Ο Κορμοράνος αναπτύσσεται στο μέγεθος της χήνας, πάνω από 90 εκατοστά, μεγάλος και κατάμαυρος. Το χειμώνα σχηματίζει κοπάδια και καταφθάνει από τη Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη στη χώρα μας.
Επίσης πολλοί κορμοράνοι φτάνουν στις ακτές, στα παράκτια νησιά και λιμάνια. Μοναδική εξαίρεση στον κατάμαυρο χρωματισμό του Κορμοράνου είναι το λευκό πηγούνι. Οι νεαροί Κορμοράνοι έχουν πιο καφετί χρώμα με ανοιχτόχρωμη κοιλιά και λαιμό.
Ο Κορμοράνος κάθεται στους βράχους και τα δέντρα, συνήθως όρθιος με τα φτερά μισάνοιχτα. Τρώει ψάρια που πιάνει κάνοντας βουτιές, σαν δεινός βουτηχτής που είναι.
Στο ψάρεμα βοηθάει τον Κορμοράνο και το ισχυρό, αγκιστρωτό στην άκρη, ράμφος του. Η φωνή του, που ακούγεται την περίοδο του ζευγαρώματος, είναι ένα βαθύ και βραχνό «κρα».