Την προσεχή Τετάρτη έχουμε μια μαύρη επέτειο για το διοικητικό μας σύστημα. Στις 16 του μηνός συμπληρώνεται ένας χρόνος από τη «νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου» για την ελληνική Δημόσια Διοίκηση. Τη νύχτα εν τω μέσω της οποίας δεκάδες Γενικοί Γραμματείς Υπουργείων και Διοικητές Δημοσίων Οργανισμών παραιτήθηκαν για την αποφυγή ενός ενδεχόμενου κωλύματος υποψηφιότητας στις επερχόμενες τότε βουλευτικές εκλογές. Τοιουτοτρόπως, καταδεικνύεται ένα δομικό πρόβλημα για το διοικητικό μας μηχανισμό· η στελέχωση θέσεων ευθύνης από την εκάστοτε Κυβέρνηση με αμφισβητουμένων προσόντων κομματικά στελέχη.
Ο διορισμός σε κορυφαίες θέσεις της Διοίκησης αποτυχόντων στο να εκλεγούν βουλευτές πολιτευτών αποτελεί μια πάγια πρακτική. Ήδη από το 1982, όταν οι Γενικές Διευθυντές των Υπουργείων αντικαταστάθηκαν από τους τότε Ειδικούς Γραμματείς, το κομματικό κράτος άρχισε να επιδεικνύει τα αδηφάγα του χαρακτηριστικά. Αντί για άξιες, έμπειρες και ικανές προσωπικότητες στις επιτελικές θέσεις ευθύνης τοποθετούνταν ακόμα και ανεπάγγελτοι “ημέτεροι”, για τη διεκπεραίωση των “αιτημάτων” μιας δεδομένης -ή τουλάχιστον εν δυνάμει- εκλογικής πελατείας. Ελάχιστοι ήταν οι θεσμοί της εκτελεστικής εξουσίας που διακρίνονταν από κομματική ανεξαρτησία, συγκροτούμενοι ως επί το πλείστον με προτροπές των Ευρωπαίων εταίρων μας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και η αντίστοιχη για το Συντονισμό του Κυβερνητικού Έργου. Εντούτοις, ούτε εκείνες κατάφεραν να διαφύγουν από τα πλοκάμια του κομματισμού.
Παρόλες τις δικλείδες ασφαλείας που προσέφερε η συγκρότηση των συγκεκριμένων υπηρεσιών, με κορυφαία εκείνη της πενταετούς θητείας, αυτή καθεαυτή τους η στελέχωση θέτει υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία τους. Στα σχεδόν 3 έτη λειτουργίας του επιτελικού κέντρου διακυβέρνησης της ΓΓ Συντονισμού, έχουν τοποθετηθεί επικεφαλής της τέσσερεις διαφορετικοί Γραμματείς, όλοι τους “φίλοι” και συνεργάτες νυν και τέως πρωθυπουργών. Στη δε ΓΓ Δημοσίων Εσόδων, ο άνθρωπος που συνέβαλλε ουσιαστικά στην παγίωση -τουλάχιστον στα φορολογικά ζητήματα- της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και συγκρούστηκε με το κομματικό κράτος, οδηγήθηκε μετά τις ευρωεκλογές του 2014 σε παραίτηση, αποτελώντας το εξιλαστήριο θύμα για το ανεπιτυχές εκλογικό αποτέλεσμα των τότε κυβερνητικών εταίρων (Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ).
Σε αμιγώς κομματικούς διορισμούς πάντως συνεχίζει να επιδίδεται και η σημερινή συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Κομματικά τους στελέχη έχουν τοποθετηθεί σε όλους τους τομείς του διοικητικού γίγνεσθαι· και μπορεί μεν ο πρωθυπουργός να μη συμπεριέλαβε στην εκλογική λίστα του Σεπτεμβρίου Γενικούς Γραμματείς που είχαν διοριστεί τους προηγούμενους μήνες, ωστόσο δεν είναι λίγα τα παραδείγματα, στα οποία αποκρυσταλλώνεται η αντίληψη του κράτους ως κομματικού φέουδου. Ο τέως διοικητής του ΙΚΑ, για την εξασφάλιση της εκλογής του στη Β’ Αθηνών, έκανε αρχές φθινοπώρου προεκλογική εκστρατεία διαμέσου της ιστοσελίδας του Ιδρύματος. Ο Υπουργός Μεταφορών ουχί μόνο έπαυσε τον επιτυχημένο πρόεδρο του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών Αττικής (ΟΑΣΑ), αλλά με ετερογενή τροπολογία στο νομοθέτημα για τα βοσκοτόπια (αρ. 35, Ν.4351/2015) επανασυστήνει θέσεις στα ΔΣ τόσο του ανωτέρω Οργανισμού, όσο και των ΣΤΑΣΥ και ΟΣΥ, για τον περαιτέρω διορισμό ημετέρων, ξηλώνοντας διατάξεις νόμου που ψηφίστηκε προ δύο (2) μηνών. Η δε στελέχωση των περιφερειακών διευθύνσεων εκπαίδευσης με κομματικά στελέχη των σημερινών κυβερνητικών εταίρων διέβη τις πύλες του Ευρωκοινοβουλίου, με τον πρόεδρο των Φιλελεύθερων-Δημοκρατών να ψέγει στη δραματική συνεδρίαση μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου τον κ. Τσίπρα για τις συγκεκριμένες επιλογές. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως μεταξύ των κυρίαρχων προϋποθέσεων της νέας δανειακής συμφωνίας του περασμένου Αυγούστου, δεσπόζουσα θέση καταλαμβάνει η αποπολιτικοποίηση-αποκομματικοποίηση της ελληνικής Διοίκησης, για την ίαση των χρονίων παθολογιών που παρουσιάζει η τελευταία.
Μεταξύ των διοικητικών παθολογιών, δύο είναι εκείνες που δεσπόζουν. Αφ’ ενός τίθεται ευθέως σε αμφισβήτηση μια βασική προϋπόθεση καλής και χρηστής διοίκησης, η αρχή δηλαδή της διοικητικής συνέχειας. Η συνέχεια της Διοίκησης είναι αδύνατον να διασφαλίζεται, όταν τα κορυφαία της στελέχη είναι μετακλητά και εναλλάσσονται αναλόγως της εκάστοτε κυβερνώσας πλειοψηφίας. Πολλώ δε μάλλον όταν αυτή καθεαυτή η διοικητική ασυνέχεια που εντοπίζεται στις τάξεις του διοικητικού μηχανισμού, βάλλει εναντίον της απρόσκοπτης και συνεχούς λειτουργίας του κράτους μας. Αφ’ ετέρου στις διοικητικές παθολογίες περιλαμβάνεται και το έλλειμμα εμπιστοσύνης, συντονισμού και διαβούλευσης που εντοπίζεται μεταξύ επιτελικών και διοικητικών στελεχών. Είναι αδιαμφισβήτητο πως η λήψη αποφάσεων και η διοικητική δράση αποτελεί μια διαδικασία συνύφανσης μεταξύ πολιτικής ηγεσίας και υπαλληλικής γραφειοκρατίας. Η «οικολογία των μεταρρυθμίσεων»1, άλλωστε, διέπεται από συγκεκριμένους κανόνες και αρχές. Τα στελέχη της Διοίκησης επομένως, πλην της εξυπηρέτησης των πολιτών και της εκτέλεσης των εκάστοτε αποφάσεων, έχουν και την υποχρέωση υποβολής προτάσεων για τη βελτίωση της διοικητικής μηχανής. Προτάσεις όμως, που επ’ ουδενί υποβάλλουν ελέω της έλλειψης ώθησης, κινήτρων, εμπιστοσύνης, ακόμη και ασφάλειας σ’ ένα πλήρως κομματικοποιημένο διοικητικό περιβάλλον.
Μέχρι την περασμένη Πέμπτη σε δημόσια διαβούλευση βρισκόταν νομοσχέδιο για τη «Διαφάνεια, Αξιοκρατία και Αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης». Σε αυτό προβλέπεται η σύσταση ενός «Εθνικού Μητρώου» για την επιλογή επιτελικών στελεχών. Παρόλους δε τους αστερίσκους και τις ενστάσεις ως προς τον τρόπο επιλογής και αξιολόγησης προσόντων, όπως και των ιδεοληψιών που το διακατέχουν (λ.χ. την εγγραφή στο Μητρώο αποκλειστικά δημοσίων υπαλλήλων και πανεπιστημιακών, και ουχί στελεχών του ιδιωτικού τομέα με εξειδικευμένη τεχνογνωσία), το συγκεκριμένο νομοθέτημα αποτελεί ένα πρώτο βήμα για την επίτευξη του στόχου της αποκομματικοποίησης. Αρκεί να ενθυμούνται οι σημερινοί μας κυβερνήτες τι όριζε η παράγραφος στ’ του Α’ Επαναστατικού Συντάγματος, του «Προσωρινού Πολιτεύματος» του 1822 : «Όλοι οι Έλληνες εις όλα τα αξιώματα και τιμάς έχουσι το αυτό δικαίωμα· δοτήρ δε τούτων μόνη η αξιότης εκάστου»!
1 Μακρυδημήτρης Αντ. (2013), Διλήμματα στην υπαλληλία, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Υπ. Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών,
Συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ. Μπατσιούλας, 2014).
Ο διορισμός σε κορυφαίες θέσεις της Διοίκησης αποτυχόντων στο να εκλεγούν βουλευτές πολιτευτών αποτελεί μια πάγια πρακτική. Ήδη από το 1982, όταν οι Γενικές Διευθυντές των Υπουργείων αντικαταστάθηκαν από τους τότε Ειδικούς Γραμματείς, το κομματικό κράτος άρχισε να επιδεικνύει τα αδηφάγα του χαρακτηριστικά. Αντί για άξιες, έμπειρες και ικανές προσωπικότητες στις επιτελικές θέσεις ευθύνης τοποθετούνταν ακόμα και ανεπάγγελτοι “ημέτεροι”, για τη διεκπεραίωση των “αιτημάτων” μιας δεδομένης -ή τουλάχιστον εν δυνάμει- εκλογικής πελατείας. Ελάχιστοι ήταν οι θεσμοί της εκτελεστικής εξουσίας που διακρίνονταν από κομματική ανεξαρτησία, συγκροτούμενοι ως επί το πλείστον με προτροπές των Ευρωπαίων εταίρων μας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και η αντίστοιχη για το Συντονισμό του Κυβερνητικού Έργου. Εντούτοις, ούτε εκείνες κατάφεραν να διαφύγουν από τα πλοκάμια του κομματισμού.
Παρόλες τις δικλείδες ασφαλείας που προσέφερε η συγκρότηση των συγκεκριμένων υπηρεσιών, με κορυφαία εκείνη της πενταετούς θητείας, αυτή καθεαυτή τους η στελέχωση θέτει υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία τους. Στα σχεδόν 3 έτη λειτουργίας του επιτελικού κέντρου διακυβέρνησης της ΓΓ Συντονισμού, έχουν τοποθετηθεί επικεφαλής της τέσσερεις διαφορετικοί Γραμματείς, όλοι τους “φίλοι” και συνεργάτες νυν και τέως πρωθυπουργών. Στη δε ΓΓ Δημοσίων Εσόδων, ο άνθρωπος που συνέβαλλε ουσιαστικά στην παγίωση -τουλάχιστον στα φορολογικά ζητήματα- της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και συγκρούστηκε με το κομματικό κράτος, οδηγήθηκε μετά τις ευρωεκλογές του 2014 σε παραίτηση, αποτελώντας το εξιλαστήριο θύμα για το ανεπιτυχές εκλογικό αποτέλεσμα των τότε κυβερνητικών εταίρων (Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ).
Σε αμιγώς κομματικούς διορισμούς πάντως συνεχίζει να επιδίδεται και η σημερινή συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Κομματικά τους στελέχη έχουν τοποθετηθεί σε όλους τους τομείς του διοικητικού γίγνεσθαι· και μπορεί μεν ο πρωθυπουργός να μη συμπεριέλαβε στην εκλογική λίστα του Σεπτεμβρίου Γενικούς Γραμματείς που είχαν διοριστεί τους προηγούμενους μήνες, ωστόσο δεν είναι λίγα τα παραδείγματα, στα οποία αποκρυσταλλώνεται η αντίληψη του κράτους ως κομματικού φέουδου. Ο τέως διοικητής του ΙΚΑ, για την εξασφάλιση της εκλογής του στη Β’ Αθηνών, έκανε αρχές φθινοπώρου προεκλογική εκστρατεία διαμέσου της ιστοσελίδας του Ιδρύματος. Ο Υπουργός Μεταφορών ουχί μόνο έπαυσε τον επιτυχημένο πρόεδρο του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών Αττικής (ΟΑΣΑ), αλλά με ετερογενή τροπολογία στο νομοθέτημα για τα βοσκοτόπια (αρ. 35, Ν.4351/2015) επανασυστήνει θέσεις στα ΔΣ τόσο του ανωτέρω Οργανισμού, όσο και των ΣΤΑΣΥ και ΟΣΥ, για τον περαιτέρω διορισμό ημετέρων, ξηλώνοντας διατάξεις νόμου που ψηφίστηκε προ δύο (2) μηνών. Η δε στελέχωση των περιφερειακών διευθύνσεων εκπαίδευσης με κομματικά στελέχη των σημερινών κυβερνητικών εταίρων διέβη τις πύλες του Ευρωκοινοβουλίου, με τον πρόεδρο των Φιλελεύθερων-Δημοκρατών να ψέγει στη δραματική συνεδρίαση μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου τον κ. Τσίπρα για τις συγκεκριμένες επιλογές. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως μεταξύ των κυρίαρχων προϋποθέσεων της νέας δανειακής συμφωνίας του περασμένου Αυγούστου, δεσπόζουσα θέση καταλαμβάνει η αποπολιτικοποίηση-αποκομματικοποίηση της ελληνικής Διοίκησης, για την ίαση των χρονίων παθολογιών που παρουσιάζει η τελευταία.
Μεταξύ των διοικητικών παθολογιών, δύο είναι εκείνες που δεσπόζουν. Αφ’ ενός τίθεται ευθέως σε αμφισβήτηση μια βασική προϋπόθεση καλής και χρηστής διοίκησης, η αρχή δηλαδή της διοικητικής συνέχειας. Η συνέχεια της Διοίκησης είναι αδύνατον να διασφαλίζεται, όταν τα κορυφαία της στελέχη είναι μετακλητά και εναλλάσσονται αναλόγως της εκάστοτε κυβερνώσας πλειοψηφίας. Πολλώ δε μάλλον όταν αυτή καθεαυτή η διοικητική ασυνέχεια που εντοπίζεται στις τάξεις του διοικητικού μηχανισμού, βάλλει εναντίον της απρόσκοπτης και συνεχούς λειτουργίας του κράτους μας. Αφ’ ετέρου στις διοικητικές παθολογίες περιλαμβάνεται και το έλλειμμα εμπιστοσύνης, συντονισμού και διαβούλευσης που εντοπίζεται μεταξύ επιτελικών και διοικητικών στελεχών. Είναι αδιαμφισβήτητο πως η λήψη αποφάσεων και η διοικητική δράση αποτελεί μια διαδικασία συνύφανσης μεταξύ πολιτικής ηγεσίας και υπαλληλικής γραφειοκρατίας. Η «οικολογία των μεταρρυθμίσεων»1, άλλωστε, διέπεται από συγκεκριμένους κανόνες και αρχές. Τα στελέχη της Διοίκησης επομένως, πλην της εξυπηρέτησης των πολιτών και της εκτέλεσης των εκάστοτε αποφάσεων, έχουν και την υποχρέωση υποβολής προτάσεων για τη βελτίωση της διοικητικής μηχανής. Προτάσεις όμως, που επ’ ουδενί υποβάλλουν ελέω της έλλειψης ώθησης, κινήτρων, εμπιστοσύνης, ακόμη και ασφάλειας σ’ ένα πλήρως κομματικοποιημένο διοικητικό περιβάλλον.
Μέχρι την περασμένη Πέμπτη σε δημόσια διαβούλευση βρισκόταν νομοσχέδιο για τη «Διαφάνεια, Αξιοκρατία και Αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης». Σε αυτό προβλέπεται η σύσταση ενός «Εθνικού Μητρώου» για την επιλογή επιτελικών στελεχών. Παρόλους δε τους αστερίσκους και τις ενστάσεις ως προς τον τρόπο επιλογής και αξιολόγησης προσόντων, όπως και των ιδεοληψιών που το διακατέχουν (λ.χ. την εγγραφή στο Μητρώο αποκλειστικά δημοσίων υπαλλήλων και πανεπιστημιακών, και ουχί στελεχών του ιδιωτικού τομέα με εξειδικευμένη τεχνογνωσία), το συγκεκριμένο νομοθέτημα αποτελεί ένα πρώτο βήμα για την επίτευξη του στόχου της αποκομματικοποίησης. Αρκεί να ενθυμούνται οι σημερινοί μας κυβερνήτες τι όριζε η παράγραφος στ’ του Α’ Επαναστατικού Συντάγματος, του «Προσωρινού Πολιτεύματος» του 1822 : «Όλοι οι Έλληνες εις όλα τα αξιώματα και τιμάς έχουσι το αυτό δικαίωμα· δοτήρ δε τούτων μόνη η αξιότης εκάστου»!
1 Μακρυδημήτρης Αντ. (2013), Διλήμματα στην υπαλληλία, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Υπ. Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών,
Συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ. Μπατσιούλας, 2014).