του Παύλου Κουτρουφίνη
Με αφορμή την συζήτηση που είχα με ένα φίλο, πατέρα ενός εφήβου κινητοποιούμαι να πω τα παρακάτω, μόλο που τη συζήτηση για το εκπαιδευτικό σύστημα την αποστρέφομαι, με τον τρόπο που συνήθως γίνεται.
Το λοιπόν, ο πατέρας της ιστορίας μας αγχωμένος, αβέβαιος κι ανασφαλής δήλωσε εξαιρετικά ικανοποιημένος που η προτροπή του, έγινε απόφαση του γιου του να στραφεί σε στρατιωτικές σχολές. «Ξέρω πως οι μισθοί και κει έχουν πέσει, αλλά είναι κάτι σίγουρο» μου είπε χαμογελαστά, ξεφυσώντας με τον καπνό και το λιγοστό άγχος που έσβηνε μαζί με τη γόπα του. Χαμογέλασα και γω αμήχανα, κρύβοντας τη λύπη μου για τον τρόπο που το βλέπει και κυρίως για την απουσία της ελπίδας, της δημιουργικότητας, της αυτοδιάθεσης, κι αυτή ακόμα την απουσία του ρίσκου της ζωής, της εμπειρίας.
Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγά, λέει ο ποιητής, κι είναι οι μέρες ατέλειωτες συμπληρώνω.
Και η έννοια μου στρέφεται στους χιλιάδες νέους και νέες που τούτες τις μέρες ο άνεμος τους κυνηγάει. Μαζί με αυτούς κυνηγάει, γονείς, συγγενείς και εκπαιδευτικούς, δηλαδή όλους. Από σήμερα το διάχυτο άγχος πλημμυρίζει τη χώρα, σαν τις φωτιές τ’ Αϊ Γιαννιού, κι οι παραινέσεις για ψυχραιμία, για καλή επιτυχία, σκιάζονται. Η μεγάλη σκιά της αποτυχίας φοβίζει, φαντάζει φοβερότερη αν σε αυτή προσθέσεις την απογοήτευση του γονέα. Το βάρος για τον δοκιμαζόμενο έφηβο/η γίνεται μεγαλύτερο, τόσο όσο μεγαλύτερη είναι η προσδοκία.
Καλούνται οι νέοι και νέες να κάνουν κάτι μεγαλύτερο από τις ίδιες τις εξετάσεις, να εξαλείψουν τους φόβους των γονέων, να πετύχουν για να πετύχουν και οι ίδιοι οι γονείς, τάχα, ως γονείς, να στοιχηθούν στον κατάλογο των επιτυχόντων του φροντιστηρίου, του ιδιωτικού σχολείου, που θα καμαρώσουν για την επιτυχία του σχολείου(!!) και πάει λέγοντας.
Η αλήθεια είναι πως όλοι, το θυμάμαι από τότε που, ο εκλιπών πια, Αρσένης ήταν υπουργός της παιδείας, είναι δυσαρεστημένοι με το εκπαιδευτικό σύστημα. Όλοι όμως, όλοι είμαστε μέρος του, και μάλιστα το εξυπηρετούμε με τον πιο μίζερο τρόπο. Ποιος είναι αυτός; Ο τρόπος του φίλου μου, που σας προείπα. Θαρρώ μάλιστα, πως είναι ο τρόπος πολλών εξ ημών, των γονέων. Η εξασφάλιση, παντού πάντα, ακόμη κι αν στο βωμό της ψευτο-ασφάλειας θυσιάζεται η δυνατότητα του νέου να ονειρεύεται, να φαντάζεται ένα κόσμο καλύτερο, ακόμα κι αν θυσιάζεται η δυνατότητα του νέου να εξερευνήσει δοκιμάζοντας, κι αυτή την αποτυχία. Γίνεται αυτοσκοπός η ασφάλεια, αυτοσκοπός τι δουλειά να κάνει για να ζήσει και όχι σκοπός να ζήσει τη ζωή, που στο κάτω-κάτω είναι η δική του.
Και πώς να γίνεται κι αλλιώς, όταν σε άλλη περίπτωση υψηλόβαθμη εκπαιδευτικός χαρακτηρίζει τους μαθητές των ΕΠΑΛ «σκερβελέδες», αποτρέποντας γονέα να στείλει εκεί το παιδί του, κι οι υπόλοιποι χαζογελάμε;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν ο τρόπος που έχουμε όλοι μας εκπαιδευτεί, είναι ανταγωνιστικός, βαθμοθηρικός, και κυμαινόμαστε ανάμεσα στην βραχώδη ακτή της τιμωρίας και την ηλιόλουστη παραλία της ανταμοιβής;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν το μαστίγιο και το καρότο, είναι τα μέσα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, στο σπίτι, το σχολειό, την εργασία, την κοινωνία, την πολιτική;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν το εσωτερικό κίνητρο για γνώση μετατρέπεται σε στόχο για επαγγελματική αποκατάσταση;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν η μόρφωση ταυτίζεται με το λίαν καλώς;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν οι δάσκαλοι είναι πια εξαιρέσεις, και οι εκπαιδευτικοί ο κανόνας;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν οι γονείς λένε οι καθηγητές φταίνε, χαρακτηρίζοντάς τους δημόσιους υπαλλήλους, και οι καθηγητές λένε στον γονέα, αυτό το στείρο « να διαβάζει, περισσότερο;» το σχολείο μας, πια δεν μορφώνει, εκπαιδεύει. Εκπαιδεύει πολίτες σαν κι εμάς, εμάς που κληρονομούμε στους απόγονούς μας, την κοινωνία που δημιουργούμε καθημερινά.
Πώς να γίνεται αλλιώς, αφού η κοινότητα που συμπεριλαμβάνει μαθητές, καθηγητές και γονείς, δεν υπάρχει, παρά μόνο σε κάτι αξιολύπητα έγγραφα όπου οι γονείς συζητούν σε ένα εικονικό συμβούλιο γονέων για το αν στη γιορτή θα κόψουν πίτα, οι καθηγητές στο αντίστοιχο συμβούλιο τα διαδικαστικά τους, και οι μαθητές για το που θα κάνουν το επόμενο πάρτυ. Όλοι, χωριστά;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν οι μισοί μαθητές του Λυκείου είναι ανορθόγραφοι και οι υπόλοιποι μπερδεύουν τον Καραϊσκάκη με τον ολυμπιακό;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν ακόμη στην εκπαιδευτική διαδικασία κυριαρχεί «η επανάληψη είναι η μητέρα της μαθήσεως» ;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν η βιωματική εκπαίδευση απουσιάζει, όταν τα επαγγέλματα κατηγοριοποιούνται με τρόπο που ο μάγειρας έχει μικρότερη αξία από τον ψυχολόγο;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν ο μαθητής ακόμη κατηγοριοποιείται σε καλό, μέτριο και κακό;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν η ιδέα της ίσης αξίας εννοείται μόνο για την επίδοση που ταυτίζεται εν τέλει με τον άνθρωπο;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν το σύστημα είναι παντελόνι one size, και όποιος δεν χωρά είναι προβληματικός; Κι αντί να πούμε ότι προβληματικό είναι το σύστημα, κι απόδειξη είναι τα παιδιά που δεν «χωράνε», τρέχουμε τα παιδιά μας δεξιά κι αριστερά κάνοντάς τα, τελικά προβληματικά;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν οι λογής-λογής εγγράμματοι ψυχολόγοι, φωστήρες των υπ. Παιδείας, από κοντά και οι ειδικοί της εκπαίδευσης ψυχολογικοποιούν τις συμπεριφορές των παιδιών κρεμώντας τα, στα «μανταλάκια»;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν οι ψυχολόγοι μπαίνουν στα σχολεία δίκην μόδας; Tα παιδιά μας δεν χρειάζονται ψυχολόγο, γονείς και δασκάλους χρειάζονται.
Με όλα τα παραπάνω αξίζει να σημειώσω τις εξαιρέσεις, καθώς και τις εξαίρετες προσπάθειες συνανθρώπων μας, δασκάλων και γονέων. Και κλείνοντας σκέφτομαι πως είναι εξαιρέσεις γιατί τα παραπάνω μάλλον, είναι ο κανόνας.
..για τους φίλους μου μαθητές, και όχι μόνο..
Y.Γ. «Μην πιστέψεις κανέναν που θα σου πει, απέτυχες. Να θυμάσαι ότι ο στόχος που σήμερα βλέπεις, αύριο δεν θα υπάρχει είτε γιατί πέτυχες κάτι άλλο είτε γιατί τον πέτυχες οπότε πάλι θα έχεις έναν άλλο. Ακόμη και το τίποτα έχει τεράστια σημασία, όταν σταθείς να δώσεις νόημα στην εμπειρία σου. Τι έμαθες για σένα, μέσα από αυτήν την διαδικασία; Λοιπόν μικρή σημασία έχει ο στόχος, μεγάλη σημασία για μένα, έχεις εσύ»
*Ο Παύλος Κουτρουφίνης είναι Σύμβουλος ψυχ. Υγείας – Ψυχοθεραπευτής εκπαιδευμένος στην Gestalt, ζει και εργάζεται στο Ναύπλιο.
Το λοιπόν, ο πατέρας της ιστορίας μας αγχωμένος, αβέβαιος κι ανασφαλής δήλωσε εξαιρετικά ικανοποιημένος που η προτροπή του, έγινε απόφαση του γιου του να στραφεί σε στρατιωτικές σχολές. «Ξέρω πως οι μισθοί και κει έχουν πέσει, αλλά είναι κάτι σίγουρο» μου είπε χαμογελαστά, ξεφυσώντας με τον καπνό και το λιγοστό άγχος που έσβηνε μαζί με τη γόπα του. Χαμογέλασα και γω αμήχανα, κρύβοντας τη λύπη μου για τον τρόπο που το βλέπει και κυρίως για την απουσία της ελπίδας, της δημιουργικότητας, της αυτοδιάθεσης, κι αυτή ακόμα την απουσία του ρίσκου της ζωής, της εμπειρίας.
Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγά, λέει ο ποιητής, κι είναι οι μέρες ατέλειωτες συμπληρώνω.
Και η έννοια μου στρέφεται στους χιλιάδες νέους και νέες που τούτες τις μέρες ο άνεμος τους κυνηγάει. Μαζί με αυτούς κυνηγάει, γονείς, συγγενείς και εκπαιδευτικούς, δηλαδή όλους. Από σήμερα το διάχυτο άγχος πλημμυρίζει τη χώρα, σαν τις φωτιές τ’ Αϊ Γιαννιού, κι οι παραινέσεις για ψυχραιμία, για καλή επιτυχία, σκιάζονται. Η μεγάλη σκιά της αποτυχίας φοβίζει, φαντάζει φοβερότερη αν σε αυτή προσθέσεις την απογοήτευση του γονέα. Το βάρος για τον δοκιμαζόμενο έφηβο/η γίνεται μεγαλύτερο, τόσο όσο μεγαλύτερη είναι η προσδοκία.
Καλούνται οι νέοι και νέες να κάνουν κάτι μεγαλύτερο από τις ίδιες τις εξετάσεις, να εξαλείψουν τους φόβους των γονέων, να πετύχουν για να πετύχουν και οι ίδιοι οι γονείς, τάχα, ως γονείς, να στοιχηθούν στον κατάλογο των επιτυχόντων του φροντιστηρίου, του ιδιωτικού σχολείου, που θα καμαρώσουν για την επιτυχία του σχολείου(!!) και πάει λέγοντας.
Η αλήθεια είναι πως όλοι, το θυμάμαι από τότε που, ο εκλιπών πια, Αρσένης ήταν υπουργός της παιδείας, είναι δυσαρεστημένοι με το εκπαιδευτικό σύστημα. Όλοι όμως, όλοι είμαστε μέρος του, και μάλιστα το εξυπηρετούμε με τον πιο μίζερο τρόπο. Ποιος είναι αυτός; Ο τρόπος του φίλου μου, που σας προείπα. Θαρρώ μάλιστα, πως είναι ο τρόπος πολλών εξ ημών, των γονέων. Η εξασφάλιση, παντού πάντα, ακόμη κι αν στο βωμό της ψευτο-ασφάλειας θυσιάζεται η δυνατότητα του νέου να ονειρεύεται, να φαντάζεται ένα κόσμο καλύτερο, ακόμα κι αν θυσιάζεται η δυνατότητα του νέου να εξερευνήσει δοκιμάζοντας, κι αυτή την αποτυχία. Γίνεται αυτοσκοπός η ασφάλεια, αυτοσκοπός τι δουλειά να κάνει για να ζήσει και όχι σκοπός να ζήσει τη ζωή, που στο κάτω-κάτω είναι η δική του.
Και πώς να γίνεται κι αλλιώς, όταν σε άλλη περίπτωση υψηλόβαθμη εκπαιδευτικός χαρακτηρίζει τους μαθητές των ΕΠΑΛ «σκερβελέδες», αποτρέποντας γονέα να στείλει εκεί το παιδί του, κι οι υπόλοιποι χαζογελάμε;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν ο τρόπος που έχουμε όλοι μας εκπαιδευτεί, είναι ανταγωνιστικός, βαθμοθηρικός, και κυμαινόμαστε ανάμεσα στην βραχώδη ακτή της τιμωρίας και την ηλιόλουστη παραλία της ανταμοιβής;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν το μαστίγιο και το καρότο, είναι τα μέσα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, στο σπίτι, το σχολειό, την εργασία, την κοινωνία, την πολιτική;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν το εσωτερικό κίνητρο για γνώση μετατρέπεται σε στόχο για επαγγελματική αποκατάσταση;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν η μόρφωση ταυτίζεται με το λίαν καλώς;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν οι δάσκαλοι είναι πια εξαιρέσεις, και οι εκπαιδευτικοί ο κανόνας;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν οι γονείς λένε οι καθηγητές φταίνε, χαρακτηρίζοντάς τους δημόσιους υπαλλήλους, και οι καθηγητές λένε στον γονέα, αυτό το στείρο « να διαβάζει, περισσότερο;» το σχολείο μας, πια δεν μορφώνει, εκπαιδεύει. Εκπαιδεύει πολίτες σαν κι εμάς, εμάς που κληρονομούμε στους απόγονούς μας, την κοινωνία που δημιουργούμε καθημερινά.
Πώς να γίνεται αλλιώς, αφού η κοινότητα που συμπεριλαμβάνει μαθητές, καθηγητές και γονείς, δεν υπάρχει, παρά μόνο σε κάτι αξιολύπητα έγγραφα όπου οι γονείς συζητούν σε ένα εικονικό συμβούλιο γονέων για το αν στη γιορτή θα κόψουν πίτα, οι καθηγητές στο αντίστοιχο συμβούλιο τα διαδικαστικά τους, και οι μαθητές για το που θα κάνουν το επόμενο πάρτυ. Όλοι, χωριστά;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν οι μισοί μαθητές του Λυκείου είναι ανορθόγραφοι και οι υπόλοιποι μπερδεύουν τον Καραϊσκάκη με τον ολυμπιακό;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν ακόμη στην εκπαιδευτική διαδικασία κυριαρχεί «η επανάληψη είναι η μητέρα της μαθήσεως» ;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν η βιωματική εκπαίδευση απουσιάζει, όταν τα επαγγέλματα κατηγοριοποιούνται με τρόπο που ο μάγειρας έχει μικρότερη αξία από τον ψυχολόγο;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν ο μαθητής ακόμη κατηγοριοποιείται σε καλό, μέτριο και κακό;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν η ιδέα της ίσης αξίας εννοείται μόνο για την επίδοση που ταυτίζεται εν τέλει με τον άνθρωπο;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν το σύστημα είναι παντελόνι one size, και όποιος δεν χωρά είναι προβληματικός; Κι αντί να πούμε ότι προβληματικό είναι το σύστημα, κι απόδειξη είναι τα παιδιά που δεν «χωράνε», τρέχουμε τα παιδιά μας δεξιά κι αριστερά κάνοντάς τα, τελικά προβληματικά;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν οι λογής-λογής εγγράμματοι ψυχολόγοι, φωστήρες των υπ. Παιδείας, από κοντά και οι ειδικοί της εκπαίδευσης ψυχολογικοποιούν τις συμπεριφορές των παιδιών κρεμώντας τα, στα «μανταλάκια»;
Πώς να γίνεται αλλιώς, όταν οι ψυχολόγοι μπαίνουν στα σχολεία δίκην μόδας; Tα παιδιά μας δεν χρειάζονται ψυχολόγο, γονείς και δασκάλους χρειάζονται.
Με όλα τα παραπάνω αξίζει να σημειώσω τις εξαιρέσεις, καθώς και τις εξαίρετες προσπάθειες συνανθρώπων μας, δασκάλων και γονέων. Και κλείνοντας σκέφτομαι πως είναι εξαιρέσεις γιατί τα παραπάνω μάλλον, είναι ο κανόνας.
..για τους φίλους μου μαθητές, και όχι μόνο..
Y.Γ. «Μην πιστέψεις κανέναν που θα σου πει, απέτυχες. Να θυμάσαι ότι ο στόχος που σήμερα βλέπεις, αύριο δεν θα υπάρχει είτε γιατί πέτυχες κάτι άλλο είτε γιατί τον πέτυχες οπότε πάλι θα έχεις έναν άλλο. Ακόμη και το τίποτα έχει τεράστια σημασία, όταν σταθείς να δώσεις νόημα στην εμπειρία σου. Τι έμαθες για σένα, μέσα από αυτήν την διαδικασία; Λοιπόν μικρή σημασία έχει ο στόχος, μεγάλη σημασία για μένα, έχεις εσύ»
*Ο Παύλος Κουτρουφίνης είναι Σύμβουλος ψυχ. Υγείας – Ψυχοθεραπευτής εκπαιδευμένος στην Gestalt, ζει και εργάζεται στο Ναύπλιο.