Άρθρο της Σόνιας Τάνταρου – Κρίγγου, Δικηγόρου
Υποψήφιας Βουλευτού Αργολίδος της Νέας Δημοκρατίας
Ο ΣΥΡΙΖΑ καιρό τώρα έχει επενδύσει πολιτικά στη διχαστική ρητορική. Έχει υιοθετήσει έναν πολιτικό λόγο διχοτομικό, διαιρετικό, συγκρουσιακό. Εύκολα προσφεύγει στην εμπρηστική συνθηματολογία και όχι σπάνια επιδίδεται στην ωμή συκοφαντία κατά των πολιτικών αντιπάλων του. Με περισσή αλαζονεία, που σε αρκετές περιπτώσεις αγγίζει τα όρια της θρασύτητας, ακολουθεί μια λογική «ασπρόμαυρης» προσέγγισης των πραγμάτων, στο πλαίσιο της οποίας «φυσικά» κρατάει για τον εαυτό του το «καλό» και για τους αντιπάλους του αφήνει την πλευρά του «κακού».
Υποψήφιας Βουλευτού Αργολίδος της Νέας Δημοκρατίας
Ο ΣΥΡΙΖΑ καιρό τώρα έχει επενδύσει πολιτικά στη διχαστική ρητορική. Έχει υιοθετήσει έναν πολιτικό λόγο διχοτομικό, διαιρετικό, συγκρουσιακό. Εύκολα προσφεύγει στην εμπρηστική συνθηματολογία και όχι σπάνια επιδίδεται στην ωμή συκοφαντία κατά των πολιτικών αντιπάλων του. Με περισσή αλαζονεία, που σε αρκετές περιπτώσεις αγγίζει τα όρια της θρασύτητας, ακολουθεί μια λογική «ασπρόμαυρης» προσέγγισης των πραγμάτων, στο πλαίσιο της οποίας «φυσικά» κρατάει για τον εαυτό του το «καλό» και για τους αντιπάλους του αφήνει την πλευρά του «κακού».
Η απλουστευτική, αυθαίρετη και εν πολλοίς κακόπιστη αυτή πολιτική οπτική, πέραν από μια από κάθε άποψη καταδικαστέα πολιτική συμπεριφορά, αποτελεί και αδιάψευστο δείγμα μιας μονολιθικής δομής σκέψης. Κάτι χειρότερο. Αποτελεί απόδειξη μιας επικίνδυνης και αντιδημοκρατικής πολιτικής νοοτροπίας που αντιμετωπίζει τον πολιτικό αντίπαλο ως «εχθρό», τη διαφορετική άποψη ως «αμαρτία», την αντίθετη επιλογή ως «προδοσία».
Το φαινόμενο αυτό επιδεινώθηκε κατά πολύ το τελευταίο διάστημα. Ιδίως, αφ’ ότου ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις δημαγωγικές μεγαλοστομίες του και τις ψεύτικες υποσχέσεις του που του έδωσαν το προεκλογικό προβάδισμα και τη νίκη στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015, υποχρεωμένος μαζί με τον κυβερνητικό εταίρο του, τους ΑΝΕΛ, να υπογράψουν το 3ο βαρύτατο Μνημόνιο, μοιάζει πια να προσχώρησε ολοκληρωτικά σε αυτή τη διχαστική ρητορική. Με προεξάρχοντα τον Πρόεδρό του Αλέξη Τσίπρα, δείχνει να προσπαθεί να απεγκλωβιστεί από τα αδιέξοδα που δημιούργησαν οι παλινωδίες και τα ψέματά του, επιχειρώντας να διχάσει με πλαστά διλήμματα την Ελληνική κοινωνία. Αφού απέτυχε να ενώσει το λαό με την «επιτυχία» που υποσχόταν και δεν ήρθε ποτέ, αποπειράται τώρα να τον διαιρέσει εξωραΐζοντας την αποτυχία του και επιτιθέμενος κατά των πολιτικών αντιπάλων του. Το πιο πρόσφατο εύρημά του σε αυτήν την κατεύθυνση, είναι η αντιπαραβολή του «παλιού» με το «νέο». Σύμφωνα με αυτήν την προπαγανδιστική κατασκευή, στην εκλογική αναμέτρηση της 20ής Σεπτεμβρίου αντιπαρατίθενται οι δυνάμεις του «παλιού» με τις δυνάμεις του «νέου». Τις πρώτες τις εκφράζουν τα «παλιά» πολιτικά κόμματα με εξέχουσα μεταξύ τους την Νέα Δημοκρατία, τις δεύτερες τις εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο απλά, τόσο βολικά, τόσο ρηχά.
Ίσως δεν θα άξιζε τον κόπο να καταπιαστεί κανείς με αυτήν την αφελή συνθηματολογία αν ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Πρόεδρός του δεν επέμεναν τόσο πολύ σε αυτή. Όμως, επιμένουν. Και την αναμασάνε σε κάθε ευκαιρία και με κάθε αφορμή. Γι’ αυτό, έστω και συνοπτικά, χρήσιμο είναι να εξεταστεί η βασιμότητα των ισχυρισμών τους, με μια σειρά απλών ερωτημάτων: Η περίφημη «κωλοτούμπα» από την αντιμνημονιακή προεκλογική φρασεολογία, στη μετεκλογική υπογραφή του 3ου Μνημονίου, είναι δείγμα «παλιού» ή «νέου» στην πολιτική; Η ασύδοτη λαϊκιστική πλειοδοσία, όπως λ.χ. για την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και η εγκατάλειψή της στην πράξη με τη διατήρηση της ισχύος του, είναι δείγμα «παλιού» ή «νέου»; Οι επιλεκτικές επαφές με επιχειρηματικά «τζάκια», είναι δείγμα «παλιού» ή «νέου»; Και ακόμη: Η δυσφορία για την κριτική που ασκείται και οι απειλές κυρώσεων που συνήθως ακολουθούν όποιον επικρίνει τις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ, είναι δείγμα «παλιού» ή «νέου»; Η κατά συρροή παραβάσεις της κοινοβουλευτικής διαδικασίας με την κατάχρηση των διαδικασιών του επείγοντος, που παλιότερα καταγγέλλονταν, είναι δείγμα «παλιού» ή «νέου»; Τέλος, πλην όχι εξαντλητικώς, η ίδια η ρητορική και πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που επιδιώκει να διχάσει αντί να ενώσει, είναι δείγμα «παλιού» ή «νέου»; Ας απαντήσει σε αυτά τα εντελώς ενδεικτικά απλά ερωτήματα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και τότε νομίζω ότι θα διαμορφωθεί μια στέρεα βάση για να διερευνήσουμε με ψυχραιμία τι είναι το «παλιό» και τι το «νέο» στην Ελληνική πολιτική και ποιός τελικά το εκφράζει. Διαφορετικά, πετάει απλώς λεκτικά «πυροτεχνήματα», χωρίς αντίκρισμα, με μόνη επιδίωξη τον αποπροσανατολισμό και την παραπλάνηση των πολιτών εν’ όψει των εκλογών, για να αποφύγει να λογοδοτήσει για εκείνο που είτε το θέλει είτε όχι πια την ακολουθεί: Την εξαπάτηση του Ελληνικού λαού με μια πολιτική που είτε επειδή ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τα κατάφερε, είτε επειδή απλώς ήταν ανέφικτη, τελικά δεν την εφάρμοσε.
Αρκετά με τη διχαστική πολιτική και τη διαίρεση των πολιτών. Η πατρίδα μας έχει ανάγκη από συνεννόηση, συναίνεση, μετριοπάθεια και έντιμες συνεργασίες.
Το φαινόμενο αυτό επιδεινώθηκε κατά πολύ το τελευταίο διάστημα. Ιδίως, αφ’ ότου ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις δημαγωγικές μεγαλοστομίες του και τις ψεύτικες υποσχέσεις του που του έδωσαν το προεκλογικό προβάδισμα και τη νίκη στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015, υποχρεωμένος μαζί με τον κυβερνητικό εταίρο του, τους ΑΝΕΛ, να υπογράψουν το 3ο βαρύτατο Μνημόνιο, μοιάζει πια να προσχώρησε ολοκληρωτικά σε αυτή τη διχαστική ρητορική. Με προεξάρχοντα τον Πρόεδρό του Αλέξη Τσίπρα, δείχνει να προσπαθεί να απεγκλωβιστεί από τα αδιέξοδα που δημιούργησαν οι παλινωδίες και τα ψέματά του, επιχειρώντας να διχάσει με πλαστά διλήμματα την Ελληνική κοινωνία. Αφού απέτυχε να ενώσει το λαό με την «επιτυχία» που υποσχόταν και δεν ήρθε ποτέ, αποπειράται τώρα να τον διαιρέσει εξωραΐζοντας την αποτυχία του και επιτιθέμενος κατά των πολιτικών αντιπάλων του. Το πιο πρόσφατο εύρημά του σε αυτήν την κατεύθυνση, είναι η αντιπαραβολή του «παλιού» με το «νέο». Σύμφωνα με αυτήν την προπαγανδιστική κατασκευή, στην εκλογική αναμέτρηση της 20ής Σεπτεμβρίου αντιπαρατίθενται οι δυνάμεις του «παλιού» με τις δυνάμεις του «νέου». Τις πρώτες τις εκφράζουν τα «παλιά» πολιτικά κόμματα με εξέχουσα μεταξύ τους την Νέα Δημοκρατία, τις δεύτερες τις εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο απλά, τόσο βολικά, τόσο ρηχά.
Ίσως δεν θα άξιζε τον κόπο να καταπιαστεί κανείς με αυτήν την αφελή συνθηματολογία αν ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Πρόεδρός του δεν επέμεναν τόσο πολύ σε αυτή. Όμως, επιμένουν. Και την αναμασάνε σε κάθε ευκαιρία και με κάθε αφορμή. Γι’ αυτό, έστω και συνοπτικά, χρήσιμο είναι να εξεταστεί η βασιμότητα των ισχυρισμών τους, με μια σειρά απλών ερωτημάτων: Η περίφημη «κωλοτούμπα» από την αντιμνημονιακή προεκλογική φρασεολογία, στη μετεκλογική υπογραφή του 3ου Μνημονίου, είναι δείγμα «παλιού» ή «νέου» στην πολιτική; Η ασύδοτη λαϊκιστική πλειοδοσία, όπως λ.χ. για την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και η εγκατάλειψή της στην πράξη με τη διατήρηση της ισχύος του, είναι δείγμα «παλιού» ή «νέου»; Οι επιλεκτικές επαφές με επιχειρηματικά «τζάκια», είναι δείγμα «παλιού» ή «νέου»; Και ακόμη: Η δυσφορία για την κριτική που ασκείται και οι απειλές κυρώσεων που συνήθως ακολουθούν όποιον επικρίνει τις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ, είναι δείγμα «παλιού» ή «νέου»; Η κατά συρροή παραβάσεις της κοινοβουλευτικής διαδικασίας με την κατάχρηση των διαδικασιών του επείγοντος, που παλιότερα καταγγέλλονταν, είναι δείγμα «παλιού» ή «νέου»; Τέλος, πλην όχι εξαντλητικώς, η ίδια η ρητορική και πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που επιδιώκει να διχάσει αντί να ενώσει, είναι δείγμα «παλιού» ή «νέου»; Ας απαντήσει σε αυτά τα εντελώς ενδεικτικά απλά ερωτήματα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και τότε νομίζω ότι θα διαμορφωθεί μια στέρεα βάση για να διερευνήσουμε με ψυχραιμία τι είναι το «παλιό» και τι το «νέο» στην Ελληνική πολιτική και ποιός τελικά το εκφράζει. Διαφορετικά, πετάει απλώς λεκτικά «πυροτεχνήματα», χωρίς αντίκρισμα, με μόνη επιδίωξη τον αποπροσανατολισμό και την παραπλάνηση των πολιτών εν’ όψει των εκλογών, για να αποφύγει να λογοδοτήσει για εκείνο που είτε το θέλει είτε όχι πια την ακολουθεί: Την εξαπάτηση του Ελληνικού λαού με μια πολιτική που είτε επειδή ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τα κατάφερε, είτε επειδή απλώς ήταν ανέφικτη, τελικά δεν την εφάρμοσε.
Αρκετά με τη διχαστική πολιτική και τη διαίρεση των πολιτών. Η πατρίδα μας έχει ανάγκη από συνεννόηση, συναίνεση, μετριοπάθεια και έντιμες συνεργασίες.