Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Έξω κρύο τσουχτερό κι εγώ στη ζεστασιά και θαλπωρή του σπιτιού μου να κάνω τον απολογισμό της προηγούμενης και τα σχέδια για την επόμενη χρονιά. Απέναντί μου στην πολυθρόνα ο Χρόνος που φεύγει, ένας παμβρώμικος, κουρελής γέρος με μοχθηρό χαμόγελο έπινε το τελευταίο του ποτήρι κρασί μαζί μας.
Οι βαλίτσες του κλειστές βρίσκονταν ήδη στο χολ της εισόδου. Σχεδόν τον λυπόμουν, παρότι ειδικά με αυτόν τον χρόνο είχαμε τσακωθεί επανειλημμένα. Ξεκίνησε νέος και ωραίος καβαλώντας μηχανή και φορώντας πολύχρωμα πουκάμισα και ακριβά κασκόλ με χιλιάδες υποσχέσεις, γέννησε προσδοκίες, καλλιέργησε ψευδαισθήσεις και κατέληξε ένας χρεωμένος κουρελής να παρακαλάει για ένα πιάτο φαΐ και μια ζεστή γωνιά να κοιμηθεί.
Κι ενώ κοίταζα τον γερο-Χρόνο να πίνει ρουφώντας αηδιαστικά το φτηνό ξιδιασμένο κρασί του, σκεφτόμουν τι είχα πετύχει ο ίδιος την προηγούμενη χρονιά και ένιωσα την ίδια απογοήτευση που είχα νιώσει και τις προηγούμενες Πρωτοχρονιές. Ο απολογισμός ήταν και πάλι φτωχός: είχα πετύχει λίγα πράγματα και γι’ αυτά είχα αφιερώσει δυσανάλογα πολύ χρόνο που τον είχα στερήσει από τους δικούς μου ανθρώπους. Ακόμη χειρότερα, είχα αφιερώσει χρόνο, ενέργεια, πνευματικό μόχθο για σχέδια που ναυάγησαν πριν καλά καλά ξεκινήσει η πραγματοποίησή τους. Δεν έφταιγα μόνον εγώ. Η επιτυχία τους εξαρτιόταν από τη συμμετοχή περισσότερων ανθρώπων και αυτός ο γρουσούζης γέρος που καθόταν απέναντί μου βρωμώντας και ζέχνοντας είχε καταφέρει μέσα σε λίγους μήνες να καταστρέψει την ελπίδα και τη διάθεση των ανθρώπων να παλέψουν μαζί για κάτι καλύτερο. Οι άνθρωποι απογοητεύτηκαν, παραιτήθηκαν και περιορίστηκαν στην αναζήτηση του καλύτερου για τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους, λες και μπορεί να ευτυχήσει κανείς όταν η χώρα δυστυχεί και υποφέρει. Λίγοι, οι καλύτεροι απ’ αυτούς, δόθηκαν στον αγώνα να στηρίξουν όσους είχαν περισσότερη ανάγκη και ήταν απροστάτευτοι: τους πρόσφυγες, τους φυλακισμένους, τους άστεγους. Οι πιο πολλοί όμως έμειναν να πενθούν την ήττα για έναν αγώνα που νόμιζαν πως θα τελείωνε με μία ψήφο στις εκλογές ενώ οι ίδιοι δεν θα χρειαζόταν να κάνουν ή να θυσιάσουν τίποτα. Αντίθετα πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να επιστρέψουν στον χαμένο παράδεισο της ξεγνοιασιάς και της αλόγιστης σπατάλης σε χρόνο, χρήμα και φτηνά, ανειλικρινή, αισθήματα. Το χειρότερο, κατέληξαν να μισούν τον εαυτό τους, τον αυθεντικό εαυτό τους, τον τόπο και την Ιστορία του και να θέλουν να φύγουν για χώρες εχθρικές και αφιλόξενες, αφήνοντάς μας εδώ σ’ έναν ρημαγμένο τόπο που τον διαφεντεύουν οι ξένοι, χωματερή αδιάθετων προϊόντων και απελπισμένων ανθρώπων, οικόπεδο και αποικία. Φτωχός ο απολογισμός μου λοιπόν με αυτόν τον βρωμιάρη και θλιβερό γέρο που αποχωρεί έχοντας καταστρέψει όνειρα, ελπίδες και το χειρότερο, τη διάθεση για συλλογική προσπάθεια. Και που τώρα κάθεται μπροστά μου, ένα ερείπιο, που ρεύεται και κλάνει και η μυρωδιά απ’ τα χνώτα του πιο ανυπόφορη κι από βόθρο ξεχειλισμένο.
Κι οι στόχοι για τον καινούριο χρόνο; Να διαβάσω και να γράψω περισσότερο, να φροντίσω τους ανθρώπους γύρω μου περισσότερο, να τους αφιερώσω περισσότερο χρόνο και αγάπη, να επιμείνω περισσότερο σε προσπάθειες συλλογικές, δημιουργικές, αντιστασιακές και ρηξικέλευθες, να στήσουμε με όσους ακόμη πιστεύουν, συνεργατικές παραγωγικές και αλληλέγγυες δομές, να προσφέρουμε στην τέχνη, τον πολιτισμό και την επιστήμη. Είχα πλέον απογειωθεί, είχα ήδη πραγματοποιήσει την επανάσταση του εκσυγχρονισμού της παράδοσής μας, η χώρα είχε ανασυγκροτηθεί, είχε ανακτήσει την εθνική της αξιοπρέπεια με αγώνες και θυσίες κι εγώ καμάρωνα σαν γύφτικο σκεπάρνι καθισμένος ακόμη στον καναπέ και ονειροπολώντας με τις πιτζάμες, άπλυτος και αξύριστος, εικόνα και ομοίωση του ρυπαρού γέρου-Χρόνου που καθόταν απέναντί μου.
Το χτύπημα του κουδουνιού με συνέφερε από την περισυλλογή. Πετάχτηκα αλαφιασμένος! Εκείνος ο κουρελής παλιόγερος είχε εξαφανιστεί από τη θέση του και οι βαλίτσες του έλειπαν κι αυτές από το χολ! Μοναδικά ίχνη της παρουσίας του, ο χαρακτηριστικός λεκές που αφήνουν οι παράλυτοι γέροι στην πολυθρόνα από την ακράτεια και η βαριά πνιγηρή μυρωδιά του. Έτρεξα να ανοίξω την εξώπορτα. Άκουσα κάποιον να ανεβαίνει τα σκαλιά με αργά, βαριά αλλά αποφασιστικά βήματα. Αντί όμως για τον νέο που περίμενα, ήρθε ένας πιο γερασμένος ακόμη, με όλα τα σημάδια από τα χρόνια που πέρασαν σ’ αυτή τη Γη στην πλάτη του, αλλά, παρά τις ρυτίδες και τα άσπρα μαλλιά και τα γένια που ανέμιζαν, δεν ήταν σκυφτός και καταπονημένος∙ αυτός ήταν ένας λεβεντόγερος που πατούσε κι έτρεμε η γη κάτω απ’ τις μπότες του με βλοσυρό αλλά ζεστό βλέμμα μέσα από δυο μάτια που έβγαζαν σπίθες. Φορούσε κάπα βαριά κι ήταν ζωσμένος φυσεκλίκια θυμίζοντας κάθε μου πρόγονο πολεμιστή και αντάρτη. Πού ήταν ο παλιός που είχε έρθει με εκείνο το αλαζονικό, ειρωνικό χαμόγελο του ξερόλα καβάλα στη μηχανή με το κασκόλ από τα Μπέρμπερι και τα χρωματιστά πουκάμισα; Εκείνο το κωλόπαιδο με τον αέρα του νικητή από τους αγώνες άλλων που φάγαν τα δακρυγόνα και το ξύλο με τις χούφτες κι είχε την ξιπασιά να επικαλείται το αντιστασιακό θυμικό του λαού που ούτε καταλάβαινε και που τόσο βαθιά περιφρονούσε.
Και πριν προλάβω να συνέλθω από την έκπληξη, σήκωσε ένα χέρι τεράστιο, ένα χέρι δυνατό από χρόνια δουλεμένο στη δουλειά, και μου άστραψε ένα χαστούκι, που κόντεψε να μου φύγει το σαγόνι ενώ τ’ αυτιά μου βούιξαν σαν να έσκασε κοντά μου βαρελότο! «Είσαι μαλάκας!» μου φώναξε. «Είσαι ο νέος Χρόνος;» τόλμησα να ψελλίσω έντρομος. «Είμαι ο κακός σου ο καιρός!» μου φώναξε ακόμη πιο άγρια, «που περιμένεις την Πρωτοχρονιά για να σταθείς στα πόδια σου και να κάνεις κάτι επιτέλους. Κι όλο σχέδια και καλές προθέσεις και του κώλου τα εννιάμερα! Ετοιμάσου και ακολούθησέ με, οι καιροί ου μενετοί!» Δεν χρειαζόταν να μου το πει δεύτερη φορά∙ σαν έτοιμος από παλιά, σα θαρραλέος, τον ακολούθησα. Ήταν καιρός πια…
Πρωτοχρονιά 2016
ΤΑΣΟΣ ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
Κι ενώ κοίταζα τον γερο-Χρόνο να πίνει ρουφώντας αηδιαστικά το φτηνό ξιδιασμένο κρασί του, σκεφτόμουν τι είχα πετύχει ο ίδιος την προηγούμενη χρονιά και ένιωσα την ίδια απογοήτευση που είχα νιώσει και τις προηγούμενες Πρωτοχρονιές. Ο απολογισμός ήταν και πάλι φτωχός: είχα πετύχει λίγα πράγματα και γι’ αυτά είχα αφιερώσει δυσανάλογα πολύ χρόνο που τον είχα στερήσει από τους δικούς μου ανθρώπους. Ακόμη χειρότερα, είχα αφιερώσει χρόνο, ενέργεια, πνευματικό μόχθο για σχέδια που ναυάγησαν πριν καλά καλά ξεκινήσει η πραγματοποίησή τους. Δεν έφταιγα μόνον εγώ. Η επιτυχία τους εξαρτιόταν από τη συμμετοχή περισσότερων ανθρώπων και αυτός ο γρουσούζης γέρος που καθόταν απέναντί μου βρωμώντας και ζέχνοντας είχε καταφέρει μέσα σε λίγους μήνες να καταστρέψει την ελπίδα και τη διάθεση των ανθρώπων να παλέψουν μαζί για κάτι καλύτερο. Οι άνθρωποι απογοητεύτηκαν, παραιτήθηκαν και περιορίστηκαν στην αναζήτηση του καλύτερου για τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους, λες και μπορεί να ευτυχήσει κανείς όταν η χώρα δυστυχεί και υποφέρει. Λίγοι, οι καλύτεροι απ’ αυτούς, δόθηκαν στον αγώνα να στηρίξουν όσους είχαν περισσότερη ανάγκη και ήταν απροστάτευτοι: τους πρόσφυγες, τους φυλακισμένους, τους άστεγους. Οι πιο πολλοί όμως έμειναν να πενθούν την ήττα για έναν αγώνα που νόμιζαν πως θα τελείωνε με μία ψήφο στις εκλογές ενώ οι ίδιοι δεν θα χρειαζόταν να κάνουν ή να θυσιάσουν τίποτα. Αντίθετα πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να επιστρέψουν στον χαμένο παράδεισο της ξεγνοιασιάς και της αλόγιστης σπατάλης σε χρόνο, χρήμα και φτηνά, ανειλικρινή, αισθήματα. Το χειρότερο, κατέληξαν να μισούν τον εαυτό τους, τον αυθεντικό εαυτό τους, τον τόπο και την Ιστορία του και να θέλουν να φύγουν για χώρες εχθρικές και αφιλόξενες, αφήνοντάς μας εδώ σ’ έναν ρημαγμένο τόπο που τον διαφεντεύουν οι ξένοι, χωματερή αδιάθετων προϊόντων και απελπισμένων ανθρώπων, οικόπεδο και αποικία. Φτωχός ο απολογισμός μου λοιπόν με αυτόν τον βρωμιάρη και θλιβερό γέρο που αποχωρεί έχοντας καταστρέψει όνειρα, ελπίδες και το χειρότερο, τη διάθεση για συλλογική προσπάθεια. Και που τώρα κάθεται μπροστά μου, ένα ερείπιο, που ρεύεται και κλάνει και η μυρωδιά απ’ τα χνώτα του πιο ανυπόφορη κι από βόθρο ξεχειλισμένο.
Κι οι στόχοι για τον καινούριο χρόνο; Να διαβάσω και να γράψω περισσότερο, να φροντίσω τους ανθρώπους γύρω μου περισσότερο, να τους αφιερώσω περισσότερο χρόνο και αγάπη, να επιμείνω περισσότερο σε προσπάθειες συλλογικές, δημιουργικές, αντιστασιακές και ρηξικέλευθες, να στήσουμε με όσους ακόμη πιστεύουν, συνεργατικές παραγωγικές και αλληλέγγυες δομές, να προσφέρουμε στην τέχνη, τον πολιτισμό και την επιστήμη. Είχα πλέον απογειωθεί, είχα ήδη πραγματοποιήσει την επανάσταση του εκσυγχρονισμού της παράδοσής μας, η χώρα είχε ανασυγκροτηθεί, είχε ανακτήσει την εθνική της αξιοπρέπεια με αγώνες και θυσίες κι εγώ καμάρωνα σαν γύφτικο σκεπάρνι καθισμένος ακόμη στον καναπέ και ονειροπολώντας με τις πιτζάμες, άπλυτος και αξύριστος, εικόνα και ομοίωση του ρυπαρού γέρου-Χρόνου που καθόταν απέναντί μου.
Το χτύπημα του κουδουνιού με συνέφερε από την περισυλλογή. Πετάχτηκα αλαφιασμένος! Εκείνος ο κουρελής παλιόγερος είχε εξαφανιστεί από τη θέση του και οι βαλίτσες του έλειπαν κι αυτές από το χολ! Μοναδικά ίχνη της παρουσίας του, ο χαρακτηριστικός λεκές που αφήνουν οι παράλυτοι γέροι στην πολυθρόνα από την ακράτεια και η βαριά πνιγηρή μυρωδιά του. Έτρεξα να ανοίξω την εξώπορτα. Άκουσα κάποιον να ανεβαίνει τα σκαλιά με αργά, βαριά αλλά αποφασιστικά βήματα. Αντί όμως για τον νέο που περίμενα, ήρθε ένας πιο γερασμένος ακόμη, με όλα τα σημάδια από τα χρόνια που πέρασαν σ’ αυτή τη Γη στην πλάτη του, αλλά, παρά τις ρυτίδες και τα άσπρα μαλλιά και τα γένια που ανέμιζαν, δεν ήταν σκυφτός και καταπονημένος∙ αυτός ήταν ένας λεβεντόγερος που πατούσε κι έτρεμε η γη κάτω απ’ τις μπότες του με βλοσυρό αλλά ζεστό βλέμμα μέσα από δυο μάτια που έβγαζαν σπίθες. Φορούσε κάπα βαριά κι ήταν ζωσμένος φυσεκλίκια θυμίζοντας κάθε μου πρόγονο πολεμιστή και αντάρτη. Πού ήταν ο παλιός που είχε έρθει με εκείνο το αλαζονικό, ειρωνικό χαμόγελο του ξερόλα καβάλα στη μηχανή με το κασκόλ από τα Μπέρμπερι και τα χρωματιστά πουκάμισα; Εκείνο το κωλόπαιδο με τον αέρα του νικητή από τους αγώνες άλλων που φάγαν τα δακρυγόνα και το ξύλο με τις χούφτες κι είχε την ξιπασιά να επικαλείται το αντιστασιακό θυμικό του λαού που ούτε καταλάβαινε και που τόσο βαθιά περιφρονούσε.
Και πριν προλάβω να συνέλθω από την έκπληξη, σήκωσε ένα χέρι τεράστιο, ένα χέρι δυνατό από χρόνια δουλεμένο στη δουλειά, και μου άστραψε ένα χαστούκι, που κόντεψε να μου φύγει το σαγόνι ενώ τ’ αυτιά μου βούιξαν σαν να έσκασε κοντά μου βαρελότο! «Είσαι μαλάκας!» μου φώναξε. «Είσαι ο νέος Χρόνος;» τόλμησα να ψελλίσω έντρομος. «Είμαι ο κακός σου ο καιρός!» μου φώναξε ακόμη πιο άγρια, «που περιμένεις την Πρωτοχρονιά για να σταθείς στα πόδια σου και να κάνεις κάτι επιτέλους. Κι όλο σχέδια και καλές προθέσεις και του κώλου τα εννιάμερα! Ετοιμάσου και ακολούθησέ με, οι καιροί ου μενετοί!» Δεν χρειαζόταν να μου το πει δεύτερη φορά∙ σαν έτοιμος από παλιά, σα θαρραλέος, τον ακολούθησα. Ήταν καιρός πια…
Πρωτοχρονιά 2016
ΤΑΣΟΣ ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ