Για πρώτη φορά από την ημέρα της ανακάλυψής του –πριν από 140 χρόνια- θα εκτεθεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ο κρατήρας της μάχης, μαζί με ένα από τα χρυσά κύπελλα που είχε στο εσωτερικό του. Παρουσία του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού κ. Α. Μπαλτά, ο περίφημος και αθέατος έως τώρα αργυρός κρατήρας θα μεταφερθεί τη Δευτέρα 25 Ιουλίου, στις 11:00 το πρωί, από το Εργαστήριο Συντήρησης Μετάλλων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στην αίθουσα του Βωμού (αίθουσα 34), για να εκτεθεί σε κατάλληλη προθήκη, να φωτιστεί και να συνοδευτεί από το κατάλληλο εποπτικό υλικό για τους επισκέπτες, που θα μπορούν να το θαυμάσουν στη θέση αυτή ως την Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου, στο πλαίσιο της επιτυχημένης του δράσης του μουσείου με τίτλο Αθέατο Μουσείο, που αναδεικνύει κάθε δυο μήνες ένα αριστούργημα από τις αποθήκες, δηλαδή από τον άγνωστο κόσμο των αρχαιοτήτων που βλέπουν μόνον οι ειδικοί ερευνητές.
Το νέο έκθεμα, αναμένεται να προσελκύσει το ενδιαφέρον των επισκεπτών, αλλά και του επιστημονικού κοινού, μιας και ο κρατήρας δεν έχει ποτέ στο παρελθόν παρουσιαστεί και η ανασύσταση της προέλευσής του με τη μελέτη και παρουσίαση του ταφικού του περιβάλλοντος, θα συμβάλουν στην ολοκληρωμένη αφήγηση της άγνωστης ιστορίας ενός νέου και πολλά υποσχόμενου μέλους της πολεμικής ελίτ, ενός πρίγκιπα της πρώτης δυναστείας του Μυκηναϊκού κόσμου, που έζησε βίο βραχύ με μεγάλες προσδοκίες.
Ο κρατήρας της μάχης στο Αθέατο Μουσείο
Το Νοέμβριο του 1876 και μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες, ο Ερρίκος και η ΣοφίαΣλήμαν ανέσκαπταν τον έναν μετά τον άλλον τους πέντε πρώτους βασιλικούς τάφους του περίφημου ταφικού Κύκλου Α των Μυκηνών. Στους τάφους αυτούς εντόπισαν για πρώτη φορά αντικείμενα και ταφικά έθιμα απολύτως άγνωστα ως τότε στην αρχαιολογική έρευνα, που χρονολογούνταν στο 16 ο αι. π.Χ., δηλαδή σε μια περίοδο του παρελθόντος που ήταν έως τότε παντελώς αχαρτογράφητη.
Το Νοέμβριο του 1876 γεννήθηκε η Μυκηναϊκή Αρχαιολογία, που επρόκειτο να δώσει στα επόμενα 140 χρόνια το μέγα σώμα των γνώσεών μας για τον πρώτο μεγάλο ελληνόφωνο Πολιτισμό του Αιγαίου, τον Μυκηναϊκό. Κι ενώ ο τάφος V έγινε διάσημος για την περίφημη ταφή του εικοσιεπτάχρονου πολεμιστή με την προσωπίδα που ονομάστηκε «του Αγαμέμνονα», ο τάφος IV είχε στο μέσον του την ταφή ενός πρίγκιπα μόλις 18 χρονών στον οποίον είχαν χαριστεί τα περισσότερα και τα πολυτιμότερα κτερίσματα όλης της Μυκηναϊκής περιόδου (1600 – 1075 π.Χ.).
Ο πρίγκιπας του τάφου IV είχε λάβει ως δώρα πολλά μακρά ξίφη, χρυσελεφάντινα μικροτεχνήματα, καθώς και ορισμένα από τα πιο εντυπωσιακά χρυσά και αργυρά κύπελλα του κρητομυκηναϊκού κόσμου. Ο Σλήμαν παρατήρησε μεταξύ άλλων και ορισμένα αργυρά ελάσματα σε κακή κατάσταση, που έφερε στην Αθήνα και αριθμήθηκαν με τους αρ. ευρετηρίου 605-607. Κανείς όμως τότε δεν τους έδωσε σημασία.
Τα πολύτιμα κτερίσματα του Ταφικού Κύκλου Α εκτέθηκαν στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Πολυτεχνείου το Δεκέμβριο του 1877 και κατόπιν μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο το 1893, όπου βρίσκονται έως σήμερα. Τα περίεργα αργυρά ελάσματα με αρ. ευρ. 605-607 έμειναν οριστικά στις αποθήκες. Τη δεκαετία του 1960 ο Διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Χρήστος Καρούζος εμπιστεύθηκε στην αρχαιολόγο, Αγνή Ξενάκη-Σακελλαρίου να μελετήσει εκ νέου τα ευρήματα του ταφικού Κύκλου Α που ήσαν στις αποθήκες. Εκείνη εντόπισε την τεράστια σημασία των ελασμάτων με αρ. ευρ. 605-607 και με τη βοήθεια των εξαιρετικών συντηρητών του Μουσείου και ενός καλλιτέχνη, ανέστησε το μεγαλύτερο αργυρό αντικείμενο της Μυκηναϊκής αρχαιότητας: τον αργυρό κρατήρα του πολέμου. Το 1974 η Αγνή Ξενάκη-Σακελλαρίου δημοσίευσε την αποκατάσταση του αγγείου σε διεθνές αρχαιολογικό περιοδικό. Ωστόσο, το αγγείο, λόγω της κακής κατάστασης διατήρησής του δεν εκτέθηκε ποτέ και παρέμεινε στις αποθήκες, γνωστό μόνον στους ειδικούς επιστήμονες της πολεμικής εικονογραφίας του προϊστορικού Αιγαίου.
Η ανασύσταση του αγγείου από τα θραύσματα απέδωσε τον περίτεχνο διάκοσμό του που είχε γίνει με την έκτυπη τεχνική. Η μεγάλη ανάγλυφη ζώνη στο κύριο σώμα του κρατήρα παρουσιάζει δύο ομάδες αντιμέτωπων πολεμιστών, που τους διακρίνει το διαφορετικό είδος των ασπίδων τους, εν είδει διακριτικών δύο διαφορετικών «στρατών». Τέσσερις πολεμιστές με οκτώσχημες ασπίδες από τη μία μεριά, εναντίον τεσσάρων με πυργοειδείς ασπίδες από την άλλη, και ενός μαχητή, που έχει πέσει ηρωικά στο έδαφος, ανάμεσα στους αντιμαχόμενους.
Το 2003 ανακαλύφθηκε στα Αρχεία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου το περίφημο «χειρόγραφο του Παναγή Σταματάκη», του Έλληνα αρχαιολόγου που συμμετείχε στις ανασκαφές των Σλήμαν και κατέγραφε κάθε ώρα και στιγμή και με λεπτομέρεια, κάθε εύρημα και τον τόπο της εύρεσής του, την ώρα που ερχόταν στο φως. Κάτι που δεν είχε φροντίσει να κάνει ο Ερρίκος Σλήμαν, στερώντας μας τη γνώση των ταφικών συνόλων (δηλαδή, σε ποιον νεκρό ανήκε τι). Έτσι, σήμερα είμαστε σε θέση να αποδώσουμε τον μεγάλο κρατήρα στην ταφή του πρίγκιπα και να γνωρίζουμε ότι μέσα του είχαν τοποθετηθεί ορισμένα από τα πιο εντυπωσιακά χρυσά και αργυρά κύπελλα, συνιστώντας το εύρημα, το πρώτο συμποσιακό σύνολο του ελληνόφωνου κόσμου των πρώτων αριστοκρατών. Σαν να επρόκειτο δηλαδή, για τις ταφικές προσφορές των ίδιων των συμπολεμιστών του πρίγκιπα. Μια ερμηνεία γοητευτική, αλλά όχι βεβαίως τεκμηριωμένη
Το νέο έκθεμα, αναμένεται να προσελκύσει το ενδιαφέρον των επισκεπτών, αλλά και του επιστημονικού κοινού, μιας και ο κρατήρας δεν έχει ποτέ στο παρελθόν παρουσιαστεί και η ανασύσταση της προέλευσής του με τη μελέτη και παρουσίαση του ταφικού του περιβάλλοντος, θα συμβάλουν στην ολοκληρωμένη αφήγηση της άγνωστης ιστορίας ενός νέου και πολλά υποσχόμενου μέλους της πολεμικής ελίτ, ενός πρίγκιπα της πρώτης δυναστείας του Μυκηναϊκού κόσμου, που έζησε βίο βραχύ με μεγάλες προσδοκίες.
Ο κρατήρας της μάχης στο Αθέατο Μουσείο
Το Νοέμβριο του 1876 και μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες, ο Ερρίκος και η ΣοφίαΣλήμαν ανέσκαπταν τον έναν μετά τον άλλον τους πέντε πρώτους βασιλικούς τάφους του περίφημου ταφικού Κύκλου Α των Μυκηνών. Στους τάφους αυτούς εντόπισαν για πρώτη φορά αντικείμενα και ταφικά έθιμα απολύτως άγνωστα ως τότε στην αρχαιολογική έρευνα, που χρονολογούνταν στο 16 ο αι. π.Χ., δηλαδή σε μια περίοδο του παρελθόντος που ήταν έως τότε παντελώς αχαρτογράφητη.
Το Νοέμβριο του 1876 γεννήθηκε η Μυκηναϊκή Αρχαιολογία, που επρόκειτο να δώσει στα επόμενα 140 χρόνια το μέγα σώμα των γνώσεών μας για τον πρώτο μεγάλο ελληνόφωνο Πολιτισμό του Αιγαίου, τον Μυκηναϊκό. Κι ενώ ο τάφος V έγινε διάσημος για την περίφημη ταφή του εικοσιεπτάχρονου πολεμιστή με την προσωπίδα που ονομάστηκε «του Αγαμέμνονα», ο τάφος IV είχε στο μέσον του την ταφή ενός πρίγκιπα μόλις 18 χρονών στον οποίον είχαν χαριστεί τα περισσότερα και τα πολυτιμότερα κτερίσματα όλης της Μυκηναϊκής περιόδου (1600 – 1075 π.Χ.).
Ο πρίγκιπας του τάφου IV είχε λάβει ως δώρα πολλά μακρά ξίφη, χρυσελεφάντινα μικροτεχνήματα, καθώς και ορισμένα από τα πιο εντυπωσιακά χρυσά και αργυρά κύπελλα του κρητομυκηναϊκού κόσμου. Ο Σλήμαν παρατήρησε μεταξύ άλλων και ορισμένα αργυρά ελάσματα σε κακή κατάσταση, που έφερε στην Αθήνα και αριθμήθηκαν με τους αρ. ευρετηρίου 605-607. Κανείς όμως τότε δεν τους έδωσε σημασία.
Τα πολύτιμα κτερίσματα του Ταφικού Κύκλου Α εκτέθηκαν στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Πολυτεχνείου το Δεκέμβριο του 1877 και κατόπιν μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο το 1893, όπου βρίσκονται έως σήμερα. Τα περίεργα αργυρά ελάσματα με αρ. ευρ. 605-607 έμειναν οριστικά στις αποθήκες. Τη δεκαετία του 1960 ο Διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Χρήστος Καρούζος εμπιστεύθηκε στην αρχαιολόγο, Αγνή Ξενάκη-Σακελλαρίου να μελετήσει εκ νέου τα ευρήματα του ταφικού Κύκλου Α που ήσαν στις αποθήκες. Εκείνη εντόπισε την τεράστια σημασία των ελασμάτων με αρ. ευρ. 605-607 και με τη βοήθεια των εξαιρετικών συντηρητών του Μουσείου και ενός καλλιτέχνη, ανέστησε το μεγαλύτερο αργυρό αντικείμενο της Μυκηναϊκής αρχαιότητας: τον αργυρό κρατήρα του πολέμου. Το 1974 η Αγνή Ξενάκη-Σακελλαρίου δημοσίευσε την αποκατάσταση του αγγείου σε διεθνές αρχαιολογικό περιοδικό. Ωστόσο, το αγγείο, λόγω της κακής κατάστασης διατήρησής του δεν εκτέθηκε ποτέ και παρέμεινε στις αποθήκες, γνωστό μόνον στους ειδικούς επιστήμονες της πολεμικής εικονογραφίας του προϊστορικού Αιγαίου.
Η ανασύσταση του αγγείου από τα θραύσματα απέδωσε τον περίτεχνο διάκοσμό του που είχε γίνει με την έκτυπη τεχνική. Η μεγάλη ανάγλυφη ζώνη στο κύριο σώμα του κρατήρα παρουσιάζει δύο ομάδες αντιμέτωπων πολεμιστών, που τους διακρίνει το διαφορετικό είδος των ασπίδων τους, εν είδει διακριτικών δύο διαφορετικών «στρατών». Τέσσερις πολεμιστές με οκτώσχημες ασπίδες από τη μία μεριά, εναντίον τεσσάρων με πυργοειδείς ασπίδες από την άλλη, και ενός μαχητή, που έχει πέσει ηρωικά στο έδαφος, ανάμεσα στους αντιμαχόμενους.
Το 2003 ανακαλύφθηκε στα Αρχεία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου το περίφημο «χειρόγραφο του Παναγή Σταματάκη», του Έλληνα αρχαιολόγου που συμμετείχε στις ανασκαφές των Σλήμαν και κατέγραφε κάθε ώρα και στιγμή και με λεπτομέρεια, κάθε εύρημα και τον τόπο της εύρεσής του, την ώρα που ερχόταν στο φως. Κάτι που δεν είχε φροντίσει να κάνει ο Ερρίκος Σλήμαν, στερώντας μας τη γνώση των ταφικών συνόλων (δηλαδή, σε ποιον νεκρό ανήκε τι). Έτσι, σήμερα είμαστε σε θέση να αποδώσουμε τον μεγάλο κρατήρα στην ταφή του πρίγκιπα και να γνωρίζουμε ότι μέσα του είχαν τοποθετηθεί ορισμένα από τα πιο εντυπωσιακά χρυσά και αργυρά κύπελλα, συνιστώντας το εύρημα, το πρώτο συμποσιακό σύνολο του ελληνόφωνου κόσμου των πρώτων αριστοκρατών. Σαν να επρόκειτο δηλαδή, για τις ταφικές προσφορές των ίδιων των συμπολεμιστών του πρίγκιπα. Μια ερμηνεία γοητευτική, αλλά όχι βεβαίως τεκμηριωμένη