ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΕΣΤΙΑΣΗΣ
ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ

Ευχές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς

ΕΥΧΕΣ

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

«Παράξενοι, φτωχοί στρατιώτες»: Ένα βιβλίο για την ελληνοαρβανίτκη στρατιωτική παράδοση

ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ | 9:23:00 μ.μ. |
 Ο Γιώργος Σαλεμής, Αρβανίτης από το Σχηματάρι Βοιωτίας, έβγαλε φέτος (2015) στις εκδόσεις «Αλφειός» το βιβλίο «Παράξενοι, φτωχοί στρατιώτες». Παρότι μπορεί να έχει κανείς διαφωνίες για επιθυμητές συνδέσεις και συμπεράσματα του συγγραφέα, πρόκειται για μια εκτεταμένη έρευνα για σημαντικές όψεις της αρβανίτικης προϊστορίας και των Αρβανιτών της Ελλάδας, με τρόπο που να διαμορφώνουν, τελικά, ένα πολυεπίπεδο, αξιοσημείωτο έργο.


Πώς θα συνοψίζατε το βιβλίο σας σε 50 λέξεις;

Ως παρουσίαση της ελληνικής στρατιωτικής παράδοσης, από τα «λείψανα του στρατού του βασιλείου μας» (Ν. Κασομούλης) έως τους Αρματολούς, τους Κλέφτες, τους Σουλιώτες. « ...Εγίγνωσκεν ο Κλέφτη ς.... εν μυστήριον διδάσκον πώς η μονάς καταπολεμεί την χιλιάδα» (Κ. Σάθας). Η καθ' ημάς ιπποτική παράδοση η οποία, συνάμα, χαρακτηρίζεται ως αρβανίτικη και ως ανήκουσα στα κοινά των Ελλήνων.

Πώς θα σχολιάζατε το «φευγάτο» τίτλο που διαλέξατε;

Ο τίτλος βγαίνει από την ίδια την εποποιία των Αρβανιτών στρατιωτών:

«...Όλη η πόλις του Μιλάνου επληρώθη ανθρώπων ελθόντων να ίδωσι τους παράξενους Στρατιώτας. Ο δουξ και η δούκισσα ίππευσαν μεθ' απάσης της αυλής και ήλθον εις την πλατείαν δια να τους παρατηρήσωσιν. Ο ηγεμών εκ καρδίας συγχαρείς τω Κονταρίνη τον παρεκάλεσεν να τω δείξη τρέχοντας τους Στρατιώτας, οίτινες έδραμον με τας λόγχας και τα ρόπαλα προς μεγάλη του πλήθους ευχαρίστησιν..» (Μαρίνο Σανούτο, Βενετός συγγραφέας και αυτόπτης μάρτυς). Αυτά όλα τέλη του 15ου αιώνα.

«Κι' εμπήκαμε στον χειμώνα,

θα ξαναγυρίσωμε στο καλοκαίρι,

με την τόσο καλή συντροφιά

των καβαλλαραίων και των βολιστών,

παλληκαριών και καλών πολεμιστών,

όπως έκαναν κι' οι παλιότεροί μας,

Ω φτωχοί Στρατιώτες»

(Μανώλης Μπλιέσης, ραψωδός της Στρατιάς με οκτώμισι χιλιάδες στίχους στο «ενεργητικό» του. Στην εν λόγω ραψωδία, στο τέλος κάθε στροφής, επαναλαμβάνεται η επωδός «Ω φτωχοί Στρατιώτες»)

Τέλος, να αναφέρω και το εξής ενδιαφέρον. Στη φρουρά της Ναυπάκτου υπηρετούσαν οι πλέον φτωχοί Στρατιώτες. Έτσι με τον καιρό έγιναν παροιμία. «Αυτός φυλάει τη Ναύπακτο», σήμαινε πως κάποιος ήταν πάμπτωχος.

Τι καινούργιο φέρνει το βιβλίο στην υπάρχουσα "Αρβανιτολογία" - "Αρβανιτογραφία"; Τι επιβεβαιώνει και τι ανατρέπει; Τι προσφέρει, ειδικότερα, σ΄ ένα πιθανά ανυποψίαστο για το θέμα αναγνώστη;

Η μέχρι τούδε Αρβανιτολογία ψάχνει τα πατήματα και όχι το λύκο.

Πρώτο: Δέσμια, άλλοτε από ανεπάρκεια και άλλο από δόλο, του δόγματος «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις» προσπαθεί να ερμηνεύσει τα ονόματα, να τα ετυμολογήσει και να τα χρονολογήσει (!). Δεν ψάχνει την ίδια τη στάση των ανθρώπων της κάθε εποχής απέναντι στα καίρια της ζωής για να ανιχνεύσει από κει το «τι είδους άνθρωποι είναι».

Δεύτερο: Άλλοτε από ανεπάρκεια και άλλοτε από δόλο, αποδέχεται ως κριτήριο της εθνικότητας το φυλετικό – γλωσσικό: «Ο Έλληνας κατάγεται από τους Πελασγούς, ο Αρβανίτης κατάγεται από τους Πελασγούς, άρα ο Αρβανίτης είναι Έλληνας» (!) Πώς ξέρουμε πως ο Αρβανίτης κατάγεται από τους Πελασγούς; «Μα μιλάει...πελασγικά» (!) Αν τώρα και ο Σκιπητάρης (αυτός που κακώς ονομάζουμε «Αλβανό») κατάγεται από τους Πελασγούς, τι γίνεται; Δεν είναι αυτός σήμερα ή και το 19ο αιώνα διαφορετικής ετερότητας - εθνικότητας;

Μη μπορώντας, στην ουσία, να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, άλλοτε εφευρίσκει θεωρίες περί μη αυτοχθονίας των Σκιπητάριδων (ήρθαν τάχα από την «Αλβανία του Καυκάσου») και άλλοτε σταματά να διακρίνει τις δύο εθνικότητες, την ελληνική και την σκιπητάρικη. Τότε, ή θα «κατατάξει» τους Σκιπητάριδες στους Έλληνες ή θα «κατατάξει» τους Αρβανίτες στους Σκιπητάριδες που τους αποκαλεί «Αλβανούς» (!).

Ακόμη και οι επικριτές του φυλετικού - γλωσσικού κριτηρίου λειτουργούν εκ των πραγμάτων στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του εθνοφυλετισμού. Αντιτάσσοντας το «Είσαι ό, τι νομίζεις» και το «Είσαι ό,τι δηλώσεις», καλυπτόμενοι πίσω από το «δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό», τροφοδοτούν το χάος, χωρίς να κλείνουν τον δρόμο, με αξιόπιστα επιχειρήματα, στον εθνοφυλετισμό. «Ο Αρβανίτης είναι μεν Έλληνας σήμερα, επειδή δηλώνει Έλληνας, αλλά τότε, το 14ο αιώνα που ήρθε εδώ, ήταν Αλβανός» (!) Οι τρομεροί αντίπαλοι του εθνοφυλετισμού στο σήμερα, καταντούν ακόλουθοι του εθνοφυλετισμού στο τότε, γιατί δεν μπορούν να εννοήσουν τη διαμόρφωση της ετερότητας ως σύνθετη και πολύπλοκη κοινωνική διεργασία πάνω από την φυλετική καταγωγή και πέρα από την ιδεολογική κατασκευή.

Άλλο παρατράγουδο είναι το εξής: Εκείνοι που θεωρούν το ελληνικό έθνος κατασκεύασμα του κράτους, της αστικής τάξης, της αμερικανικής ή της γαλλικής επανάστασης, είναι πρόθυμοι να θεωρήσουν τους Αρβανίτες «Αλβανούς», χωρίς να μας λένε ποια επανάσταση, ποιο κράτος, ποια αστική τάξη έφτιαξε τάχα το έθνος των «Αλβανών» το 14ο αιώνα. Προσπαθώντας να αποφύγουν τον τάχα ελληνικό εθνικισμό, βουλιάζουν αύτανδροι στον σκιπητάρικο εθνικισμό και στην προπαγάνδα ενός κράτους που στο κάτω κάτω είναι εντελώς κατασκεύασμα των «Μεγάλων Δυνάμεων» και κανένα πραγματικό εθνικοαπελεθερωτικό κίνημα δεν βρίσκεται πίσω από την συγκρότησή του.

Οι «Παράξενοι φτωχοί στρατιώτες» αξιοποιούν τις πληροφορίες και τις περιγραφές της εποχής εκείνης και αναλύουν το «τι είδους άνθρωποι» είναι οι Αρβανίτες που προνοιάζονται στη νότια Ελλάδα από τους Δεσπότες του Μορέα και τους ηγεμόνες της ιταλικής «Φραγκοκρατίας». Το αποτέλεσμα της ανάλυσης αυτής οδηγάει κατευθείαν στην ιλιαδική ταυτότητα. Έχοντας πρότυπά τους τους ομηρικούς ήρωες, αλλά και τον Αλέξανδρο, τον Πύρρο κλπ, αποκτούν κι εκείνοι την ταυτότητα των ηρώων τους. Από τις πρώτες σελίδες τεκμηριώνεται το ότι πρόκειται για εξατομικευμένους ανθρώπους, για «έθνος εταίρων» (έθνος = πλήθος), τόσο πολύ ισότιμων, ώστε ο Σάθας αναφωνεί: «οι στρατιώτες είναι Έλληνες γιατί φέρουν την πατρογονική αμαρτία τής μέχρι φθόνου ισότητας». Τότε που αφενός η Ανατολή στενάζει κάτω από τους δεσποτικούς-κολεκτιβιστικούς πολιτισμούς και αφετέρου η εξατομίκευση των δυτικών κοινωνιών είναι στα σπάργανα, οι στρατιώτες αποβιβάζονται και παρελαύνουν στο Λίντο της Βενετίας, στο Μιλάνο, στη Ραβένα, στη Φεράρα, φτάνουν και ώς τις όχθες του Ατλαντικού υπό τις σημαίες του Ερρίκου του Η΄, πλήρως «εξοπλισμένοι» με ό,τι ακόμα και ο σημερινός άνθρωπος θα ζήλευε. Ούτε λίγο ούτε πολύ, τριακόσια χρόνια πριν τον Διαφωτισμό, πραγματώνουν στις στρατιωτικές τους κοινότητες το Ελευθερία - Ισότητα και κάτι ακόμα παραπάνω, Φιλία! Ενώ ο Διαφωτισμός κάνει λόγο για Αδελφότητα που παραπέμπει στη φυλετική - γλωσσική συγγένεια, οι Αρβανίτες στρατιώτες ξεπερνούν το πάθος του φθόνου για τον «άλλον ίσο και εταίρο» με την φιλία και τη μπέσα (=πίστη). Αυτά τα στοιχεία είναι που τους κάνουν Έλληνες και τίποτα λιγότερο ή περισσότερο. Είναι δε τόσο προσηλωμένοι στον τρόπο αυτό του ζην και θνήσκειν, που τον «αγκυρώνουν» και σε μεταφυσικό επίπεδο. Είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, ενώ οι άγιοι τούς οποίους επικαλούνται στη μάχη -ο Μάρκος και ο Γεώργιος, οι πολιούχοι των κατουνιών τους- είναι «φίλοι του Χριστού». Η φιλία, υπέρτατη αξία και γι΄ αυτούς όπως και για τον Αχιλλέα, είναι πια εδώ θεϊκή ιδιότητα. Έτσι η υπέρβαση των εκάστοτε συλλογικοτήτων χάριν της φιλίας, μεταβαίνει από το σχήμα Αχιλλέας - Πρίαμος του Ω της Ιλιάδας, στο «αγαπάτε τους εχθρούς υμών» του Ευαγγελίου. Όλα αυτά επιβιώνουν ώς τον Κολοκοτρώνη και τον Αλή Φαρμάκη, ώς τον Καραϊσκάκη και τους Γκέγκηδες στον Άϊ Σπυρίδωνα στον Πειραιά και φτάνουν, εν πολλοίς αποδεκατισμένα από την νεωτερικότητα, ώς τις μέρες μας, στην Αντίσταση και τον Εμφύλιο.

Αυτά περίπου είναι τα καινά δαιμόνια που κομίζουν οι «Στρατιώτες», όσο μπορούν να παρουσιαστούν συνοπτικά εδώ. Υπάρχουν και κάποια άλλα, ο ρόλος του βυζαντινού θεσμού της Πρόνοιας στην εγκατάσταση των στρατιωτών στη νότια Ελλάδα, το τι ήταν το Άρβανο και τα άρβανα (Χρονικό των Τόκκων), η διγλωσσία και η χρήση των αρβανίτικων διαλέκτων ως συντεχνιακής - στρατιωτικής γλώσσας («εκτεταμένο κώδικα Ναβάχο» την αποκαλώ χαριτολογώντας). Τέλος, πληθώρα υλικού παρατίθεται για τη Βοιωτία και την Κύπρο. Από τα στοιχεία αυτά μπορούμε να αντλήσουμε πολλά τεκμήρια για όσα εξέθεσα παραπάνω, αλλά για και την καταγωγή των «μικρών πατρίδων». Οι στρατιώτες της εποχής της βυζαντινής οικουμένης ήταν, βλέπετε, πολίτες τριών πόλεων: της μικρής (του αυτοδιοίκητου κοινού), της μεγάλης (οικουμένης) και της άνω πόλεως. Όταν λοιπόν το Ναύπλιο παραδίνεται στους Τούρκους, το Νοέμβριο του 1540, εκείνοι βάζουν όρο και παίρνουν μαζί τους, στη νέα τους πατρίδα την Κύπρο, τα άρματα και τις καμπάνες.

Σε πόσους -και ποιους- επιμέρους γνωστικούς τομείς "πατάει" το βιβλίο;

Πατάει αφενός στην Ιστορία, ήτοι στο πυκνό και ογκώδες υλικό του Κ. Σάθα, κυρίως, αλλά και άλλων ιστορικών. Αφετέρου πατάει στην Κοινωνική Οντολογία του Θ.Ι. Ζιάκα, χάρη στην οποία το πολύτιμο υλικό του Σάθα αποκωδικοποιείται και αναδεικνύεται.

Πόσον καιρό σάς πήρε η συγγραφή και ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε;

Οι έρευνές μου ξεκινάνε από το 1990. Εν παρόδω αναφέρω για τους νοούντες πως τότε ήμουν συνειδητός και συνεπής άθεος και δεν είχα καθόλου καλή γνώμη για το Βυζάντιο. Πέρασαν 22 χρόνια. Το 2011 επέστρεψα στη μικρή πατρίδα. Με όλη την ιστορία των στρατιωτών στο μυαλό μου τριγύριζα στα μέρη που μεγάλωσα, και σκεφτόμουν τι όμορφος που θα ήταν ο κάμπος μας τότε που πρωτοήρθαν εδώ οι οικιστές ημών πρόγονοι. Καθώς έχω απορρίψει προ πολλού την περιγραφή και την καταγγελία των σημερινών αθλιοτήτων ως ατελέσφορη αλλά και δηλητηριώδη για τις ψυχές μας, ωρίμαζε η σκέψη να στρωθώ και «να κάνω τις συστάσεις» ανάμεσα στους προπάτορες και στους άσωτους υιούς της εποχής μας.

Η κρίση και η αναγκαστική αργία στην οποία περιήλθα, μου έδωσαν τον χρόνο που δεν είχα ποτέ. Αποφάσισα να γράψω το βιβλίο και να φυτέψω ένα μικρό, πλην όμως πολυώνυμο περιβόλι. Η συγγραφή του βασικού σκελετού του βιβλίου κράτησε 43 ημέρες. Φυγή στην...έρημο, τρεις μέρες παραπάνω από το Χριστό (αυτό είναι αυτοσαρκασμός αρβανίτικος), από τις 10 Μαρτίου ώς τις 23 Απριλίου του 2012, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου. Έγραφα από τις 7 το πρωί έως αργά το βράδυ, με ένα μικρό διάλειμμα το μεσημέρι. Μετά άρχισε το “σκάλισμα”. Διορθώσεις, διάβασμα ξαναδιάβασμα, πάλι διορθώσεις, προσθήκες, σημειώσεις, στίχοι από γνωστά και άγνωστα δημοτικά τραγούδια, άλλες σκέψεις, παραπομπές, ανταλλαγή απόψεων με φίλους και κυρίως με το Θόδωρο Ζιάκα που ήταν δίπλα μου σε όλη τη φάση της συγγραφής. Η δουλειά αυτή κράτησε μέχρι και την έκδοση του βιβλίου το Νοέμβριο του 2014. Τους τελευταίους όμως μήνες πριν την έκδοση, είχα τη σπουδαία βοήθεια και την παρέα του επιμελητή, του Κώστα Κωνσταντίνου.

Οι δυσκολίες ήταν (α) στο να μορφοποιήσω όλο αυτό το υλικό καθώς δεν είχα ασχοληθεί ξανά με το πώς γράφεται ένα βιβλίο και τι ακριβώς πρέπει να γίνει για να φτάσει στο τυπογραφείο και (β) στην ίδια την έκδοση. Σε αυτές τις δυσκολίες οφείλονται και κάποια λάθη που μου ξέφυγαν και τα οποία ελπίζω να διορθώσω στη β' έκδοση. Σημειώνω δε ότι η ενιαία τιμή πώλησης των βιβλίων που ίσχυε τότε καθόλου δεν βοήθησε στην έκδοσή του. Μέσα από όλα αυτά σχημάτισα διάφορες «αιρετικές» απόψεις για την περιπέτεια της έκδοσης ενός πονήματος και μάλιστα από έναν καινούργιο και άγνωστο συγγραφέα.

Πώς «κολλήσατε» με το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο και τι σας προσφέρει η ενασχόληση μ΄ αυτό;

Κόλλησα από την διάθεση αυτογνωσίας που είχα από μικρός. Τι είναι αυτό που με κάνει να είμαι ό,τι είμαι. Εμείς οι Αρβανίτες, τέτοια «ελαττώματα» τα λέμε «ψώρα». Με το ψι βαρύ και έντονο. «Κόλλησα» την «ψώρα» λοιπόν από μικρός. Μετά, εγκαίρως, διάβασα τους «Έλληνες Στρατιώτες εν τη Δύσει» του Κ. Σάθα. Εκεί κατανόησα ότι δεν μπορώ να πάω μακριά αν δεν μελετήσω περισσότερο την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την ορθόδοξη παράδοση. Σε αυτό συνέκλιναν και τα «θεωρητικά» διαβάσματα της εποχής (Ζουράρις, Γιανναράς, Ράμφος). Ταυτόχρονα ταξίδευα για δουλειές στην Άσπρη Θάλασσα, στα Νησιά του Αιγαίου και του Σαρωνικού. Οι εντυπώσεις μου από την επαφή μου με τον πολιτισμό των Κυκλάδων ήταν για μένα ένα ακόμη σχολείο. Το μεγάλο άλμα όμως συντελέστηκε με την μελέτη του έργου του Θ. Ι. Ζιάκα, το 2006. Διάβαζα τότε ταυτόχρονα και τον Γκλέικ, για το Χάος, την Τάξη, την αβεβαιότητα, το πάντα «περίπου» και ποτέ «ακριβώς», τους παράξενους ελκυστές, το χώρο των φάσεων. Ενθουσιάστηκα! Ήταν ο Ζιάκας κάτι πέραν πάσης προσδοκίας. Έσπευσα να τον γνωρίσω προσωπικά. Ήταν σε μια παρουσίαση βιβλίου στον «Ιανό» (το «1204» του Γ. Καραμπελιά) και μετά μια σειρά διαλέξεων στο πατάρι του «Αρμού». Θυμάμαι πως από τα πρώτα πράγματα που του έθεσα υπόψη ήταν τα περιστατικά με τους στρατιώτες και το Δόγη: Εκεί που δεν έβγαιναν να εισπράξουν τους μισθούς γιατί ο Δόγης [της Βενετίας] χαιρέτησε μόνο τον καπετάνιο τους και όχι έναν έναν ξεχωριστά, 520 νοματέους, και εκεί που δεν ήθελαν να πληρώνονται με το μήνα αλλά ανάλογα με την ικανότητα του καθενός, ήγουν με το κομμάτι: ένα δουκάτο για το κεφάλι και δύο για τον αιχμάλωτο. Η ιστορία των στρατιωτών βεβαίωνε του λόγου το αληθές στο έργο του Ζιάκα. Υπό αυτή την έννοια οι «Στρατιώτες» είναι η εφαρμογή της θεωρίας του Ζιάκα για το έθνος, την παράδοση και τις ταυτότητες, στο συγκεκριμένο πεδίο της αρβανίτικης στρατιωτικής παράδοσης των ελληνικών κοινών.

Τι μου πρόσφερε εμένα. Πέρα από τα καλά λόγια και την τόσο απαραίτητη στον άνθρωπο εκ-τίμηση των «άλλων», από τον ενδεχόμενο «έπαινο του δήμου και των σοφιστών», μου πρόσφερε ήδη ταξίδια πολλά στο χρόνο και στο χώρο! Μέσα από “σκουλικότρυπες”... σταυροειδώς.... από το τότε στο τώρα... από τη Βενετία στην Κύπρο, στις επάλξεις της Λευκωσίας και στους πύργους της Αμμοχώστου... από το Σχηματάρι στην Κρήτη, στα Παλιά Ρούματα, στο Αποπηγάδι και πάλι πίσω στα μνήματα των εδικών μας, από τον μπάρμπα μου τον άθαφτο αντάρτη στον άταφο Πολυνίκη και την Αντιγόνη.... Από το Σούλι του Σωτήρη Τζίπη στο Σάλεσι και στα Δερβενοχώρια... από τη Βοιωτία του Παγώνδα στη Βοιωτία των οικιστών προγόνων, από τον Κάδμο και τους πέντε Σπαρτούς, πρώτους πολίτες - οπλίτες της Θήβας, στο «σημερινό» χρησμό του Μαντείου των Δελφών για την Ευρώπη που αναζητούσε ο Κάδμος πριν σκοτώσει το δράκο της Αρείας Κρήνης, σαν πεζός Άι Γιώργης, και πριν οι θεοί τον παντρολογήσουν με την Αρμονία!

«Περί μεν Ευρώπης μη πολυπραγμονείν

....πόλιν κτίζειν».

Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας από την παρουσίαση στο Σχηματάρι και, γενικότερα, από την αρχική υποδοχή του βιβλίου τώρα, τον πρώτο καιρό που κυκλοφόρησε;

Η παρουσίαση του βιβλίου στη γενέτειρά μου εξελίχθηκε, όπως είπε ο εκδότης μου Κώστας Αναστόπουλος («Αλφειός»), σε πανηγυρική. Συγγενείς, φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι, ντόπιοι και ξένοι, φόρεσαν τα καλά τους και ήρθαν να ακούσουν τι έχω πω. Ιδιαίτερα με συγκίνησε αυτό, το ότι φόρεσαν τα καλά τους. Το «Καθ' οδόν Καφέ» στο παλιό σπίτι του δικού μας μακαρίτη Γιάννη Αργύρη, του ηθοποιού, γέμισε. Πάνω από 100 άτομα. Η τεχνική υποδομή του μαγαζιού μού επέτρεψε να παρουσιάσω σε μεγάλη οθόνη χάρτες, εικόνες, γκραβούρες και γενικά υλικό από το βιβλίο αλλά και άλλο που δε χώρεσε στα δέκα τετράχρωμα από τα 26 τυπογραφικά. Ιδιαίτερη αναφορά έκανα στον «ανδρείο Τζώρτζη Σχηματάρη», στρατιώτη, υπερασπιστή του Ναυπλίου (1540) στον οποίο η Σινιορία παραχωρεί σύνταξη εφ' όρου ζωής για τις υπηρεσίες που προσέφερε και για την περιουσία που απώλεσε κατά την παράδοση της πόλης.

Αλλά και στην Αθήνα ήταν η παρουσίαση πέρα από τις προσδοκίες μου. Σάββατο απόγευμα το «Polis Αρτ Καφέ» γέμισε. Ήρθαν σημαντικοί άνθρωποι, συμπατριώτες , φίλοι από την Αθήνα και από τα παλιά. Με τίμησαν με την παρουσία τους και οι ακαδημαϊκοί Βασίλης Καραποστόλης, Χαρίκλεια Τσοκανή, Τάσος Τσάμης. Την παρουσίαση έκαναν ο Θ. Ι. Ζιάκας και ο Γ. Καραμπελιάς. Οι ομιλίες τους υπάρχουν στο διαδίκτυο. Εγώ παρουσίασα τις αναφορές των Βυζαντινών ιστορικών στο Άρβανο, στους Αρβανίτες, στα άρβανα, και στις παραχαράξεις που γίνονται στο θέμα αυτό. Εν ευθέτω χρόνω θα “ανεβεί” κι αυτή στο διαδίκτυο.

Όσο για την γενικότερη υποδοχή του βιβλίου, είμαστε ακόμα στην αρχή. Πέρα από σας, αγαπητέ κύριε Φύσσα, κανείς άλλος παρουσιαστής βιβλίων ακόμη δεν μου έκανε την τιμή να ασχοληθεί με τους «Στρατιώτες». Αυτό έχει κι ένα καλό: «πετώντας κάτω από τα ραντάρ», το βιβλίο, δεν έχει δεχθεί ακόμη τις επιθέσεις που προβλέπονται. Μόνο κάποιες κρούσεις. Από τους αναγνώστες, όσοι το διαβάσανε λένε καλά λόγια, επαινούν τον μόχθο, την πρωτοτυπία, τη συσσώρευση στοιχείων και τεκμηρίων. Εκείνο που με κολακεύει ιδιαίτερα είναι ότι αρέσει σε όλα τα φάσματα των ηλικιών και των πολιτικών και των «κοσμοθεωριών», ή εν πάση περιπτώσει των έτι αδώντων κουρελιών των κοσμοθεωριών. Αν όντως έχει αξία το βιβλίο, αυτή θα πρέπει να βρίσκεται στο ότι συμ-βάλλει στην προσπάθεια «υπέρ τής των πάντων ενώσεως», στην ένωση και στην συν-ύπαρξη μοναδικών ανεπανάληπτων ποικιλόμορφων και πολυποίκιλων ετεροτήτων.

ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Ι ΚΤΕΟ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΣΑΛΑΠΑΤΑΣ