Του ΑΝΔΡΕΑ ΖΑΦΕΙΡΗ
(Δε φιλοδοξεί το κείμενο αυτό να είναι πραγματεία για την αισθητικοποίησητης πολιτικής ή τον ρόλο της πολιτικής στην αισθητική. Μην το υποτιμήσετε όμως. Είναι πολιτικό. Ουσιαστικά).
Ας ξεκινήσομε με ένα σκληρό ερώτημα (σε τρία σκέλη):
Τι σας ενόχλησε - βρε αρτηριοσκληρωτικοί - στο ζεϊμπέκικο της Γεροβασίλη; Δηλαδή να απολογηθεί επειδή ήταν στου Μαργαρίτη και χόρευε; Να στήσουμε μήπως και καμιά Ιερά Εξέταση Ζντανωφικής αισθητικής;
Αρκετά δε ταλαιπωρηθήκαμε από τη καρικατούρα του «αριστερο-λαϊκού», μορφή που ξεπηδούσε από τις αφίσες της ΚΝΕ, καβαλούσε την ΜΖ του και πήγαινε για βραδινήαφισοκόλληση και μετά για ρετσίνα στου Ξέρξη;
Νισάφι. Ας αγκαλιάσουμε το δικαίωμα. Το δικαίωμα στην ατομικότητα. Την ελευθερία στο έπακρο, την απόλυτη διάκριση μεταξύ του ιδιωτικού, δημόσιου και πολιτικού χώρου. (Συμπτωματικά αυτό είναι βασικό ιδεολόγημα του νεοφιλελευθερισμού, αλλά συμπτώσεις σύντροφοι, συμπτώσεις).
Βέβαια η καρικατούρα του «λαϊκο-αριστερού» ήταν συχνά το προοίμιο για πολλών ειδών ζεϊμπέκικαμετάλλαξης. Και όποιος ένιωσε άβολα με το δήθεν ζεϊμπέκικο δε σημαίνει ότι είναι και οπαδός τουΜπακαλάκου (αν και προσωπικά εκείνο το «ήρθε ο βουλευτής στο χωριό», πάντα μου άρεσε).
Απάντηση:
Κι άντε τώρα να εξηγήσεις ότι ο χορός δεν είναι βήματα αλλά κάτι άλλο.
Κι άντε τώρα να θυμηθείς μαρξιστικά κολλυβογράμματα και να αναρωτηθείς δημόσια εάν η κατανάλωση του πολιτιστικού προϊόντος είναι θέμα ατομικής επιλογής στο Γκυντεμπορικό σύμπαν. Ή (ακόμη χειρότερα, σχώρα με καλή μου Κολλοντάι ) εάν ο πολιτισμός αποτελεί ενεργό στοιχείοέγκλησης του ατόμου, βασικό στοιχείο της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας.
Αν σε πετύχει το βόλι του ρεαλισμού στη πολιτική, μετά σε παίρνει αμπάριζα.
Το πρόβλημα κατ' εμέ, (φανατικό εχθρό του «αριστερο-λαϊκού» αλλά και της μετάλλαξής του σε ρεάλ-φιλελέ), δεν ήταν το ένα η Γεροβασίλη χόρεψε ζεϊμπέκικο και που.
Είναι ακριβώς το αντίθετο. Το ότι δε χόρεψε.
Η Αριστερά σε αυτό το τόπο , καλώς ή κακώς, ήταν φορέας και μιας αισθητικής. Και μιας ηθικής. Βαριά η λέξη, αλλά ας απολογηθούν για αυτή οι εκατοντάδες των ανθρώπων της που αρνήθηκαν να πουν τα μικρά «ναι» που η ίδια η καθημερινότητα υπαγόρευε.
Και επέμειναν να βαδίζουν με αυτή σα σακάκι. Έστω και τρύπιο. Οι πατεράδες μας. Και οι μανάδεςμας (ρε κουφάλες θα συμπλήρωνε κάποιος γεννημένος στο Πέραμα, αλλά εγώ γεννήθηκα στου Ρέντηκαι ένα savoir vivre το κατείχαμε).
Και όσο εάν αυτή η αισθητική εκχυδαΐστηκε κατά καιρούς, στα ξένα χέρια «οργανικών διανοούμενων» ή «Φαράκειων δεκαλόγων», και όσο και εάν απλοποιήθηκε σε «φεστιβάλ της θλίψης» και σε αμπέχονα, παρέμενε μια ζώσα αισθητική.
Και παρά τα 30 χρόνια μιας κυρίαρχης αισθητικής που έπαιζε ανάμεσα στην επίδειξη, το φαίνεσθαικαι το απόλυτο κενό, ανάμεσα στο «Μέγαρο και το παίδαρο», αυτή η αισθητική έμεινε ζωντανή. Και πέρασε σα σκυτάλη από μια γενιά που ηττήθηκε, τη γενιά του '70, σε μια γενιά που ποτέ δεν θα έχει όνειρο να χτίσει μεζονέτα.
Μπορείς να τη συναντήσεις παντού. Αρκεί να έχεις μάτια ανοιχτά: στις συναυλίες του «Χαρούλη» και των δεκάδων τραγουδιστών και τραγουδοποιών που αρνήθηκαν να μιλήσουν λαμέ και δήθεν μόρτικα(με 200 το μπουκάλι ούτε μόρτης είσαι ούτε σουρουκλεμές. Που τα βρήκες ρε φίλε; Όλα στο τζόκερ;).
Τη συναντάς στα στέκια που νέα παιδιά μαθαίνουν ώμο-ώμο να ακούνε τη Γκάιντα, να χορεύουν τονικαριώτικο στα τσιμέντα, να φτιάχνουν μικρές θεατρικές ομάδες ή μουσικά σχήματα,να ερωτεύονται «γιατί έτσι» και όχι γιατί είναι «ο άλλος» υβριδικό αντίγραφο του Κιάμου και της Τάμτα.
Να το πούμε κι αλλιώς: τα ζεϊμπέκικα του «Ανδρέα» στη Ρίτα, δεν ενοχλούσαν μια κοινωνία που είχε ασπαστεί τα αισθητικά αυτά πρότυπα και ακόμη περισσότερο: ένα τμήμα της, τα έκανε και πράξη.
Τα μικροαστικά στρώματα, της παραοικονομίας και ευρύτερα, που γέννησαν το «σκυλάδικο» και τα λουλούδια στις πίστες, ζούσαν το δικό τους μύθο.
Ο μύθος αποδείχτηκε όμως εφιάλτης. Αυτές είναι οι καρικατούρες σήμερα.
Και η κυρία Γεροβασίλη χορεύει μόνη της. Τραγικά μόνη της. Και πάντως όχι ζεϊμπέκικο.
Οι ελίτ απλά μειδιούν και η συντριπτική πλειοψηφία απλά αδιαφορεί. Ή ανέχεται. Αλλά δε χειροκροτεί. (Βασικό το χειροκρότημα στο ζεϊμπέκικο. Πιο σημαντικό ακόμη και από τα χέρια που αγκαλιάζουν ουρανό).
Και ίσως αυτό, η αδιαφορία, να είναι η χειρότερη τιμωρία για ένα χορό που ποτέ δεν έγινε ζεϊμπέκικο. Εξάλλου μη είστε αυστηροί. Δίπλα της δεν χόρευε το φάντασμα του αρχάγγελου.
Ούτε καν του Κατσιφάρα. Του Μπογδάνου ήταν η σκιά.
(Δε φιλοδοξεί το κείμενο αυτό να είναι πραγματεία για την αισθητικοποίησητης πολιτικής ή τον ρόλο της πολιτικής στην αισθητική. Μην το υποτιμήσετε όμως. Είναι πολιτικό. Ουσιαστικά).
Ας ξεκινήσομε με ένα σκληρό ερώτημα (σε τρία σκέλη):
Τι σας ενόχλησε - βρε αρτηριοσκληρωτικοί - στο ζεϊμπέκικο της Γεροβασίλη; Δηλαδή να απολογηθεί επειδή ήταν στου Μαργαρίτη και χόρευε; Να στήσουμε μήπως και καμιά Ιερά Εξέταση Ζντανωφικής αισθητικής;
Αρκετά δε ταλαιπωρηθήκαμε από τη καρικατούρα του «αριστερο-λαϊκού», μορφή που ξεπηδούσε από τις αφίσες της ΚΝΕ, καβαλούσε την ΜΖ του και πήγαινε για βραδινήαφισοκόλληση και μετά για ρετσίνα στου Ξέρξη;
Νισάφι. Ας αγκαλιάσουμε το δικαίωμα. Το δικαίωμα στην ατομικότητα. Την ελευθερία στο έπακρο, την απόλυτη διάκριση μεταξύ του ιδιωτικού, δημόσιου και πολιτικού χώρου. (Συμπτωματικά αυτό είναι βασικό ιδεολόγημα του νεοφιλελευθερισμού, αλλά συμπτώσεις σύντροφοι, συμπτώσεις).
Βέβαια η καρικατούρα του «λαϊκο-αριστερού» ήταν συχνά το προοίμιο για πολλών ειδών ζεϊμπέκικαμετάλλαξης. Και όποιος ένιωσε άβολα με το δήθεν ζεϊμπέκικο δε σημαίνει ότι είναι και οπαδός τουΜπακαλάκου (αν και προσωπικά εκείνο το «ήρθε ο βουλευτής στο χωριό», πάντα μου άρεσε).
Απάντηση:
Κι άντε τώρα να εξηγήσεις ότι ο χορός δεν είναι βήματα αλλά κάτι άλλο.
Κι άντε τώρα να θυμηθείς μαρξιστικά κολλυβογράμματα και να αναρωτηθείς δημόσια εάν η κατανάλωση του πολιτιστικού προϊόντος είναι θέμα ατομικής επιλογής στο Γκυντεμπορικό σύμπαν. Ή (ακόμη χειρότερα, σχώρα με καλή μου Κολλοντάι ) εάν ο πολιτισμός αποτελεί ενεργό στοιχείοέγκλησης του ατόμου, βασικό στοιχείο της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας.
Αν σε πετύχει το βόλι του ρεαλισμού στη πολιτική, μετά σε παίρνει αμπάριζα.
Το πρόβλημα κατ' εμέ, (φανατικό εχθρό του «αριστερο-λαϊκού» αλλά και της μετάλλαξής του σε ρεάλ-φιλελέ), δεν ήταν το ένα η Γεροβασίλη χόρεψε ζεϊμπέκικο και που.
Είναι ακριβώς το αντίθετο. Το ότι δε χόρεψε.
Η Αριστερά σε αυτό το τόπο , καλώς ή κακώς, ήταν φορέας και μιας αισθητικής. Και μιας ηθικής. Βαριά η λέξη, αλλά ας απολογηθούν για αυτή οι εκατοντάδες των ανθρώπων της που αρνήθηκαν να πουν τα μικρά «ναι» που η ίδια η καθημερινότητα υπαγόρευε.
Και επέμειναν να βαδίζουν με αυτή σα σακάκι. Έστω και τρύπιο. Οι πατεράδες μας. Και οι μανάδεςμας (ρε κουφάλες θα συμπλήρωνε κάποιος γεννημένος στο Πέραμα, αλλά εγώ γεννήθηκα στου Ρέντηκαι ένα savoir vivre το κατείχαμε).
Και όσο εάν αυτή η αισθητική εκχυδαΐστηκε κατά καιρούς, στα ξένα χέρια «οργανικών διανοούμενων» ή «Φαράκειων δεκαλόγων», και όσο και εάν απλοποιήθηκε σε «φεστιβάλ της θλίψης» και σε αμπέχονα, παρέμενε μια ζώσα αισθητική.
Και παρά τα 30 χρόνια μιας κυρίαρχης αισθητικής που έπαιζε ανάμεσα στην επίδειξη, το φαίνεσθαικαι το απόλυτο κενό, ανάμεσα στο «Μέγαρο και το παίδαρο», αυτή η αισθητική έμεινε ζωντανή. Και πέρασε σα σκυτάλη από μια γενιά που ηττήθηκε, τη γενιά του '70, σε μια γενιά που ποτέ δεν θα έχει όνειρο να χτίσει μεζονέτα.
Μπορείς να τη συναντήσεις παντού. Αρκεί να έχεις μάτια ανοιχτά: στις συναυλίες του «Χαρούλη» και των δεκάδων τραγουδιστών και τραγουδοποιών που αρνήθηκαν να μιλήσουν λαμέ και δήθεν μόρτικα(με 200 το μπουκάλι ούτε μόρτης είσαι ούτε σουρουκλεμές. Που τα βρήκες ρε φίλε; Όλα στο τζόκερ;).
Τη συναντάς στα στέκια που νέα παιδιά μαθαίνουν ώμο-ώμο να ακούνε τη Γκάιντα, να χορεύουν τονικαριώτικο στα τσιμέντα, να φτιάχνουν μικρές θεατρικές ομάδες ή μουσικά σχήματα,να ερωτεύονται «γιατί έτσι» και όχι γιατί είναι «ο άλλος» υβριδικό αντίγραφο του Κιάμου και της Τάμτα.
Να το πούμε κι αλλιώς: τα ζεϊμπέκικα του «Ανδρέα» στη Ρίτα, δεν ενοχλούσαν μια κοινωνία που είχε ασπαστεί τα αισθητικά αυτά πρότυπα και ακόμη περισσότερο: ένα τμήμα της, τα έκανε και πράξη.
Τα μικροαστικά στρώματα, της παραοικονομίας και ευρύτερα, που γέννησαν το «σκυλάδικο» και τα λουλούδια στις πίστες, ζούσαν το δικό τους μύθο.
Ο μύθος αποδείχτηκε όμως εφιάλτης. Αυτές είναι οι καρικατούρες σήμερα.
Και η κυρία Γεροβασίλη χορεύει μόνη της. Τραγικά μόνη της. Και πάντως όχι ζεϊμπέκικο.
Οι ελίτ απλά μειδιούν και η συντριπτική πλειοψηφία απλά αδιαφορεί. Ή ανέχεται. Αλλά δε χειροκροτεί. (Βασικό το χειροκρότημα στο ζεϊμπέκικο. Πιο σημαντικό ακόμη και από τα χέρια που αγκαλιάζουν ουρανό).
Και ίσως αυτό, η αδιαφορία, να είναι η χειρότερη τιμωρία για ένα χορό που ποτέ δεν έγινε ζεϊμπέκικο. Εξάλλου μη είστε αυστηροί. Δίπλα της δεν χόρευε το φάντασμα του αρχάγγελου.
Ούτε καν του Κατσιφάρα. Του Μπογδάνου ήταν η σκιά.