωσε να αναχαιτίσει την προέλαση του περσικού εκστρατευτικού σώματος για έξι ημέρες, πριν σκοτωθεί μέχρι και ο τελευταίος αμυνόμενος.
Η Αθήνα και η Ερέτρια είχαν υποστηρίξει την Ιωνική Επανάσταση, κατά του Πέρση βασιλιά Δαρείου Α'(499-494 π.χ.), γεγονός που τον εξόργισε και αποφάσισε να εκδικηθεί αυτές τις πόλεις. Παράλληλα απέβλεπε στην δυνατότητα να επεκτείνει και την Αυτοκρατορία του προς δυτικά. Η πρώτη εκστρατεία, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Μαρδόνιος, το 492 π.Χ. κατέληξε στην κατάληψη της Θράκης και στην υποτέλεια τηςΜακεδονίας.
Το 491 π.Χ. εστάλησαν πρεσβείες στις ελληνικές πόλεις απαιτώντας «γη και ύδωρ», δηλαδή την παράδοση τους με αντάλλαγμα την μη εξόντωση των κατοίκων. Σε κάποιες πόλεις ο όρος αυτός έγινε δεκτός, όμως στην Αθήνα οι Πέρσες πρεσβευτές κρίθηκαν καταδικαστέοι και εκτελέστηκαν, στην Σπάρτη δε τους έπνιξαν σε πηγάδι.
Ο Δαρείος οργάνωσε εκστρατεία μέσω θαλάσσης, με επικεφαλής τον Δάτη και τον Αρταφέρνη το 490 π.Χ., αρχικά κατελήφθη η Νάξος και αμέσως μετά η Ερέτρια, η οποία και καταστράφηκε ολοσχερώς. Επόμενος στόχος ήταν η κατάληψη της Αθήνας. Ο περσικός στρατός αποβιβάστηκε στην περιοχή του Μαραθώνα, όπου τον αντιμετώπισε ο κατά πολύ μικρότερος σε αριθμούς στρατός των Αθηναίων. Στην Μάχη του Μαραθώνα, οι Αθηναίοι κατάφεραν περιφανή νίκη, τερματίζοντας τα περσικά σχέδια.
Ο Δαρείος όμως άρχισε να συγκεντρώνει στρατό για να ετοιμάσει πιο μαζική εκστρατεία κατά της Αθήνας, αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας. Έτσι μάζευε τους καλύτερους πολεμιστές από όλες τις επαρχίες της Περσικής αυτοκρατορίας και τους εκπαίδευσε ειδικά για την εκστρατεία αυτή. Παράλληλα, στην Αθήνα ο αρχιτέκτονας της νίκης στο Μαραθώνα, στρατηγός Μιλτιάδης, οργάνωσε εκστρατεία εναντίον της Πάρου που είχε «μηδίσει». Η εκστρατεία οδηγήθηκε σε αποτυχία με αποτέλεσμα ο Μιλτιάδης να χάσει τη θέση του ως επικεφαλής πολιτικός της Αθήνας, τη περιουσία του και τέλος τη ζωή του. Νέα πολιτική φιγούρα, μετά τη καταδίκη του Μιλτιάδη, αναδείχθηκε ο Θεμιστοκλής. Και στη Σπάρτη η αλλαγές στην ηγεσία ήταν σημαντικές καθώς ο Κλεομένης φυλακίστηκε και νέος βασιλιάς χρίστηκε ο Λεωνίδας. Ταυτόχρονα στη Θήβα, στοΆργος, στην Αίγινα και στις πόλεις της Αχαΐας η φιλοπερσική μερίδα των πολιτικών κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Εν τω μεταξύ ο Δαρείος πέθανε και τον διαδέχτηκε ο γιος του Ξέρξης, ο οποίος συνέχισε την στρατολόγηση των ανδρών της αυτοκρατορίας με μεγαλύτερους ρυθμούς αφού πρώτα κατέπνιξε δυο επαναστάσεις.
Περίπου το 484 π.Χ. ο βασιλιάς Ξέρξης ξεκινά από την Μικρά Ασία για την κατάκτηση της Ελλάδας και την καταστροφή της Αθήνας. Όταν έφτασε στον Ελλήσποντο έφτιαξε μια γέφυρα από πλοία του στόλου του ώστε να περάσει ο υπόλοιπος στρατός και το ιππικό του.
Ο στρατός του Ξέρξη
Το μέγεθος του στρατού του Πέρση αυτοκράτορα έχει γίνει αντικείμενο σοβαρής μελέτης από σύγχρονους ιστορικούς καθώς οι αριθμοί που παραδίδει ο Ηρόδοτος φαίνονται υπερβολικοί. Συγκεκριμένα Ηρόδοτοςαναφέρει ότι ο περσικός στρατός, πεζικό και ιππικό, αριθμούσε 5.283.220 άνδρες[1] και 100.000 βοηθητικό προσωπικό και 1.207 πλοία ενώ ο Κορνήλιος Νέπως αναφέρει 700.000 πεζούς και 400.000 ιππείς. Οι υπόλοιποι αρχαίοι και μεσαιωνικοί ιστορικοί είτε αντιγράφουν αυτούς τους αριθμούς είτε υπολογίζουν δικούς τους ελαφρώς πιο μειωμένους.
Έχουν γραφτεί μελέτες και βιβλία που υποστηρίζουν φρουρές που ενδεχομένως άφησε ο Ξέρξης στηΘράκη, στον Ελλήσποντο, στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία. Όμως κανένα γραπτό κείμενο δεν μαρτυράει μεγάλες περσικές φρουρές σε αυτές τις περιοχές και δη μόνιμες καθώς ακόμα δεν είχε δημιουργηθεί σατραπεία για τη διοίκηση αυτών των περιοχών. Είναι πιθανό ο Ξέρξης να άφησε δυνάμεις σε αυτές τις περιοχές αλλά σύμφωνα με εκτιμήσεις καμία από αυτές δεν ξεπερνούσε τους 10.000 άνδρες. Στην εκτίμηση αυτού του αριθμού πρέπει να υπολογιστεί ότι ο Ξέρξης είχε πάρει μαζί του, στη κάθοδο προς τηΠελοπόννησο, στρατιωτικές δυνάμεις από τη Μακεδονία με τον βασιλιά τους τον Αλέξανδρο, από τη Θεσσαλία με διοικητές ευγενείς της περιοχής καθώς και ορισμένους κάτοικους της Θράκης. Συνεπώς δεν υπήρχε κάποια σοβαρή δύναμη στα νώτα του για να απειλήσει το στράτευμα.
Η πιο κοντινή, στη πραγματικότητα υπόθεση, είναι αυτή των 600.000 ανδρών και 800 πλοίων ενώ σε αυτούς τους αριθμούς δεν έχουν υπολογιστεί οι βοηθητικοί άνδρες και τα επικουρικά πλοία. Οι αριθμοί αυτοί προέκυψαν ύστερα από μελέτες ειδικών και πάνω στις απώλειες που είχανε οι Πέρσες σε όλη την εκστρατεία τους. Μετά το πέρασμα του Ξέρξη και από τις Θερμοπύλες πρέπει να υπολογίσουμε επιπλέον και τις δυνάμεις των κατοίκων της Βοιωτίας και τις Φθιώτιδας, με επικεφαλής τους Θηβαίους, που ενίσχυσαν το στρατό του Πέρση μονάρχη.
Η στάση των Ελλήνων
Οι Έλληνες το φθινόπωρο του 481 π.Χ. συγκάλεσαν πανελλήνιο συμβούλιο στο ναό του Ποσειδώνα στηΚόρινθο. Τη σύγκληση του συμβουλίου αποφάσισαν η Σπάρτη με την Αθήνα και προσκάλεσαν όλες τις ελληνικές πόλεις και βασίλεια εκτός αυτών που ήταν ήδη υποταγμένα, δηλαδή το βασίλειο της Μακεδονίας, οι πόλεις της Κύπρου, οι πόλεις της Ιωνίας, οι πόλεις της Αιγύπτου και η πόλη της Κυρήνης. Ακόμα από το συμβούλιο εξαιρέθηκαν οι πόλεις της Κριμαίας (Χερσόνησος τότε) και η πόλη της Μασσαλίας λόγο απόστασης. Τελικά παρουσιάστηκαν αντιπρόσωποι από ορισμένες πόλεις του ελλαδικού χώρου και από τις πόλεις της Ιταλίας ήρθε μόνο ένας αντιπρόσωπος εκ μέρους του Γέλωνα τύραννου των Συρακουσών.
Διαφορετικές απόψεις είχανε σχηματιστεί μέχρι να οδηγηθούν οι Έλληνες στο συνέδριο. Η μια άποψη, με επικεφαλής τη Θήβα, ήταν οι Έλληνες να υποταχθούν στους Πέρσες χωρίς αντίσταση. Αυτή την άποψη ενστερνίστηκαν οι Λοκροί, οι Δόλοπες, οι Μαλιείς, οι κάτοικοι της Μαγνησίας και της Φθιώτιδας και το σύνολο των πόλεων της Βοιωτίας εξαιρουμένων των Πλαταιών και των Θεσπιών. Η άλλη άποψη ήταν η τήρηση ουδέτερης στάσης μέχρι να φανεί από τη κάθοδο του Ξέρξη τι προοπτικές και υπέρ αυτής ήταν το Άργος, η Κρήτη, η Κέρκυρα, το βασίλειο της Ηπείρου και η Αχαΐα. Η άποψη της αντίστασης μέχρι εσχάτων ήταν της Σπάρτης, της Αθήνας, των δύο βοιωτικών πόλεων που δεν ακολούθησαν την άποψη της Θήβας, της Κορίνθου και όλης της υπόλοιπης Ελλάδας.
Τέλος οι Συρακούσες αρνήθηκαν να παράσχουν βοήθεια γιατί αντιμετώπιζαν εισβολές Καρχηδονίων ενώ οιΘεσσαλοί δήλωσαν πως θα συμμετάσχουν στην ελληνική συμμαχία μόνο εάν μπορέσουν, οι σύμμαχοι της νοτίου Ελλάδος, να φυλάξουν τα στενά των Τεμπών. Έτσι στο συμβούλιο αποφασίστηκαν τα εξής:
Δημιουργία γραμμής άμυνας στα στενά των Τεμπών με αποστολή δύναμης 10.000 ανδρών υπό τις διαταγές του Θεμιστοκλή του Αθηναίου και του Ευαίνετου του Σπαρτιάτη.
Την ανώτατη ηγεσία στρατού και στόλου να έχει η Σπάρτη με στρατηγό το βασιλιά Λεωνίδα και ναύαρχο τον Ευρυβιάδη.
Να πολεμήσουν μέχρι θανάτου τους Πέρσες εισβολείς.
Να τιμωρήσουν όσους Έλληνες πολεμήσουν στο πλευρό των εισβολέων και να αφιερώσουν στο μαντείο τωνΔελφών το ένα δέκατο των περιουσιών τους.
Στη συνέχεια η άμυνα στα Τέμπη στάθηκε αδύνατη καθώς οι Πέρσες βρήκανε ένα ορεινό πέρασμα και θα κυκλώνανε τις ελληνικές δυνάμεις. Ο βασιλιάς Αλέξανδρος Α' της Μακεδονίας του προειδοποίησε και απέσυραν τις δυνάμεις τους έγκαιρα. Η νέα γραμμή άμυνας ορίστηκε να είναι οι Θερμοπύλες και το Αρτεμίσιο.
Διάταξη των αντιπάλων και μορφολογία του πεδίου
Έτσι, το 480 π.Χ. ο συμμαχικός ελληνικός στρατός με διοικητή τον βασιλιά της Σπάρτης, Λεωνίδα, έφθασε στις Θερμοπύλες. Ο αριθμός των Ελλήνων ήταν 7.000 οπλίτες. Αναλυτικά ήταν 300 Σπαρτιάτες και 1.000 περίοικοι, 500 Μαντινείς, 120 από τον αρκαδικό Ορχομενό, 500 Τεγεάτες, 1.000 Αρκάδες, 400Κορίνθιοι, 200 Φλειάσιοι, 80 Μυκηναίοι, 400 Θηβαίοι υπό την ηγεσία του Λεοντιάδη, 700 Θεσπιείςυπό την ηγεσία του Δημόφιλου, 1.000 Φωκείς και το σύνολο των οπλιτών των Οπούντιων Λοκρών.
Εδώ πρέπει να γίνουν οι εξής διευκρινήσεις. Οι Σπαρτιάτες, όπως και οι Κορίνθιοι, έστειλαν αυτοί τη μικρή δύναμη, των 300 μαχητών, διότι φοβόντουσαν πιθανό χτύπημα στη Σπάρτη από το φιλοπερσικό Άργος ή εξέγερση στην Αχαΐα. Αυτοί οι 300,διαλέχτηκαν ανάμεσα στους πολίτες, που είχανε αφήσει απογόνους για να συνεχιστεί η γραμμή αίματος τους. Οι Αθηναίοι δεν στείλανε δυνάμεις γιατί βρισκόντουσαν καθοδόν από τα Τέμπη και όσοι είχανε απομείνει ήταν πανστρατιά στον αθηναϊκό στόλο στο Αρτεμίσιο. Οι Θηβαίοι και οι Λοκροί αναγκαστήκανε, παρά τις απόψεις τους περί υποταγής στους Πέρσες, να ακολουθήσουνε τον συμμαχικό στρατό όταν αυτός έφτασε μπροστά από τις πόλεις τους ζητώντας τη συνδρομή τους.
Την ηγεσία όλου του πεζικού είχανε ο Μαρδόνιος και ο Τριτανταίχμης, ξαδέρφια του Ξέρξη, ο Μασίστης, μικρότερος αδερφός του βασιλιά, ο Μεγαβύζος και ο Σμερδομένης. Το ιππικό διοικούσαν τα αδέρφια Τίθαιος και Αρμαμίθρας, γίοι του στρατηγού Δάτη, που είχε πάρει μέρος στη Μάχη του Μαραθώνα. Την επίλεκτη προσωπική σωματοφυλακή του Ξέρξη, τους 10.000 «Αθάνατους» διοικουσε ο Υδάρνης.
Ο συμμαχικός ελληνικός στρατός είχε φτάσει στις Θερμοπύλες τέλη Ιουλίου. Δυο μέρες μετά τους Έλληνεςέφτασαν και οι Πέρσες. Οι Πέρσες στρατοπέδευσαν μπροστά από τις Θερμοπύλες, ανάμεσα στους ποταμούςΑσωπό και Μέλανα. Το στενό των Θερμοπυλών είχε τότε 9 χιλιόμετρα μήκος και 12 μέτρα πλάτος. ΟΗρόδοτος παραδίδει ότι ήταν τόσο στενό που πέρναγε μια άμαξα προς μια κατεύθυνση τη φορά. Σήμερα το τοπίο έχει αλλάξει κατά πολύ λόγο των προσχώσεων του Σπερχειού. Στα στενά οι Φωκείς είχανε χτίσει, στα παλαιότερα χρόνια, ένα τείχος για τη προστασία τους από τους Θεσσαλούς ιππείς επιδρομείς. Αυτό το τείχος το αναστήλωσαν οι Έλληνες του Λεωνίδα. Ουσιαστικά ο δρόμος αυτός αναφέρεται ως στενά των Θερμοπυλών γιατί υπήρχανε τρία στενά σειρά.
Συγκεκριμένα το πρώτο στενό (από βορρά προς νότο) ήταν το δυτικότερο στενό της Ανθήλης, τόπος συνάντησης του Αμφικτυονικού συνεδρίου, το δεύτερο στενό ήταν στο σημείο που οι Φωκείς χτίσανε το τείχος και το τρίτο και ανατολικότερο στενό ήταν το στενό των Αλπήνων. Οι Έλληνες στρατοπεδεύσανε πίσω από το τείχος των Φωκέων αλλά μάχες δώσανε και στα 3 στενά του δρόμου. Υπήρχανε και άλλοι δρόμοι προς τη νότια Ελλάδα αλλά ήταν όλα ορεινά και δύσκολα να τα διαβεί ένας μεγάλος στρατός σαν το περσικό. Μοναδική αδυναμία των στενών ήταν το μονοπάτι της Ανόπαιας Ατραπού, ένα μονοπάτι απόκρημνο που ξεκίναγε από τη Τραχίνα και μέσω του όρους Καλλίδρομου έβγαζε στα ανατολικά των Αλπήνων, στα νώτα της θέσης των Ελλήνων. Οι Έλληνες γνώριζαν την ύπαρξη του μονοπατιού ενώ οι Πέρσες όχι και ο μόνος τρόπος για να το διασχίσουν ήταν με τη βοήθεια ενός ντόπιου (όπως και έγινε, βλέπε παρακάτω) αλλά ο Λεωνίδας για να εξασφαλίσει τα νώτα του έθεσε φρουρά. Ακριβώς στην έξοδο της Ανόπαιας στους Αλπήνους έθεσε ως φρουρούς τους 1.000 Φωκείς, που γνωρίζανε τη περιοχή.
Διαπραγματεύσεις
Ο Ξέρξης όντας μπροστά σε έναν συνασπισμό Ελλήνων στις Θερμοπύλες, φαντάστηκε ότι με μια απλή επίδειξη του στρατού του και με τις γνωστές έχθρες μεταξύ των Ελλήνων, ο συμμαχικός στρατός θα διαλυότανε σε λίγες μέρες από μόνους του. Έτσι περίμενε μπροστά στις Θερμοπύλες για τέσσερις μέρες. Ακόμα έστειλε ιππέα ανιχνευτή να ελέγξει πόσες δυνάμεις φρουρούν το πέρασμα. Το τείχος όμως τον εμπόδιζε να δει τους Έλληνες. Μόνο τους Σπαρτιάτες διέκρινε που είχανε στρατοπεδεύσει μπροστά από το τείχος. Αφού παρήλθανε οι τέσσερις ημέρες και ενώ ο στόλος του στο Αρτεμίσιο δεχότανε συνεχόμενες ήττες αποφάσισε να στείλει κήρυκες να ζητήσουν τη παράδοση των όπλων των Ελλήνων. Τη πρώτη φορά ο Τραχίνιος που συνόδευε τον Πέρση κήρυκα είπε ότι τα βέλη των Μήδων είναι τόσα που θα καλύψουν τον ήλιο. Τότε ένας γνωστός Σπαρτιάτης ονόματι Διηνέκης είπε λακωνικά: «Ωραία, τότε θα πολεμήσουμε υπό σκιά». Γυρνώντας άπρακτοι λοιπόν τους ξανά έστειλε ο Ξέρξης με τη διαταγή να υποσχεθούν πολύ πλούσια ανταλλάγματα στονΛεωνίδα για να παραδώσει τα όπλα του. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς έδωσε την ηρωικότερη των φράσεων,«μολών λαβέ» (έλα να τα πάρεις).
Έναρξη των συγκρούσεων
Yστερα από αναμονή πέντε ημερών και δεχόμενος αυτήν την απάντηση ο Ξέρξης έχασε την υπομονή του. Διέταξε να επιτεθούν πρώτα οι Μήδοι, γνωστοί για την ανδρειοσύνη τους, μαζί με τους Κίσσιους ενώ να τους υποστηρίξουν οι στρατιώτες που ήταν συγγενείς των νεκρών της μάχης του Μαραθώνα. Με αυτό τον τρόπο ήθελε να πολεμήσουν οι Πέρσες με πάθος για εκδίκηση. Λόγω της στενότητας του περάσματος, οι Πέρσες διοικητές κάθε τμήματος, δεν μπορούσανε να στείλουν όλο τον στρατό που διοικούσανε για να δώσει μάχη με τους Έλληνες αλλά στέλνανε κύματα μαχητών κάθε φορά. Οι Έλληνες παρατάχθηκαν στο πρώτο στενό να δώσουν τη μάχη και συγκεκριμένα στη πρώτη γραμμή παρατάχθηκαν οι Οπούντιοι Λοκροί.
Ο τρόπος μάχης δόθηκε ως εξής. Οι Πέρσες στέλνανε συνεχόμενα τμήματα στρατού ώστε να καταπονήσουν τους λιγότερους Έλληνες. Αντίστοιχα οι Έλληνες είχανε χωριστεί κατά τμήματα, κατά πόλεις, ενώ πήρανε θέσεις το ένα τμήμα πίσω από το άλλο. Έτσι όταν το τμήμα που πολεμούσε είχε πολλές απώλειες ή είχε κουραστεί αποσυρότανε πίσω και τη θέση του έπαιρνε το επόμενο τμήμα. Οι Έλληνες συνηθισμένοι να πολεμούν σε διάταξη φάλαγγας είχανε εκπαιδευτεί στους γρήγορους και συντονισμένους ελιγμούς ολόκληρων στρατών και η εναλλαγή αυτή, των τμημάτων, ήταν ένας από τους ευκολότερους ελιγμούς στον οποίο εκπαιδευόντουσαν.
Ο οπλισμός ήταν επίσης ένα πλεονέκτημα των Ελλήνων. Οι Πέρσες είχαν πάρα πολύ ελαφρύ οπλισμό, σχεδόν ανύπαρκτη πανοπλία και η ασπίδα τους ήταν σχεδόν ολόκληρη ψάθινη. Αντίθετα ο Έλληνας φαλαγγίτης είχε πολύ βαρύ οπλισμό με μόνα τα μάτια τους φαινόντουσαν κάτω από τις σχισμές της περικεφαλαίας και το υπόλοιπο σώμα καλυπτόταν από θώρακα, κνημίδες, περιβραχιόνια και μια μεγάλη στρογγυλή ορειχάλκινηασπίδα. Ακόμα το δόρυ τους ήταν μακρύτερο από των αντιπάλων τους και όταν έπεφτε πάνω σε περσική ασπίδα, την διαπερνούσε και χτύπαγε τον άνθρωπο που βρισκόταν από πίσω.
Όσο περνούσε η ώρα, η ορμή των αλαζονικών Μήδων ανακόπηκε, δημιουργώντας ένα κύμα υποχωρούντων ανατολιτών. Βλέποντας αυτά ο Ξέρξης στην τελευταία μάχη της πρώτης ημέρας αποφάσισε να στείλει στην μάχη την προσωπική του φρουρά, τους «Αθάνατους» με τον ίδιο τον Υδάρνη επικεφαλή. Ο Λεωνίδας έθεσε τους Σπαρτιάτες ως πρώτο τμήμα που θα αντιμετώπιζε τους «Αθάνατους» και εφάρμοσε τον αμυντικό-επιθετικό σχηματισμό φάλαγγας. Το σχέδιο προέβλεπε κίνηση των 300 προς τα εμπρός στη πρώτη φάση δηλαδή στο πρώτο στενό, φάση επίθεσης, την κίνηση προς τα πίσω ύστερα δηλαδή στο δεύτερο στενό μπροστά από το τείχος, φάση τακτικής υποχώρησης, ενώ τέλος αιφνιδιαστική κίνηση προς τα εμπρός, φάση αντεπίθεσης. Με αυτό τον τρόπο οι Σπαρτιάτες προσποιούνταν ότι υποχωρούσανε τραβώντας, παρασύροντας πολλούς Πέρσες στη θανατηφόρα παγίδα, ενώ ύστερα ανέστρεφαν το μέτωπο δίνοντας άλλη μια σφοδρή σύγκρουση με της ασπίδες τους πάνω στο μέτωπο των ελαφροντυμένων Περσών. Ο ελιγμός εκτελέστηκε άριστα και πολλοί από τους επίλεκτους Πέρσες βρέθηκαν νεκροί. Αποτέλεσμα ήταν να τους τρέψουν σε άτακτη φυγή ενώ πολλοί από αυτούς έπεφταν από τον γκρεμό στη θάλασσα, λόγο του της στενότητας του εδάφους και της πίεσης που ασκούσανε οι πάνοπλοι Σπαρτιάτες. Ο Ηρόδοτος παραδίδει ότι ο Ξέρξης αντικρίζοντας το επίλεκτο σώμα να υποχωρεί αναπήδησε τρεις φορές στο θρόνο του, από όπου παρακολουθούσε τον όλο αγώνα.
Η επόμενη μέρα στα στενά, έκτη μέρα από όταν έφτασαν οι Πέρσες και δεύτερη μέρα συγκρούσεων, βρήκε τους Έλληνες με ηθικό ακμαίο. Ο Ξέρξης έστειλε κατά κύματα τους στρατιώτες του χωρίς διακοπή μέχρι να πέσει ο ήλιος. Ήθελε να κουράσει τους Έλληνες. Μέχρι και το μεσημέρι, τα τμήματα των Ελλήνων εναλλάσσανε τη πρώτη θέση για να ξεκουραστούν οι μαχητές που πολεμούσανε. Όμως από το μεσημέρι και έπειτα, όπως μας παραδίδει ο Διόδωρος, τα τμήματα της πρώτης γραμμής αρνήθηκαν να αλλάξουν με τα ξεκούραστα γιατί είχανε σκοτώσει ήδη πολλούς βάρβαρους και η δίψα τους για να πραγματοποιήσουν και άλλες πράξεις ανδρείας δεν είχε σβήσει. Ο περσικός στρατός υποχώρησε για άλλη μια φορά άπραγος και νικημένος. Μετά το τέλος της δεύτερης μάχης δόθηκαν αριστεία. Οι ηρωικότερη όλων ήταν οι ΣπαρτιάτεςΔιηνέκης, που έδωσε και τη περίφημη απάντηση περί σκιάς, οι Αλφεός και Μάρων, γιοι του Ορσίφαντου και ο Θεσπιέας Διθύραμβος του Αρματίδη.
Η προδοσία
Αγανακτισμένος ο Ξέρξης συγκάλεσε συμβούλιο. Τότε ένας Έλληνας που γνώριζε τη περιοχή, ο Εφιάλτηςτου Ευρυδήμου, παρουσιάστηκε μπροστά στο Ξέρξη. Του δήλωσε ότι γνώριζε ένα κρυφό πέρασμα πίσω από τις γραμμές των Ελλήνων και ότι μπορούσε ο ίδιος να οδηγήσει εκεί το στρατό του έναντι αδράς χρηματικής αμοιβής. Ο Ξέρξης συμφώνησε και ζήτησε από τον Υδάρνη να πάρει τους «Αθάνατους» και όσους άνδρες κρίνει απαραίτητο και να ακολουθήσει τον Εφιάλτη. Με 20.000 άνδρες ο Υδάρνης και ο Εφιάλτης ξεκινήσανε βράδυ. Όλη τη νύχτα διασχίζανε την Ανοπαία Ατραπό, καλυμμένοι από βελανιδιές. Λίγο πριν χαράξει έφτασαν στην έξοδο, εκεί που βρισκόντουσαν οι Φωκείς. Αυτοί μόλις που είχανε αντιληφθεί τους Πέρσες και δεν είχανε λάβει τις κατάλληλες θέσεις. Οι Πέρσες με τα τόξα τους κρατούσανε τους Φωκείς μακριά τους, λόγο του ανώμαλου εδάφους. Ο διοικητής της ελληνικής φρουράς, διέταξε να υποχωρήσουν σε υψηλότερο σημείο ώστε να μην τους φτάνουν τα εχθρικά βέλη αλλά και αναγκάζοντας τους Πέρσες να τους ακολουθήσουν. Ο Υδάρνης όμως άφησε μια φρουρά να κυκλώσει τους Φωκείς στο ύψωμα και οι υπόλοιποι Πέρσες κατηφόρισαν για να βρεθούν στα νώτα των Ελλήνων.
Η είδηση φτάνει στο στρατόπεδο των Ελλήνων
Όταν το πρωινό εκείνο ο μάντης Μεγιστίας, στο στρατόπεδο των Ελλήνων, έκανε τις συνηθισμένες θυσίες, είδε δυσοίωνα μηνύματα. Ο θάνατος, είπε, θα ερχότανε σήμερα να βρει τους υπερασπιστές τωνΘερμοπυλών. Ύστερα από λίγο ένας Έλληνας αποστάτησε από το στρατόπεδο του Ξέρξη και πήγε στον Λεωνίδα να τον προειδοποιήσει για τη κίνηση του Υδάρνη, ο Έλληνας αυτός ήτανε ο Τυρραστιάδης από τηνΚύμη. Οι «ημεροσκόποι» του Έλληνα βασιλιά, επιβεβαίωσαν την είδηση. Ένα απόσπασμα εχθρών έκανε κυκλωτική κίνηση. Αμέσως ο Λεωνίδας συγκάλεσε συμβούλιο. Εκεί αποφασίστηκαν τα εξής:
Κάθε ελληνική πόλη θα απέσυρε τις δυνάμεις τις διότι θα ήταν ανούσιο να χαθούνε τόσοι μαχητές την ώρα που, αφού ήταν προδιαγεγραμμένη η ήττα τους, μπορούσανε να δώσουνε μάχη σε άλλο σημείο εναντίον των Περσών.
Όσο οι σύμμαχοι Έλληνες θα αποσύρανε τις δυνάμεις τους, το στενό θα το κρατούσανε οι 300 Σπαρτιάτες.
Οι 700 Θεσπιείς κάνοντας αναφορά στον κοινό πρόγονο των Λακεδαιμονίων και των ίδιων, τον ημίθεοΗρακλή, δήλωσαν ότι δεν εγκαταλείπουν τις θέσεις τους. Ο Λεωνίδας καθώς πολλοί από αυτούς είχανε διακριθεί, για τη γενναιότητα τους, στη μάχη δέχθηκε τη προσφορά τους να μείνουν στο πλευρό των 300.
Ο Λεωνίδας δεν άφησε από τα στενά, να αποχωρήσουν, οι 400 Θηβαίοι. Γνωρίζοντας ότι η Θήβα είχε φιλοπερσικά αισθήματα φοβήθηκε μήπως προξενούσανε προβλήματα στην υποχώρηση των υπολοίπων Ελλήνων και τους κράτησε μαζί του για ασφάλεια των υποχωρούντων αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά το μεγαλείο της ευφυΐας του και συμπόνιας προς τους συμμάχους του.
Ταυτόχρονα δόθηκε εντολή στον σύνδεσμο, του ελληνικού στρατού με τον στόλο στο Αρτεμίσιο, τον Αμβρώνιχος του Λυσικλέους από την Αθήνα, σε περίπτωση που δεν έμενε ζωντανός κανένας στο στενό των Θερμοπυλών να διατάξει υποχώρηση του στόλου στη Σαλαμίνα.
Μάταια ο Κορίνθιος διοικητής προσπαθούσε να μεταπείσει, τον Λεωνίδα, να υποχωρήσει και αυτός μαζί τους. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς είχε πάρει την απόφαση του. Εκτός αυτού ένας χρησμός της Πυθίας είχε πει ότι η Σπάρτη για να σωθεί πρέπει να θυσιάσει έναν βασιλιά της. Ο Λεωνίδας θεωρούσε ότι έπρεπε να θυσιαστεί για να σωθεί η πατρίδα του. Κάποιος όμως έπρεπε να μεταφέρει τα νέα και στη Γερουσία στη Σπάρτη. Ο Λεωνίδας επέλεξε τους Σπαρτιάτες Εύρυτο και Αριστόδημο. Όταν υποχώρησαν τα στρατεύματα των Ελλήνων, ο Εύρυτος δεν άντεξε να εγκαταλείψει τους συντρόφους του και γύρισε πίσω και πέθανε μαζί τους. Ο Αριστόδημος είτε επειδή είχε να μεταφέρει το μήνυμα είτε επειδή φοβότανε το τέλος του πήγε στη Σπάρτη. Εκεί αντιμετώπισε τη περιφρόνηση των συμπατριωτών του επειδή εγκατέλειψε το βασιλιά τους. Όμως στη μάχη των Πλαταιών αυτός ο Σπαρτιάτης επέδειξε ιδιαίτερη γενναιότητα και στο τέλος βρήκε και το θάνατο εκεί τιμημένος και απελευθερωμένος από τις κατηγορίες που του προσέδιδαν. Ο μάντης Μεγιστίας έδιωξε το μοναδικό του γιο και ο ίδιος στάθηκε στο πλευρό του Λεωνίδα μέχρι τέλους. Έτσι ο Σπαρτιάτης βασιλιάς με 1.400 άνδρες, ο αριθμός κανονικά πρέπει να είναι ελαφρώς μειωμένος άμα υπολογιστούν και οι απώλειες των δυο προηγούμενων μαχών τις οποίες όμως δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια, έμεινε στα στενά
Η τρίτη και τελευταία μάχη
Ο Ξέρξης έδωσε εντολή για επίθεση λίγο μετά τις δέκα το πρωί στις 4 του Αυγούστου του 480 π.Χ. ΟιΈλληνες δεν στάθηκαν να πολεμήσουν στο στενό χώρο αλλά βγήκανε σε σχηματισμό φάλαγγα στον ανοιχτό χώρο. Οι περσικές δυνάμεις τους κύκλωσαν και άρχισε μια άγρια μάχη. Ο ηρωισμός των Ελλήνων έφτασε στα όρια του, σκοτώνοντας μάλιστα και πολλούς Πέρσες ευγενείς όπως τα ξαδέρφια του Ξέρξη, Αβροκόμα και Υπεράνθη, ώσπου σε μια στιγμή ο βασιλιάς Λεωνίδας έπεσε νεκρός. Τέσσερις φορές προσπάθησαν οιΠέρσες να πάρουν το σώμα του, αλλά και τις τέσσερις προστατεύτηκε από τους Σπαρτιάτες οι οποίοι κατόρθωσαν και πήραν πίσω το σώμα του βασιλιά τους. Τότε φάνηκε ο Υδάρνης από τα νώτα των Ελλήνων και ξεκίνησε μια πιο άγρια σφαγή με τους Έλληνες να υποχωρούν γύρω από το λόφο του Κολωνού όπου οι Έλληνες συνέχισαν να μάχονται με νύχια και με δόντια, αφού όλα τα όπλα τους είχαν σπάσει, όπως παραδίδει ο Ηρόδοτος στο κείμενο του. Ο Ξέρξης φοβούμενος κι άλλες απώλειες διέταξε τους τοξότες του να σκοτώσουν τους Έλληνες οι οποίοι εξαντλημένοι σκοτώθηκαν μέχρι και τον τελευταίο πίσω από το λόφο Κολωνό. Οι μόνοι που παραδόθηκαν είναι οι Θηβαίοι που δήλωσαν πως «μηδίζουν» και υπακούουν στη θέληση του μέγα βασιλιά της Περσίας. Αλλά αυτοί αντιμετώπισαν το σκληρό πρόσωπο του Ξέρξη, αφού όλοι σφραγίστηκαν στο μέτωπο με τα βασιλικά στίγματα, που δήλωναν τους δειλούς στο πεδίο της μάχης.
Το τέλος της μάχης
Το τέλος της μάχης βρήκε τον Εφιάλτη και τον Υδάρνη πλούσιους από τα δώρα του Ξέρξη, τουςΘηβαίους ατιμασμένους, το περσικό στρατό δοξασμένο για την «νίκη» του, τον μισό ελληνικό στρατό σφαγιασμένο και τον υπόλοιπο υποχωρούντα μπροστά στη κοσμοπλημμύρα των Περσών. Μια τελευταία λεπτομέρεια έμενε να ολοκληρώσει, ο σκληρός Πέρσης ηγεμόνας, τον θρίαμβο του. Διέταξε να βρουν το σώμα του Λεωνίδα και να του το φέρουν μπροστά του. Όταν βρέθηκε και το αναγνώρισε και ο Δημάρατος, διέταξε να το αποκεφαλίσουν και να καρφώσουν το κεφάλι του Λεωνίδα σε έναν πάσσαλο να θυμίζει σε όλους τι παθαίνουν αυτοί που αρνούνται αχάριστα, τις προσφορές του. Αργότερα οι Σπαρτιάτες πήρανε το ακέφαλο σώμα του Λεωνίδα και το θάψανε. Πιθανώς κάποιοι Έλληνες του στρατοπέδου του Ξέρξη, βρήκανε κάποια ευκαιρία και το πήρανε και το παραδώσανε στον Παυσανία μετά τη μάχη των Πλαταιών.
Ο Ξέρξης συγκάλεσε συμβούλιο για την επόμενη κίνηση του. Ο Δημάρατος τον συμβούλευσε να στείλει πλοία από το στόλο του στα Κύθηρα και από εκεί να παρενοχλεί τους Σπαρτιάτες ώστε να μην βοηθήσουν τους υπόλοιπους Έλληνες όσο ο στρατός του θα κατακτούσε την Αθήνα και τον Ισθμό της Κορίνθου. Σήμερα οι ιστορικοί κρίνουν τη σκέψη αυτή του Δημάρατου ως στρατηγικά ορθή. Όμως ο αδερφός του Ξέρξη, Αχαιμένης, αλλά και η βασίλισσα της Αλικαρνασσού Αρτεμισία, φοβούμενοι την ολοένα και μεγαλύτερη εύνοια που κέρδιζε ο Δημάρατος πρότειναν να μην χωριστεί ο στρατός από το στόλο και να συνεχίσουν μαζί ως την Αθήνα και πρότειναν ως επιχείρημα ότι ο στόλος είναι απαραίτητος για να επικοινωνούν με την Περσία. Ο Ξέρξης, ευτυχώς για τους Έλληνες, ασπάστηκε την άποψη του αδερφού του και της Αρτεμισίας και έτσι συνέχισαν την κάθοδο τους.
Υστεροφημία
Έπειτα από αυτά, στο πεδίο της μάχης των Θερμοπυλών στήθηκε μία επιγραφή που έγραφε: «ὦ ξεῖν᾽, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι.» που σημαίνει: «Ω ξένε, ανάγγειλε στους Λακεδαιμόνιους, ότι εδώ κειτόμαστε (νεκροί), πιστοί στο καθήκον που μας ανέθεσαν.»
Από το τέλος εκείνης της πολύνεκρης μάχης, μέχρι και σήμερα, η θυσία του Λεωνίδα και τόσων αντρών, σε εκείνο το σημείο, αποτελεί λαμπρό παράδειγμα ηρωισμού και αλτρουισμού. Η θυσία αυτή έγινε αντικείμενο εξύψωσης ηθικού πολλών στρατών από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική εποχή μέχρι και το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρχαίοι και νεώτεροι συγγραφείς έχουν χρησιμοποιήσει την μάχη των Θερμοπυλών ως εξαιρετικό παράδειγμα ανδρείας, αυτοθυσίας και άκαμπτης πίστης ενάντια σε δυσμενείς περιστάσεις. Οι επιδώσεις που επέδειξαν οι αμυνόμενοι της μάχης των Θερμοπυλών, κάτω από αντίξοες συνθήκες, έχουν χρησιμοποιηθεί ως αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης και σχολιασμού σε θέματα εκπαίδευσης, εξοπλισμού στρατού, εκμετάλλευσης των φυσικών τοποθεσιών. Παράγοντες, που με την σωστή χρήση τους αποτελούν πολλαπλασιαστές ισχύος στο πεδίο της μάχης, για την πλευρά που τα επωφελείται.
Συνέχεια
Ύστερα από αυτή την νίκη του Περσικού στρατού, ο Ξέρξης κατηφόρισε προς Αθήνα την οποία και κατέστρεψε ολοσχερώς και έκαψε. Οι Αθηναίοι είχαν καταφύγει στην Σαλαμίνα απ' όπου και έβλεπαν την πόλη τους να καίγεται, ενώ με αρχηγό τον Θεμιστοκλή προετοιμαζόντουσαν για ναυμαχία. Στην επακόλουθη ναυμαχία της Σαλαμίνας, το 90% του στόλου των Περσών καταστράφηκε ενώ ο συμμαχικός στόλος είχε πολύ μικρές απώλειες. Ο Ξέρξης έφυγε για την χώρα του με πλοίο για να βγάλει τον χειμώνα αφήνοντας πίσω του τον Μαρδόνιο με τον υπόλοιπο στρατό για να ξαναντιμετωπίσει τους Έλληνες την άνοιξη του 479 π.Χ. στη μάχη των Πλαταιών που ήταν και η τελευταία των Περσικών πολέμων.
Σημειώσεις
Στα νέα ελληνικά η φράση «μολών λαβέ» αποδίδεται: έλα να τα πάρεις. Αυτή η απόδοση χρησιμοποιήθηκε σε αφίσες και στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940.
Οι Σπαρτιάτες ήταν οι καλύτεροι μαχητές του αρχαίου κόσμου, και αυτό πήγαζε απο το γεγονός οτι απο μικρά παιδιά είχαν εκπαιδευτεί στην τέχνη του πολέμου και φυσικά είχαν λάβει μέρος και σε πάρα πολλές μαχες την περίοδο εκείνη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια τέλεια συνεργασία μεταξύ των στίχων τηςφάλαγγας.
Η φρουρά των «Αθανάτων» ονομάζονταν έτσι διότι μόλις πέθαινε κάποιος από τα μέλη της στη μάχη τον αντικαθιστούσε αμέσως κάποιος άλλος με αποτέλεσμα ο αριθμός τους να παραμένει πάντα σταθερός, στους 10.000 άνδρες.
Ο Δημάρατος ήταν βασιλιάς της Σπάρτης που εξορίστηκε και βρήκε καταφύγιο στην αυτοκρατορική αυλή του Ξέρξη. Ήθελε να ανακτήσει το θρόνο του πίσω για αυτό του έδινε πάντοτε ορθές συμβουλές. Όταν τον ρώτησε ο Ξέρξης γιατί οι Σπαρτιάτες καλλωπίζονται και εάν υπάρχει πιθανότητα οι Έλληνες να υποχωρήσουν μπροστά στη δύναμη του περσικού στρατού. Ο Δημάρατος του απάντησε ότι το έχουν έθιμο οι Σπαρτιάτες πριν πάνε στη μάχη να περιποιούνται το σώμα τους και πιο πολύ τα μαλλιά τους μήπως και πεθάνουν πάνω στη μάχη. Κάθε μάχη οι Σπαρτιάτες την αντιμετωπίζουν ως τελευταία. Στο ερώτημα εάν οι Έλληνες υποχωρήσουν του θύμισε ότι όταν θέλει να καταπνίξει μια εξέγερση πάντα χρησιμοποιεί τους Έλληνες μισθοφόρους και ποτέ δεν τον έχουν απογοητεύσει, γιατί λοιπόν να το κάνουν τώρα.
Πηγές
Οι περισσότερες πληροφορίες που διασώζονται σχετικά με την Μάχη, προέρχονται από τον Έλληνα ιστορικό Ηρόδοτο, από τις «Ιστορίες» του. Σε ορισμένα σημεία ίσως φαίνεται να υπερβάλλει, ακόμη και σε σχέση με άλλους αρχαίους συγγραφείς. Όμως πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα τείνουν να δικαιώνουν τις απόψεις του.
Γαρουφάλης Δ., ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ, εκδόσεις ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ, 2003
ΗΡΟΔΟΤΟΥ, Η Ιστορία Των Περσικών Πολέμων, μετάφραδη Βλάχου Ν., εκδόσεις Ωκεανίδα, 2005
Ηρόδοτος, Ιστορίαι, βιβλία 1-9, μετάφραση Πανέτσος Ε., εκδόσεις Ζαχαρόπουλος/ βιβλία V-IX, μετάφραση Σπυρόπουλος Η., εκδόσεις Γκοβόστη, 1995
Κωτούλας Ι., Μπελέζος Δ., ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, σειρά Μεγάλες Μάχες, ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ, εκδόσεις ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ, 2005
Η Αθήνα και η Ερέτρια είχαν υποστηρίξει την Ιωνική Επανάσταση, κατά του Πέρση βασιλιά Δαρείου Α'(499-494 π.χ.), γεγονός που τον εξόργισε και αποφάσισε να εκδικηθεί αυτές τις πόλεις. Παράλληλα απέβλεπε στην δυνατότητα να επεκτείνει και την Αυτοκρατορία του προς δυτικά. Η πρώτη εκστρατεία, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Μαρδόνιος, το 492 π.Χ. κατέληξε στην κατάληψη της Θράκης και στην υποτέλεια τηςΜακεδονίας.
Το 491 π.Χ. εστάλησαν πρεσβείες στις ελληνικές πόλεις απαιτώντας «γη και ύδωρ», δηλαδή την παράδοση τους με αντάλλαγμα την μη εξόντωση των κατοίκων. Σε κάποιες πόλεις ο όρος αυτός έγινε δεκτός, όμως στην Αθήνα οι Πέρσες πρεσβευτές κρίθηκαν καταδικαστέοι και εκτελέστηκαν, στην Σπάρτη δε τους έπνιξαν σε πηγάδι.
Ο Δαρείος οργάνωσε εκστρατεία μέσω θαλάσσης, με επικεφαλής τον Δάτη και τον Αρταφέρνη το 490 π.Χ., αρχικά κατελήφθη η Νάξος και αμέσως μετά η Ερέτρια, η οποία και καταστράφηκε ολοσχερώς. Επόμενος στόχος ήταν η κατάληψη της Αθήνας. Ο περσικός στρατός αποβιβάστηκε στην περιοχή του Μαραθώνα, όπου τον αντιμετώπισε ο κατά πολύ μικρότερος σε αριθμούς στρατός των Αθηναίων. Στην Μάχη του Μαραθώνα, οι Αθηναίοι κατάφεραν περιφανή νίκη, τερματίζοντας τα περσικά σχέδια.
Ο Δαρείος όμως άρχισε να συγκεντρώνει στρατό για να ετοιμάσει πιο μαζική εκστρατεία κατά της Αθήνας, αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας. Έτσι μάζευε τους καλύτερους πολεμιστές από όλες τις επαρχίες της Περσικής αυτοκρατορίας και τους εκπαίδευσε ειδικά για την εκστρατεία αυτή. Παράλληλα, στην Αθήνα ο αρχιτέκτονας της νίκης στο Μαραθώνα, στρατηγός Μιλτιάδης, οργάνωσε εκστρατεία εναντίον της Πάρου που είχε «μηδίσει». Η εκστρατεία οδηγήθηκε σε αποτυχία με αποτέλεσμα ο Μιλτιάδης να χάσει τη θέση του ως επικεφαλής πολιτικός της Αθήνας, τη περιουσία του και τέλος τη ζωή του. Νέα πολιτική φιγούρα, μετά τη καταδίκη του Μιλτιάδη, αναδείχθηκε ο Θεμιστοκλής. Και στη Σπάρτη η αλλαγές στην ηγεσία ήταν σημαντικές καθώς ο Κλεομένης φυλακίστηκε και νέος βασιλιάς χρίστηκε ο Λεωνίδας. Ταυτόχρονα στη Θήβα, στοΆργος, στην Αίγινα και στις πόλεις της Αχαΐας η φιλοπερσική μερίδα των πολιτικών κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Εν τω μεταξύ ο Δαρείος πέθανε και τον διαδέχτηκε ο γιος του Ξέρξης, ο οποίος συνέχισε την στρατολόγηση των ανδρών της αυτοκρατορίας με μεγαλύτερους ρυθμούς αφού πρώτα κατέπνιξε δυο επαναστάσεις.
Περίπου το 484 π.Χ. ο βασιλιάς Ξέρξης ξεκινά από την Μικρά Ασία για την κατάκτηση της Ελλάδας και την καταστροφή της Αθήνας. Όταν έφτασε στον Ελλήσποντο έφτιαξε μια γέφυρα από πλοία του στόλου του ώστε να περάσει ο υπόλοιπος στρατός και το ιππικό του.
Ο στρατός του Ξέρξη
Το μέγεθος του στρατού του Πέρση αυτοκράτορα έχει γίνει αντικείμενο σοβαρής μελέτης από σύγχρονους ιστορικούς καθώς οι αριθμοί που παραδίδει ο Ηρόδοτος φαίνονται υπερβολικοί. Συγκεκριμένα Ηρόδοτοςαναφέρει ότι ο περσικός στρατός, πεζικό και ιππικό, αριθμούσε 5.283.220 άνδρες[1] και 100.000 βοηθητικό προσωπικό και 1.207 πλοία ενώ ο Κορνήλιος Νέπως αναφέρει 700.000 πεζούς και 400.000 ιππείς. Οι υπόλοιποι αρχαίοι και μεσαιωνικοί ιστορικοί είτε αντιγράφουν αυτούς τους αριθμούς είτε υπολογίζουν δικούς τους ελαφρώς πιο μειωμένους.
Έχουν γραφτεί μελέτες και βιβλία που υποστηρίζουν φρουρές που ενδεχομένως άφησε ο Ξέρξης στηΘράκη, στον Ελλήσποντο, στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία. Όμως κανένα γραπτό κείμενο δεν μαρτυράει μεγάλες περσικές φρουρές σε αυτές τις περιοχές και δη μόνιμες καθώς ακόμα δεν είχε δημιουργηθεί σατραπεία για τη διοίκηση αυτών των περιοχών. Είναι πιθανό ο Ξέρξης να άφησε δυνάμεις σε αυτές τις περιοχές αλλά σύμφωνα με εκτιμήσεις καμία από αυτές δεν ξεπερνούσε τους 10.000 άνδρες. Στην εκτίμηση αυτού του αριθμού πρέπει να υπολογιστεί ότι ο Ξέρξης είχε πάρει μαζί του, στη κάθοδο προς τηΠελοπόννησο, στρατιωτικές δυνάμεις από τη Μακεδονία με τον βασιλιά τους τον Αλέξανδρο, από τη Θεσσαλία με διοικητές ευγενείς της περιοχής καθώς και ορισμένους κάτοικους της Θράκης. Συνεπώς δεν υπήρχε κάποια σοβαρή δύναμη στα νώτα του για να απειλήσει το στράτευμα.
Η πιο κοντινή, στη πραγματικότητα υπόθεση, είναι αυτή των 600.000 ανδρών και 800 πλοίων ενώ σε αυτούς τους αριθμούς δεν έχουν υπολογιστεί οι βοηθητικοί άνδρες και τα επικουρικά πλοία. Οι αριθμοί αυτοί προέκυψαν ύστερα από μελέτες ειδικών και πάνω στις απώλειες που είχανε οι Πέρσες σε όλη την εκστρατεία τους. Μετά το πέρασμα του Ξέρξη και από τις Θερμοπύλες πρέπει να υπολογίσουμε επιπλέον και τις δυνάμεις των κατοίκων της Βοιωτίας και τις Φθιώτιδας, με επικεφαλής τους Θηβαίους, που ενίσχυσαν το στρατό του Πέρση μονάρχη.
Η στάση των Ελλήνων
Οι Έλληνες το φθινόπωρο του 481 π.Χ. συγκάλεσαν πανελλήνιο συμβούλιο στο ναό του Ποσειδώνα στηΚόρινθο. Τη σύγκληση του συμβουλίου αποφάσισαν η Σπάρτη με την Αθήνα και προσκάλεσαν όλες τις ελληνικές πόλεις και βασίλεια εκτός αυτών που ήταν ήδη υποταγμένα, δηλαδή το βασίλειο της Μακεδονίας, οι πόλεις της Κύπρου, οι πόλεις της Ιωνίας, οι πόλεις της Αιγύπτου και η πόλη της Κυρήνης. Ακόμα από το συμβούλιο εξαιρέθηκαν οι πόλεις της Κριμαίας (Χερσόνησος τότε) και η πόλη της Μασσαλίας λόγο απόστασης. Τελικά παρουσιάστηκαν αντιπρόσωποι από ορισμένες πόλεις του ελλαδικού χώρου και από τις πόλεις της Ιταλίας ήρθε μόνο ένας αντιπρόσωπος εκ μέρους του Γέλωνα τύραννου των Συρακουσών.
Διαφορετικές απόψεις είχανε σχηματιστεί μέχρι να οδηγηθούν οι Έλληνες στο συνέδριο. Η μια άποψη, με επικεφαλής τη Θήβα, ήταν οι Έλληνες να υποταχθούν στους Πέρσες χωρίς αντίσταση. Αυτή την άποψη ενστερνίστηκαν οι Λοκροί, οι Δόλοπες, οι Μαλιείς, οι κάτοικοι της Μαγνησίας και της Φθιώτιδας και το σύνολο των πόλεων της Βοιωτίας εξαιρουμένων των Πλαταιών και των Θεσπιών. Η άλλη άποψη ήταν η τήρηση ουδέτερης στάσης μέχρι να φανεί από τη κάθοδο του Ξέρξη τι προοπτικές και υπέρ αυτής ήταν το Άργος, η Κρήτη, η Κέρκυρα, το βασίλειο της Ηπείρου και η Αχαΐα. Η άποψη της αντίστασης μέχρι εσχάτων ήταν της Σπάρτης, της Αθήνας, των δύο βοιωτικών πόλεων που δεν ακολούθησαν την άποψη της Θήβας, της Κορίνθου και όλης της υπόλοιπης Ελλάδας.
Τέλος οι Συρακούσες αρνήθηκαν να παράσχουν βοήθεια γιατί αντιμετώπιζαν εισβολές Καρχηδονίων ενώ οιΘεσσαλοί δήλωσαν πως θα συμμετάσχουν στην ελληνική συμμαχία μόνο εάν μπορέσουν, οι σύμμαχοι της νοτίου Ελλάδος, να φυλάξουν τα στενά των Τεμπών. Έτσι στο συμβούλιο αποφασίστηκαν τα εξής:
Δημιουργία γραμμής άμυνας στα στενά των Τεμπών με αποστολή δύναμης 10.000 ανδρών υπό τις διαταγές του Θεμιστοκλή του Αθηναίου και του Ευαίνετου του Σπαρτιάτη.
Την ανώτατη ηγεσία στρατού και στόλου να έχει η Σπάρτη με στρατηγό το βασιλιά Λεωνίδα και ναύαρχο τον Ευρυβιάδη.
Να πολεμήσουν μέχρι θανάτου τους Πέρσες εισβολείς.
Να τιμωρήσουν όσους Έλληνες πολεμήσουν στο πλευρό των εισβολέων και να αφιερώσουν στο μαντείο τωνΔελφών το ένα δέκατο των περιουσιών τους.
Στη συνέχεια η άμυνα στα Τέμπη στάθηκε αδύνατη καθώς οι Πέρσες βρήκανε ένα ορεινό πέρασμα και θα κυκλώνανε τις ελληνικές δυνάμεις. Ο βασιλιάς Αλέξανδρος Α' της Μακεδονίας του προειδοποίησε και απέσυραν τις δυνάμεις τους έγκαιρα. Η νέα γραμμή άμυνας ορίστηκε να είναι οι Θερμοπύλες και το Αρτεμίσιο.
Διάταξη των αντιπάλων και μορφολογία του πεδίου
Έτσι, το 480 π.Χ. ο συμμαχικός ελληνικός στρατός με διοικητή τον βασιλιά της Σπάρτης, Λεωνίδα, έφθασε στις Θερμοπύλες. Ο αριθμός των Ελλήνων ήταν 7.000 οπλίτες. Αναλυτικά ήταν 300 Σπαρτιάτες και 1.000 περίοικοι, 500 Μαντινείς, 120 από τον αρκαδικό Ορχομενό, 500 Τεγεάτες, 1.000 Αρκάδες, 400Κορίνθιοι, 200 Φλειάσιοι, 80 Μυκηναίοι, 400 Θηβαίοι υπό την ηγεσία του Λεοντιάδη, 700 Θεσπιείςυπό την ηγεσία του Δημόφιλου, 1.000 Φωκείς και το σύνολο των οπλιτών των Οπούντιων Λοκρών.
Εδώ πρέπει να γίνουν οι εξής διευκρινήσεις. Οι Σπαρτιάτες, όπως και οι Κορίνθιοι, έστειλαν αυτοί τη μικρή δύναμη, των 300 μαχητών, διότι φοβόντουσαν πιθανό χτύπημα στη Σπάρτη από το φιλοπερσικό Άργος ή εξέγερση στην Αχαΐα. Αυτοί οι 300,διαλέχτηκαν ανάμεσα στους πολίτες, που είχανε αφήσει απογόνους για να συνεχιστεί η γραμμή αίματος τους. Οι Αθηναίοι δεν στείλανε δυνάμεις γιατί βρισκόντουσαν καθοδόν από τα Τέμπη και όσοι είχανε απομείνει ήταν πανστρατιά στον αθηναϊκό στόλο στο Αρτεμίσιο. Οι Θηβαίοι και οι Λοκροί αναγκαστήκανε, παρά τις απόψεις τους περί υποταγής στους Πέρσες, να ακολουθήσουνε τον συμμαχικό στρατό όταν αυτός έφτασε μπροστά από τις πόλεις τους ζητώντας τη συνδρομή τους.
Την ηγεσία όλου του πεζικού είχανε ο Μαρδόνιος και ο Τριτανταίχμης, ξαδέρφια του Ξέρξη, ο Μασίστης, μικρότερος αδερφός του βασιλιά, ο Μεγαβύζος και ο Σμερδομένης. Το ιππικό διοικούσαν τα αδέρφια Τίθαιος και Αρμαμίθρας, γίοι του στρατηγού Δάτη, που είχε πάρει μέρος στη Μάχη του Μαραθώνα. Την επίλεκτη προσωπική σωματοφυλακή του Ξέρξη, τους 10.000 «Αθάνατους» διοικουσε ο Υδάρνης.
Ο συμμαχικός ελληνικός στρατός είχε φτάσει στις Θερμοπύλες τέλη Ιουλίου. Δυο μέρες μετά τους Έλληνεςέφτασαν και οι Πέρσες. Οι Πέρσες στρατοπέδευσαν μπροστά από τις Θερμοπύλες, ανάμεσα στους ποταμούςΑσωπό και Μέλανα. Το στενό των Θερμοπυλών είχε τότε 9 χιλιόμετρα μήκος και 12 μέτρα πλάτος. ΟΗρόδοτος παραδίδει ότι ήταν τόσο στενό που πέρναγε μια άμαξα προς μια κατεύθυνση τη φορά. Σήμερα το τοπίο έχει αλλάξει κατά πολύ λόγο των προσχώσεων του Σπερχειού. Στα στενά οι Φωκείς είχανε χτίσει, στα παλαιότερα χρόνια, ένα τείχος για τη προστασία τους από τους Θεσσαλούς ιππείς επιδρομείς. Αυτό το τείχος το αναστήλωσαν οι Έλληνες του Λεωνίδα. Ουσιαστικά ο δρόμος αυτός αναφέρεται ως στενά των Θερμοπυλών γιατί υπήρχανε τρία στενά σειρά.
Συγκεκριμένα το πρώτο στενό (από βορρά προς νότο) ήταν το δυτικότερο στενό της Ανθήλης, τόπος συνάντησης του Αμφικτυονικού συνεδρίου, το δεύτερο στενό ήταν στο σημείο που οι Φωκείς χτίσανε το τείχος και το τρίτο και ανατολικότερο στενό ήταν το στενό των Αλπήνων. Οι Έλληνες στρατοπεδεύσανε πίσω από το τείχος των Φωκέων αλλά μάχες δώσανε και στα 3 στενά του δρόμου. Υπήρχανε και άλλοι δρόμοι προς τη νότια Ελλάδα αλλά ήταν όλα ορεινά και δύσκολα να τα διαβεί ένας μεγάλος στρατός σαν το περσικό. Μοναδική αδυναμία των στενών ήταν το μονοπάτι της Ανόπαιας Ατραπού, ένα μονοπάτι απόκρημνο που ξεκίναγε από τη Τραχίνα και μέσω του όρους Καλλίδρομου έβγαζε στα ανατολικά των Αλπήνων, στα νώτα της θέσης των Ελλήνων. Οι Έλληνες γνώριζαν την ύπαρξη του μονοπατιού ενώ οι Πέρσες όχι και ο μόνος τρόπος για να το διασχίσουν ήταν με τη βοήθεια ενός ντόπιου (όπως και έγινε, βλέπε παρακάτω) αλλά ο Λεωνίδας για να εξασφαλίσει τα νώτα του έθεσε φρουρά. Ακριβώς στην έξοδο της Ανόπαιας στους Αλπήνους έθεσε ως φρουρούς τους 1.000 Φωκείς, που γνωρίζανε τη περιοχή.
Διαπραγματεύσεις
Ο Ξέρξης όντας μπροστά σε έναν συνασπισμό Ελλήνων στις Θερμοπύλες, φαντάστηκε ότι με μια απλή επίδειξη του στρατού του και με τις γνωστές έχθρες μεταξύ των Ελλήνων, ο συμμαχικός στρατός θα διαλυότανε σε λίγες μέρες από μόνους του. Έτσι περίμενε μπροστά στις Θερμοπύλες για τέσσερις μέρες. Ακόμα έστειλε ιππέα ανιχνευτή να ελέγξει πόσες δυνάμεις φρουρούν το πέρασμα. Το τείχος όμως τον εμπόδιζε να δει τους Έλληνες. Μόνο τους Σπαρτιάτες διέκρινε που είχανε στρατοπεδεύσει μπροστά από το τείχος. Αφού παρήλθανε οι τέσσερις ημέρες και ενώ ο στόλος του στο Αρτεμίσιο δεχότανε συνεχόμενες ήττες αποφάσισε να στείλει κήρυκες να ζητήσουν τη παράδοση των όπλων των Ελλήνων. Τη πρώτη φορά ο Τραχίνιος που συνόδευε τον Πέρση κήρυκα είπε ότι τα βέλη των Μήδων είναι τόσα που θα καλύψουν τον ήλιο. Τότε ένας γνωστός Σπαρτιάτης ονόματι Διηνέκης είπε λακωνικά: «Ωραία, τότε θα πολεμήσουμε υπό σκιά». Γυρνώντας άπρακτοι λοιπόν τους ξανά έστειλε ο Ξέρξης με τη διαταγή να υποσχεθούν πολύ πλούσια ανταλλάγματα στονΛεωνίδα για να παραδώσει τα όπλα του. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς έδωσε την ηρωικότερη των φράσεων,«μολών λαβέ» (έλα να τα πάρεις).
Έναρξη των συγκρούσεων
Yστερα από αναμονή πέντε ημερών και δεχόμενος αυτήν την απάντηση ο Ξέρξης έχασε την υπομονή του. Διέταξε να επιτεθούν πρώτα οι Μήδοι, γνωστοί για την ανδρειοσύνη τους, μαζί με τους Κίσσιους ενώ να τους υποστηρίξουν οι στρατιώτες που ήταν συγγενείς των νεκρών της μάχης του Μαραθώνα. Με αυτό τον τρόπο ήθελε να πολεμήσουν οι Πέρσες με πάθος για εκδίκηση. Λόγω της στενότητας του περάσματος, οι Πέρσες διοικητές κάθε τμήματος, δεν μπορούσανε να στείλουν όλο τον στρατό που διοικούσανε για να δώσει μάχη με τους Έλληνες αλλά στέλνανε κύματα μαχητών κάθε φορά. Οι Έλληνες παρατάχθηκαν στο πρώτο στενό να δώσουν τη μάχη και συγκεκριμένα στη πρώτη γραμμή παρατάχθηκαν οι Οπούντιοι Λοκροί.
Ο τρόπος μάχης δόθηκε ως εξής. Οι Πέρσες στέλνανε συνεχόμενα τμήματα στρατού ώστε να καταπονήσουν τους λιγότερους Έλληνες. Αντίστοιχα οι Έλληνες είχανε χωριστεί κατά τμήματα, κατά πόλεις, ενώ πήρανε θέσεις το ένα τμήμα πίσω από το άλλο. Έτσι όταν το τμήμα που πολεμούσε είχε πολλές απώλειες ή είχε κουραστεί αποσυρότανε πίσω και τη θέση του έπαιρνε το επόμενο τμήμα. Οι Έλληνες συνηθισμένοι να πολεμούν σε διάταξη φάλαγγας είχανε εκπαιδευτεί στους γρήγορους και συντονισμένους ελιγμούς ολόκληρων στρατών και η εναλλαγή αυτή, των τμημάτων, ήταν ένας από τους ευκολότερους ελιγμούς στον οποίο εκπαιδευόντουσαν.
Ο οπλισμός ήταν επίσης ένα πλεονέκτημα των Ελλήνων. Οι Πέρσες είχαν πάρα πολύ ελαφρύ οπλισμό, σχεδόν ανύπαρκτη πανοπλία και η ασπίδα τους ήταν σχεδόν ολόκληρη ψάθινη. Αντίθετα ο Έλληνας φαλαγγίτης είχε πολύ βαρύ οπλισμό με μόνα τα μάτια τους φαινόντουσαν κάτω από τις σχισμές της περικεφαλαίας και το υπόλοιπο σώμα καλυπτόταν από θώρακα, κνημίδες, περιβραχιόνια και μια μεγάλη στρογγυλή ορειχάλκινηασπίδα. Ακόμα το δόρυ τους ήταν μακρύτερο από των αντιπάλων τους και όταν έπεφτε πάνω σε περσική ασπίδα, την διαπερνούσε και χτύπαγε τον άνθρωπο που βρισκόταν από πίσω.
Όσο περνούσε η ώρα, η ορμή των αλαζονικών Μήδων ανακόπηκε, δημιουργώντας ένα κύμα υποχωρούντων ανατολιτών. Βλέποντας αυτά ο Ξέρξης στην τελευταία μάχη της πρώτης ημέρας αποφάσισε να στείλει στην μάχη την προσωπική του φρουρά, τους «Αθάνατους» με τον ίδιο τον Υδάρνη επικεφαλή. Ο Λεωνίδας έθεσε τους Σπαρτιάτες ως πρώτο τμήμα που θα αντιμετώπιζε τους «Αθάνατους» και εφάρμοσε τον αμυντικό-επιθετικό σχηματισμό φάλαγγας. Το σχέδιο προέβλεπε κίνηση των 300 προς τα εμπρός στη πρώτη φάση δηλαδή στο πρώτο στενό, φάση επίθεσης, την κίνηση προς τα πίσω ύστερα δηλαδή στο δεύτερο στενό μπροστά από το τείχος, φάση τακτικής υποχώρησης, ενώ τέλος αιφνιδιαστική κίνηση προς τα εμπρός, φάση αντεπίθεσης. Με αυτό τον τρόπο οι Σπαρτιάτες προσποιούνταν ότι υποχωρούσανε τραβώντας, παρασύροντας πολλούς Πέρσες στη θανατηφόρα παγίδα, ενώ ύστερα ανέστρεφαν το μέτωπο δίνοντας άλλη μια σφοδρή σύγκρουση με της ασπίδες τους πάνω στο μέτωπο των ελαφροντυμένων Περσών. Ο ελιγμός εκτελέστηκε άριστα και πολλοί από τους επίλεκτους Πέρσες βρέθηκαν νεκροί. Αποτέλεσμα ήταν να τους τρέψουν σε άτακτη φυγή ενώ πολλοί από αυτούς έπεφταν από τον γκρεμό στη θάλασσα, λόγο του της στενότητας του εδάφους και της πίεσης που ασκούσανε οι πάνοπλοι Σπαρτιάτες. Ο Ηρόδοτος παραδίδει ότι ο Ξέρξης αντικρίζοντας το επίλεκτο σώμα να υποχωρεί αναπήδησε τρεις φορές στο θρόνο του, από όπου παρακολουθούσε τον όλο αγώνα.
Η επόμενη μέρα στα στενά, έκτη μέρα από όταν έφτασαν οι Πέρσες και δεύτερη μέρα συγκρούσεων, βρήκε τους Έλληνες με ηθικό ακμαίο. Ο Ξέρξης έστειλε κατά κύματα τους στρατιώτες του χωρίς διακοπή μέχρι να πέσει ο ήλιος. Ήθελε να κουράσει τους Έλληνες. Μέχρι και το μεσημέρι, τα τμήματα των Ελλήνων εναλλάσσανε τη πρώτη θέση για να ξεκουραστούν οι μαχητές που πολεμούσανε. Όμως από το μεσημέρι και έπειτα, όπως μας παραδίδει ο Διόδωρος, τα τμήματα της πρώτης γραμμής αρνήθηκαν να αλλάξουν με τα ξεκούραστα γιατί είχανε σκοτώσει ήδη πολλούς βάρβαρους και η δίψα τους για να πραγματοποιήσουν και άλλες πράξεις ανδρείας δεν είχε σβήσει. Ο περσικός στρατός υποχώρησε για άλλη μια φορά άπραγος και νικημένος. Μετά το τέλος της δεύτερης μάχης δόθηκαν αριστεία. Οι ηρωικότερη όλων ήταν οι ΣπαρτιάτεςΔιηνέκης, που έδωσε και τη περίφημη απάντηση περί σκιάς, οι Αλφεός και Μάρων, γιοι του Ορσίφαντου και ο Θεσπιέας Διθύραμβος του Αρματίδη.
Η προδοσία
Αγανακτισμένος ο Ξέρξης συγκάλεσε συμβούλιο. Τότε ένας Έλληνας που γνώριζε τη περιοχή, ο Εφιάλτηςτου Ευρυδήμου, παρουσιάστηκε μπροστά στο Ξέρξη. Του δήλωσε ότι γνώριζε ένα κρυφό πέρασμα πίσω από τις γραμμές των Ελλήνων και ότι μπορούσε ο ίδιος να οδηγήσει εκεί το στρατό του έναντι αδράς χρηματικής αμοιβής. Ο Ξέρξης συμφώνησε και ζήτησε από τον Υδάρνη να πάρει τους «Αθάνατους» και όσους άνδρες κρίνει απαραίτητο και να ακολουθήσει τον Εφιάλτη. Με 20.000 άνδρες ο Υδάρνης και ο Εφιάλτης ξεκινήσανε βράδυ. Όλη τη νύχτα διασχίζανε την Ανοπαία Ατραπό, καλυμμένοι από βελανιδιές. Λίγο πριν χαράξει έφτασαν στην έξοδο, εκεί που βρισκόντουσαν οι Φωκείς. Αυτοί μόλις που είχανε αντιληφθεί τους Πέρσες και δεν είχανε λάβει τις κατάλληλες θέσεις. Οι Πέρσες με τα τόξα τους κρατούσανε τους Φωκείς μακριά τους, λόγο του ανώμαλου εδάφους. Ο διοικητής της ελληνικής φρουράς, διέταξε να υποχωρήσουν σε υψηλότερο σημείο ώστε να μην τους φτάνουν τα εχθρικά βέλη αλλά και αναγκάζοντας τους Πέρσες να τους ακολουθήσουν. Ο Υδάρνης όμως άφησε μια φρουρά να κυκλώσει τους Φωκείς στο ύψωμα και οι υπόλοιποι Πέρσες κατηφόρισαν για να βρεθούν στα νώτα των Ελλήνων.
Η είδηση φτάνει στο στρατόπεδο των Ελλήνων
Όταν το πρωινό εκείνο ο μάντης Μεγιστίας, στο στρατόπεδο των Ελλήνων, έκανε τις συνηθισμένες θυσίες, είδε δυσοίωνα μηνύματα. Ο θάνατος, είπε, θα ερχότανε σήμερα να βρει τους υπερασπιστές τωνΘερμοπυλών. Ύστερα από λίγο ένας Έλληνας αποστάτησε από το στρατόπεδο του Ξέρξη και πήγε στον Λεωνίδα να τον προειδοποιήσει για τη κίνηση του Υδάρνη, ο Έλληνας αυτός ήτανε ο Τυρραστιάδης από τηνΚύμη. Οι «ημεροσκόποι» του Έλληνα βασιλιά, επιβεβαίωσαν την είδηση. Ένα απόσπασμα εχθρών έκανε κυκλωτική κίνηση. Αμέσως ο Λεωνίδας συγκάλεσε συμβούλιο. Εκεί αποφασίστηκαν τα εξής:
Κάθε ελληνική πόλη θα απέσυρε τις δυνάμεις τις διότι θα ήταν ανούσιο να χαθούνε τόσοι μαχητές την ώρα που, αφού ήταν προδιαγεγραμμένη η ήττα τους, μπορούσανε να δώσουνε μάχη σε άλλο σημείο εναντίον των Περσών.
Όσο οι σύμμαχοι Έλληνες θα αποσύρανε τις δυνάμεις τους, το στενό θα το κρατούσανε οι 300 Σπαρτιάτες.
Οι 700 Θεσπιείς κάνοντας αναφορά στον κοινό πρόγονο των Λακεδαιμονίων και των ίδιων, τον ημίθεοΗρακλή, δήλωσαν ότι δεν εγκαταλείπουν τις θέσεις τους. Ο Λεωνίδας καθώς πολλοί από αυτούς είχανε διακριθεί, για τη γενναιότητα τους, στη μάχη δέχθηκε τη προσφορά τους να μείνουν στο πλευρό των 300.
Ο Λεωνίδας δεν άφησε από τα στενά, να αποχωρήσουν, οι 400 Θηβαίοι. Γνωρίζοντας ότι η Θήβα είχε φιλοπερσικά αισθήματα φοβήθηκε μήπως προξενούσανε προβλήματα στην υποχώρηση των υπολοίπων Ελλήνων και τους κράτησε μαζί του για ασφάλεια των υποχωρούντων αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά το μεγαλείο της ευφυΐας του και συμπόνιας προς τους συμμάχους του.
Ταυτόχρονα δόθηκε εντολή στον σύνδεσμο, του ελληνικού στρατού με τον στόλο στο Αρτεμίσιο, τον Αμβρώνιχος του Λυσικλέους από την Αθήνα, σε περίπτωση που δεν έμενε ζωντανός κανένας στο στενό των Θερμοπυλών να διατάξει υποχώρηση του στόλου στη Σαλαμίνα.
Μάταια ο Κορίνθιος διοικητής προσπαθούσε να μεταπείσει, τον Λεωνίδα, να υποχωρήσει και αυτός μαζί τους. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς είχε πάρει την απόφαση του. Εκτός αυτού ένας χρησμός της Πυθίας είχε πει ότι η Σπάρτη για να σωθεί πρέπει να θυσιάσει έναν βασιλιά της. Ο Λεωνίδας θεωρούσε ότι έπρεπε να θυσιαστεί για να σωθεί η πατρίδα του. Κάποιος όμως έπρεπε να μεταφέρει τα νέα και στη Γερουσία στη Σπάρτη. Ο Λεωνίδας επέλεξε τους Σπαρτιάτες Εύρυτο και Αριστόδημο. Όταν υποχώρησαν τα στρατεύματα των Ελλήνων, ο Εύρυτος δεν άντεξε να εγκαταλείψει τους συντρόφους του και γύρισε πίσω και πέθανε μαζί τους. Ο Αριστόδημος είτε επειδή είχε να μεταφέρει το μήνυμα είτε επειδή φοβότανε το τέλος του πήγε στη Σπάρτη. Εκεί αντιμετώπισε τη περιφρόνηση των συμπατριωτών του επειδή εγκατέλειψε το βασιλιά τους. Όμως στη μάχη των Πλαταιών αυτός ο Σπαρτιάτης επέδειξε ιδιαίτερη γενναιότητα και στο τέλος βρήκε και το θάνατο εκεί τιμημένος και απελευθερωμένος από τις κατηγορίες που του προσέδιδαν. Ο μάντης Μεγιστίας έδιωξε το μοναδικό του γιο και ο ίδιος στάθηκε στο πλευρό του Λεωνίδα μέχρι τέλους. Έτσι ο Σπαρτιάτης βασιλιάς με 1.400 άνδρες, ο αριθμός κανονικά πρέπει να είναι ελαφρώς μειωμένος άμα υπολογιστούν και οι απώλειες των δυο προηγούμενων μαχών τις οποίες όμως δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια, έμεινε στα στενά
Η τρίτη και τελευταία μάχη
Ο Ξέρξης έδωσε εντολή για επίθεση λίγο μετά τις δέκα το πρωί στις 4 του Αυγούστου του 480 π.Χ. ΟιΈλληνες δεν στάθηκαν να πολεμήσουν στο στενό χώρο αλλά βγήκανε σε σχηματισμό φάλαγγα στον ανοιχτό χώρο. Οι περσικές δυνάμεις τους κύκλωσαν και άρχισε μια άγρια μάχη. Ο ηρωισμός των Ελλήνων έφτασε στα όρια του, σκοτώνοντας μάλιστα και πολλούς Πέρσες ευγενείς όπως τα ξαδέρφια του Ξέρξη, Αβροκόμα και Υπεράνθη, ώσπου σε μια στιγμή ο βασιλιάς Λεωνίδας έπεσε νεκρός. Τέσσερις φορές προσπάθησαν οιΠέρσες να πάρουν το σώμα του, αλλά και τις τέσσερις προστατεύτηκε από τους Σπαρτιάτες οι οποίοι κατόρθωσαν και πήραν πίσω το σώμα του βασιλιά τους. Τότε φάνηκε ο Υδάρνης από τα νώτα των Ελλήνων και ξεκίνησε μια πιο άγρια σφαγή με τους Έλληνες να υποχωρούν γύρω από το λόφο του Κολωνού όπου οι Έλληνες συνέχισαν να μάχονται με νύχια και με δόντια, αφού όλα τα όπλα τους είχαν σπάσει, όπως παραδίδει ο Ηρόδοτος στο κείμενο του. Ο Ξέρξης φοβούμενος κι άλλες απώλειες διέταξε τους τοξότες του να σκοτώσουν τους Έλληνες οι οποίοι εξαντλημένοι σκοτώθηκαν μέχρι και τον τελευταίο πίσω από το λόφο Κολωνό. Οι μόνοι που παραδόθηκαν είναι οι Θηβαίοι που δήλωσαν πως «μηδίζουν» και υπακούουν στη θέληση του μέγα βασιλιά της Περσίας. Αλλά αυτοί αντιμετώπισαν το σκληρό πρόσωπο του Ξέρξη, αφού όλοι σφραγίστηκαν στο μέτωπο με τα βασιλικά στίγματα, που δήλωναν τους δειλούς στο πεδίο της μάχης.
Το τέλος της μάχης
Το τέλος της μάχης βρήκε τον Εφιάλτη και τον Υδάρνη πλούσιους από τα δώρα του Ξέρξη, τουςΘηβαίους ατιμασμένους, το περσικό στρατό δοξασμένο για την «νίκη» του, τον μισό ελληνικό στρατό σφαγιασμένο και τον υπόλοιπο υποχωρούντα μπροστά στη κοσμοπλημμύρα των Περσών. Μια τελευταία λεπτομέρεια έμενε να ολοκληρώσει, ο σκληρός Πέρσης ηγεμόνας, τον θρίαμβο του. Διέταξε να βρουν το σώμα του Λεωνίδα και να του το φέρουν μπροστά του. Όταν βρέθηκε και το αναγνώρισε και ο Δημάρατος, διέταξε να το αποκεφαλίσουν και να καρφώσουν το κεφάλι του Λεωνίδα σε έναν πάσσαλο να θυμίζει σε όλους τι παθαίνουν αυτοί που αρνούνται αχάριστα, τις προσφορές του. Αργότερα οι Σπαρτιάτες πήρανε το ακέφαλο σώμα του Λεωνίδα και το θάψανε. Πιθανώς κάποιοι Έλληνες του στρατοπέδου του Ξέρξη, βρήκανε κάποια ευκαιρία και το πήρανε και το παραδώσανε στον Παυσανία μετά τη μάχη των Πλαταιών.
Ο Ξέρξης συγκάλεσε συμβούλιο για την επόμενη κίνηση του. Ο Δημάρατος τον συμβούλευσε να στείλει πλοία από το στόλο του στα Κύθηρα και από εκεί να παρενοχλεί τους Σπαρτιάτες ώστε να μην βοηθήσουν τους υπόλοιπους Έλληνες όσο ο στρατός του θα κατακτούσε την Αθήνα και τον Ισθμό της Κορίνθου. Σήμερα οι ιστορικοί κρίνουν τη σκέψη αυτή του Δημάρατου ως στρατηγικά ορθή. Όμως ο αδερφός του Ξέρξη, Αχαιμένης, αλλά και η βασίλισσα της Αλικαρνασσού Αρτεμισία, φοβούμενοι την ολοένα και μεγαλύτερη εύνοια που κέρδιζε ο Δημάρατος πρότειναν να μην χωριστεί ο στρατός από το στόλο και να συνεχίσουν μαζί ως την Αθήνα και πρότειναν ως επιχείρημα ότι ο στόλος είναι απαραίτητος για να επικοινωνούν με την Περσία. Ο Ξέρξης, ευτυχώς για τους Έλληνες, ασπάστηκε την άποψη του αδερφού του και της Αρτεμισίας και έτσι συνέχισαν την κάθοδο τους.
Υστεροφημία
Έπειτα από αυτά, στο πεδίο της μάχης των Θερμοπυλών στήθηκε μία επιγραφή που έγραφε: «ὦ ξεῖν᾽, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι.» που σημαίνει: «Ω ξένε, ανάγγειλε στους Λακεδαιμόνιους, ότι εδώ κειτόμαστε (νεκροί), πιστοί στο καθήκον που μας ανέθεσαν.»
Από το τέλος εκείνης της πολύνεκρης μάχης, μέχρι και σήμερα, η θυσία του Λεωνίδα και τόσων αντρών, σε εκείνο το σημείο, αποτελεί λαμπρό παράδειγμα ηρωισμού και αλτρουισμού. Η θυσία αυτή έγινε αντικείμενο εξύψωσης ηθικού πολλών στρατών από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική εποχή μέχρι και το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρχαίοι και νεώτεροι συγγραφείς έχουν χρησιμοποιήσει την μάχη των Θερμοπυλών ως εξαιρετικό παράδειγμα ανδρείας, αυτοθυσίας και άκαμπτης πίστης ενάντια σε δυσμενείς περιστάσεις. Οι επιδώσεις που επέδειξαν οι αμυνόμενοι της μάχης των Θερμοπυλών, κάτω από αντίξοες συνθήκες, έχουν χρησιμοποιηθεί ως αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης και σχολιασμού σε θέματα εκπαίδευσης, εξοπλισμού στρατού, εκμετάλλευσης των φυσικών τοποθεσιών. Παράγοντες, που με την σωστή χρήση τους αποτελούν πολλαπλασιαστές ισχύος στο πεδίο της μάχης, για την πλευρά που τα επωφελείται.
Συνέχεια
Ύστερα από αυτή την νίκη του Περσικού στρατού, ο Ξέρξης κατηφόρισε προς Αθήνα την οποία και κατέστρεψε ολοσχερώς και έκαψε. Οι Αθηναίοι είχαν καταφύγει στην Σαλαμίνα απ' όπου και έβλεπαν την πόλη τους να καίγεται, ενώ με αρχηγό τον Θεμιστοκλή προετοιμαζόντουσαν για ναυμαχία. Στην επακόλουθη ναυμαχία της Σαλαμίνας, το 90% του στόλου των Περσών καταστράφηκε ενώ ο συμμαχικός στόλος είχε πολύ μικρές απώλειες. Ο Ξέρξης έφυγε για την χώρα του με πλοίο για να βγάλει τον χειμώνα αφήνοντας πίσω του τον Μαρδόνιο με τον υπόλοιπο στρατό για να ξαναντιμετωπίσει τους Έλληνες την άνοιξη του 479 π.Χ. στη μάχη των Πλαταιών που ήταν και η τελευταία των Περσικών πολέμων.
Σημειώσεις
Στα νέα ελληνικά η φράση «μολών λαβέ» αποδίδεται: έλα να τα πάρεις. Αυτή η απόδοση χρησιμοποιήθηκε σε αφίσες και στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940.
Οι Σπαρτιάτες ήταν οι καλύτεροι μαχητές του αρχαίου κόσμου, και αυτό πήγαζε απο το γεγονός οτι απο μικρά παιδιά είχαν εκπαιδευτεί στην τέχνη του πολέμου και φυσικά είχαν λάβει μέρος και σε πάρα πολλές μαχες την περίοδο εκείνη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια τέλεια συνεργασία μεταξύ των στίχων τηςφάλαγγας.
Η φρουρά των «Αθανάτων» ονομάζονταν έτσι διότι μόλις πέθαινε κάποιος από τα μέλη της στη μάχη τον αντικαθιστούσε αμέσως κάποιος άλλος με αποτέλεσμα ο αριθμός τους να παραμένει πάντα σταθερός, στους 10.000 άνδρες.
Ο Δημάρατος ήταν βασιλιάς της Σπάρτης που εξορίστηκε και βρήκε καταφύγιο στην αυτοκρατορική αυλή του Ξέρξη. Ήθελε να ανακτήσει το θρόνο του πίσω για αυτό του έδινε πάντοτε ορθές συμβουλές. Όταν τον ρώτησε ο Ξέρξης γιατί οι Σπαρτιάτες καλλωπίζονται και εάν υπάρχει πιθανότητα οι Έλληνες να υποχωρήσουν μπροστά στη δύναμη του περσικού στρατού. Ο Δημάρατος του απάντησε ότι το έχουν έθιμο οι Σπαρτιάτες πριν πάνε στη μάχη να περιποιούνται το σώμα τους και πιο πολύ τα μαλλιά τους μήπως και πεθάνουν πάνω στη μάχη. Κάθε μάχη οι Σπαρτιάτες την αντιμετωπίζουν ως τελευταία. Στο ερώτημα εάν οι Έλληνες υποχωρήσουν του θύμισε ότι όταν θέλει να καταπνίξει μια εξέγερση πάντα χρησιμοποιεί τους Έλληνες μισθοφόρους και ποτέ δεν τον έχουν απογοητεύσει, γιατί λοιπόν να το κάνουν τώρα.
Πηγές
Οι περισσότερες πληροφορίες που διασώζονται σχετικά με την Μάχη, προέρχονται από τον Έλληνα ιστορικό Ηρόδοτο, από τις «Ιστορίες» του. Σε ορισμένα σημεία ίσως φαίνεται να υπερβάλλει, ακόμη και σε σχέση με άλλους αρχαίους συγγραφείς. Όμως πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα τείνουν να δικαιώνουν τις απόψεις του.
Γαρουφάλης Δ., ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ, εκδόσεις ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ, 2003
ΗΡΟΔΟΤΟΥ, Η Ιστορία Των Περσικών Πολέμων, μετάφραδη Βλάχου Ν., εκδόσεις Ωκεανίδα, 2005
Ηρόδοτος, Ιστορίαι, βιβλία 1-9, μετάφραση Πανέτσος Ε., εκδόσεις Ζαχαρόπουλος/ βιβλία V-IX, μετάφραση Σπυρόπουλος Η., εκδόσεις Γκοβόστη, 1995
Κωτούλας Ι., Μπελέζος Δ., ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, σειρά Μεγάλες Μάχες, ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ, εκδόσεις ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ, 2005