Του Ερρίκου Μπαρτζινόπουλου
Παντού και σε όλα, όμως, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Και έως τώρα έχω διαπράξει δύο. Η μία για την περίπτωση του Σταύρου Μπένου. Η ίδρυση των ΚΕΠ υπήρξε η σημαντικότερη προσπάθεια που έγινε ποτέ για την πάταξη της γραφειοκρατίας. Κι η δεύτερη του Γιάννη Μανιάτη. Χωρίς φανφάρες και μεγαλοστομίες, κατάφερε να ανασύρει τον υποθαλάσσιο πλούτο της χώρας από τη σφαίρα της εικασίας και της θεωρίας, στην οποία επί δεκαετίες ήταν καθηλωμένος, και να τον αναδείξει σε μια σημαντική προοπτική για τον τόπο.
Και τώρα στον δεύτερο εξ αυτών, στον Μανιάτη, ανατέθηκε ως επικεφαλής μιας επιτροπής η προσπάθεια να ανασυγκροτηθεί επιτέλους ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας, έτσι ώστε να εκφραστεί και πάλι ενωμένα και κυρίαρχα και να πάψει να λεηλατείται από δεξιά κι αριστερά, όπως διαχρονικά συμβαίνει κάθε φορά που η πολιτική συγκυρία αλλά και οι προσωπικές φιλοδοξίες τον οδηγούν στην πολυδιάσπαση και την αναπόφευκτη κομματική απαξίωση.
Δεν είναι εύκολη η δουλειά που πρέπει να γίνει. Και η επιτυχία της δεν εξαρτάται μόνο από την ικανότητα ή την προσπάθεια των μελών της επιτροπής και όσων θα προσχωρήσουν σε αυτήν. Είναι, όμως, μια προσπάθεια που πρέπει να γίνει για να ξαναμπούν τα πράγματα σε μια σειρά, για να ξαναβρεί ο καθένας μας τον ιδεολογικοπολιτικό του χώρο και για να ξαναρχίσουμε να σκεπτόμαστε και να μιλάμε πολιτικά, αφήνοντας κατά μέρος τους φθηνούς λαϊκισμούς και τη χυδαία συνθηματολογία.
Και ίσως η χρονική στιγμή να είναι τώρα καταλληλότερη από εκείνες ανάλογων προηγούμενων εγχειρημάτων. Εχει μεσολαβήσει και η εμπειρία της τυχοδιωκτικής περιπέτειας του συριζαϊκού πειράματος και της τραγελαφικής κυβερνητικής συμπόρευσης των ακροδεξιών του Καμμένου, των νεομνημονιακών του Τσίπρα και των παλαιοκομμουνιστών του Λαφαζάνη, που συμπτωματικά και μόνο δεν μας οδήγησαν στη χρεοκοπία. Αυτή την τραυματική εμπειρία δεν πρέπει να την ξεχνάμε.