Τον αποχαρακτηρισμό του κτιρίου του Χυμοφίξ στη Σπάρτη ως διατηρητέου από το Υπουργείο Πολιτισμού έθεσε εκ νέου ως προαπαιτούμενο για την προκήρυξη του διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού και την υλοποίηση του νέου αρχαιολογικού Μουσείου Σπάρτης ο Περιφερειάρχης Πελοποννήσου κ. Πέτρος Τατούλης σε συνέντευξη τύπου στο διοικητήριο της Π.Ε. Λακωνίας την Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015, μαζί με τους Αντιπεριφερειάρχες κ.κ. Τζανετέα και Στρατηγάκο, τον Πρόεδρο του Περιφερειακού Συμβουλίου κ. Σκούρο και τους Περιφερειακούς Συμβούλους κ.κ. Καρρά, Τζεφεράκο και Μπουκουβάλα.
«Εξαρχής η στόχευσή μας ο χώρος αυτός να μην είναι απλώς και μόνον ο χώρος ενός μουσείου, αλλά να είναι ο χώρος που συνδέει την πολιτιστική Σπάρτη με τον πολιτιστικό πνεύμονα, όπου γαλουχήθηκε ο Σπαρτιάτικος τρόπος ζωής, ο Ευρώτας» ανέφερε στην τοποθέτησή του ο Περιφερειάρχης Πελοποννήσου και σημείωσε ότι «σε αυτή την προσπάθεια η δική μου η παρουσία ήταν εξαιρετικά σημαντική, μέσα από την ευκαιρία που είχα ως Υπουργός Πολιτισμού να χειριστώ αυτό το θέμα. Από την πρώτη στιγμή αντιλήφθηκα αυτή την αναγκαιότητα του μουσείου και επί των ημερών μου έγιναν σημαντικές πράξεις, όχι απλώς και μόνον να διατηρηθεί ο χώρος, αλλά, αφενός, να αποκτηθεί το οικόπεδο, αφετέρου, να προχωρήσει γρήγορα η διαδικασία απαλλοτριώσεων των γειτονικών οικοπέδων».
Ο κ. Τατούλης δήλωσε στη συνέχεια «κάτι που αποσιωπάται σήμερα από πολλούς είναι ότι εκείνη την περίοδο είχα πετύχει τη διαπραγμάτευση, πηγαίνοντας δύο φορές στη Νέα Υόρκη και συνομιλώντας με το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος Νιάρχου υπήρξε εξαρχής μια θετική ανταπόκριση από το Ίδρυμα ότι θα αναλάμβανε και το κόστος ολοκλήρωσης αυτού του σπουδαίου έργου, που λείπει εδώ και πολλά χρόνια από τη Σπάρτη και από τη χώρα μας. Που λείπει από τον κλασικό ελληνισμό. Η τύχη το έφερε πάλι το 2011 ως Περιφερειακή αρχή να συνεχίσουμε αυτές τις πρωτοβουλίες, ενώ μέχρι τότε δεν υπήρχε απολύτως καμία ενέργεια. Δεν υπήρξε απολύτως καμία μελέτη, δεν υπήρξε απολύτως καμία πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση υλοποίησης αυτού που ζητούσαν οι Σπαρτιάτες και οι Λάκωνες».
Ο Περιφερειάρχης Πελοποννήσου κάνοντας συνολική επισκόπηση του θέματος αυτού αναφέρθηκε στα προβλήματα που υπήρχαν εξαρχής. «Δύο ήταν τα εμπόδια. Πρώτον, ότι ενώ το οικόπεδο στην αρχή, αυτό που αγοράσαμε από την Εθνική Τράπεζα ήταν 29 στρέμματα, με τις αναγκαίες ρυμοτομικές παρεμβάσεις, αφενός προς την πλευρά του δρόμου Τρίπολη – Σπάρτη – Γύθειο, και αφετέρου προς την πλευρά του δρόμου Σπάρτη – Καστόρι, είχε περιοριστεί στα 27 στρέμματα. Υπήρξε και ένα άλλο πρόβλημα, το οικόπεδο υπήρξε ρυμοτομικά διχασμένο. Το οικόπεδο που μας ενδιέφερε άμεσα, τα 14,5 στρέμματα, ήταν εντός πολεοδομικού σχεδίου και ήταν ο χώρος που έπρεπε να γίνει το μουσείο. Τα υπόλοιπα 7,5 στρέμματα ήταν εκτός σχεδίου, με τις δυσκολίες που προβλέπονται από το νόμο. Πρώτα έπρεπε λοιπόν να αποδοθεί όλο το οικόπεδο προκειμένου να γίνει το μουσείο.
Το δεύτερο πρόβλημα ήταν η παρουσία αυτού του κτιρίου, το οποίο το 1997 είχε κριθεί ως διατηρητέο κτίριο, υπό την παραδοχή ότι ήταν έργο του Ζενέτου. Λόγω της εμπειρίας μου εκτιμώ ότι ήταν ατελής η απόφαση. Το κτίριο του 1997 ήταν σε μία καλή κατάσταση και είχε μέσα και όλο τον εξοπλισμό. Παρεμπιπτόντως, με την απόφαση του τότε Υπουργού Πολιτισμού κ. Μπένου, το κτίριο κηρύχτηκε διατηρητέο υπό τη δέσμευση να γίνει βιομηχανικό μουσείο, κάτι που δυστυχώς πολλοί το αγνοούν. Το κτίριο σήμερα είναι ένα κουφάρι. Από την άλλη πλευρά αποδείξαμε και το δέχθηκε η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού ότι δεν είναι του Ζενέτου. Άλλωστε το κτίριο του Φιξ στην Αθήνα που είναι διαπιστωμένο έργο Ζενέτου έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο στις δυο όψεις του. Αντιλαμβάνεστε ότι το Χυμοφίξ στη Σπάρτη κρίνεται διατηρητέο ως κτίριο Ζενέτου που δεν είναι του Ζενέτου, και το καθαρά κτίριο που είναι Ζενέτος είχε τεράστια προβλήματα στην κήρυξη. Το κτίριο αυτό σύμφωνα με την κήρυξη έχει τεράστια προβλήματα που δημιουργεί δυσκολίες στην κατασκευή του νέου αρχαιολογικού μουσείου».
Ο Περιφερειάρχης Πελοποννήσου αναφέρθηκε ακόμη στη νέα κτιριολογική μελέτη, για την οποία, λόγω των αρχαιολογικών ευρημάτων, που έχουν αυξηθεί κατά 25 % τα τελευταία χρόνια σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, ζητήσαμε την αναπροσαρμογή του κτιριολογικού στα 9500 τετραγωνικά και η έγκριση του νέου κτιριολογικού έγινε πανηγυρικά και μάλιστα η απόφαση αναφέρει περίπου 11000 τετραγωνικά.
«Αντιλαμβάνεσθε ότι με την καινούργια κτιριολογική μελέτη ο χώρος που θα πρέπει να καταλάβει το αρχαιολογικό μουσείο είναι σχεδόν διπλάσιος από την αρχική σκέψη. Επιμένουμε συνεπώς ότι θα πρέπει να πάρει απόφαση το Υπουργείο Πολιτισμού και ο κ. Υπουργός, πάνω στο θέμα του αποχαρακτηρισμού του κτιρίου αυτού γιατί αποτελεί μια μεγάλη δουλεία που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί».
Κατά τη συνεδρίαση υπήρξαν και δύο αυτόκλητοι μάρτυρες οι οποίοι υποστήριζαν την άλλη άποψη, ανέφερε ακολούθως ο Περιφερειάρχης, «ο γνωστός σε όλους μας στην πόλη κ. Γιαξόγλου, ο οποίος πλέον δεν επιμένει στην αρχική του άποψη ότι αυτό το έργο ήταν του συγκεκριμένου αρχιτέκτονα του Ζενέτου, αλλά ότι είναι «τύπου Ζενέτου». Υπήρξε και ένας σημαντικός αρχιτέκτονας ο κ. Μπαλαβίλας από Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ο οποίος και αυτός δεν μίλησε ότι είναι έργο Ζενέτου., αλλά ότι είναι η τεχνοτροπία τύπου Ζενέτου. Αντιλαμβάνεσθε λοιπόν ότι αυτή η πλάνη πρέπει να διορθωθεί, ώστε να λυθούν ζητήματα πριν προχωρήσουμε σε αυτό που έχουμε λάβει ως πρωτοβουλία και ευθύνη, την προκήρυξη του διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, που αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να ολοκληρωθεί η μελέτη. Από την άλλη πλευρά η παραμονή αυτού του κτιρίου επιβαρύνει την όλη κατασκευή του νέου μουσείου κατά 5 εκατομμύρια ευρώ, δημιουργώντας συνάμα και τεχνικά προβλήματα».
Ο προϋπολογισμός αυτού του μουσείου δεν είναι ένας προϋπολογισμός των 5 – 10 εκατομμυρίων, σύμφωνα με τον κ. Τατούλη, αλλά αγγίζει τουλάχιστον τα 40 εκατομμύρια και συμπλήρωσε ότι «υπάρχει ως απαραίτητη προϋπόθεση ο αποχαρακτηρισμός του κτιρίου αυτού και τίθεται από όλες τις πλευρές για να μπορέσουμε να επιτύχουμε τον τελικό στόχο. Σε αυτή την προσπάθεια χαίρομαι γιατί είμαστε όλοι οι θεσμικοί φορείς και οι πολίτες μαζί. Υπάρχουν βέβαια οι εξαιρέσεις, αλλά ο καθένας αναλαμβάνει την ευθύνη του».
«Εξαρχής η στόχευσή μας ο χώρος αυτός να μην είναι απλώς και μόνον ο χώρος ενός μουσείου, αλλά να είναι ο χώρος που συνδέει την πολιτιστική Σπάρτη με τον πολιτιστικό πνεύμονα, όπου γαλουχήθηκε ο Σπαρτιάτικος τρόπος ζωής, ο Ευρώτας» ανέφερε στην τοποθέτησή του ο Περιφερειάρχης Πελοποννήσου και σημείωσε ότι «σε αυτή την προσπάθεια η δική μου η παρουσία ήταν εξαιρετικά σημαντική, μέσα από την ευκαιρία που είχα ως Υπουργός Πολιτισμού να χειριστώ αυτό το θέμα. Από την πρώτη στιγμή αντιλήφθηκα αυτή την αναγκαιότητα του μουσείου και επί των ημερών μου έγιναν σημαντικές πράξεις, όχι απλώς και μόνον να διατηρηθεί ο χώρος, αλλά, αφενός, να αποκτηθεί το οικόπεδο, αφετέρου, να προχωρήσει γρήγορα η διαδικασία απαλλοτριώσεων των γειτονικών οικοπέδων».
Ο κ. Τατούλης δήλωσε στη συνέχεια «κάτι που αποσιωπάται σήμερα από πολλούς είναι ότι εκείνη την περίοδο είχα πετύχει τη διαπραγμάτευση, πηγαίνοντας δύο φορές στη Νέα Υόρκη και συνομιλώντας με το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος Νιάρχου υπήρξε εξαρχής μια θετική ανταπόκριση από το Ίδρυμα ότι θα αναλάμβανε και το κόστος ολοκλήρωσης αυτού του σπουδαίου έργου, που λείπει εδώ και πολλά χρόνια από τη Σπάρτη και από τη χώρα μας. Που λείπει από τον κλασικό ελληνισμό. Η τύχη το έφερε πάλι το 2011 ως Περιφερειακή αρχή να συνεχίσουμε αυτές τις πρωτοβουλίες, ενώ μέχρι τότε δεν υπήρχε απολύτως καμία ενέργεια. Δεν υπήρξε απολύτως καμία μελέτη, δεν υπήρξε απολύτως καμία πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση υλοποίησης αυτού που ζητούσαν οι Σπαρτιάτες και οι Λάκωνες».
Ο Περιφερειάρχης Πελοποννήσου κάνοντας συνολική επισκόπηση του θέματος αυτού αναφέρθηκε στα προβλήματα που υπήρχαν εξαρχής. «Δύο ήταν τα εμπόδια. Πρώτον, ότι ενώ το οικόπεδο στην αρχή, αυτό που αγοράσαμε από την Εθνική Τράπεζα ήταν 29 στρέμματα, με τις αναγκαίες ρυμοτομικές παρεμβάσεις, αφενός προς την πλευρά του δρόμου Τρίπολη – Σπάρτη – Γύθειο, και αφετέρου προς την πλευρά του δρόμου Σπάρτη – Καστόρι, είχε περιοριστεί στα 27 στρέμματα. Υπήρξε και ένα άλλο πρόβλημα, το οικόπεδο υπήρξε ρυμοτομικά διχασμένο. Το οικόπεδο που μας ενδιέφερε άμεσα, τα 14,5 στρέμματα, ήταν εντός πολεοδομικού σχεδίου και ήταν ο χώρος που έπρεπε να γίνει το μουσείο. Τα υπόλοιπα 7,5 στρέμματα ήταν εκτός σχεδίου, με τις δυσκολίες που προβλέπονται από το νόμο. Πρώτα έπρεπε λοιπόν να αποδοθεί όλο το οικόπεδο προκειμένου να γίνει το μουσείο.
Το δεύτερο πρόβλημα ήταν η παρουσία αυτού του κτιρίου, το οποίο το 1997 είχε κριθεί ως διατηρητέο κτίριο, υπό την παραδοχή ότι ήταν έργο του Ζενέτου. Λόγω της εμπειρίας μου εκτιμώ ότι ήταν ατελής η απόφαση. Το κτίριο του 1997 ήταν σε μία καλή κατάσταση και είχε μέσα και όλο τον εξοπλισμό. Παρεμπιπτόντως, με την απόφαση του τότε Υπουργού Πολιτισμού κ. Μπένου, το κτίριο κηρύχτηκε διατηρητέο υπό τη δέσμευση να γίνει βιομηχανικό μουσείο, κάτι που δυστυχώς πολλοί το αγνοούν. Το κτίριο σήμερα είναι ένα κουφάρι. Από την άλλη πλευρά αποδείξαμε και το δέχθηκε η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού ότι δεν είναι του Ζενέτου. Άλλωστε το κτίριο του Φιξ στην Αθήνα που είναι διαπιστωμένο έργο Ζενέτου έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο στις δυο όψεις του. Αντιλαμβάνεστε ότι το Χυμοφίξ στη Σπάρτη κρίνεται διατηρητέο ως κτίριο Ζενέτου που δεν είναι του Ζενέτου, και το καθαρά κτίριο που είναι Ζενέτος είχε τεράστια προβλήματα στην κήρυξη. Το κτίριο αυτό σύμφωνα με την κήρυξη έχει τεράστια προβλήματα που δημιουργεί δυσκολίες στην κατασκευή του νέου αρχαιολογικού μουσείου».
Ο Περιφερειάρχης Πελοποννήσου αναφέρθηκε ακόμη στη νέα κτιριολογική μελέτη, για την οποία, λόγω των αρχαιολογικών ευρημάτων, που έχουν αυξηθεί κατά 25 % τα τελευταία χρόνια σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, ζητήσαμε την αναπροσαρμογή του κτιριολογικού στα 9500 τετραγωνικά και η έγκριση του νέου κτιριολογικού έγινε πανηγυρικά και μάλιστα η απόφαση αναφέρει περίπου 11000 τετραγωνικά.
«Αντιλαμβάνεσθε ότι με την καινούργια κτιριολογική μελέτη ο χώρος που θα πρέπει να καταλάβει το αρχαιολογικό μουσείο είναι σχεδόν διπλάσιος από την αρχική σκέψη. Επιμένουμε συνεπώς ότι θα πρέπει να πάρει απόφαση το Υπουργείο Πολιτισμού και ο κ. Υπουργός, πάνω στο θέμα του αποχαρακτηρισμού του κτιρίου αυτού γιατί αποτελεί μια μεγάλη δουλεία που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί».
Κατά τη συνεδρίαση υπήρξαν και δύο αυτόκλητοι μάρτυρες οι οποίοι υποστήριζαν την άλλη άποψη, ανέφερε ακολούθως ο Περιφερειάρχης, «ο γνωστός σε όλους μας στην πόλη κ. Γιαξόγλου, ο οποίος πλέον δεν επιμένει στην αρχική του άποψη ότι αυτό το έργο ήταν του συγκεκριμένου αρχιτέκτονα του Ζενέτου, αλλά ότι είναι «τύπου Ζενέτου». Υπήρξε και ένας σημαντικός αρχιτέκτονας ο κ. Μπαλαβίλας από Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ο οποίος και αυτός δεν μίλησε ότι είναι έργο Ζενέτου., αλλά ότι είναι η τεχνοτροπία τύπου Ζενέτου. Αντιλαμβάνεσθε λοιπόν ότι αυτή η πλάνη πρέπει να διορθωθεί, ώστε να λυθούν ζητήματα πριν προχωρήσουμε σε αυτό που έχουμε λάβει ως πρωτοβουλία και ευθύνη, την προκήρυξη του διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, που αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να ολοκληρωθεί η μελέτη. Από την άλλη πλευρά η παραμονή αυτού του κτιρίου επιβαρύνει την όλη κατασκευή του νέου μουσείου κατά 5 εκατομμύρια ευρώ, δημιουργώντας συνάμα και τεχνικά προβλήματα».
Ο προϋπολογισμός αυτού του μουσείου δεν είναι ένας προϋπολογισμός των 5 – 10 εκατομμυρίων, σύμφωνα με τον κ. Τατούλη, αλλά αγγίζει τουλάχιστον τα 40 εκατομμύρια και συμπλήρωσε ότι «υπάρχει ως απαραίτητη προϋπόθεση ο αποχαρακτηρισμός του κτιρίου αυτού και τίθεται από όλες τις πλευρές για να μπορέσουμε να επιτύχουμε τον τελικό στόχο. Σε αυτή την προσπάθεια χαίρομαι γιατί είμαστε όλοι οι θεσμικοί φορείς και οι πολίτες μαζί. Υπάρχουν βέβαια οι εξαιρέσεις, αλλά ο καθένας αναλαμβάνει την ευθύνη του».