Μεταξύ των θεμελιωδών αρχών, που διέπουν τα φιλελεύθερα δημοκρατικά πολιτεύματα, περιλαμβάνεται η περιοδική εναλλαγή των κυβερνώντων στην εξουσία. Η ουσία της λαϊκής κυριαρχίας αποκρυσταλλώνεται στη δυνατότητα των πολιτών να επιλέγουν ελεύθερα, ανόθευτα και περιοδικά τους «άρχοντες»-αντιπροσώπους τους, στους οποίους εκουσίως εκχωρούν το δικαίωμα χάραξης και εφαρμογής δημόσιων πολιτικών.
Τοιουτοτρόπως, η εκάστοτε κυβερνώσα πλειοψηφία είναι πολιτικά υπεύθυνη απέναντι στην κοινωνία, οι δε εκλογές εύλογα θεωρούνται καταστατική συνθήκη για τα δημοκρατικά καθεστώτα, καθότι επιτρέπουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, που διεκδικούν την κυβερνητική εξουσία. Στη χώρα μας, εντούτοις, ιδιαίτερα ύστερα από τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, οι εκλογές μπορούν να αξιοποιούνται και ως μέσο -αν όχι όπλο- της εκάστοτε Κυβέρνησης για την ανανέωση της θητείας της.
Ούσα ήδη η Κυβέρνηση κυρίαρχη εξαιτίας των εκλογικών νόμων της ενισχυμένης αναλογικής, με την τροποποίηση των συνταγματικών διατάξεων περί της διάλυσης της Βουλής, κατά το 1986, παγιώθηκε η παντοδυναμία της στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Το εκάστοτε κυβερνών σχήμα, απλώς επικαλούμενο ένα σημαντικό εθνικό ζήτημα, μπορεί μέχρι και σήμερα να αιφνιδιάζει τα κόμματα της αντιπολίτευσης και να προκαλεί τη διεξαγωγή πρόωρων βουλευτικών εκλογών. Έχοντας καταστεί το πολίτευμά μας αμιγώς πρωθυπουργοκεντρικό, η Κυβέρνηση και ο αρχηγός της ελέγχουν πλήρως τη διάλυση του Κοινοβουλίου εις βάρος των αντιπολιτευτικών δυνάμεων· παρόλη μάλιστα τη σημαντικότητα των τελευταίων για την αποτελεσματική λειτουργία της δημοκρατίας, ιδίως σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των κυβερνητικών πολιτικών. Οι ευθύνες, ωστόσο, για την προεκτεθείσα κατάσταση επιμερίζονται τόσο στις δυνάμεις της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όσο και σ’ εκείνες της μειοψηφίας.
Διαχρονικά τα κόμματα της αντιπολίτευσης, και ειδικά της αξιωματικής, επιδίδονται σε μια στείρα, αν όχι οξεία, κριτική απέναντι στα κυβερνητικά πεπραγμένα. Από το 1880, όταν άρχισε να καθιερώνεται στην ελληνική πολιτική σκηνή ο δικομματισμός, εξαπλώθηκαν και οι ρίζες της πόλωσης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων. Αντί για σοβαρό προεκλογικό ανταγωνισμό με προγραμματικές θέσεις, κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι εξαπέλυαν ακόμη και αναίτιες αλληλοκατηγορίες, αποσκοπώντας στη συσπείρωση των ψηφοφόρων τους. Σχεδόν πάντοτε επίσης και οι δύο διεκδικητές της εξουσίας, προς αλίευση νέων εκλογέων, κατέφευγαν σε ανεύθυνες παροχολογίες, με την πλάστιγγα βέβαια να γέρνει σαφώς υπέρ των δεύτερων. Ποιος λησμονεί το «λεφτά υπάρχουν» του 2009, τα Ζάππεια της περιόδου 2010-2012, την «κατάργηση των Μνημονίων με ένα νόμο» του 2014; Ανέξοδες δηλαδή υποσχέσεις, οι οποίες επ’ ουδενί αρμόζουν στο σημαίνοντα ρόλο των αντιπολιτευτικών δυνάμεων.
Είναι αδιαμφισβήτητη η καθοριστική σημασία της αντιπολίτευσης τόσο για τη βέλτιστη λειτουργία του πολιτεύματος, όσο και για τη βελτίωση του κυβερνητικού έργου, όταν αυτή είναι αξιόπιστη και εποικοδομητική. Παρόλο που παραδοσιακά η χώρα μας δεν διακρίνεται από ευρείες πολιτικές συναινέσεις, οι εφαρμοζόμενες κυβερνητικές πολιτικές σίγουρα θα μπορούσαν να είναι αποτελεσματικότερες, εάν αποτελούσαν προϊόντα γόνιμου διαλόγου μεταξύ όλων των ομάδων της λαϊκής αντιπροσωπείας. Αλλά ακόμη και εάν η πολιτική διαβούλευση αναλωνόταν σε καθαρά τυπικές διαδικασίες, η πρόταξη σοβαρών και μελετημένων πολιτικών λύσεων και εναλλακτικών επιλογών εκ μέρους είτε της μείζονος είτε της ελάσσονος αντιπολίτευσης, είναι βέβαιο πως θα κατηύθυνε σε ασφαλέστερα και εφικτότερα μονοπάτια τις κυβερνητικές αποφάσεις. Πολλώ δε μάλλον, όταν αυτές καθεαυτές της οι προτάσεις απέρρεαν από διαδικασίες εσωκομματικής δημοκρατίας και δεν συντάσσονταν από το στενό περιβάλλον του εκάστοτε κομματικού αρχηγού.
Εξυπακούεται πάντως, πως μια πραγματική και υπεύθυνη αντιπολίτευση εξέλειψε από τη χώρα καθόλη την περίοδο της πολύπτυχης κρίσης. Όλες οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις της τελευταίας επταετίας, ανεξαρτήτως ιδεολογικής ταυτότητας και κοινοβουλευτικής δύναμης, επιδίδονταν σε μια ανεύθυνη πολιτική πρακτική, είτε αρνούμενες να στηρίξουν οιαδήποτε κυβερνητική πρωτοβουλία, είτε, ακόμη χειρότερα, τάζοντας τα πάντα στους πάντες. Ακόμα και κατά την προηγούμενη βουλευτική περίοδο, όταν η χώρα τέθηκε σε αδιανόητες περιπέτειες εξαιτίας των παρελκυστικών διαπραγματεύσεων ενός νάρκισσου υπουργού, η τότε ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ανέμενε αποκλειστικά το κλείσιμο της «αριστερής παρένθεσης»· με διάφορους Ευριπίδηδες, Γιακκουμάτους Κακλαμάνηδες και άλλα φερέφωνα της λαϊκίστικης λαϊκοδεξιάς συνιστώσας μάλιστα, να σφυροκοπούν καθημερινά, ανούσια, άκριτα, μόνο εκ τηλεπαραθύρων, την Κυβέρνηση. Μοναχά ο Κυριάκος Μητσοτάκης από πλευράς αξιωματικής αντιπολίτευσης προέτασσε συνεχώς εφικτές πολιτικές λύσεις και κοστολογημένες εναλλακτικές επιλογές, το δε Ποτάμι, αν μη τι άλλο, διακρινόταν συνολικά από μία δημιουργική και εποικοδομητική αντιπολίτευση ως και τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου. Μέχρι δηλαδή την παρατεταμένη ζάλη που του προκάλεσε η χαμηλή εκλογική του πτήση, προκληθείσα η τελευταία από τον εγκλωβισμό του από ορισμένους “λαθρεπιβάτες” -επιδιώκοντες εξ’ αρχής τη συγχώνευσή του με το ΠΑΣΟΚ της “σοσιαλίστριας” Φώφης- στα στενά πλαίσια του «σημιτικού εκσυγχρονισμού», αντί να αδράξει την ευκαιρία και να εξαπλωθεί στο ευρύ φάσμα του ακέφαλου, έως τότε, φιλελεύθερου-μεταρρυθμιστικού χώρου, που φθάνει ως τις παρυφές της κεντροδεξιάς. Ενός χώρου, σε όλο το πλέγμα του οποίου, εδώ και λίγα 24ωρα, φυσικά κυριαρχεί ο Κυριάκος.
Σίγουρα, έχοντες υπ’ όψιν τους αντίστοιχα με τ’ ανωτέρω δεδομένα, πάνω από 330 χιλιάδες Έλληνες πολίτες κλήθηκαν την περασμένη Κυριακή να αναδείξουν το νέο πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας. Με φρόνηση και έλλογη κρίση η σιωπηρή τους πλειοψηφία, μεταξύ των δύο υποψηφίων, επέλεξε εκείνον που με τις προγραμματικές θέσεις, τις πολιτικές απόψεις και τις δομημένες του προτάσεις, είναι ικανός όχι μόνο να ανασυγκροτήσει το κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης, αλλά και να συμβάλλει δημιουργικά στη βελτίωση, αν όχι στον επαναπροσδιορισμό -εάν αυτό βέβαια καταστεί εφικτό- του κυβερνητικού έργου, έως και τις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Επέλεξαν δηλαδή όχι έναν απλό διαχειριστή της κομματικής εξουσίας, αλλά έναν σχεδιαστή της επόμενης μέρας τόσο για την προδιαγραφόμενη φιλελεύθερη παράταξη, κυρίως όμως για τη χώρα. Διόλου τυχαία, άλλωστε, θεωρείται ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως ο τέταρτος τη τάξει πολιτειακός παράγοντας· και διόλου τυχαία, εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης καταφέρει σε σύντομο χρονικό διάστημα και με αξιοκρατικά κριτήρια να τ’ αλλάξει όλα στο κόμμα του, θα αποτελέσει τον επόμενο, 98ο στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, πρωθυπουργό της χώρας, όποτε κι αν στηθούν εθνικές κάλπες. Ούτως ή άλλως, πλην των προεκτεθέντων δεδομένων, το σχεδόν 53% των εκλογέων της Κυριακής δεν ψήφισε μοναχά για πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, αλλά κυρίως για άξιο και ικανό αντίπαλο του κ. Τσίπρα, τουτέστιν επόμενο κυβερνητικό αρχηγό.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Υπ. Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών,
Συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ. Μπατσιούλας, 2014).
Ούσα ήδη η Κυβέρνηση κυρίαρχη εξαιτίας των εκλογικών νόμων της ενισχυμένης αναλογικής, με την τροποποίηση των συνταγματικών διατάξεων περί της διάλυσης της Βουλής, κατά το 1986, παγιώθηκε η παντοδυναμία της στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Το εκάστοτε κυβερνών σχήμα, απλώς επικαλούμενο ένα σημαντικό εθνικό ζήτημα, μπορεί μέχρι και σήμερα να αιφνιδιάζει τα κόμματα της αντιπολίτευσης και να προκαλεί τη διεξαγωγή πρόωρων βουλευτικών εκλογών. Έχοντας καταστεί το πολίτευμά μας αμιγώς πρωθυπουργοκεντρικό, η Κυβέρνηση και ο αρχηγός της ελέγχουν πλήρως τη διάλυση του Κοινοβουλίου εις βάρος των αντιπολιτευτικών δυνάμεων· παρόλη μάλιστα τη σημαντικότητα των τελευταίων για την αποτελεσματική λειτουργία της δημοκρατίας, ιδίως σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των κυβερνητικών πολιτικών. Οι ευθύνες, ωστόσο, για την προεκτεθείσα κατάσταση επιμερίζονται τόσο στις δυνάμεις της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όσο και σ’ εκείνες της μειοψηφίας.
Διαχρονικά τα κόμματα της αντιπολίτευσης, και ειδικά της αξιωματικής, επιδίδονται σε μια στείρα, αν όχι οξεία, κριτική απέναντι στα κυβερνητικά πεπραγμένα. Από το 1880, όταν άρχισε να καθιερώνεται στην ελληνική πολιτική σκηνή ο δικομματισμός, εξαπλώθηκαν και οι ρίζες της πόλωσης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων. Αντί για σοβαρό προεκλογικό ανταγωνισμό με προγραμματικές θέσεις, κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι εξαπέλυαν ακόμη και αναίτιες αλληλοκατηγορίες, αποσκοπώντας στη συσπείρωση των ψηφοφόρων τους. Σχεδόν πάντοτε επίσης και οι δύο διεκδικητές της εξουσίας, προς αλίευση νέων εκλογέων, κατέφευγαν σε ανεύθυνες παροχολογίες, με την πλάστιγγα βέβαια να γέρνει σαφώς υπέρ των δεύτερων. Ποιος λησμονεί το «λεφτά υπάρχουν» του 2009, τα Ζάππεια της περιόδου 2010-2012, την «κατάργηση των Μνημονίων με ένα νόμο» του 2014; Ανέξοδες δηλαδή υποσχέσεις, οι οποίες επ’ ουδενί αρμόζουν στο σημαίνοντα ρόλο των αντιπολιτευτικών δυνάμεων.
Είναι αδιαμφισβήτητη η καθοριστική σημασία της αντιπολίτευσης τόσο για τη βέλτιστη λειτουργία του πολιτεύματος, όσο και για τη βελτίωση του κυβερνητικού έργου, όταν αυτή είναι αξιόπιστη και εποικοδομητική. Παρόλο που παραδοσιακά η χώρα μας δεν διακρίνεται από ευρείες πολιτικές συναινέσεις, οι εφαρμοζόμενες κυβερνητικές πολιτικές σίγουρα θα μπορούσαν να είναι αποτελεσματικότερες, εάν αποτελούσαν προϊόντα γόνιμου διαλόγου μεταξύ όλων των ομάδων της λαϊκής αντιπροσωπείας. Αλλά ακόμη και εάν η πολιτική διαβούλευση αναλωνόταν σε καθαρά τυπικές διαδικασίες, η πρόταξη σοβαρών και μελετημένων πολιτικών λύσεων και εναλλακτικών επιλογών εκ μέρους είτε της μείζονος είτε της ελάσσονος αντιπολίτευσης, είναι βέβαιο πως θα κατηύθυνε σε ασφαλέστερα και εφικτότερα μονοπάτια τις κυβερνητικές αποφάσεις. Πολλώ δε μάλλον, όταν αυτές καθεαυτές της οι προτάσεις απέρρεαν από διαδικασίες εσωκομματικής δημοκρατίας και δεν συντάσσονταν από το στενό περιβάλλον του εκάστοτε κομματικού αρχηγού.
Εξυπακούεται πάντως, πως μια πραγματική και υπεύθυνη αντιπολίτευση εξέλειψε από τη χώρα καθόλη την περίοδο της πολύπτυχης κρίσης. Όλες οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις της τελευταίας επταετίας, ανεξαρτήτως ιδεολογικής ταυτότητας και κοινοβουλευτικής δύναμης, επιδίδονταν σε μια ανεύθυνη πολιτική πρακτική, είτε αρνούμενες να στηρίξουν οιαδήποτε κυβερνητική πρωτοβουλία, είτε, ακόμη χειρότερα, τάζοντας τα πάντα στους πάντες. Ακόμα και κατά την προηγούμενη βουλευτική περίοδο, όταν η χώρα τέθηκε σε αδιανόητες περιπέτειες εξαιτίας των παρελκυστικών διαπραγματεύσεων ενός νάρκισσου υπουργού, η τότε ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ανέμενε αποκλειστικά το κλείσιμο της «αριστερής παρένθεσης»· με διάφορους Ευριπίδηδες, Γιακκουμάτους Κακλαμάνηδες και άλλα φερέφωνα της λαϊκίστικης λαϊκοδεξιάς συνιστώσας μάλιστα, να σφυροκοπούν καθημερινά, ανούσια, άκριτα, μόνο εκ τηλεπαραθύρων, την Κυβέρνηση. Μοναχά ο Κυριάκος Μητσοτάκης από πλευράς αξιωματικής αντιπολίτευσης προέτασσε συνεχώς εφικτές πολιτικές λύσεις και κοστολογημένες εναλλακτικές επιλογές, το δε Ποτάμι, αν μη τι άλλο, διακρινόταν συνολικά από μία δημιουργική και εποικοδομητική αντιπολίτευση ως και τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου. Μέχρι δηλαδή την παρατεταμένη ζάλη που του προκάλεσε η χαμηλή εκλογική του πτήση, προκληθείσα η τελευταία από τον εγκλωβισμό του από ορισμένους “λαθρεπιβάτες” -επιδιώκοντες εξ’ αρχής τη συγχώνευσή του με το ΠΑΣΟΚ της “σοσιαλίστριας” Φώφης- στα στενά πλαίσια του «σημιτικού εκσυγχρονισμού», αντί να αδράξει την ευκαιρία και να εξαπλωθεί στο ευρύ φάσμα του ακέφαλου, έως τότε, φιλελεύθερου-μεταρρυθμιστικού χώρου, που φθάνει ως τις παρυφές της κεντροδεξιάς. Ενός χώρου, σε όλο το πλέγμα του οποίου, εδώ και λίγα 24ωρα, φυσικά κυριαρχεί ο Κυριάκος.
Σίγουρα, έχοντες υπ’ όψιν τους αντίστοιχα με τ’ ανωτέρω δεδομένα, πάνω από 330 χιλιάδες Έλληνες πολίτες κλήθηκαν την περασμένη Κυριακή να αναδείξουν το νέο πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας. Με φρόνηση και έλλογη κρίση η σιωπηρή τους πλειοψηφία, μεταξύ των δύο υποψηφίων, επέλεξε εκείνον που με τις προγραμματικές θέσεις, τις πολιτικές απόψεις και τις δομημένες του προτάσεις, είναι ικανός όχι μόνο να ανασυγκροτήσει το κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης, αλλά και να συμβάλλει δημιουργικά στη βελτίωση, αν όχι στον επαναπροσδιορισμό -εάν αυτό βέβαια καταστεί εφικτό- του κυβερνητικού έργου, έως και τις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Επέλεξαν δηλαδή όχι έναν απλό διαχειριστή της κομματικής εξουσίας, αλλά έναν σχεδιαστή της επόμενης μέρας τόσο για την προδιαγραφόμενη φιλελεύθερη παράταξη, κυρίως όμως για τη χώρα. Διόλου τυχαία, άλλωστε, θεωρείται ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως ο τέταρτος τη τάξει πολιτειακός παράγοντας· και διόλου τυχαία, εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης καταφέρει σε σύντομο χρονικό διάστημα και με αξιοκρατικά κριτήρια να τ’ αλλάξει όλα στο κόμμα του, θα αποτελέσει τον επόμενο, 98ο στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, πρωθυπουργό της χώρας, όποτε κι αν στηθούν εθνικές κάλπες. Ούτως ή άλλως, πλην των προεκτεθέντων δεδομένων, το σχεδόν 53% των εκλογέων της Κυριακής δεν ψήφισε μοναχά για πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, αλλά κυρίως για άξιο και ικανό αντίπαλο του κ. Τσίπρα, τουτέστιν επόμενο κυβερνητικό αρχηγό.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Υπ. Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών,
Συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ. Μπατσιούλας, 2014).