Οι ζωγράφοι Κακαβά έδρασαν μέσα στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο του νότιου ελλαδικού χώρου μετά την οθωμανική κατάκτηση. Οι σωζόμενες τοιχογραφίες του 16ου αιώνα από την Πελοπόννησο είναι λιγοστές και αφορούν κυρίως στις τελευταίες δεκαετίες του. Την εποχή αυτή εμφανίστηκαν οι Κακαβάδες, οικογένεια ζωγράφων από το Ναύπλιο, με παλαιότερο σωζόμενο έργο τους το παλαιό καθολικό της μονής Ταξιαρχών στο Στεφάνι Κορινθίας, που τοιχογραφήθηκε το 1565 από τον Θεοδόσιο Κακαβά.
Είναι πραγματικά μια μεγάλη πορεία στην τέχνη, που τη σηματοδοτούν 13 υπογεγραμμένα μνημεία τους με τα οποία ασχολείται σήμερα η νεότερη έρευνα. Τα μέλη της οικογένειας των ζωγράφων Κακαβάδων είναι, ο Θεοδόσιος, ο Δημήτριος, ο Μαρίνος και ο Θεόδουλος.
Πρόκειται για μια εκλεπτυσμένη ζωγραφική με ωραία χρώματα που θυμίζει τους μεγάλους ζωγράφους του 16ου αι., τον Φράγκο Κατελάνο και τον Θεοφάνη τον Κρήτα. Το έργο τους ξεκινάει όπως αναφέρθηκε από τον 16ο αι. με τον Θεοδόσιο, το 1565, και απλώνεται στο 17ο αι. με τον Θεόδουλο, που έφτανε στα 1668. Καλύπτοντας χρονικά έναν αιώνα τέχνης, υπάρχει η δυνατότητα να δούμε την εξέλιξη της δουλειάς τους συγκριτικά με τις δύο σημαντικές σχολές της ζωγραφικής του 16ου αι., τόσο την Κρητική σχολή όσο και τη σχολή της ΒΔ Ελλάδας, και να επισημανθεί το πέρασμα αυτής της ζωγραφικής στον 17ο αι.
Οι Κακαβάδες ακολουθούν την παραδοσιακή τεχνοτροπία, με σημαντική επιρροή από τους Κρητικούς ζωγράφους και με αρκετά έντονη τη σχηματοποίηση και τη γραμμική απόδοση. Από διαπιστώσεις που προκύπτουν από την εικονογραφική ανάλυση, παρατηρείται, λοιπόν, ότι στο έργο των ζωγράφων Κακαβά κυριαρχούν τα ίδια εικονογραφικά πρότυπα και οι επιδράσεις προέρχονται από τη Σχολή της Βορειοδυτικής Ελλάδος και ιδιαίτερα από την τελευταία της φάση, που συνδέεται με το έργο των αδελφών Κονταρή.
Όλες οι διακοσμήσεις ναών, τις οποίες υπογράφουν οι ζωγράφοι Κακαβά, βρίσκονται στην Πελοπόννησο, εκτός από το καθολικό της Μονής της Παναγίας στη Μαλεσίνα της Λοκρίδας, που βρίσκεται στη Στερεά Ελλάδα.
Θεοδόσιος και Μαρίνος Κακαβάς
Ο Θεοδόσιος και ο Μαρίνος ακολουθούν την παράδοση του εργαστηρίου των Θηβαίων αδελφών Κονταρή, την οποία συνεχίζει κι ο Δημήτριος Κακαβάς μέσα στο 17ο αι.,
Τρία περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Μονής Αγίου Δημητρίου, σε δύσβατη ρεματιά, βρίσκεται το καθολικό της παλαιάς Μονής του Παμμεγίστου Ταξιάρχη Μιχαήλ. Ο ναός είναι μονόκλιτος σταυρεπίστεγος χωρίς παράθυρα και βάση του αρχιτεκτονικού του σχεδίου το πιο πιθανόν είναι ότι ανεγέρθη τον 12o-13ο αιώνα, αν και η τεχνοτροπία του και τα υλικά δόμησης αφήνουν το συμπέρασμα ότι ο ναός αυτός ίσως να χρονολογείται από τον 10ο αιώνα, καθώς δείχνει να ξαναχτίστηκε. Αξιοσημείωτο είναι η ιδιομορφία του σχήματος της εισόδου με αψίδα και τρούλο στην νοτιοανατολική πλευρά. Ο ναός είναι ένα από τα παλαιότερα κτίσματα όλης της περιοχής.
Η μονή του Ταξιάρχη Μιχαήλ πρέπει να ιδρύθηκε τον ένατο με δέκατο αιώνα, την εποχή δηλαδή που ο μοναχισμός πρωτοεμφανίστηκε στην περιοχή αν και η ακριβής χρονολογία δεν είναι γνωστή. Σίγουρο είναι ότι η μονή λειτουργούσε από τις εποχές της Φραγκοκρατίας, από το 1205 που επικράτησαν οι Φράγκοι και οι ορθόδοξοι επίσκοποι τέθηκαν σε διωγμό. Η παράδοση λέει μάλιστα ότι την εποχή εκείνη ο Μητροπολίτης Κορίνθου κατέφυγε στη Μονή Ταξιάρχη και συντόνιζε από εκεί τις δραστηριότητες του.
Το ερειπωμένο συγκρότημα της μονής είχε το γνωστό τετράπλευρο μοναστηριακό σχήμα με επίκεντρο το καθολικό, αφιερωμένο στον προστάτη Ταξιάρχη Μιχαήλ. Παρά την εγκατάλειψη και παραμέληση, ο ναός συνεχίζει να διατηρεί τη συνολική αγιογραφική του τοιχογραφία. Πάνω από την Ωραία πύλη που αποτελεί και την μόνη είσοδο του κτιστού τέμπλου του ναϊδρίου, βρίσκεται μια ευανάγνωστη κτιτορική επιγραφή που αναφέρεται σε ανακαίνιση του ναού που έγινε το 1565 μ.Χ. επί ιερομόναχου Συμεών. Έχει γραφτεί από τον αγιογράφο που ιστόρησε ολόκληρο το ναό, και ο οποίος ακολουθούσε την τεχνοτροπία της λεγόμενης Κρητικής Σχολής. Περιβάλλεται από κόκκινο πλαίσιο, ενώ η γραφή είναι μικρογράμματη με μαύρο χρώμα σε λευκό πεδίο.
«ανηγέρθη έκ βάθρων γής και ηστορίθη ό θείος και πάνσεπτος ναός ούτος/ παμμεγίστου ταξιάρχου μιχαήλ διά συνδρομής και κόπου του όσιοτάτου έν/ αρχιμονάχης κυρίου συμεών, είς ψυχή ημών σωτηρίας και των γοναίων αυτού/ ...έτους ζογ' ίνδικτιώνος η μηνός ίανουαρίου ιη/ ή παρούσα τοίνυν ιστορία γέ... παρ' έμου του ταπεινού, Θεοδοσίου του κακαβά τάχα και ζωγράφου/ δέησις δούλου αυτού βρετού άμα συμβίου και των τέκνων αυτού»
Η επιγραφή μας πληροφορεί ότι ο ναός κτίστηκε ευθύς εξαρχής στο όνομα του Ταξιάρχου Μιχαήλ, όπως επιβεβαιώνει και η τοιχογραφία του που βρίσκεται στο βόρειο τοίχο. Η ανέγερση του ναϊδρίου πραγματοποιήθηκε δια συνδρομής και κόπου του ιερομόναχου Συμεών για την ψυχική του σωτηρία του ιδίου και των γονέων του. Η δαπάνη της αγιογραφίας φαίνεται ότι καταβλήθηκε από κάποιον λαϊκό Βρετό ως δέηση για την οικογένεια του.
Το όλο έργο της αγιογραφήσεως πραγματοποιήθηκε από τον Θεοδόσιο Κακαβά. Πρόκειται για το μόνο ίσως σωζόμενο έργο του ζωγράφου αυτού, ο οποίος ανήκε στον περίφημο αγιογραφικό οίκο των Κακαβάδων από το Ναύπλιο. Το έργο αυτό αποδεικνύεται το πρώτο αναφερόμενο έργο του οίκου αυτού και ο Θεοδόσιος ως ο γενάρχης του. Πρόκειται για έναν από τους καλύτερους ζωγράφους της Πελοποννήσου.
Ο Θεοδόσιος και ο Μαρίνος ακολουθούν την παράδοση του εργαστηρίου των Θηβαίων αδελφών Κονταρή, την οποία συνεχίζει κι ο Δημήτριος Κακαβάς μέσα στο 17ο αι.,
Τρία περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Μονής Αγίου Δημητρίου, σε δύσβατη ρεματιά, βρίσκεται το καθολικό της παλαιάς Μονής του Παμμεγίστου Ταξιάρχη Μιχαήλ. Ο ναός είναι μονόκλιτος σταυρεπίστεγος χωρίς παράθυρα και βάση του αρχιτεκτονικού του σχεδίου το πιο πιθανόν είναι ότι ανεγέρθη τον 12o-13ο αιώνα, αν και η τεχνοτροπία του και τα υλικά δόμησης αφήνουν το συμπέρασμα ότι ο ναός αυτός ίσως να χρονολογείται από τον 10ο αιώνα, καθώς δείχνει να ξαναχτίστηκε. Αξιοσημείωτο είναι η ιδιομορφία του σχήματος της εισόδου με αψίδα και τρούλο στην νοτιοανατολική πλευρά. Ο ναός είναι ένα από τα παλαιότερα κτίσματα όλης της περιοχής.
Η μονή του Ταξιάρχη Μιχαήλ πρέπει να ιδρύθηκε τον ένατο με δέκατο αιώνα, την εποχή δηλαδή που ο μοναχισμός πρωτοεμφανίστηκε στην περιοχή αν και η ακριβής χρονολογία δεν είναι γνωστή. Σίγουρο είναι ότι η μονή λειτουργούσε από τις εποχές της Φραγκοκρατίας, από το 1205 που επικράτησαν οι Φράγκοι και οι ορθόδοξοι επίσκοποι τέθηκαν σε διωγμό. Η παράδοση λέει μάλιστα ότι την εποχή εκείνη ο Μητροπολίτης Κορίνθου κατέφυγε στη Μονή Ταξιάρχη και συντόνιζε από εκεί τις δραστηριότητες του.
Το ερειπωμένο συγκρότημα της μονής είχε το γνωστό τετράπλευρο μοναστηριακό σχήμα με επίκεντρο το καθολικό, αφιερωμένο στον προστάτη Ταξιάρχη Μιχαήλ. Παρά την εγκατάλειψη και παραμέληση, ο ναός συνεχίζει να διατηρεί τη συνολική αγιογραφική του τοιχογραφία. Πάνω από την Ωραία πύλη που αποτελεί και την μόνη είσοδο του κτιστού τέμπλου του ναϊδρίου, βρίσκεται μια ευανάγνωστη κτιτορική επιγραφή που αναφέρεται σε ανακαίνιση του ναού που έγινε το 1565 μ.Χ. επί ιερομόναχου Συμεών. Έχει γραφτεί από τον αγιογράφο που ιστόρησε ολόκληρο το ναό, και ο οποίος ακολουθούσε την τεχνοτροπία της λεγόμενης Κρητικής Σχολής. Περιβάλλεται από κόκκινο πλαίσιο, ενώ η γραφή είναι μικρογράμματη με μαύρο χρώμα σε λευκό πεδίο.
«ανηγέρθη έκ βάθρων γής και ηστορίθη ό θείος και πάνσεπτος ναός ούτος/ παμμεγίστου ταξιάρχου μιχαήλ διά συνδρομής και κόπου του όσιοτάτου έν/ αρχιμονάχης κυρίου συμεών, είς ψυχή ημών σωτηρίας και των γοναίων αυτού/ ...έτους ζογ' ίνδικτιώνος η μηνός ίανουαρίου ιη/ ή παρούσα τοίνυν ιστορία γέ... παρ' έμου του ταπεινού, Θεοδοσίου του κακαβά τάχα και ζωγράφου/ δέησις δούλου αυτού βρετού άμα συμβίου και των τέκνων αυτού»
Η επιγραφή μας πληροφορεί ότι ο ναός κτίστηκε ευθύς εξαρχής στο όνομα του Ταξιάρχου Μιχαήλ, όπως επιβεβαιώνει και η τοιχογραφία του που βρίσκεται στο βόρειο τοίχο. Η ανέγερση του ναϊδρίου πραγματοποιήθηκε δια συνδρομής και κόπου του ιερομόναχου Συμεών για την ψυχική του σωτηρία του ιδίου και των γονέων του. Η δαπάνη της αγιογραφίας φαίνεται ότι καταβλήθηκε από κάποιον λαϊκό Βρετό ως δέηση για την οικογένεια του.
Το όλο έργο της αγιογραφήσεως πραγματοποιήθηκε από τον Θεοδόσιο Κακαβά. Πρόκειται για το μόνο ίσως σωζόμενο έργο του ζωγράφου αυτού, ο οποίος ανήκε στον περίφημο αγιογραφικό οίκο των Κακαβάδων από το Ναύπλιο. Το έργο αυτό αποδεικνύεται το πρώτο αναφερόμενο έργο του οίκου αυτού και ο Θεοδόσιος ως ο γενάρχης του. Πρόκειται για έναν από τους καλύτερους ζωγράφους της Πελοποννήσου.
Δημήτριος Κακαβάς
Ο γιος του Θεοδοσίου, Δημήτριος Κακαβάς, ζωγραφίζει στη μονή της Παναγίας στη Μαλεσίνα (1599). Είναι γνωστός στη Λακωνία σπουδαίος ζωγράφος. Ο Δημήτριος, είναι ο πιο δραστήριος ζωγράφος από τον ζωγραφικό οίκο των Κακαβάδων, αφού υπάρχουν δέκα υπογεγραμμένα σύνολα του από το 1592 μέχρι το 1635. Οι άλλοι τρεις Κακαβάδες, ο Θεοδόσιος, ο Μαρίνος και ο Θεόδουλος υπογράφουν τρία σύνολα. Ό χρόνος τής ακμής του εκ Ναυπλίου Δημητρίου Κακαβά τίθεται μεταξύ των ετών 1590-1607 (Ν. Καλογεροπούλου, Μεταβυζαντινή καί Νεοελληνική τέχνη σ. 111).
Σύμφωνα με μαρτυρίες εικονογραφεί το 1590 τη «Μονή της Θεοτόκου» στη Λοκρίδα, το 1607 την «Αγία Μαρίνα» στην Κορινθία, το 1611 τον «Αγιο Δημήτριο» στην Κορινθία, το 1621 τους «Αγίους Αναργύρους» στη Λακεδαίμονα και τον «Αγιο Βλάση» στα Τσίντζινα, το 1625 τον «Αγιο Νικόλαο και Δημήτριο» στην Αναβρυτή, το 1632 τη «Γόλα», τη «Μονή Μαρδακίου» Μεσσηνίας το (1635), τον εσωνάρθηκα της Μονής Πεντέλης (17ος αι.). Αμφισβητείται η μαρτυρία του Κόντογλου για την εργασία του στη Μονή Κούμπαρη το 1602 και στη Ζερμπίτσα το 1639.
Ιδιαίτερα στο έργο του Δημητρίου Κακαβά, στον οποίο κληροδοτείται η πείρα του Θεοδοσίου και του Μαρίνου (αδελφού του Δημητρίου), παρατηρούνται εικονογραφικές καινοτομίες, οι οποίες προσδίδουν έναν ανανεωτικό χαρακτήρα στη ζωγραφική του και επιδρούν στους κατοπινούς ζωγράφους σε όλο το 17ο αι. Οι καταβολές και οι επιδράσεις στο έργο του Δημητρίου Κακαβά, συνοψίζονται στα συμπεράσματα από την ανάλυση του ύφους το οποίο αντανακλά τις αρχές της Σχολής της Βορειοδυτικής Ελλάδος, και ιδιαίτερα της φάσης που συνδέεται και πάλι κυρίως με το έργο των αδελφών Κονταρή. Έχει υποτεθεί, πως ο Δημήτριος Κακαβάς, μπορεί να υπήρξε και μαθητής του Μόσχου.
Στη ζωγραφική του Δημητρίου Κακαβά παρατηρείται μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική συγγένεια με το εργαστήριο των Θηβαίων αδελφών ζωγράφων Κονταρή. Οι ομοιότητες των ζωγραφικών συνόλων του Δημητρίου Κακαβά με τις εικονογραφήσεις εκείνων, εστιάζονται κυρίως στη δομή και την οργάνωση των παραστάσεων που απομακρύνονται από τον κεντρικό άξονα με την απεικόνιση δευτερευόντων επεισοδίων και την ιδιαίτερη έμφαση στη διήγηση
Σε ότι αφορά την τεχνική και την τεχνοτροπία στη ζωγραφική του ιερού στο ναό της Παναγίας στη Μαλεσίνα, σύμφωνα με την τεχνοτροπική ανάλυση, διαπιστώνουμε ότι η επιλογή και η αντιμετώπιση του χρώματος ως εκφραστικού μέσου, με την ευαίσθητη παράθεση των χρωμάτων, τα αρμονικά ταιριάσματα και τις σοφές αντιθέσεις, καθώς και το εκλεπτυσμένο σχέδιο, η κομψότητα των μορφών, οι αρμονικές αναλογίες, οι φυσιογνωμίες με το γαλήνιο και ευγενικό ύφος, δείχνουν ότι ο Δημήτριος Κακαβάς είναι ένας ζωγράφος με λεπτό αισθητήριο, εξευγενισμένο γούστο και δημιουργική φαντασία.
Ο Δημήτριος ήταν επικεφαλής ενός εργαστηρίου, του οποίου οι αρχές ανάγονται στον Θεοδόσιο. Ο Δημήτριος είχε συνεργαστεί στο Ροεινό (1592) και την Κλένια (1593), τότε όμως επικεφαλής ζωγράφος του συνεργείου ήταν ο Μαρίνος. Επί Δημητρίου το εργαστήρι ακολούθησε μια επαγγελματική πορεία τριάντα έξι χρόνων. Είχε αναγνωρισμένη φήμη και πελατεία σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, από τους απλούς λαϊκούς ή μοναχούς μέχρι τους άρχοντες της τοπικής κοσμικής ή εκκλησιαστικής ιεραρχίας.
Σχετικά με τη δραστηριότητα του πληροφορούμαστε από παλαιό αρχείο πως: «Τώ 1621 άνηγέρθη και άνιστορήθη υπό τού έκ Ναυπλίου ζωγράφου Δημητρίου Κακαβά ό ναός τής κατά τον Οίνοϋντα ίεράς Μονής των 'Αγίων ’Ανάργυρων. Τω αυτή» έ'τει άνηγέρθη εν Τσιντζίνοις, χωρίο μίαν ώραν άπέχοντι άνατολικώς της Μονής των 'Αγίων ’Ανάργυρων, καί άνιστορήθη υπό τοΰ αυτοΰ ζωγράφου ό ναός τοϋ 'Αγίου Βλασίου. Τω 1625 άρχιερατεΰοντος τοΰ Μητροπολίτου Λακεδαιμόνιας Ίωάσαφ άνηγέρθη φροντίδι, κόποις καί έξόδοις τοΰ Επισκόπου Βρεσθένης Παρθενίου ό εν Άναβρυτή ναός τοΰ 'Αγίου Νικολάου καί μεγαλομάρτυρος Δημητρίου καί άνιστορήθη υπό τοΰ έκ χώρας Ναυπλίου ζωγράφου Δημητρίου Κακαβά. Τω 1632 άνηγέρθη καί άνιστορήθη υπό τοΰ ιδίου ζωγράφου Δημητρίου Κακαβά ό ναός τής κατά την Φελλίαν ίεράς Μονής Γόλας, τιμώμενης επ’ δνόματι τής Ύπεραγίας Θεοτόκου. Κατά τό πρώτον ήμισυ τοΰ ΙΖ' αιώνος (1641), άνιστορήθησαν οί νάρθηκες άμφοτέρων τών έν Χρυσάφη ιερών ναών Παναγίας καί 'Αγίου Δημητρίου, ίδρύθησαν δέ και άνιστορήθησαν κατά τόν Οίνοϋντα μέν ό ναός τής ίεράς Μονής τοΰ Τιμίου Προδρόμου «Ρεματιανή», κατά τάς Θεράπνας ό ναός τής 'Ιεράς Μονής τοΰ Τιμίου Προδρόμου «Σιντζάφι» (1626), κατά τόν Βαρσινίκον ΰπερθεν τοΰ Μυστρά ό ναός τής Τ. Μονής Ζωοδόχου Πηγής, έν Μυστρά ό ναός τοΰ αγίου Νικολάου, έν Καστρίφ δέ Καστορείου ό ναός τής Τ. Μονής Καστρίου έπ’ όνόματι τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου τιμωμένης.
Ο ναός της Παναγίας αποτελεί το επιβλητικότερο μνημείο του παλιού μοναστηριακού συγκροτήματος. Είναι το μοναδικό οικοδόμημα στη Μαλεσίνα που στάθηκε όρθιο μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 1894, αλλά δεν σώζεται στην αρχική του μορφή. Ανήκε στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο, σύνθετου τετρακιόνιου, με νάρθηκα. Για την εποχή ίδρυσης του μνημείου έχουν διατυπωθεί από την έρευνα διάφορες προτάσεις. Η επικρατέστερη άποψη κατά τη γνώμη μας είναι αυτή του Χαρ. Μπούρα, ο οποίος τοποθετεί χρονολογικά την οικοδόμηση της εκκλησίας μέσα στο 16ο αιώνα.
Εξαιτίας των σεισμών, οι τοιχογραφίες του καθολικού σώζονται κυρίως στο χώρο του ιερού και ελάχιστες στον κυρίως ναό. Γι' αυτό το λόγο η μελέτη και οι τυπολογικές συγκρίσεις για το εικονογραφικό πρόγραμμα και τη διάταξη του διακόσμου αφορούν τις τοιχογραφίες του ιερού τόσο στη Μαλεσίνα όσο και στα υπόλοιπα υπογεγραμμένα έργα των ζωγράφων Κακαβά.
Ο γιος του Θεοδοσίου, Δημήτριος Κακαβάς, ζωγραφίζει στη μονή της Παναγίας στη Μαλεσίνα (1599). Είναι γνωστός στη Λακωνία σπουδαίος ζωγράφος. Ο Δημήτριος, είναι ο πιο δραστήριος ζωγράφος από τον ζωγραφικό οίκο των Κακαβάδων, αφού υπάρχουν δέκα υπογεγραμμένα σύνολα του από το 1592 μέχρι το 1635. Οι άλλοι τρεις Κακαβάδες, ο Θεοδόσιος, ο Μαρίνος και ο Θεόδουλος υπογράφουν τρία σύνολα. Ό χρόνος τής ακμής του εκ Ναυπλίου Δημητρίου Κακαβά τίθεται μεταξύ των ετών 1590-1607 (Ν. Καλογεροπούλου, Μεταβυζαντινή καί Νεοελληνική τέχνη σ. 111).
Σύμφωνα με μαρτυρίες εικονογραφεί το 1590 τη «Μονή της Θεοτόκου» στη Λοκρίδα, το 1607 την «Αγία Μαρίνα» στην Κορινθία, το 1611 τον «Αγιο Δημήτριο» στην Κορινθία, το 1621 τους «Αγίους Αναργύρους» στη Λακεδαίμονα και τον «Αγιο Βλάση» στα Τσίντζινα, το 1625 τον «Αγιο Νικόλαο και Δημήτριο» στην Αναβρυτή, το 1632 τη «Γόλα», τη «Μονή Μαρδακίου» Μεσσηνίας το (1635), τον εσωνάρθηκα της Μονής Πεντέλης (17ος αι.). Αμφισβητείται η μαρτυρία του Κόντογλου για την εργασία του στη Μονή Κούμπαρη το 1602 και στη Ζερμπίτσα το 1639.
Ιδιαίτερα στο έργο του Δημητρίου Κακαβά, στον οποίο κληροδοτείται η πείρα του Θεοδοσίου και του Μαρίνου (αδελφού του Δημητρίου), παρατηρούνται εικονογραφικές καινοτομίες, οι οποίες προσδίδουν έναν ανανεωτικό χαρακτήρα στη ζωγραφική του και επιδρούν στους κατοπινούς ζωγράφους σε όλο το 17ο αι. Οι καταβολές και οι επιδράσεις στο έργο του Δημητρίου Κακαβά, συνοψίζονται στα συμπεράσματα από την ανάλυση του ύφους το οποίο αντανακλά τις αρχές της Σχολής της Βορειοδυτικής Ελλάδος, και ιδιαίτερα της φάσης που συνδέεται και πάλι κυρίως με το έργο των αδελφών Κονταρή. Έχει υποτεθεί, πως ο Δημήτριος Κακαβάς, μπορεί να υπήρξε και μαθητής του Μόσχου.
Στη ζωγραφική του Δημητρίου Κακαβά παρατηρείται μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική συγγένεια με το εργαστήριο των Θηβαίων αδελφών ζωγράφων Κονταρή. Οι ομοιότητες των ζωγραφικών συνόλων του Δημητρίου Κακαβά με τις εικονογραφήσεις εκείνων, εστιάζονται κυρίως στη δομή και την οργάνωση των παραστάσεων που απομακρύνονται από τον κεντρικό άξονα με την απεικόνιση δευτερευόντων επεισοδίων και την ιδιαίτερη έμφαση στη διήγηση
Σε ότι αφορά την τεχνική και την τεχνοτροπία στη ζωγραφική του ιερού στο ναό της Παναγίας στη Μαλεσίνα, σύμφωνα με την τεχνοτροπική ανάλυση, διαπιστώνουμε ότι η επιλογή και η αντιμετώπιση του χρώματος ως εκφραστικού μέσου, με την ευαίσθητη παράθεση των χρωμάτων, τα αρμονικά ταιριάσματα και τις σοφές αντιθέσεις, καθώς και το εκλεπτυσμένο σχέδιο, η κομψότητα των μορφών, οι αρμονικές αναλογίες, οι φυσιογνωμίες με το γαλήνιο και ευγενικό ύφος, δείχνουν ότι ο Δημήτριος Κακαβάς είναι ένας ζωγράφος με λεπτό αισθητήριο, εξευγενισμένο γούστο και δημιουργική φαντασία.
Ο Δημήτριος ήταν επικεφαλής ενός εργαστηρίου, του οποίου οι αρχές ανάγονται στον Θεοδόσιο. Ο Δημήτριος είχε συνεργαστεί στο Ροεινό (1592) και την Κλένια (1593), τότε όμως επικεφαλής ζωγράφος του συνεργείου ήταν ο Μαρίνος. Επί Δημητρίου το εργαστήρι ακολούθησε μια επαγγελματική πορεία τριάντα έξι χρόνων. Είχε αναγνωρισμένη φήμη και πελατεία σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, από τους απλούς λαϊκούς ή μοναχούς μέχρι τους άρχοντες της τοπικής κοσμικής ή εκκλησιαστικής ιεραρχίας.
Σχετικά με τη δραστηριότητα του πληροφορούμαστε από παλαιό αρχείο πως: «Τώ 1621 άνηγέρθη και άνιστορήθη υπό τού έκ Ναυπλίου ζωγράφου Δημητρίου Κακαβά ό ναός τής κατά τον Οίνοϋντα ίεράς Μονής των 'Αγίων ’Ανάργυρων. Τω αυτή» έ'τει άνηγέρθη εν Τσιντζίνοις, χωρίο μίαν ώραν άπέχοντι άνατολικώς της Μονής των 'Αγίων ’Ανάργυρων, καί άνιστορήθη υπό τοΰ αυτοΰ ζωγράφου ό ναός τοϋ 'Αγίου Βλασίου. Τω 1625 άρχιερατεΰοντος τοΰ Μητροπολίτου Λακεδαιμόνιας Ίωάσαφ άνηγέρθη φροντίδι, κόποις καί έξόδοις τοΰ Επισκόπου Βρεσθένης Παρθενίου ό εν Άναβρυτή ναός τοΰ 'Αγίου Νικολάου καί μεγαλομάρτυρος Δημητρίου καί άνιστορήθη υπό τοΰ έκ χώρας Ναυπλίου ζωγράφου Δημητρίου Κακαβά. Τω 1632 άνηγέρθη καί άνιστορήθη υπό τοΰ ιδίου ζωγράφου Δημητρίου Κακαβά ό ναός τής κατά την Φελλίαν ίεράς Μονής Γόλας, τιμώμενης επ’ δνόματι τής Ύπεραγίας Θεοτόκου. Κατά τό πρώτον ήμισυ τοΰ ΙΖ' αιώνος (1641), άνιστορήθησαν οί νάρθηκες άμφοτέρων τών έν Χρυσάφη ιερών ναών Παναγίας καί 'Αγίου Δημητρίου, ίδρύθησαν δέ και άνιστορήθησαν κατά τόν Οίνοϋντα μέν ό ναός τής ίεράς Μονής τοΰ Τιμίου Προδρόμου «Ρεματιανή», κατά τάς Θεράπνας ό ναός τής 'Ιεράς Μονής τοΰ Τιμίου Προδρόμου «Σιντζάφι» (1626), κατά τόν Βαρσινίκον ΰπερθεν τοΰ Μυστρά ό ναός τής Τ. Μονής Ζωοδόχου Πηγής, έν Μυστρά ό ναός τοΰ αγίου Νικολάου, έν Καστρίφ δέ Καστορείου ό ναός τής Τ. Μονής Καστρίου έπ’ όνόματι τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου τιμωμένης.
Ο ναός της Παναγίας αποτελεί το επιβλητικότερο μνημείο του παλιού μοναστηριακού συγκροτήματος. Είναι το μοναδικό οικοδόμημα στη Μαλεσίνα που στάθηκε όρθιο μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 1894, αλλά δεν σώζεται στην αρχική του μορφή. Ανήκε στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο, σύνθετου τετρακιόνιου, με νάρθηκα. Για την εποχή ίδρυσης του μνημείου έχουν διατυπωθεί από την έρευνα διάφορες προτάσεις. Η επικρατέστερη άποψη κατά τη γνώμη μας είναι αυτή του Χαρ. Μπούρα, ο οποίος τοποθετεί χρονολογικά την οικοδόμηση της εκκλησίας μέσα στο 16ο αιώνα.
Εξαιτίας των σεισμών, οι τοιχογραφίες του καθολικού σώζονται κυρίως στο χώρο του ιερού και ελάχιστες στον κυρίως ναό. Γι' αυτό το λόγο η μελέτη και οι τυπολογικές συγκρίσεις για το εικονογραφικό πρόγραμμα και τη διάταξη του διακόσμου αφορούν τις τοιχογραφίες του ιερού τόσο στη Μαλεσίνα όσο και στα υπόλοιπα υπογεγραμμένα έργα των ζωγράφων Κακαβά.
Οι τοιχογραφίες
Στην τέχνη του αγιογράφου της Μονής της Παναγίας Δημητρίου Κακαβά, μεγάλη επίδραση άσκησε η τεχνική των φορητών εικόνων (περιορισμένα σ' έκταση επίπεδα φωτεινής σάρκας και σκοτεινός προπλασμός). Οι ρυτίδες του μετώπου, οι παρειές, τα γένια, καθώς και οι τύποι των οσίων θυμίζουν πρότυπα της τέχνης του ΙΣΤ αιώνα.
Ο Δ. Κακαβάς αντλεί από τη βρυσομάνα της βυζαντινής Παράδοσης, που και τούτον τον αιώνα αντιπροσωπεύει επάξια και σφραγίζει η Κρητική Σχολή. Οι μορφές που εικονίζει είναι λιπόσαρκες, αυστηρές, ασκητικές, «με συνήθως στάσι πλήρους ακινησίας, βυθισμένοι στη βαθειά σιωπή της περισυλλογής και ευσεβείας των». Είναι ζωγράφος με δύναμη στην έκφραση και σαφήνεια στα σχέδια, ικανός να εκλέγει τα χρώματά του και ν' αποδίδει σωστά τις ανατομικές αναλογίες των εικονιζομένων.
Για την αγιογράφηση του ναού γίνεται λόγος στην εξής επιγραφή που διασώζεται πάνω από το παράθυρο του κυρίως ναού:
«Ανιστορήθη καί εκαλωπίσθη τό παρόν σταυροπήγιον της Υπεραγίας Θεοτόκου φέρον πρός επωνυμίαν Μελινίτζες διά χειρός καμου Δημητρίου ζωγράφου, του επονομαζομένου Καρκαβας, του εν τη πολιτεία Ναυπλίου καί ετελιώθη εις μηνας ΙΔ μέ αρτηκα, μέ τέμπλο, μέ σταυρόν μηνί Δεκεμβρίου ΚΑ ετους ΖΡΖ, ιδικτιωνος ΙΒ»
Η χρονολογία ΖΡΖ’ σημαίνει 7107 από κτίσεως κόσμου, δηλαδή 1599 μ.Χ.
Στήν ἴδια ἐπιγραφή ὁ Κακαβάς ἀναφέρει τό ναό ὡς σταυροπήγιο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Μελινίτσας, παρότι ὁ ναός εἶχε ἀρχίσει νά τιμᾶται στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου πρίν ἀπόἑβδομήντα τρία τοὐλάχιστον χρόνια, σύμφωνα μέ τίς ἱστορικές πηγές.
Μεταξύ τῶν πολλῶν φορητῶν εἰκόνων καί τοιχογραφιῶν πού διασώθηκαν μετά τό σεισμό καί διατηροῦνται σήμερα σέ καλή κατάσταση, εἶναι καί ἡ μεγάλη φορητή εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ θέση τῆς ὁποίας ἦταν στό τέμπλο, ἀριστερά τῆς Ὡραίας Πύλης, καί ἡ μεγάλη τοιχογραφία τῆς ἔνθρονης Βρεφοκρατούσας Ὑπεραγίας Θεοτόκου στήν παραστάδα τοῦ Ἱεροῦ, πλάι στήν προηγούμενη φορητή εἰκόνα, ἔργα καί οἱ δύο τοῦ Δημητρίου Κακαβᾶ. Ὁ ζωγράφος σφραγίζει τά ἔργα του μέ τήν τέχνη του, τά κυριότερα γνωρίσματα τῆς ὁποίας εἶναι τό λιγοστό φῶς καί ὁσκοτεινός προπλασμός, πού ὑποβάλλει τό θεατή σέ βαθιά κατάνυξη, καθώς καί οἱ ψηλόλιγνες, λιπόσαρκες καί ἀσκητικές μορφές.
«Άνηγέρθη έκ βάθρων [και άνιστορήθη θείος καί πάνσεπτος ναός ούτος έν τή χώρα Άναβρυτή έπ ονόματι τών δυο θαυματοποιών αγίων άνεγηγερμένος τον τε άγιου καί ιερού μεγάλου πατρός ημών Νικολάου άρχιεπισκόπου Μύρων τής Λυκίας του θαυματουργού καί του άγιου ένδοξου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλύτου εν έτει από θείας οικονομίας, αχεκ \ αρχιερατεύοντας του πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λακεδαιμονιάς κυρίου Ίωάοαψ | μηνί ' Ίνδικτιώνος η’ χειρ δημητρίου Κακαβα»
Στην τέχνη του αγιογράφου της Μονής της Παναγίας Δημητρίου Κακαβά, μεγάλη επίδραση άσκησε η τεχνική των φορητών εικόνων (περιορισμένα σ' έκταση επίπεδα φωτεινής σάρκας και σκοτεινός προπλασμός). Οι ρυτίδες του μετώπου, οι παρειές, τα γένια, καθώς και οι τύποι των οσίων θυμίζουν πρότυπα της τέχνης του ΙΣΤ αιώνα.
Ο Δ. Κακαβάς αντλεί από τη βρυσομάνα της βυζαντινής Παράδοσης, που και τούτον τον αιώνα αντιπροσωπεύει επάξια και σφραγίζει η Κρητική Σχολή. Οι μορφές που εικονίζει είναι λιπόσαρκες, αυστηρές, ασκητικές, «με συνήθως στάσι πλήρους ακινησίας, βυθισμένοι στη βαθειά σιωπή της περισυλλογής και ευσεβείας των». Είναι ζωγράφος με δύναμη στην έκφραση και σαφήνεια στα σχέδια, ικανός να εκλέγει τα χρώματά του και ν' αποδίδει σωστά τις ανατομικές αναλογίες των εικονιζομένων.
Για την αγιογράφηση του ναού γίνεται λόγος στην εξής επιγραφή που διασώζεται πάνω από το παράθυρο του κυρίως ναού:
«Ανιστορήθη καί εκαλωπίσθη τό παρόν σταυροπήγιον της Υπεραγίας Θεοτόκου φέρον πρός επωνυμίαν Μελινίτζες διά χειρός καμου Δημητρίου ζωγράφου, του επονομαζομένου Καρκαβας, του εν τη πολιτεία Ναυπλίου καί ετελιώθη εις μηνας ΙΔ μέ αρτηκα, μέ τέμπλο, μέ σταυρόν μηνί Δεκεμβρίου ΚΑ ετους ΖΡΖ, ιδικτιωνος ΙΒ»
Η χρονολογία ΖΡΖ’ σημαίνει 7107 από κτίσεως κόσμου, δηλαδή 1599 μ.Χ.
Στήν ἴδια ἐπιγραφή ὁ Κακαβάς ἀναφέρει τό ναό ὡς σταυροπήγιο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Μελινίτσας, παρότι ὁ ναός εἶχε ἀρχίσει νά τιμᾶται στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου πρίν ἀπόἑβδομήντα τρία τοὐλάχιστον χρόνια, σύμφωνα μέ τίς ἱστορικές πηγές.
Μεταξύ τῶν πολλῶν φορητῶν εἰκόνων καί τοιχογραφιῶν πού διασώθηκαν μετά τό σεισμό καί διατηροῦνται σήμερα σέ καλή κατάσταση, εἶναι καί ἡ μεγάλη φορητή εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ θέση τῆς ὁποίας ἦταν στό τέμπλο, ἀριστερά τῆς Ὡραίας Πύλης, καί ἡ μεγάλη τοιχογραφία τῆς ἔνθρονης Βρεφοκρατούσας Ὑπεραγίας Θεοτόκου στήν παραστάδα τοῦ Ἱεροῦ, πλάι στήν προηγούμενη φορητή εἰκόνα, ἔργα καί οἱ δύο τοῦ Δημητρίου Κακαβᾶ. Ὁ ζωγράφος σφραγίζει τά ἔργα του μέ τήν τέχνη του, τά κυριότερα γνωρίσματα τῆς ὁποίας εἶναι τό λιγοστό φῶς καί ὁσκοτεινός προπλασμός, πού ὑποβάλλει τό θεατή σέ βαθιά κατάνυξη, καθώς καί οἱ ψηλόλιγνες, λιπόσαρκες καί ἀσκητικές μορφές.
«Άνηγέρθη έκ βάθρων [και άνιστορήθη θείος καί πάνσεπτος ναός ούτος έν τή χώρα Άναβρυτή έπ ονόματι τών δυο θαυματοποιών αγίων άνεγηγερμένος τον τε άγιου καί ιερού μεγάλου πατρός ημών Νικολάου άρχιεπισκόπου Μύρων τής Λυκίας του θαυματουργού καί του άγιου ένδοξου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλύτου εν έτει από θείας οικονομίας, αχεκ \ αρχιερατεύοντας του πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λακεδαιμονιάς κυρίου Ίωάοαψ | μηνί ' Ίνδικτιώνος η’ χειρ δημητρίου Κακαβα»
Ό ζωγράφος δμως ούτος ού μόνον ζή κατά τό 1625, ώς έκ τής ανωτέρω έπιγραφής φαίνεται, άλλα καί, ώς κατωτέρω σημειοΰται, κατά τό 1632 ζωγραφίζει τήν ίεράν μονήν Γόλας.
Μία επιγραφή που σώζεται πάνω από την είσοδο μαρτυρεί πως οι τοιχογραφίες του Ναού είναι έργα του Δημητρίου Κακαβά, που τελείωσαν τον Οκτώβριο του 1632, ενώ άλλη επιγραφή που σώζεται πάνω από την πύλη του Νάρθηκα αναφέρει ότι ο Νάρθηκας ιστορήθηκε το 1673 και από την ποιοτική διαφορά που κάποιος μπορεί να διακρίνει, γίνεται αντιληπτό ότι οι αγιογράφοι είναι διαφορετικά πρόσωπα.
Το Καθολικό, ο ναός και ο νάρθηκας της Μονής, είναι γεμάτο από τοιχογραφίες που σώζονται σε καλή κατάσταση και σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες το εικονογραφικό έργο δεν ανήκει στον ίδιο αγιογράφο και στην ίδια χρονική περίοδο. Ο αγιογράφος, λοιπόν, του ναού είναι ο ζωγράφος Δημήτριος Κακαβάς, ο οποίος είναι επηρεασμένος από την Κρητική σχολή. Πάντως το έργο του είναι ωραιότατο, αρκετά καλά διατηρημένο και αξίζει να επισκεφθεί κανείς τη μονή και γι' αυτό .
Αγιογραφείται από την περίφημη οικογένεια των Κακαβάδων, ονομαστών αγιογράφων από το Ναύπλιο. Η κτητορική επιγραφή εντός του ναού αναφέρει ότι ιστορήθηκε το 1621 και υπογράφεται από τον κορυφαίο της οικογενείας Δημήτριο Κακαβά. Τα θέματα, περισσότερα από εκατό, καλύπτουν όλες τις επιφάνειες των τοίχων, από το δάπεδο ως την οροφή.
Κατά τον Φ. Κόντογλου, οι μορφές «έχουν έντονον λαϊκήν πνοήν, ασκητικήν λιτότητα και είναι συχνά πλήρεις πάθους και αποπνέουν θρησκευτικότητα βαθυτέραν πολλάκις και των αγιορειτικών αγιογραφιών...». Κατά δε τον Τ. Γριτσόπουλο, στο ναό της Μονής «ασυνειδήτως συμπλέκονται ο εθνικός και λαϊκός βίος με τον χριστιανικόν. ´Ετσι οι αγέλαστες μορφές συναντώνται με το περιβάλλον της εθνικής κατηφείας».
Παραπομπές:
ΞΑΝΘΗ ΠΡΟΕΣΤΑΚΗ: Διδάσκουσα στο Τμήμα Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=383051
Αρχιμ. Μελετίου Εΰαγ. Γαλανοπούλου
http://ir.lib.uth.gr/bitstream/handle/11615/18819/article.pdf?sequence=1&isAllowed=y
http://stephanion.gr/taxiarhi.htm
http://www.gtp.gr/LocInfo.asp?IncludeWide=0&InfoId=22&Code=EGRP&PrimeCode=EGRP&Level=3&PrimeLevel=3&Entity=61&LocId=8514&lng=1
https://christianvivliografia.wordpress.com/tag/%CE%BC%CE%B1%CE%BB%CE%B5%CF%83%CE%AF%CE%BD%CE%B1/
http://docplayer.gr/3765262-Metavyzantini-tehni-zografiki-genika-haraktiristika-tis-metavyzantinis-tehnis.html
http://www.ecclesia.gr/greek/monshrines/malesina.html
Πηγή: http://peritexnisologos.blogspot.gr/2016/03/16-17.html
Μία επιγραφή που σώζεται πάνω από την είσοδο μαρτυρεί πως οι τοιχογραφίες του Ναού είναι έργα του Δημητρίου Κακαβά, που τελείωσαν τον Οκτώβριο του 1632, ενώ άλλη επιγραφή που σώζεται πάνω από την πύλη του Νάρθηκα αναφέρει ότι ο Νάρθηκας ιστορήθηκε το 1673 και από την ποιοτική διαφορά που κάποιος μπορεί να διακρίνει, γίνεται αντιληπτό ότι οι αγιογράφοι είναι διαφορετικά πρόσωπα.
Το Καθολικό, ο ναός και ο νάρθηκας της Μονής, είναι γεμάτο από τοιχογραφίες που σώζονται σε καλή κατάσταση και σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες το εικονογραφικό έργο δεν ανήκει στον ίδιο αγιογράφο και στην ίδια χρονική περίοδο. Ο αγιογράφος, λοιπόν, του ναού είναι ο ζωγράφος Δημήτριος Κακαβάς, ο οποίος είναι επηρεασμένος από την Κρητική σχολή. Πάντως το έργο του είναι ωραιότατο, αρκετά καλά διατηρημένο και αξίζει να επισκεφθεί κανείς τη μονή και γι' αυτό .
Αγιογραφείται από την περίφημη οικογένεια των Κακαβάδων, ονομαστών αγιογράφων από το Ναύπλιο. Η κτητορική επιγραφή εντός του ναού αναφέρει ότι ιστορήθηκε το 1621 και υπογράφεται από τον κορυφαίο της οικογενείας Δημήτριο Κακαβά. Τα θέματα, περισσότερα από εκατό, καλύπτουν όλες τις επιφάνειες των τοίχων, από το δάπεδο ως την οροφή.
Κατά τον Φ. Κόντογλου, οι μορφές «έχουν έντονον λαϊκήν πνοήν, ασκητικήν λιτότητα και είναι συχνά πλήρεις πάθους και αποπνέουν θρησκευτικότητα βαθυτέραν πολλάκις και των αγιορειτικών αγιογραφιών...». Κατά δε τον Τ. Γριτσόπουλο, στο ναό της Μονής «ασυνειδήτως συμπλέκονται ο εθνικός και λαϊκός βίος με τον χριστιανικόν. ´Ετσι οι αγέλαστες μορφές συναντώνται με το περιβάλλον της εθνικής κατηφείας».
Παραπομπές:
ΞΑΝΘΗ ΠΡΟΕΣΤΑΚΗ: Διδάσκουσα στο Τμήμα Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=383051
Αρχιμ. Μελετίου Εΰαγ. Γαλανοπούλου
http://ir.lib.uth.gr/bitstream/handle/11615/18819/article.pdf?sequence=1&isAllowed=y
http://stephanion.gr/taxiarhi.htm
http://www.gtp.gr/LocInfo.asp?IncludeWide=0&InfoId=22&Code=EGRP&PrimeCode=EGRP&Level=3&PrimeLevel=3&Entity=61&LocId=8514&lng=1
https://christianvivliografia.wordpress.com/tag/%CE%BC%CE%B1%CE%BB%CE%B5%CF%83%CE%AF%CE%BD%CE%B1/
http://docplayer.gr/3765262-Metavyzantini-tehni-zografiki-genika-haraktiristika-tis-metavyzantinis-tehnis.html
http://www.ecclesia.gr/greek/monshrines/malesina.html
Πηγή: http://peritexnisologos.blogspot.gr/2016/03/16-17.html