Το γνωστό σε όλους τους Ναυπλιώτες «Τριανόν», ένα όμορφο κτίριο που χαρακτηρίζει την Πλατεία Συντάγματος, ήταν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας χώρος προσευχής για τους Μουσουλμάνους.
Το τζαμί ήταν απλό, χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αφιερώματα ή διακοσμήσεις με μεγάλους μιναράδες και βρισκόταν στη συνοικία του Μεγάλου Βεζίρη ή στη συνοικία του χανιού του Σουλτάν Αχμέτ, στο κέντρο της αγοράς της πόλης. Το «Τριανόν» μάλλον είναι ένα από τα αυθεντικά οθωμανικά τεμένη που χτίστηκαν την περίοδο της πρώτης Οθωμανικής περιόδου.
Το 1687, κατά την διάρκεια της Β ενετοκρατίας, μετατράπηκε όπως τα περισσότερα τζαμιά σε χριστιανικό ναό αφιερωμένο στον Άγιο Αντώνιο της Πάδοβας, δωρεά του Βενετού αρχιστράτηγου Φραγκίσκου Μοροζίνι. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης Οθωμανικής περιόδου χρησιμοποιήθηκε εκ νέου ως μουσουλμανικό τέμενος. Το 1833 στεγάστηκε το πρώτο Αλληλοδιδακτικό Σχολείο Αρρένων.
Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1893 από τον Ν.Θ Μεταξόπουλο μετατράπηκε σε ωδείο και θέατρο, (η πρώτη Διοικούσα επιτροπή του συστάθηκε το 1895) και στην συνέχεια σε δημοτικό κινηματογράφο με την επωνυμία «Τριανόν», ονομασία που διατηρεί μέχρι σήμερα. Πρόκειται για ένα από τα μικρότερα θέατρα της πόλης. Πρόκειται για κτίριο με απλή ορθογωνική κάτοψη, του οποίου ο τρούλος είναι οκταγωνικός. Η είσοδος του έχει κιονοστήρικτο προστώο που στεγάζεται από τρεις τρουλίσκους. Δυτικά του κτιρίου υπήρχε μια μικρή αυλή, που σήμερα δεν σώζεται. Σήμερα διοργανώνονται θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις τέχνης αλλά και πολλά σχολεία πραγματοποιούν τις εκδηλώσεις τους.
Σύμφωνα με τον Εβλιγιά Τσελεμπί , η πλούσια πόλη του Ναυπλίου διέθετε πολλά τεμένη, εκ των οποίων τουλάχιστον τρία δεν προέρχονταν από μετατροπή χριστιανικού ναού. Ο Εβλιγιά δεν κάνει ιδιαίτερη μνεία στο τέμενος αυτό, πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ένα απλό, λιτό τέμενος, επαρχιώτικης τεχνοτροπίας, χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αφιερώματα ή διακοσμήσεις, όπως άλλωστε συμβαίνει με τα περισσότερα τεμένη της Πελοποννήσου.
Πέντε θύρες στα δυτικά οδηγούν από το προστώο στον κεντρικό χώρο. Η τετράγωνη αίθουσα προσευχής στεγάζεται από τον μεγάλο κεντρικό τρούλο μέσω ημιχωνίων. Το χαμηλό τύμπανο του κεντρικού τρούλου διατρυπούν συμμετρικά διατεταγμένα μονόλοβα παράθυρα. Παράθυρα ανοίγονται σε όλες τις όψεις του μνημείου. Η συνήθης διάταξη είναι στην κάτω στάθμη τέσσερα ανοίγματα σε βόρεια και νότια όψη (αρκετά εκ των οποίων είναι σήμερα κλεισμένα ή τροποποιημένα) και δύο στην ανατολική όψη. Στην άνω στάθμη υπάρχουν τριάδες ανοιγμάτων, εκ των οποίων το μεσαίο είναι μεγαλύτερο και στέκει ψηλότερα από τα δύο εκατέρωθεν. Σήμερα υφίσταται μόνο το μεσαίο σε κάθε όψη, ενώ τα μικρότερα είναι φραγμένα. Για τα υπερώα που πιθανότατα υπήρχαν καθώς και για τη μορφή και τον τύπο των κλιμακοστασίων δεν μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες, δεδομένου ότι, κατά τη μετατροπή του τεμένους σε θέατρο, προστέθηκε μεσοπάτωμα από οπλισμένο σκυρόδεμα.
Χαρακτηριστική είναι η οροφογραφία που αναπαριστά τον Πήγασο του ζωγράφου Θ.Αρμενόπουλου του 1915 φημισμένου καλλιτέχνη που την περίοδο εκεινη ζούσε στην πόλη και έχει ζωγραφίσει πολλές αρχοντικές κατοικίες.
Η τοιχοποιία είναι κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα στο τύμπανο του τρούλου και σε επιλεγμένα σημεία. Στην αρχική του φάση το τέμενος δεν φαίνεται να διέθετε άλλους χώρους πέραν των κυρίων. Αν και επρόκειτο για επαρχιακό τέμενος, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή για τα μέτρα της εποχής και της περιοχής όπου χτίστηκε. Οι βασικές αρχές της οθωμανικής αρχιτεκτονικής τηρήθηκαν με ευλάβεια, ενώ δόθηκε και προσπάθεια για μια αρμονία στην αρχιτεκτονική έκφραση, όπως θα ταίριαζε σε μια πόλη φημισμένη όπως το Napoli di Romania των Βενετών. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, κατά τη Β’ Ενετοκρατία το τέμενος μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου Αντωνίου της Πάδοβας, δωρεά του Βενετού αρχιστράτηγου Φραγκίσκου Μοροζίνι στο φραγκισκανικό τάγμα, το 1687. Σε αυτή μάλλον τη φάση κλείσθηκαν ορισμένα από τα ανοίγματα, ιδιαίτερα στους πλάγιους τοίχους και πιθανότατα για καθαρά στατικούς λόγους. Κατά προτεραιότητα κλείστηκαν τα μικρά ανοίγματα, ενώ διατηρήθηκαν τα παράθυρα της ανώτερης στάθμης. Μετά την Απελευθέρωση (1828-1833), το κτήριο στέγασε το Αλληλοδιδακτικό Σχολείο Αρρένων και κατόπιν – για μικρό διάστημα – αποτέλεσε μητροπολιτικό ναό του Ναυπλίου.
Στην υδατογραφία του Haubenschmidt το μνημείο φαίνεται σε αυτή του τη φάση. Το προστώο και η δυτική αυλή αφέθηκαν ως είχαν, ενώ στον ανατολικό τοίχο το μιχράμπ διαπλατύνθηκε, ώστε να σχηματιστεί η αψίδα του ιερού βήματος στο πάχος του τοίχου. Δυστυχώς δε μας σώζονται στοιχεία για το μιναρέ. Δεν μπορούμε να εντοπίσουμε τη θέση του, είναι δε πιθανό ο αρχικός να κατεδαφίστηκε από τους Ενετούς στην περίοδο της Β’ Ενετοκρατίας.
Αξίζει να σημειωθεί πως τα τελευταία χρόνια η δημοτική αρχή κάνει προσπάθειες για την συντήρηση του κτιρίου και ένταξη του σε κάποιο προγραμμα χρηματοδότησης καθώς υπάρχουν φορές λόγω υγρασίας κυρίως στην σκεπή του.