Ο Ν.4356/2015 σχεδόν μονοπώλησε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης το προηγούμενο διάστημα. Είναι ο νόμος με τον οποίο η δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης επεκτάθηκε και στα ομόφυλα ζευγάρια, σε συμμόρφωση της Ελλάδας προς την απόφαση 329/07.11.2013 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.).
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Κατά συνήθη πρακτική του Έλληνα νομοθέτη, στον παραπάνω νόμο περιλαμβάνονται και πλήθος διατάξεων, άσχετων τόσο με τον τίτλο του, όσο και με το προαναφερθέν βασικό του περιεχόμενο. Προς το τέλος του, λοιπόν, (“last but not least”, που λένε και στην Αμερική) και, συγκεκριμένα, στο άρθρο 65 προστέθηκε μια τροπολογία, που όχι απλώς δεν πρέπει να παραβλεφθεί, αλλά οφείλει και να μας προκαλέσει έντονο προβληματισμό.
Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, σε κακουργηματικού χαρακτήρα υποθέσεις οικονομικών εγκλημάτων και εγκλημάτων διαφθοράς, δεν εφαρμόζεται-υπό ορισμένες προϋποθέσεις- το άρθρο 177 παρ.2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Το τελευταίο αυτό άρθρο, λιτά και με σαφήνεια διατυπωμένο, θέτει μια απαγόρευση η οποία συνιστά έναν από τους πυλώνες της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο, αλλά και, εν γένει, της ποινικής μας νομοθεσίας: "Αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων εξαναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με απειλή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου".
Με άλλα λόγια, ο «αγώνας» για την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου δεν πραγματοποιείται άνευ ετέρου·υπάρχουν κανόνες τους οποίους ακολουθεί και όρια τα οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει. Μάλιστα, ο παραπάνω κανόνας έχει και υπερνομοθετική ισχύ, με κατοχύρωση στο άρθρο 19 παρ.3 του Συντάγματος, όπως αυτή προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001, ενώ αναμφίβολα εμπίπτει και στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., σχετικά με τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Πώς, λοιπόν, σε ένα νόμο που ήρθε για να προστατεύσει δικαιώματα, συμπεριλήφθηκε (και, μάλιστα, με εκπρόθεσμη κατάθεση και χωρίς δημόσια διαβούλευση) μια τέτοια διάταξη;
Όπως περιγράφεται και στην αιτιολογική της έκθεση, σκοπός της παραπάνω ρύθμισης είναι η ενίσχυση του πολέμου κατά της φοροδιαφυγής, με τη δυνατότητα αξιοποίησης από την Εισαγγελική Αρχή ακόμα και πληροφοριών, που με παράνομο τρόπο κατέληξαν στα χέρια της, όπως η περίφημη «Λίστα Λαγκάρντ» και που πιθανόν να περιλαμβάνουν ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον Ελλήνων μεγαλοκαταθετών σε τράπεζες του εξωτερικού. Το ζητούμενο είναι, αναμφίβολα, ισχυρό, αφού η κοινή γνώμη, το δημόσιο συμφέρον, αλλά και η ίδια η έννοια της Δικαιοσύνης, απαιτούν την τιμώρηση τυχόν παράνομων πράξεων που ενδέχεται να προκύψουν από την εξέταση τέτοιων στοιχείων. Αρκεί, όμως, αυτό, ώστε να μπορεί να γίνει αποδεκτή μια τέτοια επέμβαση στο Κράτος Δικαίου, μια τέτοια υποχώρηση της αρχής της νομιμότητας; Τελικά ο «σκοπός αγιάζει τα μέσα»;
Ας δούμε ένα παράδειγμα: Ο Α είναι διευθυντής μεγάλης ελβετικής τράπεζας, στην οποία αρκετοί Έλληνες έχουν μεταφέρει-για διάφορους λόγους- τα χρήματά τους. Ο Β, που έχει συμφέροντα εναντίον ενός ορισμένου πελάτη της τράπεζας (είναι π.χ. οικονομικός του ανταγωνιστής, πολιτικός του αντίπαλος, δημοσιογράφος κ.λπ.) κατορθώνει, με ηλεκτρονικά μέσα, να υποκλέψει από το αρχείο του Α, το οποίο καλύπτεται από το τραπεζικό απόρρητο, πληροφορίες που «καίνε» τον αντίπαλό του. Δεύτερο παράδειγμα: Ο Β απειλεί τον Α ότι θα βλάψει την οικογένειά του, εξαναγκάζοντάς τον με αυτόν τον τρόπο να του παραδώσει τα παραπάνω στοιχεία.
Υπό το καθεστώς του άρθρου 177 παρ.2 Κ.Π.Δ. οι εισαγγελικές και δικαστικές Αρχές αδυνατούσαν και στις δύο περιπτώσεις να κάνουν χρήση των, εν λόγω, αποδεικτικών μέσων, αφού στη μεν πρώτη αποκτήθηκαν με παράνομη πράξη, στη δε δεύτερη μέσω τέτοιας πράξης. Με τη νέα ρύθμιση νομιμοποιείται η αξιοποίησή τους, ακόμα και αν αυτή κατέστη δυνατή από την, όχι απλώς παράνομη, αλλά και σαφώς ανήθικη συμπεριφορά του δεύτερου παραδείγματος. Βέβαια, στην παράγραφο 2, η επίμαχη διάταξη προβλέπει μια στάθμιση ανάμεσα στη βλάβη που προκάλεσε η κτήση του μέσου και σε εκείνη που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη. Ως δήθεν ασφαλιστική δικλείδα, δηλαδή, για την αποφυγή κραυγαλέων δυσαναλογιών, επικαλείται την κρίση του δικαστή. Αλήθεια, ωστόσο, τι πρέπει να αποφασίσει ο δικαστής σε μια υπόθεση φοροδιαφυγής εκατομμυρίων, όταν η απόδειξη προέρχεται μέσω της απειλής της ζωής ενός παιδιού; Ποια βλάβη είναι μεγαλύτερη και ποιος σκοπός είναι υπέρτερος;
Καταλαβαίνει κανείς, πως τα παραπάνω ζητήματα δημιουργούν έναν απολύτως εύλογο προβληματισμό. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός των αντιδράσεων που προκάλεσε η τροπολογία, τόσο εντός, όσο και (κυρίως) εκτός Βουλής. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αλλά και αρμόδιοι επιστημονικοί φορείς, όπως ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχουν ήδη εκφράσει και τη διαφωνία τους σχετικά με τη συνταγματικότητα της διάταξης, αλλά και την έντονη ανησυχία τους αναφορικά με το πλήγμα που αυτή θα προκαλέσει στο κύρος και την ακεραιότητα της ποινικής δικαιοσύνης. Όπως, χαρακτηριστικά, αναφέρει σε ανακοίνωσή της η τελευταία: “Tο δίκαιο μετατρέπεται σε ευκαιριακό όπλο για 'θεματικό' κυνήγι μαγισσών ανάλογα με την πολιτική συγκυρία, με τη δημιουργία εξαιρέσεων ανά περίσταση που εν τέλει υπονομεύουν το κράτος δικαίου”.
Σε μια εποχή που οι αξίες φθίνουν, ας είμαστε προσεκτικοί, όσον αφορά στον περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο βωμό των δημοσιονομικών εσόδων, ας μη θυσιάσουμε τον ίδιο το νομικό μας πολιτισμό.
Θεόδωρος Σπ. Ζέρβας
Ασκ.Δικηγόρος, Δικηγορικός
Σύλλογος Αθηνών
Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, σε κακουργηματικού χαρακτήρα υποθέσεις οικονομικών εγκλημάτων και εγκλημάτων διαφθοράς, δεν εφαρμόζεται-υπό ορισμένες προϋποθέσεις- το άρθρο 177 παρ.2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Το τελευταίο αυτό άρθρο, λιτά και με σαφήνεια διατυπωμένο, θέτει μια απαγόρευση η οποία συνιστά έναν από τους πυλώνες της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο, αλλά και, εν γένει, της ποινικής μας νομοθεσίας: "Αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων εξαναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με απειλή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου".
Με άλλα λόγια, ο «αγώνας» για την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου δεν πραγματοποιείται άνευ ετέρου·υπάρχουν κανόνες τους οποίους ακολουθεί και όρια τα οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει. Μάλιστα, ο παραπάνω κανόνας έχει και υπερνομοθετική ισχύ, με κατοχύρωση στο άρθρο 19 παρ.3 του Συντάγματος, όπως αυτή προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001, ενώ αναμφίβολα εμπίπτει και στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., σχετικά με τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Πώς, λοιπόν, σε ένα νόμο που ήρθε για να προστατεύσει δικαιώματα, συμπεριλήφθηκε (και, μάλιστα, με εκπρόθεσμη κατάθεση και χωρίς δημόσια διαβούλευση) μια τέτοια διάταξη;
Όπως περιγράφεται και στην αιτιολογική της έκθεση, σκοπός της παραπάνω ρύθμισης είναι η ενίσχυση του πολέμου κατά της φοροδιαφυγής, με τη δυνατότητα αξιοποίησης από την Εισαγγελική Αρχή ακόμα και πληροφοριών, που με παράνομο τρόπο κατέληξαν στα χέρια της, όπως η περίφημη «Λίστα Λαγκάρντ» και που πιθανόν να περιλαμβάνουν ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον Ελλήνων μεγαλοκαταθετών σε τράπεζες του εξωτερικού. Το ζητούμενο είναι, αναμφίβολα, ισχυρό, αφού η κοινή γνώμη, το δημόσιο συμφέρον, αλλά και η ίδια η έννοια της Δικαιοσύνης, απαιτούν την τιμώρηση τυχόν παράνομων πράξεων που ενδέχεται να προκύψουν από την εξέταση τέτοιων στοιχείων. Αρκεί, όμως, αυτό, ώστε να μπορεί να γίνει αποδεκτή μια τέτοια επέμβαση στο Κράτος Δικαίου, μια τέτοια υποχώρηση της αρχής της νομιμότητας; Τελικά ο «σκοπός αγιάζει τα μέσα»;
Ας δούμε ένα παράδειγμα: Ο Α είναι διευθυντής μεγάλης ελβετικής τράπεζας, στην οποία αρκετοί Έλληνες έχουν μεταφέρει-για διάφορους λόγους- τα χρήματά τους. Ο Β, που έχει συμφέροντα εναντίον ενός ορισμένου πελάτη της τράπεζας (είναι π.χ. οικονομικός του ανταγωνιστής, πολιτικός του αντίπαλος, δημοσιογράφος κ.λπ.) κατορθώνει, με ηλεκτρονικά μέσα, να υποκλέψει από το αρχείο του Α, το οποίο καλύπτεται από το τραπεζικό απόρρητο, πληροφορίες που «καίνε» τον αντίπαλό του. Δεύτερο παράδειγμα: Ο Β απειλεί τον Α ότι θα βλάψει την οικογένειά του, εξαναγκάζοντάς τον με αυτόν τον τρόπο να του παραδώσει τα παραπάνω στοιχεία.
Υπό το καθεστώς του άρθρου 177 παρ.2 Κ.Π.Δ. οι εισαγγελικές και δικαστικές Αρχές αδυνατούσαν και στις δύο περιπτώσεις να κάνουν χρήση των, εν λόγω, αποδεικτικών μέσων, αφού στη μεν πρώτη αποκτήθηκαν με παράνομη πράξη, στη δε δεύτερη μέσω τέτοιας πράξης. Με τη νέα ρύθμιση νομιμοποιείται η αξιοποίησή τους, ακόμα και αν αυτή κατέστη δυνατή από την, όχι απλώς παράνομη, αλλά και σαφώς ανήθικη συμπεριφορά του δεύτερου παραδείγματος. Βέβαια, στην παράγραφο 2, η επίμαχη διάταξη προβλέπει μια στάθμιση ανάμεσα στη βλάβη που προκάλεσε η κτήση του μέσου και σε εκείνη που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη. Ως δήθεν ασφαλιστική δικλείδα, δηλαδή, για την αποφυγή κραυγαλέων δυσαναλογιών, επικαλείται την κρίση του δικαστή. Αλήθεια, ωστόσο, τι πρέπει να αποφασίσει ο δικαστής σε μια υπόθεση φοροδιαφυγής εκατομμυρίων, όταν η απόδειξη προέρχεται μέσω της απειλής της ζωής ενός παιδιού; Ποια βλάβη είναι μεγαλύτερη και ποιος σκοπός είναι υπέρτερος;
Καταλαβαίνει κανείς, πως τα παραπάνω ζητήματα δημιουργούν έναν απολύτως εύλογο προβληματισμό. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός των αντιδράσεων που προκάλεσε η τροπολογία, τόσο εντός, όσο και (κυρίως) εκτός Βουλής. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αλλά και αρμόδιοι επιστημονικοί φορείς, όπως ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχουν ήδη εκφράσει και τη διαφωνία τους σχετικά με τη συνταγματικότητα της διάταξης, αλλά και την έντονη ανησυχία τους αναφορικά με το πλήγμα που αυτή θα προκαλέσει στο κύρος και την ακεραιότητα της ποινικής δικαιοσύνης. Όπως, χαρακτηριστικά, αναφέρει σε ανακοίνωσή της η τελευταία: “Tο δίκαιο μετατρέπεται σε ευκαιριακό όπλο για 'θεματικό' κυνήγι μαγισσών ανάλογα με την πολιτική συγκυρία, με τη δημιουργία εξαιρέσεων ανά περίσταση που εν τέλει υπονομεύουν το κράτος δικαίου”.
Σε μια εποχή που οι αξίες φθίνουν, ας είμαστε προσεκτικοί, όσον αφορά στον περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο βωμό των δημοσιονομικών εσόδων, ας μη θυσιάσουμε τον ίδιο το νομικό μας πολιτισμό.
Θεόδωρος Σπ. Ζέρβας
Ασκ.Δικηγόρος, Δικηγορικός
Σύλλογος Αθηνών