…Περνούν οι μέρες και ο Κολοκοτρώνης τρίβει τα χέρια του από χαρά. Καταλαβαίνει πως η στρατιά του Δράμαλη κλεισμένη στον Αργολικό κάμπο φθείρεται, δεινοπαθεί και χάνει το ηθικό της.
Αποφασίζει ν’ αδειάσει το φρούριο από τους υπερασπιστές του, γιατί έχουν μείνει χωρίς νερό και το κατορθώνει εύκολα. Ο Δράμαλης κυριεύει ένα άδειο φρούριο χωρίς ίχνος νερού και τροφίμων.
Ο Τούρκος πασάς διαπιστώνει αργά το τρομερό του λάθος, να καθυστερήσει τη διαμονή του στο Άργος. Τώρα πια, έτσι όπως έχει ταλαιπωρηθεί ο στρατός του, δεν μπορεί να συνεχίσει την πορεία του προς την Τρίπολη. Άλλωστε τα βουνά είναι γεμάτα από Έλληνες.
Ο πονηρός Κολοκοτρώνης είχε δώσει διαταγή στους πολεμιστές του που βρίσκονταν στις πλαγιές των κοντινών βουνών, ν’ ανάβει ο καθένας τους τις νύχτες πολλές φωτιές ώστε να πιστέψουν οι Τούρκοι ότι εκεί πάνω βρίσκονται χιλιάδες Έλληνες.
Το μόνο που μένει στο Δράμαλη τώρα, είναι να γυρίσει πίσω στην Κόρινθο. Επειδή όμως φοβάται μήπως τον χτυπήσουν οι Έλληνες στη διαδρομή της επιστροφής του, αποφασίζει να τους παραπλανήσει. Στέλνει έναν Έλληνα γραμματέα του,το Μανούσο, στους Μύλους, να ζητήσει τάχα από τους Έλληνες να παραδοθούν. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης σκίζει με περιφρόνηση το χαρτί του Δράμαλη. Τότε ο Μανούσος τους λέει τάχα εμπιστευτικά πως ο Δράμαλης θα ξεκινήσει πολύ σύντομα για την Τρίπολη. Ο Πετρόμπεης και οι αντιπρόσωποι της κυβέρνησης τον πιστεύουν.
— Όχι! βροντοφωνάζει ο Κολοκοτρώνης. Είναι παγίδα! Δεν μπορεί να προχωρήσει προς την Τρίπολη ο Δράμαλης. Το μόνο που του μένει να κάνει είναι να γυρίσει πίσω. Πρέπει να τον περιμένουμε στα στενά των Δερβενακίων για να τον διαλύσουμε. Κρατήστε αυτόν τον Μανούσο και μη τον αφήνετε να γυρίσει πίσω. Εγώ πηγαίνω να οργανώσω τις θέσεις μας γύρω από τα Δερβενάκια.
Επιμένει με πείσμα στην άποψή του ο Πετρόμπεης, πως ο Δράμαλης θα προχωρήσει προς την Τρίπολη. Μερικοί κατηγορούν τον Κολοκοτρώνη πως θέλει να πάει στα Δερβενάκια για να μην πολεμήσει!
— Έ, λοιπόν, πηγαίνετε εσείς στα Δερβενάκια και μένω εγώ εδώ! τους λέει οργισμένος ο γέρος.
Ούτε κι’ αυτό το δέχονται. Αποφασίζει τότε να φύγει μόνος του.
— Αφήστε τον, λέει ο Πετρόμπεης ειρωνικά στους άλλους. Ο Θοδωράκης θυμήθηκε τα παλιά του και θέλει να γίνει κλέφτης για να γυρίζει από βουνοκορφή σε βουνοκορφή.
Δεν απαντάει στην ειρωνεία του ο Κολοκοτρώνης. Σέβεται τον Πετρόμπεη γιατί είναι μεγαλύτερός του. Τους αφήνει πίσω του και φεύγει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό για τα Δερβενάκια. Μα δεν είναι μόνος του αυτή τη φορά. Έχει τους δικούς του αφοσιωμένους οπλαρχηγούς και τα παλικάρια τους.
Ο Κολοκοτρώνης ήταν τόσο βέβαιος για την πορεία του Δράμαλη, ώστε δήλωσε ότι δεν θα έχανε άλλο καιρό σε συζητήσεις. Ανέλαβε την ευθύνη της προσωπικής του γνώμης και δήλωσε ότι θα έσπευδε στα Δερβενάκια για να μην μείνουν οι Τούρκοι «ατουφέκιστοι». Πίστευε ακράδαντα ότι ο Δράμαλης θα περνούσε από εκεί και ότι σε αυτά τα δύσβατα στενά, όπου η συνοχή του εχθρικού στρατεύματος θα χαλάρωνε σημαντικά, θα μπορούσε να τον κτυπήσει.
Φοβούνται ότι χιλιάδες Έλληνες τους έχουν στήσει το φοβερό δόκανο του θανάτου μέσα στο λιοπύρι και τα στενά και το μόνο που σκέφτονται είναι η φυγή. Ελάχιστοι από αυτούς βρίσκουν την ψυχραιμία και πυροβολούν. Οι υπόλοιποι αρχίζουν να τρέχουν αλλόφρονες δεξιά κι’ αριστερά, να ξεφωνίζουν πανικόβλητοι, να παρασύρουν κι’ άλλους στη φυγή τους.
Τ’ άλογα ποδοπατούν τους πεζούς, προσπαθούν να σκαρφαλώσουν σαν κατσίκια στις πλαγιές, γκρεμίζονται… Τέτοιες σκηνές πανικού και θανάτου δύσκολα μπορεί να περιγράψει κανείς. Τα βόλια των Ελλήνων βρίσκουν εύκολο στόχο… Και στο μακάβριο χορό του πολέμου μπαίνουν γρήγορα τα γιαταγάνια.
Ο Κολοκοτρώνης, με τα κυάλια καρφωμένα στα μάτια, βλέπει την απέραντη σκηνή του μακελειού των Τούρκων και αγαλλιάζει η καρδιά του.
Το πυκνό και πανικόβλητο τουρκικό σώμα κατευθύνεται προς τον Άγιο Σώστη για να γλυτώσει. Μα εκεί τους περιμένει η μεγάλη σφαγή. ΟΑντώνης Κολοκοτρώνης και τα παλικάρια του, τείχος ατσάλινο, τους σταματούν. Και ένας ημίθεος της επανάστασης, ο Νικηταράς, φθάνει με τους λεβέντες του στην κρίσιμη αυτή στιγμή και μπαίνει στη μάχη…
Για να πάρουμε μια σωστή ιδέα της πανωλεθρίας των Τούρκων, ας αφήσουμε τη γλαφυρή πένα του Σπύρου Μελά να μιλήσει, αντιγράφοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο του «Ο Γέρος του Μωριά».
«Τώρα δεν είναι μάχη ετούτο• είναι σφαγή. Μέσα στο ρέμα η τούρκικη κολόνα, χτυπημένη, ανα γκασμένη, δεν πολεμάει• γίνεται πηγμένη μάζα, σιδερένιος, πελώριος λοστός• που σπρώχνει με τη φυσική δύναμη του κορμιού μονάχα, ν’ ανοίξει δρόμο κατά την Κουρτέσα και την Κόρινθο. Το καταφέρνει κάποτε• μα ανάμεσα του Άη-Σώστη Και της ρεματιάς γίνεται άγριος χαλασμός. Από μπροστά χτυπάει ο Νικήτας• από πίσω τα παλικάρια του Κολοκοτρώνη. Ο Αντώνης, ο γερο- Μάρκος, που θυμήθηκε τα καλύτερα χρόνια της κλέφτικης ζωής• κι’ οι Φλεσσαίοι από τα πλάγια.
Οι Τούρκοι σαστίζουν, τα χάνουν, τσακίζουν• όλα τα κοτρώνια, τα βράχια, τα σκίνα, τα θυμάρια τους φαίνονται σαν Έλληνες με γιαταγάνια. Οι καπνοί τους τυφλώνουν• ο βρόντος των αρμάτων κι’ ο φοβερός αντίλαλος στα φαράγγια τους ζαλίζει• βόλια, λιθάρια, σπαθιά κοφτερά, όλα καταπάνω τους. Άλλος γλυτωμός δεν είναι απ’ τη φυγή• αφήνοντας τα πάντα ρίχνονται σαν ποτάμι μπροστά. Μα σα φτάνουν στον Άη-Σώστη αντικρίζουν πυκνή τη φωτιά• βάζουν το χέρι στα μάτια, να μη βλέπουν και πέφτουν στο ρέμα.
Και καθώς είναι απ’ τη μιά μεριά τ’ αναμμένο μολύβι των Ελλήνων κι’ απ’ την άλλη κατηφοριά και γκρεμός, κυλούν μοιραία οι περισσότεροι εκεί μέσα, με γδούπους, κρότους ξεφωνητά τρομάρας, θρήνους, άλογα σκοτωμένα μ’ ανθρώπους γερούς, νεκροί με ζωντανούς, λαβωμένοι με μουλάρια, μ’ όλα τα σαμάρια και τα φορτώματα.
Κεφάλια κυλούν από τα κορμιά χωρισμένα• και παντού τρέχει το αίμα. Κι’ αυτός ο ήλιος που βυθά, σ’ ολοπόρφυρο σύγνεφο, σαν κεφάλι φαίνεται, κομμένο, μέσα στα αίματα. Είναι τέτοιο φριχτό ανακάτωμα, που οι Έλληνες την άλλη μέρα, τραβούν με σκοινιά τους ζωντανούς από τη ρεματιά.
Ο σκοτωμός δεν έπαυε ούτε τη νύχτα. Κι’ όταν δεν βλέπουν πια, ρίχνουν στα στραβά, στο σωρό, στη βουή του εχθρού που ακόμα περνάει τρέχοντας να γλιτώσει κατά την Κουρτέσα. Όλη νύχτα στο μέρος τούτο ακούγονται καλπασμοί αλόγων, αφηνιασμένων, πούχαν χάσει τον καβαλάρη τους Κι’ έτρεχαν εδώ κι εκεί και χλιμιντρούσαν, βογκητά λαβωμένων και φωνές από τους χαμένους, σκόρπιους ανθρώπους».
Δεν άργησε να βασιλέψει ο ήλιος αλλά η σφαγή των Τούρκων συνεχίστηκε σχεδόν όλη τη νύχτα. Την άλλη μέρα το θέαμα στη χαράδρα του Άγιου Σώστη ήταν κάτι παραπάνω από συγκλονιστικό… Εκατοντάδες οι λαβωμένοι που βογκούσαν αβοήθητοι ώσπου να βγει η ψυχή τους. Δεκάδες καμήλες και άλογα νεκρά. Παντού η φρίκη και ο θάνατος. Και τα λάφυρα αμέτρητα, θησαυροί ανεκτίμητοι που έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων.
Μιλήσαμε για την πανωλεθρία των Τούρκων. Τι μπορούμε όμως να πούμε για τη γενναιότητα των Ελλήνων; Δεν ήταν απλοί πολεμιστές. Ο κάθε Έλληνας είχε μεταμορφωθεί σε θεό του πολέμου.
Και πάνω απ’ όλους, ο γενναίος των γενναίων, ο Νικηταράς! Τέσσερα σπαθιά άλλαξε Κατά τη διάρκεια της μάχης γιατί από την πολλή χρήση έσπαζαν! Είχε πάρει τόσες και τόσες φορές μέρος σε φονικές μάχες αλλά αυτή τη φορά σάστισε από το μεγάλο φονικό. Και κάθε τόσο έλεγε στον εαυτό του:
«Κουράγιο Νικήτα, Τούρκους σφάζεις!»
Λένε ότι στο τέλος της μάχης είχε κολλήσει η λαβή του σπαθιού του στο χέρι του από το πολύ αίμα και χρειάστηκε να το πλύνουν με ζεστό νερό για να ξεκολλήσει.
Ο Αντώνης και ο Μάρκος Κολοκοτρώνης, ο Δημητρακόπουλος και οι Φλεσσαίοι, ο Παπαφλέσσας με τον αδελφό του το Νικήτα, οδήγησαν μαζί με το Νικηταρά τα παλικάρια τους στον απερίγραπτο αυτό θρίαμβο των Ελλήνων. Και πάνω απ’ όλους ο «Γέρος», ο ψύχραιμος, ο γεμάτος πίστη και δύναμη, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης! Ο πατέρας της νίκης, που για μια ακόμα φορά, σε στιγμές τρομερού κινδύνου, έσωσε την επανάσταση και την Ελλάδα.
Τις επόμενες ημέρες οι άνδρες του Δράμαλη έφθαναν κατά ομάδες στην Κόρινθο εξαντλημένοι από τις κακουχίες και την πείνα, χωρίς άλογα, χωρίς όπλα και κυρίως με καταρρακωμένο ηθικό.
Η πανωλεθρία στα Δερβενάκια κατέστησε την Πελοπόννησο στα μάτια των Τούρκων μια περιοχή γεμάτη από επικίνδυνα περάσματα, στα οποία ενέδρευαν χιλιάδες άγριοι πολεμιστές με υπερφυσικές δυνάμεις. Η τουρκική στρατιά έχασε καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας στην Πελοπόννησο, περίπου το ένα πέμπτο της αρχικής δύναμης, σχεδόν όλο το πολεμικό της υλικό και το μεγαλύτερο μέρος των υποζυγίων και των πολεμικών αλόγων.
Οι απώλειες, αν και βαρύτατες, μπορούσαν να αναπληρωθούν με τις κατάλληλες ενέργειες του Χουρσίτ και των πασάδων της Στερεάς Ελλάδας. Τίποτα όμως δεν μπορούσε να αναπληρώσει το χαμένο θάρρος των Τούρκων στρατιωτών.
Η στρατιά έπαψε ουσιαστικά να υφίσταται ως μάχιμη δύναμη, κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι ο τρόμος είχε φωλιάσει στις καρδιές των ανδρών της.
Η μεγαλύτερη νίκη των Ελλήνων κατά την Επανάσταση οφείλεται στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Εκείνος, τις πρώτες ημέρες της γενικής σύγχυσης και του τρόμου από την εισβολή του Δράμαλη, οργάνωσε με κεραυνοβόλες ενέργειες στρατό και ενέπνευσε σε αυτόν την πεποίθηση γιο τη νίκη. Εκείνος διέβλεψε ότι ο εχθρός θα υποχωρούσε προς την Κόρινθο και δεν θα προήλαυνε προς την Τριπολιτσά και φυσικά εκπόνησε το σχέδιο της ενέδρας στα Δερβενάκια.
Αν οι υπόλοιποι αρχηγοί αντιλαμβάνονταν τη διορατικότητά του και έσπευδαν μαζί του στα Δερβενάκια, σήμερα ίσως θα μιλούσαμε για μια από τις πιο ολοκληρωτικές καταστροφές εκστρατευτικού σώματος στην στρατιωτική ιστορία.
Πηγές:
* Δερβενάκια 1822, περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τ. 36 εκδόσεις Περισκόπιο.
* Το Αθάνατο 1821, τόμος 1, εκδόσεις Στρατίκη
Αποφασίζει ν’ αδειάσει το φρούριο από τους υπερασπιστές του, γιατί έχουν μείνει χωρίς νερό και το κατορθώνει εύκολα. Ο Δράμαλης κυριεύει ένα άδειο φρούριο χωρίς ίχνος νερού και τροφίμων.
Ο Τούρκος πασάς διαπιστώνει αργά το τρομερό του λάθος, να καθυστερήσει τη διαμονή του στο Άργος. Τώρα πια, έτσι όπως έχει ταλαιπωρηθεί ο στρατός του, δεν μπορεί να συνεχίσει την πορεία του προς την Τρίπολη. Άλλωστε τα βουνά είναι γεμάτα από Έλληνες.
Ο πονηρός Κολοκοτρώνης είχε δώσει διαταγή στους πολεμιστές του που βρίσκονταν στις πλαγιές των κοντινών βουνών, ν’ ανάβει ο καθένας τους τις νύχτες πολλές φωτιές ώστε να πιστέψουν οι Τούρκοι ότι εκεί πάνω βρίσκονται χιλιάδες Έλληνες.
Το μόνο που μένει στο Δράμαλη τώρα, είναι να γυρίσει πίσω στην Κόρινθο. Επειδή όμως φοβάται μήπως τον χτυπήσουν οι Έλληνες στη διαδρομή της επιστροφής του, αποφασίζει να τους παραπλανήσει. Στέλνει έναν Έλληνα γραμματέα του,το Μανούσο, στους Μύλους, να ζητήσει τάχα από τους Έλληνες να παραδοθούν. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης σκίζει με περιφρόνηση το χαρτί του Δράμαλη. Τότε ο Μανούσος τους λέει τάχα εμπιστευτικά πως ο Δράμαλης θα ξεκινήσει πολύ σύντομα για την Τρίπολη. Ο Πετρόμπεης και οι αντιπρόσωποι της κυβέρνησης τον πιστεύουν.
— Όχι! βροντοφωνάζει ο Κολοκοτρώνης. Είναι παγίδα! Δεν μπορεί να προχωρήσει προς την Τρίπολη ο Δράμαλης. Το μόνο που του μένει να κάνει είναι να γυρίσει πίσω. Πρέπει να τον περιμένουμε στα στενά των Δερβενακίων για να τον διαλύσουμε. Κρατήστε αυτόν τον Μανούσο και μη τον αφήνετε να γυρίσει πίσω. Εγώ πηγαίνω να οργανώσω τις θέσεις μας γύρω από τα Δερβενάκια.
Επιμένει με πείσμα στην άποψή του ο Πετρόμπεης, πως ο Δράμαλης θα προχωρήσει προς την Τρίπολη. Μερικοί κατηγορούν τον Κολοκοτρώνη πως θέλει να πάει στα Δερβενάκια για να μην πολεμήσει!
— Έ, λοιπόν, πηγαίνετε εσείς στα Δερβενάκια και μένω εγώ εδώ! τους λέει οργισμένος ο γέρος.
Ούτε κι’ αυτό το δέχονται. Αποφασίζει τότε να φύγει μόνος του.
— Αφήστε τον, λέει ο Πετρόμπεης ειρωνικά στους άλλους. Ο Θοδωράκης θυμήθηκε τα παλιά του και θέλει να γίνει κλέφτης για να γυρίζει από βουνοκορφή σε βουνοκορφή.
Δεν απαντάει στην ειρωνεία του ο Κολοκοτρώνης. Σέβεται τον Πετρόμπεη γιατί είναι μεγαλύτερός του. Τους αφήνει πίσω του και φεύγει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό για τα Δερβενάκια. Μα δεν είναι μόνος του αυτή τη φορά. Έχει τους δικούς του αφοσιωμένους οπλαρχηγούς και τα παλικάρια τους.
Ο Κολοκοτρώνης ήταν τόσο βέβαιος για την πορεία του Δράμαλη, ώστε δήλωσε ότι δεν θα έχανε άλλο καιρό σε συζητήσεις. Ανέλαβε την ευθύνη της προσωπικής του γνώμης και δήλωσε ότι θα έσπευδε στα Δερβενάκια για να μην μείνουν οι Τούρκοι «ατουφέκιστοι». Πίστευε ακράδαντα ότι ο Δράμαλης θα περνούσε από εκεί και ότι σε αυτά τα δύσβατα στενά, όπου η συνοχή του εχθρικού στρατεύματος θα χαλάρωνε σημαντικά, θα μπορούσε να τον κτυπήσει.
Κατευθύνεται προς τον Αη Γιώργη της Νεμέας που βρισκόταν βορειοδυτικά του στενού του Δερβενακίου τη νύκτα της 24ης Ιουλίου.
Εκεί βρίσκει όλα σχεδόν τα παλικάρια να τόχουν ρίξει στο φαγοπότι. Ανεβαίνει στη σκεπή ενός σπιτιού και με τη βροντερή φωνή του τους καλεί κοντά του. Τους μαλώνει για την απερισκεψία τους. Εδώ ήρθαν να πολεμήσουν Κι’ όχι να γλεντοκοπάνε. Ποιος θα υπερασπίσει τις γυναίκες και τα παιδιά τους που βρίσκονται πίσω στα χωριά τους;
Αμέσως διατάζει να τοποθετηθούν σκοπιές και να καταμετρηθούν οι διαθέσιμοι άνδρες. Με το πρώτο φως της ημέρας έγινε γνωστό ότι η ελληνική δύναμη, μόλις που έφθανε τους 2.350 άνδρες. Απ’ αυτούς 1.500 βρίσκονταν στον Άγιο Γεώργιο, 700 ήταν στο Δερβενάκι, και 150, υπό τον ιερέα Δημήτριο Χρυσοβιτσιώτη βρίκονταν στο χωριό Ζαχαριά.
Ο Γέρος μίλησε στους συγκεντρωμένους πολεμιστές, όπως συνήθιζε, πριν από κάθε μάχη.
«Έλληνες», είπε, «σήμερα γεννηθήκαμε και σήμερα θα πεθάνουμε για τη σωτηρία της πατρίδος μας και τη δική μας. Να τι πρέπει να κάμετε. Να πάτε αμέσως στα κονάκια σας να πάρετε το ταΐνι σας.….Αλλά σας λέγω και τούτο. Ότι απόψε ήλθε η Τύχη της πατρίδος μας (σ.σ. η Θεοτόκος) και μου είπε ότι θα είμεθα αύριον νικηταί…Θα πάρετε λάφυρα πολλά…τα φλωριά τα οποία έχουν οι Τούρκοι είναι χρήματα χριστιανικά. Τα είχαν ο τύραννος της Ηπείρου παρμένα από τους αδελφούς μας…Ο Θεός είναι με ημάς. Να μη σας μέλη τίποτα…»
Ο Κολοκοτρώνης έφθασε στο Δερβενάκι στις 10.00. Επέλεξε τους 800 καλύτερα οπλισμένους άνδρες και τους έστειλε να καταλάβουν τις θέσεις Παληόχανο και Χρυσοκουμαριές. Στην Παναγόρραχη τοποθετήθηκαν ο Αντώνης Κολοκοτρώνης, ο Ζάκας και ο Ζέρβας με 700 άνδρες.
Στον λόφο του Αγριλόβουνου, όπου είχε ανεγερθεί ισχυρό οχύρωμα κατά διαταγή του Έλληνα στρατηγού, έλαβε θέση ο Γ. Δημητρακόπουλος με 700 άνδρες. Ο τελευταίος έχαιρε της απόλυτης εμπιστοσύνης του Θ. Κολοκοτρώνη. Δυτικότερα στο χωριό Ζαχαριά, οχυρώθηκαν 150 άνδρες υπό τον ιερέα Δημήτριο Χρυσοβιτσιώτη για να ελέγχουν τον δρόμο προς τον Άγιο Γεώργιο.
Ο Γέρος γιο να μειώσει τις πιθανότητες αλλαγής πορείας των Τούρκων και σύγκρουσης με την ολιγάριθμη αυτή δύναμη, τοποθέτησε σε ένα ύψωμα μεταξύ των στενών του Αγίου Γεωργίου και του Δερβενακίου, ένα ψευδοστράτευμα με ζώα και με τις κάπες και τα φέσια των αγωνιστών, τα οποία από μεγάλη απόσταση έδιναν την εντύπωση συγκεντρωμένου στρατεύματος.
Ακολούθησε δέηση στη Θεοτόκο υπέρ της νίκης από τον ιερέα Γεώργιο Παπαζαφειρόπουλο και έπειτα ο Έλληνας στρατηγός έδωσε αυστηρή διαταγή προς όλα τα τμήματα να μην πυροβολήσουν αν δεν έδινε εκείνος πρώτος το σύνθημα.
Εκεί βρίσκει όλα σχεδόν τα παλικάρια να τόχουν ρίξει στο φαγοπότι. Ανεβαίνει στη σκεπή ενός σπιτιού και με τη βροντερή φωνή του τους καλεί κοντά του. Τους μαλώνει για την απερισκεψία τους. Εδώ ήρθαν να πολεμήσουν Κι’ όχι να γλεντοκοπάνε. Ποιος θα υπερασπίσει τις γυναίκες και τα παιδιά τους που βρίσκονται πίσω στα χωριά τους;
Αμέσως διατάζει να τοποθετηθούν σκοπιές και να καταμετρηθούν οι διαθέσιμοι άνδρες. Με το πρώτο φως της ημέρας έγινε γνωστό ότι η ελληνική δύναμη, μόλις που έφθανε τους 2.350 άνδρες. Απ’ αυτούς 1.500 βρίσκονταν στον Άγιο Γεώργιο, 700 ήταν στο Δερβενάκι, και 150, υπό τον ιερέα Δημήτριο Χρυσοβιτσιώτη βρίκονταν στο χωριό Ζαχαριά.
Ο Γέρος μίλησε στους συγκεντρωμένους πολεμιστές, όπως συνήθιζε, πριν από κάθε μάχη.
«Έλληνες», είπε, «σήμερα γεννηθήκαμε και σήμερα θα πεθάνουμε για τη σωτηρία της πατρίδος μας και τη δική μας. Να τι πρέπει να κάμετε. Να πάτε αμέσως στα κονάκια σας να πάρετε το ταΐνι σας.….Αλλά σας λέγω και τούτο. Ότι απόψε ήλθε η Τύχη της πατρίδος μας (σ.σ. η Θεοτόκος) και μου είπε ότι θα είμεθα αύριον νικηταί…Θα πάρετε λάφυρα πολλά…τα φλωριά τα οποία έχουν οι Τούρκοι είναι χρήματα χριστιανικά. Τα είχαν ο τύραννος της Ηπείρου παρμένα από τους αδελφούς μας…Ο Θεός είναι με ημάς. Να μη σας μέλη τίποτα…»
Ο Κολοκοτρώνης έφθασε στο Δερβενάκι στις 10.00. Επέλεξε τους 800 καλύτερα οπλισμένους άνδρες και τους έστειλε να καταλάβουν τις θέσεις Παληόχανο και Χρυσοκουμαριές. Στην Παναγόρραχη τοποθετήθηκαν ο Αντώνης Κολοκοτρώνης, ο Ζάκας και ο Ζέρβας με 700 άνδρες.
Στον λόφο του Αγριλόβουνου, όπου είχε ανεγερθεί ισχυρό οχύρωμα κατά διαταγή του Έλληνα στρατηγού, έλαβε θέση ο Γ. Δημητρακόπουλος με 700 άνδρες. Ο τελευταίος έχαιρε της απόλυτης εμπιστοσύνης του Θ. Κολοκοτρώνη. Δυτικότερα στο χωριό Ζαχαριά, οχυρώθηκαν 150 άνδρες υπό τον ιερέα Δημήτριο Χρυσοβιτσιώτη για να ελέγχουν τον δρόμο προς τον Άγιο Γεώργιο.
Ο Γέρος γιο να μειώσει τις πιθανότητες αλλαγής πορείας των Τούρκων και σύγκρουσης με την ολιγάριθμη αυτή δύναμη, τοποθέτησε σε ένα ύψωμα μεταξύ των στενών του Αγίου Γεωργίου και του Δερβενακίου, ένα ψευδοστράτευμα με ζώα και με τις κάπες και τα φέσια των αγωνιστών, τα οποία από μεγάλη απόσταση έδιναν την εντύπωση συγκεντρωμένου στρατεύματος.
Ακολούθησε δέηση στη Θεοτόκο υπέρ της νίκης από τον ιερέα Γεώργιο Παπαζαφειρόπουλο και έπειτα ο Έλληνας στρατηγός έδωσε αυστηρή διαταγή προς όλα τα τμήματα να μην πυροβολήσουν αν δεν έδινε εκείνος πρώτος το σύνθημα.
Ξημερώνει η 26 Ιουλίου, η γιορτή της Αγίας Παρασκευής…
Ο Φωτάκος φέρνει το μήνυμα. Οι Τούρκοι μία πελώρια γκρίζα φάλαγγα έρχονται προς τα Δερβενάκια!
Τα λεπτά αρχίζουν να κυλούν με αγωνία… Ο πυρακτωμένος ήλιος τσουρουφλίζει τους ακίνητους και πίσω από τις πέτρες Έλληνες, μα δεν το κουνούν από την θέση τους. Ο ήλιος κάνει όμως, την πορεία των Τούρκων δύσκολη και αργή.
Στις 14.30 η εμπροσθοφυλακή της τουρκικής στρατιάς, αποτελούμενη από Αλβανούς ιππείς, έφθασε μπροστά στο Παληόχανο. Στην θέση αυτή ο Κολοκοτρώνης είχε τοποθετήσει μόνο οπλαρχηγούς, οι οποίοι ήταν βέβαιο ότι κατά την κρίσιμη πρώτη επαφή δεν θα λιποψυχούσαν μπροστά στον όγκο του εχθρού.
Και τότε ακούγεται η βροντερή φωνή του Κολοκοτρώνη: «Απάνω τους Έλληνες! Μην τους φοβάστε!».
Οι Αλβανοί αιφνιδιάστηκαν. Οι καπνοί από τους απανωτούς πυροβολισμούς, οι πολεμικές κραυγές και το θέαμα των Ελλήνων πολεμιστών που εμφανίζονταν από τους θάμνους και τα βράχια τους έκαναν να νομίζουν ότι όλα εκείνα τα στενά προς το Δερβενάκι κατέχονταν από πολλές χιλιάδες επαναστατών.
Η αλλαγή πορείας τους τότε προς τον Άγιο Σώστη μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Άλλοι προσπαθούσαν να διαφύγουν εκμεταλλευόμενοι την ταχύτητα των αλόγων τους και άλλοι εγκαταλείποντας τα υποζύγια και τις αποσκευές τους, σε μια προσπάθεια να αποσπάσουν την προσοχή των διωκτών τους. Τα τουρκικά τμήματα που ακολουθούσαν την εμπροσθοφυλακή αναγκάστηκαν να σπεύσουν και αυτά με τη σειρά τους προς τον Άγιο Σώστη.
Ο Κολοκοτρώνης διέταξε τότε τον ξάδελφό του Αντώνη να σπεύσει προς την Παναγόρραχη ώστε να αποτρέψει τη φυγή εχθρών προς την Κουρτέσα. Στο μεταξύ οι οπλαρχηγοί από το Παληάχανο και οι άνδρες του Θ. Κολοκοτρώνη από τις Χρυσοκουμαριές επέπεσαν εναντίον των Τούρκων που ακολουθούσαν την αλβανική εμπροσθοφυλακή. Πολλοί πρόφθασαν τους Τούρκους και άρχισε η σφαγή. Οι άνδρες του Δράμαλη ήταν τόσο πολλοί, ώστε αν συνέρχονταν από τον αιφνιδιασμό και αντεπιτίθετο θα εξόντωναν τους ολιγάριθμους διώκτες τους. Ο πανικός ο οποίος επικράτησε όμως ανέβασε στη φαντασία των Τούρκων τον αριθμό των επαναστατών σε δυσθεώρητα ύψη.
Ο Φωτάκος φέρνει το μήνυμα. Οι Τούρκοι μία πελώρια γκρίζα φάλαγγα έρχονται προς τα Δερβενάκια!
Τα λεπτά αρχίζουν να κυλούν με αγωνία… Ο πυρακτωμένος ήλιος τσουρουφλίζει τους ακίνητους και πίσω από τις πέτρες Έλληνες, μα δεν το κουνούν από την θέση τους. Ο ήλιος κάνει όμως, την πορεία των Τούρκων δύσκολη και αργή.
Στις 14.30 η εμπροσθοφυλακή της τουρκικής στρατιάς, αποτελούμενη από Αλβανούς ιππείς, έφθασε μπροστά στο Παληόχανο. Στην θέση αυτή ο Κολοκοτρώνης είχε τοποθετήσει μόνο οπλαρχηγούς, οι οποίοι ήταν βέβαιο ότι κατά την κρίσιμη πρώτη επαφή δεν θα λιποψυχούσαν μπροστά στον όγκο του εχθρού.
Και τότε ακούγεται η βροντερή φωνή του Κολοκοτρώνη: «Απάνω τους Έλληνες! Μην τους φοβάστε!».
Οι Αλβανοί αιφνιδιάστηκαν. Οι καπνοί από τους απανωτούς πυροβολισμούς, οι πολεμικές κραυγές και το θέαμα των Ελλήνων πολεμιστών που εμφανίζονταν από τους θάμνους και τα βράχια τους έκαναν να νομίζουν ότι όλα εκείνα τα στενά προς το Δερβενάκι κατέχονταν από πολλές χιλιάδες επαναστατών.
Η αλλαγή πορείας τους τότε προς τον Άγιο Σώστη μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Άλλοι προσπαθούσαν να διαφύγουν εκμεταλλευόμενοι την ταχύτητα των αλόγων τους και άλλοι εγκαταλείποντας τα υποζύγια και τις αποσκευές τους, σε μια προσπάθεια να αποσπάσουν την προσοχή των διωκτών τους. Τα τουρκικά τμήματα που ακολουθούσαν την εμπροσθοφυλακή αναγκάστηκαν να σπεύσουν και αυτά με τη σειρά τους προς τον Άγιο Σώστη.
Ο Κολοκοτρώνης διέταξε τότε τον ξάδελφό του Αντώνη να σπεύσει προς την Παναγόρραχη ώστε να αποτρέψει τη φυγή εχθρών προς την Κουρτέσα. Στο μεταξύ οι οπλαρχηγοί από το Παληάχανο και οι άνδρες του Θ. Κολοκοτρώνη από τις Χρυσοκουμαριές επέπεσαν εναντίον των Τούρκων που ακολουθούσαν την αλβανική εμπροσθοφυλακή. Πολλοί πρόφθασαν τους Τούρκους και άρχισε η σφαγή. Οι άνδρες του Δράμαλη ήταν τόσο πολλοί, ώστε αν συνέρχονταν από τον αιφνιδιασμό και αντεπιτίθετο θα εξόντωναν τους ολιγάριθμους διώκτες τους. Ο πανικός ο οποίος επικράτησε όμως ανέβασε στη φαντασία των Τούρκων τον αριθμό των επαναστατών σε δυσθεώρητα ύψη.
Φοβούνται ότι χιλιάδες Έλληνες τους έχουν στήσει το φοβερό δόκανο του θανάτου μέσα στο λιοπύρι και τα στενά και το μόνο που σκέφτονται είναι η φυγή. Ελάχιστοι από αυτούς βρίσκουν την ψυχραιμία και πυροβολούν. Οι υπόλοιποι αρχίζουν να τρέχουν αλλόφρονες δεξιά κι’ αριστερά, να ξεφωνίζουν πανικόβλητοι, να παρασύρουν κι’ άλλους στη φυγή τους.
Τ’ άλογα ποδοπατούν τους πεζούς, προσπαθούν να σκαρφαλώσουν σαν κατσίκια στις πλαγιές, γκρεμίζονται… Τέτοιες σκηνές πανικού και θανάτου δύσκολα μπορεί να περιγράψει κανείς. Τα βόλια των Ελλήνων βρίσκουν εύκολο στόχο… Και στο μακάβριο χορό του πολέμου μπαίνουν γρήγορα τα γιαταγάνια.
Ο Κολοκοτρώνης, με τα κυάλια καρφωμένα στα μάτια, βλέπει την απέραντη σκηνή του μακελειού των Τούρκων και αγαλλιάζει η καρδιά του.
Το πυκνό και πανικόβλητο τουρκικό σώμα κατευθύνεται προς τον Άγιο Σώστη για να γλυτώσει. Μα εκεί τους περιμένει η μεγάλη σφαγή. ΟΑντώνης Κολοκοτρώνης και τα παλικάρια του, τείχος ατσάλινο, τους σταματούν. Και ένας ημίθεος της επανάστασης, ο Νικηταράς, φθάνει με τους λεβέντες του στην κρίσιμη αυτή στιγμή και μπαίνει στη μάχη…
Για να πάρουμε μια σωστή ιδέα της πανωλεθρίας των Τούρκων, ας αφήσουμε τη γλαφυρή πένα του Σπύρου Μελά να μιλήσει, αντιγράφοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο του «Ο Γέρος του Μωριά».
«Τώρα δεν είναι μάχη ετούτο• είναι σφαγή. Μέσα στο ρέμα η τούρκικη κολόνα, χτυπημένη, ανα γκασμένη, δεν πολεμάει• γίνεται πηγμένη μάζα, σιδερένιος, πελώριος λοστός• που σπρώχνει με τη φυσική δύναμη του κορμιού μονάχα, ν’ ανοίξει δρόμο κατά την Κουρτέσα και την Κόρινθο. Το καταφέρνει κάποτε• μα ανάμεσα του Άη-Σώστη Και της ρεματιάς γίνεται άγριος χαλασμός. Από μπροστά χτυπάει ο Νικήτας• από πίσω τα παλικάρια του Κολοκοτρώνη. Ο Αντώνης, ο γερο- Μάρκος, που θυμήθηκε τα καλύτερα χρόνια της κλέφτικης ζωής• κι’ οι Φλεσσαίοι από τα πλάγια.
Οι Τούρκοι σαστίζουν, τα χάνουν, τσακίζουν• όλα τα κοτρώνια, τα βράχια, τα σκίνα, τα θυμάρια τους φαίνονται σαν Έλληνες με γιαταγάνια. Οι καπνοί τους τυφλώνουν• ο βρόντος των αρμάτων κι’ ο φοβερός αντίλαλος στα φαράγγια τους ζαλίζει• βόλια, λιθάρια, σπαθιά κοφτερά, όλα καταπάνω τους. Άλλος γλυτωμός δεν είναι απ’ τη φυγή• αφήνοντας τα πάντα ρίχνονται σαν ποτάμι μπροστά. Μα σα φτάνουν στον Άη-Σώστη αντικρίζουν πυκνή τη φωτιά• βάζουν το χέρι στα μάτια, να μη βλέπουν και πέφτουν στο ρέμα.
Και καθώς είναι απ’ τη μιά μεριά τ’ αναμμένο μολύβι των Ελλήνων κι’ απ’ την άλλη κατηφοριά και γκρεμός, κυλούν μοιραία οι περισσότεροι εκεί μέσα, με γδούπους, κρότους ξεφωνητά τρομάρας, θρήνους, άλογα σκοτωμένα μ’ ανθρώπους γερούς, νεκροί με ζωντανούς, λαβωμένοι με μουλάρια, μ’ όλα τα σαμάρια και τα φορτώματα.
Κεφάλια κυλούν από τα κορμιά χωρισμένα• και παντού τρέχει το αίμα. Κι’ αυτός ο ήλιος που βυθά, σ’ ολοπόρφυρο σύγνεφο, σαν κεφάλι φαίνεται, κομμένο, μέσα στα αίματα. Είναι τέτοιο φριχτό ανακάτωμα, που οι Έλληνες την άλλη μέρα, τραβούν με σκοινιά τους ζωντανούς από τη ρεματιά.
Ο σκοτωμός δεν έπαυε ούτε τη νύχτα. Κι’ όταν δεν βλέπουν πια, ρίχνουν στα στραβά, στο σωρό, στη βουή του εχθρού που ακόμα περνάει τρέχοντας να γλιτώσει κατά την Κουρτέσα. Όλη νύχτα στο μέρος τούτο ακούγονται καλπασμοί αλόγων, αφηνιασμένων, πούχαν χάσει τον καβαλάρη τους Κι’ έτρεχαν εδώ κι εκεί και χλιμιντρούσαν, βογκητά λαβωμένων και φωνές από τους χαμένους, σκόρπιους ανθρώπους».
Δεν άργησε να βασιλέψει ο ήλιος αλλά η σφαγή των Τούρκων συνεχίστηκε σχεδόν όλη τη νύχτα. Την άλλη μέρα το θέαμα στη χαράδρα του Άγιου Σώστη ήταν κάτι παραπάνω από συγκλονιστικό… Εκατοντάδες οι λαβωμένοι που βογκούσαν αβοήθητοι ώσπου να βγει η ψυχή τους. Δεκάδες καμήλες και άλογα νεκρά. Παντού η φρίκη και ο θάνατος. Και τα λάφυρα αμέτρητα, θησαυροί ανεκτίμητοι που έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων.
Μιλήσαμε για την πανωλεθρία των Τούρκων. Τι μπορούμε όμως να πούμε για τη γενναιότητα των Ελλήνων; Δεν ήταν απλοί πολεμιστές. Ο κάθε Έλληνας είχε μεταμορφωθεί σε θεό του πολέμου.
Και πάνω απ’ όλους, ο γενναίος των γενναίων, ο Νικηταράς! Τέσσερα σπαθιά άλλαξε Κατά τη διάρκεια της μάχης γιατί από την πολλή χρήση έσπαζαν! Είχε πάρει τόσες και τόσες φορές μέρος σε φονικές μάχες αλλά αυτή τη φορά σάστισε από το μεγάλο φονικό. Και κάθε τόσο έλεγε στον εαυτό του:
«Κουράγιο Νικήτα, Τούρκους σφάζεις!»
Λένε ότι στο τέλος της μάχης είχε κολλήσει η λαβή του σπαθιού του στο χέρι του από το πολύ αίμα και χρειάστηκε να το πλύνουν με ζεστό νερό για να ξεκολλήσει.
Ο Αντώνης και ο Μάρκος Κολοκοτρώνης, ο Δημητρακόπουλος και οι Φλεσσαίοι, ο Παπαφλέσσας με τον αδελφό του το Νικήτα, οδήγησαν μαζί με το Νικηταρά τα παλικάρια τους στον απερίγραπτο αυτό θρίαμβο των Ελλήνων. Και πάνω απ’ όλους ο «Γέρος», ο ψύχραιμος, ο γεμάτος πίστη και δύναμη, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης! Ο πατέρας της νίκης, που για μια ακόμα φορά, σε στιγμές τρομερού κινδύνου, έσωσε την επανάσταση και την Ελλάδα.
Τις επόμενες ημέρες οι άνδρες του Δράμαλη έφθαναν κατά ομάδες στην Κόρινθο εξαντλημένοι από τις κακουχίες και την πείνα, χωρίς άλογα, χωρίς όπλα και κυρίως με καταρρακωμένο ηθικό.
Η πανωλεθρία στα Δερβενάκια κατέστησε την Πελοπόννησο στα μάτια των Τούρκων μια περιοχή γεμάτη από επικίνδυνα περάσματα, στα οποία ενέδρευαν χιλιάδες άγριοι πολεμιστές με υπερφυσικές δυνάμεις. Η τουρκική στρατιά έχασε καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας στην Πελοπόννησο, περίπου το ένα πέμπτο της αρχικής δύναμης, σχεδόν όλο το πολεμικό της υλικό και το μεγαλύτερο μέρος των υποζυγίων και των πολεμικών αλόγων.
Οι απώλειες, αν και βαρύτατες, μπορούσαν να αναπληρωθούν με τις κατάλληλες ενέργειες του Χουρσίτ και των πασάδων της Στερεάς Ελλάδας. Τίποτα όμως δεν μπορούσε να αναπληρώσει το χαμένο θάρρος των Τούρκων στρατιωτών.
Η στρατιά έπαψε ουσιαστικά να υφίσταται ως μάχιμη δύναμη, κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι ο τρόμος είχε φωλιάσει στις καρδιές των ανδρών της.
Η μεγαλύτερη νίκη των Ελλήνων κατά την Επανάσταση οφείλεται στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Εκείνος, τις πρώτες ημέρες της γενικής σύγχυσης και του τρόμου από την εισβολή του Δράμαλη, οργάνωσε με κεραυνοβόλες ενέργειες στρατό και ενέπνευσε σε αυτόν την πεποίθηση γιο τη νίκη. Εκείνος διέβλεψε ότι ο εχθρός θα υποχωρούσε προς την Κόρινθο και δεν θα προήλαυνε προς την Τριπολιτσά και φυσικά εκπόνησε το σχέδιο της ενέδρας στα Δερβενάκια.
Αν οι υπόλοιποι αρχηγοί αντιλαμβάνονταν τη διορατικότητά του και έσπευδαν μαζί του στα Δερβενάκια, σήμερα ίσως θα μιλούσαμε για μια από τις πιο ολοκληρωτικές καταστροφές εκστρατευτικού σώματος στην στρατιωτική ιστορία.
Πηγές:
* Δερβενάκια 1822, περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τ. 36 εκδόσεις Περισκόπιο.
* Το Αθάνατο 1821, τόμος 1, εκδόσεις Στρατίκη