Επιμέλεια: Γιάννης Μακρής
Όλοι μας γνωρίζουμε, άλλος λίγο, άλλος πολύ, τον τρόπο δολοφονίας του Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια. ‘Όμως πόσοι από μας γνωρίζουμε τα γεγονότα των αμέσως επόμενων ημερών; Είναι αλήθεια πως τ΄Ανάπλι μας εκείνη τη χρονιά του 1831 ,από τις 27 Σεπτεμβρίου ημέρα της δολοφονίας του Κυβερνήτη μέχρι τις 10 Οκτωβρίου που κλίνει τυπικά η αυλαία του δράματος με την εκτέλεση του Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, έζησε συνταρακτικές στιγμές.
Η Επόμενη Μέρα
Την άλλη μέρα ακριβώς της δολοφονίας του Κυβερνήτη άρχισαν οι ανακρίσεις κάτω από την αυστηρή επιτήρηση του Υπουργού Δικαιοσύνης Σικελιανού και του Πορτογάλλου φρούραρχου τ΄Αναπλιού Αλμέϊδα.
Ο ένας των εκτελεστών, ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης, που επέζησε μετά το δράμα, μέχρι του τουφεκισμού του επεχείρησε στην κατάθεσή του να ρίξει εξ ολοκλήρου την ευθύνη του εγκλήματος στον κατακρεουργημένο από τον Λαό θείο του Κωσταντή.
«Όταν φθάσαμε στην εκκλησία, –είπε- ο θείος μου με είδε διστακτικό και με ρώτησε : Δε πιστεύω να θέλεις να φύγουμε. Του είπα ότι δεν μπορούσα να το κάμω. Τότε, αυτός μου απάντησε : -Σε νόμιζα παλικάρι ….Εμπρός….μην είσαι δειλός…… Ήρθε ο Κυβερνήτης και ξαφνικά άκουσα τον πυροβολισμό που έριξε ο θείος μου….»
Η προσπάθεια αυτή του Γιωργάκη , να ρίξει την ευθύνη στον θείο του Κωσταντή, ανατράπηκε από τον επίτροπο της εκκλησίας του Αϊ Σπυρίδωνα Σωτήρη Μητρόπουλο. Ο μάρτυρας βρισκόταν στον μπάγκο της εκκλησίας, κοντά στην εξώπορτα, εκτελώντας τα επιτροπικά του καθήκοντα, όταν έφθασαν οι Μαυρομιχαλαίοι. Φορούσαν και οι δύο καπότες. Ο Γιωργάκης μπήκε στην εκκλησία, ασπάσθηκε το εικόνισμα, διέταξε τον ακόλουθό του να ανάψει ένα κεράκι και κάθισε κοντά στην εξώπορτα. Ο Κωσταντής κάθισε απ΄ έξω. Όταν έφθασε ο Κυβερνήτης στην πόρτα της εκκλησίας και έβγαλε το καπέλο του, οι Μαυρομιχαλαίοι φάνηκε πως ήθελαν να υποκλιθούν και χαιρετήσουν τον Καποδίστρια, που τους είδε και με χαμόγελο έκλινε και προς τους δύο το κεφάλι.
«Ξαφνικά , καταθέτει ο επίτροπος Μητρόπουλος, άκουσα δύο βροντερές πιστολιές και από τα δύο μέρη της εξώπορτας. Πρόφθασα αμέσως και βγήκα τρομαγμένος από το πάγκο και είδα έξω, πεσμένο κάτω ,τον Κυβερνήτη. Είδα επίσης τον Γιωργάκη που έτρεχε να φύγει.
Την εικόνα της αναπαράστασης του δράματος συμπληρώνει από τους αυτόπτες μάρτυρες , ο δεύτερος επίτροπος της εκκλησίας ,Πολύκαρπος Νικολάου.
«_Μπήκε πρώτος στην εκκλησιά, λέγει, ο εκκλησάρης Γούτος και κατά τη συνήθειά του ανήγγειλε ότι έρχεται ο Κυβερνήτης της Ελλάδος κι΄ ο κόσμος να παραμερίσει και να καθίσει σε προσοχή. Ταυτόχρονα ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης στράφηκε και δρασκέλισε το κατώφλι και βρέθηκε έξω. Όταν ο Κυβερνήτης τους χαιρέτησε, είδα από μέσα το Γιωργάκη να βγάζει από την καπότα του το χέρι του μ΄ ένα γυαλιστερό μαχαίρι, ενώ ταυτόχρονα άκουσα κρότους πιστολιού. Βγήκαμε τότε αμέσως όλοι ταραγμένοι από την εκκλησία και είδαμε τον Κυβερνήτη πεσμένο κάτω.»
Ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης , επειδή είχε το βαθμό του χιλίαρχου, παραπέμφθηκε στο Α΄ διαρκές Στρατοδικείο των ελαφρών της Πελοποννήσου.
Κατά τις 7 το βράδυ της 7ης Οκτωβρίου 1831, όλοι οι Αναπλιώτες που περίμεναν με αγωνία έξω από τη παράγκα του Στρατοδικείου, πληροφορούνταν την παμψηφεί καταδικαστική απόφαση : Ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης καταδικάστηκε σε θάνατο και στην αποκοπή του δεξιού χεριού του ( ποινή που επιβαλλόταν στους πατροκτόνους και του χαρίστηκε κατά την εκτέλεσή του ). Η εκτέλεσή του αποφασίστηκε να γίνει την μεθεπομένη 10η Οκτωβρίου στη μικρή πλατεία έξω από τον προμαχώνα του Οπλοστασίου ( σήμερα πάρκο Κολοκοτρώνη).
Ετοιμασίες Μελλοθάνατου
Η τραγωδία πλησίαζε στο τέρμα της. Κατά τα ξημερώματα του Σαββάτου της 10ης Οκτωβρίου 1831, ο κατάδικος φονιάς του Κυβερνήτη, που είχε ξυπνήσει από τις 2 μετά τα μεσάνυχτα, παρακάλεσε το φρούραρχο να του επιτρέψει και να τον διευκολύνει να συντάξει τη διαθήκη του και να την παραδώσει ο ίδιος στον Δημόσιο Μνήμονα του Ναυπλίου (συμβολαιογράφο) .
Το χειρόγραφο της διαθήκης του Γιωργάκη Μαυρομιχάλη , που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά κειμήλια του τμήματος των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης, συνοδεύεται και από σχετική πράξη του Δημόσιου Μνήμονα Ναυπλίου Χαρ. Παπαδόπουλου, με ημερομηνία 10η Οκτωβρίου 1831, ημέρα Σάββατο και ώρα 7η πρωϊνή. « Αφού με προσκάλεσαν – γράφει ο Δημόσιος Μνήμων στην πράξη του – ανέβηκα στο Παλαμήδι και βρήκα τον Γιωργάκη Μαυρομιχάλη στην αρχή προσευχόμενο στο Ναό του Αγ. Ανδρέου , έπειτα να γράφει ιδιοχείρως τη διαθήκη του.»
Η διαθήκη έκλεισε με την τελευταία τυπική παράγραφο : «Εγγράφη παρ’ εμού του υποφαινομένου ιδία χειρί και υπεγράφει 1831, Οκτωβρίου 10, Φρούριον Παλαμηδίου, Γεώργιος Μαυρομιχάλης, έγραψα και βεβαιώ.»
Την παρέδωσε μετά στον Δημόσιο Μνήμονα Χαρ. Παπαδόπουλο και, ενώ η ώρα της εκτέλεσης πλησίαζε , παρακάλεσε να του φέρουν ένα μπουκάλι ρούμι.
Ολόκληρο το θλιβερό πρωϊ της 10ης Οκτωβρίου 1831 πέρασε με τη προετοιμασία των απαραίτητων μέτρων για την εκτέλεση του κατάδικου και για τις σχετικές διατυπώσεις. Στο τόπο της εκτέλεσης
Ένα τέταρτο ακριβώς, μετά το μεσημέρι, ο αξιωματικός της φυλακής, άνοιξε το κελί του κατάδικου και του ανήγγειλε ότι έφθασε η στιγμή της εκτέλεσης. Εκείνος προς στιγμή ταράχθηκε. Σηκώθηκε και άδειασε το μπουκάλι με το ρούμι Έπειτα αναθάρρησε. Ετοιμάστηκε βιαστικά. Και σε δύο λεπτά της ώρας βγήκε από το κελλί του θαρραλέος και περήφανος ακολουθώντας τον αξιωματικό και τέσσερις στρατιώτες στη μεγάλη σκάλα του Παλαμηδιού. Ένας γεροντάκος ιερέας της εκκλησιάς του Αγίου Γεωργίου, ακολουθούσε την πένθιμο συνοδεία του μελλοθάνατου ψιθυρίζοντας ψαλμωδίες και λόγια εκκλησιαστικά.
Μετά είκοσι λεπτά η συνοδεία αντίκρισε το γέρο-Πετρόμπεη , τον πατέρα του κατάδικου ,που περίμενε συντετριμμένος για να περάσει το αγαπημένο του παιδί από τη δυτική πλαγιά του Ιτς-Καλέ, καπνίζοντας το τσιμπούκι του.
Ο Γιωργάκης γονάτισε σιωπηλά αντίκρυ στον πατέρα του. Έκλινε το κεφάλι προς τα κάτω και κατόπι σηκώθηκε. Έβγαλε μια φωνή συγκινημένη:
«- Έχε γειά ,Πατέρα !…» και έφυγε αποφασιστικά. Ξαναχαιρέτισε πιο πέρα τον πατέρα του κρατώντας το μαντήλι στα σιδεροδεμένα χέρια του.
Στη 1 παρά 5 ακριβώς , ο κατάδικος και οι συνοδοί του , έφθασαν στον τόπο της εκτέλεσης μπροστά από έναν πλάτανο στη μικρή πλατεία. Πολύς, πάρα πολύς κόσμος είχε μαζευτεί στις ντάπιες των κάστρων και στα σπίτια της ανηφοριάς του Παλαμηδιού για να παρακολουθήσει το τραγικό θέαμα, που πλαισιωνόταν από τη στρατιωτική παράταξη .
Όταν ο Μαυρομιχάλης τοποθετήθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ένας στρατιώτης ,αφού διαβάστηκε μέσα σε απόλυτη σιγή η καταδικαστική απόφαση, πλησίασε τον κατάδικο και επεχείρησε να του δέσει τα μάτια μ΄ ένα μαντήλι. Εκείνος δήλωσε ότι δε θέλει, μόνο παρακάλεσε τον επικεφαλής του αποσπάσματος ανθυπασπιστή Σκυλίτση να του επιτρέψει να διατάξει μόνος του το πύρ.
Όλα ήσαν έτοιμα, όταν ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης, ατάραχος και θαρραλέος, στράφηκε πρώτα προς τον πατέρα που βρισκόταν ακόμη στην Ακροναυπλία και τον αποχαιρέτησε τρείς φορές με το χέρι του. Έπειτα κοίταξε τον κόσμο και φώναξε : «Αδέλφια ! Ομόνοια, αγάπη !…» Και έδωσε αμέσως , μόνος του, το παράγγελμα : « Πύρ»
Έπεσε κτυπημένος από έντεκα σφαίρες . Η δωδέκατη ίσως αστόχησε η ρίφθηκε στον αέρα.
Το λείψανο του Γιωργάκη Μαυρομιχάλη τοποθετήθηκε προσωρινά στη μικρή εκκλησιά των Αγίων Πάντων και αργότερα μεταφέρθηκε από τον αποφυλακισθέντα πατέρα του στη Μάνη και ετάφη στον εκεί οικογενειακό τάφο.
Η Επόμενη Μέρα
Την άλλη μέρα ακριβώς της δολοφονίας του Κυβερνήτη άρχισαν οι ανακρίσεις κάτω από την αυστηρή επιτήρηση του Υπουργού Δικαιοσύνης Σικελιανού και του Πορτογάλλου φρούραρχου τ΄Αναπλιού Αλμέϊδα.
Ο ένας των εκτελεστών, ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης, που επέζησε μετά το δράμα, μέχρι του τουφεκισμού του επεχείρησε στην κατάθεσή του να ρίξει εξ ολοκλήρου την ευθύνη του εγκλήματος στον κατακρεουργημένο από τον Λαό θείο του Κωσταντή.
«Όταν φθάσαμε στην εκκλησία, –είπε- ο θείος μου με είδε διστακτικό και με ρώτησε : Δε πιστεύω να θέλεις να φύγουμε. Του είπα ότι δεν μπορούσα να το κάμω. Τότε, αυτός μου απάντησε : -Σε νόμιζα παλικάρι ….Εμπρός….μην είσαι δειλός…… Ήρθε ο Κυβερνήτης και ξαφνικά άκουσα τον πυροβολισμό που έριξε ο θείος μου….»
Η προσπάθεια αυτή του Γιωργάκη , να ρίξει την ευθύνη στον θείο του Κωσταντή, ανατράπηκε από τον επίτροπο της εκκλησίας του Αϊ Σπυρίδωνα Σωτήρη Μητρόπουλο. Ο μάρτυρας βρισκόταν στον μπάγκο της εκκλησίας, κοντά στην εξώπορτα, εκτελώντας τα επιτροπικά του καθήκοντα, όταν έφθασαν οι Μαυρομιχαλαίοι. Φορούσαν και οι δύο καπότες. Ο Γιωργάκης μπήκε στην εκκλησία, ασπάσθηκε το εικόνισμα, διέταξε τον ακόλουθό του να ανάψει ένα κεράκι και κάθισε κοντά στην εξώπορτα. Ο Κωσταντής κάθισε απ΄ έξω. Όταν έφθασε ο Κυβερνήτης στην πόρτα της εκκλησίας και έβγαλε το καπέλο του, οι Μαυρομιχαλαίοι φάνηκε πως ήθελαν να υποκλιθούν και χαιρετήσουν τον Καποδίστρια, που τους είδε και με χαμόγελο έκλινε και προς τους δύο το κεφάλι.
«Ξαφνικά , καταθέτει ο επίτροπος Μητρόπουλος, άκουσα δύο βροντερές πιστολιές και από τα δύο μέρη της εξώπορτας. Πρόφθασα αμέσως και βγήκα τρομαγμένος από το πάγκο και είδα έξω, πεσμένο κάτω ,τον Κυβερνήτη. Είδα επίσης τον Γιωργάκη που έτρεχε να φύγει.
Την εικόνα της αναπαράστασης του δράματος συμπληρώνει από τους αυτόπτες μάρτυρες , ο δεύτερος επίτροπος της εκκλησίας ,Πολύκαρπος Νικολάου.
«_Μπήκε πρώτος στην εκκλησιά, λέγει, ο εκκλησάρης Γούτος και κατά τη συνήθειά του ανήγγειλε ότι έρχεται ο Κυβερνήτης της Ελλάδος κι΄ ο κόσμος να παραμερίσει και να καθίσει σε προσοχή. Ταυτόχρονα ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης στράφηκε και δρασκέλισε το κατώφλι και βρέθηκε έξω. Όταν ο Κυβερνήτης τους χαιρέτησε, είδα από μέσα το Γιωργάκη να βγάζει από την καπότα του το χέρι του μ΄ ένα γυαλιστερό μαχαίρι, ενώ ταυτόχρονα άκουσα κρότους πιστολιού. Βγήκαμε τότε αμέσως όλοι ταραγμένοι από την εκκλησία και είδαμε τον Κυβερνήτη πεσμένο κάτω.»
Ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης , επειδή είχε το βαθμό του χιλίαρχου, παραπέμφθηκε στο Α΄ διαρκές Στρατοδικείο των ελαφρών της Πελοποννήσου.
Κατά τις 7 το βράδυ της 7ης Οκτωβρίου 1831, όλοι οι Αναπλιώτες που περίμεναν με αγωνία έξω από τη παράγκα του Στρατοδικείου, πληροφορούνταν την παμψηφεί καταδικαστική απόφαση : Ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης καταδικάστηκε σε θάνατο και στην αποκοπή του δεξιού χεριού του ( ποινή που επιβαλλόταν στους πατροκτόνους και του χαρίστηκε κατά την εκτέλεσή του ). Η εκτέλεσή του αποφασίστηκε να γίνει την μεθεπομένη 10η Οκτωβρίου στη μικρή πλατεία έξω από τον προμαχώνα του Οπλοστασίου ( σήμερα πάρκο Κολοκοτρώνη).
Ετοιμασίες Μελλοθάνατου
Η τραγωδία πλησίαζε στο τέρμα της. Κατά τα ξημερώματα του Σαββάτου της 10ης Οκτωβρίου 1831, ο κατάδικος φονιάς του Κυβερνήτη, που είχε ξυπνήσει από τις 2 μετά τα μεσάνυχτα, παρακάλεσε το φρούραρχο να του επιτρέψει και να τον διευκολύνει να συντάξει τη διαθήκη του και να την παραδώσει ο ίδιος στον Δημόσιο Μνήμονα του Ναυπλίου (συμβολαιογράφο) .
Το χειρόγραφο της διαθήκης του Γιωργάκη Μαυρομιχάλη , που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά κειμήλια του τμήματος των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης, συνοδεύεται και από σχετική πράξη του Δημόσιου Μνήμονα Ναυπλίου Χαρ. Παπαδόπουλου, με ημερομηνία 10η Οκτωβρίου 1831, ημέρα Σάββατο και ώρα 7η πρωϊνή. « Αφού με προσκάλεσαν – γράφει ο Δημόσιος Μνήμων στην πράξη του – ανέβηκα στο Παλαμήδι και βρήκα τον Γιωργάκη Μαυρομιχάλη στην αρχή προσευχόμενο στο Ναό του Αγ. Ανδρέου , έπειτα να γράφει ιδιοχείρως τη διαθήκη του.»
Η διαθήκη έκλεισε με την τελευταία τυπική παράγραφο : «Εγγράφη παρ’ εμού του υποφαινομένου ιδία χειρί και υπεγράφει 1831, Οκτωβρίου 10, Φρούριον Παλαμηδίου, Γεώργιος Μαυρομιχάλης, έγραψα και βεβαιώ.»
Την παρέδωσε μετά στον Δημόσιο Μνήμονα Χαρ. Παπαδόπουλο και, ενώ η ώρα της εκτέλεσης πλησίαζε , παρακάλεσε να του φέρουν ένα μπουκάλι ρούμι.
Ολόκληρο το θλιβερό πρωϊ της 10ης Οκτωβρίου 1831 πέρασε με τη προετοιμασία των απαραίτητων μέτρων για την εκτέλεση του κατάδικου και για τις σχετικές διατυπώσεις. Στο τόπο της εκτέλεσης
Ένα τέταρτο ακριβώς, μετά το μεσημέρι, ο αξιωματικός της φυλακής, άνοιξε το κελί του κατάδικου και του ανήγγειλε ότι έφθασε η στιγμή της εκτέλεσης. Εκείνος προς στιγμή ταράχθηκε. Σηκώθηκε και άδειασε το μπουκάλι με το ρούμι Έπειτα αναθάρρησε. Ετοιμάστηκε βιαστικά. Και σε δύο λεπτά της ώρας βγήκε από το κελλί του θαρραλέος και περήφανος ακολουθώντας τον αξιωματικό και τέσσερις στρατιώτες στη μεγάλη σκάλα του Παλαμηδιού. Ένας γεροντάκος ιερέας της εκκλησιάς του Αγίου Γεωργίου, ακολουθούσε την πένθιμο συνοδεία του μελλοθάνατου ψιθυρίζοντας ψαλμωδίες και λόγια εκκλησιαστικά.
Μετά είκοσι λεπτά η συνοδεία αντίκρισε το γέρο-Πετρόμπεη , τον πατέρα του κατάδικου ,που περίμενε συντετριμμένος για να περάσει το αγαπημένο του παιδί από τη δυτική πλαγιά του Ιτς-Καλέ, καπνίζοντας το τσιμπούκι του.
Ο Γιωργάκης γονάτισε σιωπηλά αντίκρυ στον πατέρα του. Έκλινε το κεφάλι προς τα κάτω και κατόπι σηκώθηκε. Έβγαλε μια φωνή συγκινημένη:
«- Έχε γειά ,Πατέρα !…» και έφυγε αποφασιστικά. Ξαναχαιρέτισε πιο πέρα τον πατέρα του κρατώντας το μαντήλι στα σιδεροδεμένα χέρια του.
Στη 1 παρά 5 ακριβώς , ο κατάδικος και οι συνοδοί του , έφθασαν στον τόπο της εκτέλεσης μπροστά από έναν πλάτανο στη μικρή πλατεία. Πολύς, πάρα πολύς κόσμος είχε μαζευτεί στις ντάπιες των κάστρων και στα σπίτια της ανηφοριάς του Παλαμηδιού για να παρακολουθήσει το τραγικό θέαμα, που πλαισιωνόταν από τη στρατιωτική παράταξη .
Όταν ο Μαυρομιχάλης τοποθετήθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ένας στρατιώτης ,αφού διαβάστηκε μέσα σε απόλυτη σιγή η καταδικαστική απόφαση, πλησίασε τον κατάδικο και επεχείρησε να του δέσει τα μάτια μ΄ ένα μαντήλι. Εκείνος δήλωσε ότι δε θέλει, μόνο παρακάλεσε τον επικεφαλής του αποσπάσματος ανθυπασπιστή Σκυλίτση να του επιτρέψει να διατάξει μόνος του το πύρ.
Όλα ήσαν έτοιμα, όταν ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης, ατάραχος και θαρραλέος, στράφηκε πρώτα προς τον πατέρα που βρισκόταν ακόμη στην Ακροναυπλία και τον αποχαιρέτησε τρείς φορές με το χέρι του. Έπειτα κοίταξε τον κόσμο και φώναξε : «Αδέλφια ! Ομόνοια, αγάπη !…» Και έδωσε αμέσως , μόνος του, το παράγγελμα : « Πύρ»
Έπεσε κτυπημένος από έντεκα σφαίρες . Η δωδέκατη ίσως αστόχησε η ρίφθηκε στον αέρα.
Το λείψανο του Γιωργάκη Μαυρομιχάλη τοποθετήθηκε προσωρινά στη μικρή εκκλησιά των Αγίων Πάντων και αργότερα μεταφέρθηκε από τον αποφυλακισθέντα πατέρα του στη Μάνη και ετάφη στον εκεί οικογενειακό τάφο.
Πηγές :
Σπηλιάδη : «Απομνημονεύματα»
Λαμπρινίδου : «Ναυπλία»