Της Σόνιας Τάνταρου – Κρίγγου,
Δικηγόρου - Πολιτευτή Αργολίδας της ΝΔ
Ο Ουΐνστον Τσώρτσιλ δεν ήταν απλώς ο «πατέρας της νίκης» στο Δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο των συμμάχων κατά της ναζιστικής ύβρεως και της φασιστικής αλαζονείας. Ήταν και ο «πατέρας της ένωσης» της μεταπολεμικής Ευρώπης, στα μετέπειτα χρόνια. Στη δική του προτροπή οφείλεται, η κινητοποίηση της Ευρώπης για την ένωση των δυνάμεών της ,που άφηνε πίσω της διχασμούς του παρελθόντος, κοιτάζοντας μπροστά. Στην προφητική ομιλία του, της 19ης Σεπτεμβρίου 1946, στη Ζυρίχη, διακήρυξε: «Θα πω κάτι που θα σας εκπλήξει.
Η πρώτη χειρονομία για να συγκροτηθεί πάλι η ευρωπαϊκή οικογένεια πρέπει να είναι η συνεννόηση της Γαλλίας με τη Γερμανία […] Στη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, σε αυτό το επιτακτικό καθήκον, η Μεγάλη Βρετανία και η Κοινοπολιτεία της, η ισχυρή Αμερική και – το ελπίζω - η Σοβιετική Ρωσία οφείλουν να είναι οι φίλοι και οι εγγυητές της νέας Ευρώπης».
Στη γραμμή πλεύσης που χάραξε ο Τσώρτσιλ κινήθηκαν στα κατοπινά χρόνια οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις. Με την ίδια τη Βρετανία απρόθυμη να την υιοθετήσει, καθώς πίστευε ότι διαφορετικός θα ήταν ο ρόλος της, αλλά και ανήμπορη να την παραθεωρήσει, αφού η μοίρα της ήταν αναπόσπαστα δεμένη μαζί τους. Αυτήν επιχείρησε να υλοποιήσει με τη διακήρυξή του , της 9ης Μαΐου 1950, ο Γάλλος ΥΠΕΞ Ρομπέρ Σουμάν προτείνοντας να «τεθεί το σύνολο της γαλλογερμανικής παραγωγής άνθρακα και χάλυβα υπό την εξουσία μιας κοινής ανώτατης αρχής σε έναν οργανισμό ανοιχτό στη συμμετοχή άλλων ευρωπαϊκών χωρών». Αυτή επιχείρησαν να υλοποιήσουν στις 18 Απριλίου 1951, οι έξι χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) προχωρώντας στην ίδρυση της ΕΚΑΧ. Αυτήν προσπάθησαν να υλοποιήσουν οι ίδιες χώρες, με την υπογραφή στο Παρίσι στις 27 Μαΐου 1952, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άμυνας (ΕΚΑ), που δεν προχώρησε. Αυτήν, τέλος, επεχείρησε να προωθήσει στις 25 Μαρτίου 1957, η ίδρυση από τις ίδιες χώρες της ΕΟΚ και της ΕΚΑΕ (EURATOM). Τότε, που η Βρετανία αρνήθηκε να υπογράψει τη Συνθήκη της Ρώμης και άρχιζε ένα γαϊτανάκι δύσκολων σχέσεων ΕΟΚ-Βρετανίας που κλιμακώθηκε το 1963 με το πρώτο βέτο του Ντε Γκωλ στην ένταξη της Μεγάλης Βρετανίας στην ΕΟΚ και κορυφώθηκε το 1967, με το δεύτερο βέτο του στην εκ νέου ένταξή της στην ΕΟΚ ,ανοίγοντας στην πραγματικότητα ένα δύσκολο κεφάλαιο σχέσεων ανάμεσα στην ηπειρωτική Ευρώπη και τη νησιωτική δύναμη.
Χρειάστηκε έτσι το 1973, που ο Ντε Γκωλ αποσύρθηκε πια από το δημόσιο βίο, να έρθει ο Συντηρητικός Βρετανός πρωθυπουργός Έντουαρντ Χιθ, για να πραγματοποιήσει την ένταξη της Βρετανίας στην ΕΟΚ. Και απαιτήθηκε το δημοψήφισμα του 1975, για να επικυρωθεί από το βρετανικό λαό η ένταξή της στην Κοινότητα. Ωστόσο, η δύσκολη σχέση των δύο πλευρών συνεχίστηκε. Το 1984 η Μάργκαρετ Θάτσερ μείωσε τη συμμετοχή της Βρετανίας στον προϋπολογισμό της ΕΟΚ. Και το 1988,δημοσίως,απέρριψε το ευρωπαϊκό «υπερκράτος», που έτεινε να δημιουργηθεί.Η επιφυλακτική στάση της Βρετανίας απέναντι στην ΕΟΚ, συνεχίστηκε χωρίς διακοπή και έτσι, όταν το 1992 υπογράφηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ, ο τότε πρωθυπουργός Τζο Μέϊτζορ, εξασφάλισε την εξαίρεση της χώρας του από το κοινό νόμισμα και το κοινωνικό πρωτόκολλο. Η Βρετανία επέλεξε να είναι μέσα, αλλά και έξω από την προσπάθεια οικοδόμησης του κοινού Ευρωπαϊκού σπιτιού ,ώσπου το 1999, όταν κυκλοφόρησε το ευρώ, η Βρετανία δεν το υιοθέτησε. Επέλεξε να παραμείνει στην ΕΕ, όχι όμως και στην ΟΝΕ.
Ακολούθησαν δύσκολα χρόνια. Η Βρετανία έβλεπε με δυσπιστία το διαμορφούμενο Γερμανο-Γαλλικό άξονα,διατηρώντας διακριτές αποστάσεις από αυτόν. Χάραζε το δρόμο της, παρακολουθώντας από απόσταση ασφαλείας τα τεκταινόμενα στον ηπειρωτικό χώρο. Μετά από παρατεταμένη στάση αναμονής, το 2013, ο Ντέηβιντ Κάμερον, έριξε τη βόμβα: ανακοίνωσε την απόφαση της χώρας του να διεξαγάγει ως το τέλος του 2017 δημοψήφισμα για την παραμονή της ή όχι στην ΕΕ. Η Βρετανία, αφού δεν κατόρθωσε να κάνει την Ευρώπη όπως θα ήθελε, αποφάσισε να ξεκαθαρίσει οριστικά τα πράγματα μεταξύ τους.
Το δημοψήφισμα έγινε προ ολίγων ημερών και το αποτέλεσμά του, αναπάντεχο, αλλά για όσους έβλεπαν πέρα από τα επιφαινόμενα, προδιαγεγραμμένο. Το 51,9 % των Βρετανών ψήφισαν υπέρ της εξόδου της χώρας από την ΕΕ . Τις μετασεισμικές δονήσεις, τις ζούμε σήμερα. Η Ευρώπη, μετά το Brexit, είναι πια μια διαφορετική Ένωση. Χωρίς τη Βρετανία, η Ευρώπη χάνει σε στρατηγικό βάθος. Και η Βρετανία χωρίς την Ευρώπη, χάνει σε πολύτιμη ενδοχώρα. ΕΕ και Βρετανία, κυριολεκτικά μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε. Η πρόκληση είναι και για τις δυο πρωτόγνωρη. Στην πραγματικότητα, προοπτικά δεν μπορούν να επιβιώσουν διαιρεμένες. Η Ευρώπη, χωρίς τη Βρετανία δείχνει ανάπηρη, ελλιπής. Η Βρετανία, χωρίς την Ευρώπη μοιάζει ρηχή, έρμαιο των διακυμάνσεων των καιρών, αποδιαρθρωμένη. Όσο πιο σύντομα διαμορφώσουν ένα νέο modus vivendi και , ξεπερνώντας εγωισμούς και αυταρέσκειες ,τα ξαναβρούν, τόσο το καλύτερο και για τις δύο. Διαφορετικά, ανοίγει ο ασκός του Αιόλου. «Εκεί έξω» καραδοκούν οι «άλλοι», που δεν θα χαριστούν ούτε σε μια αποδυναμωμένη Ευρώπη, ούτε σε μια αδύναμη Βρετανία. Θα σπεύσουν να τις παραρτηματοποιήσουν. Και τότε η «γηραιά Ήπειρος» και η «γηραιά Αλβιώνα» θα συνειδητοποιήσουν ότι το «γήρας ουκ έρχεται μόνο». Αλλά θα είναι και για τις δύο αργά.
Όσοι ανόητα επιχαίρουν με τις εξελίξεις, καλό είναι να συναισθανθούν το μέγεθος της πρόκλησης και του «άγνωστου τοπίου» που διανοίγεται και να αυτοσυγκρατηθούν. Να πάψουν να επενδύουν σε ανεδαφικούς μαξιμαλισμούς και να συνειδητοποιήσουν ότι ούτε ο «νεοφιλελευθερισμός» δέχθηκε πλήγμα, ούτε ο «εθνικισμός» πέτυχε «θρίαμβο». ΕΕ και Βρετανία ήταν και είναι ένα αλληλένδετο όλο άρρηκτα συνδεδεμένο στο πέλαγος της παγκοσμιοποίησης και θα εξακολουθήσουν να είναι. Αν διασπαστούν θα προσφέρουν μια νίκη χωρίς αγώνα σε όσους εποφθαλμιούν την Ευρώπη και τον ιστορικό της ρόλο. Αν αντίθετα, προσπεράσουν τις εφήμερες τριβές και διαμορφώσουν σε νέα σύνθεση τον κοινό τους προσανατολισμό, μόνο οφέλη θα προσποριστούν. Διαφορετικά, και οι δύο, θα μεταβληθούν από πρωταγωνιστές του αύριο, σε ουραγούς του. Εξέλιξη που δεν θα ικανοποιήσει κανένα. Ούτε τους (πραγματικούς ή φανταστικούς) εχθρούς του «νεοφιλελευθερισμού», ούτε τους (πολυποίκιλους) προμάχους του «εθνικισμού». Γιατί και οι δυο θα είναι από την πλευρά των χαμένων, διαθέτοντας άφθονο χρόνο να «εκκαθαρίσουν» τις ανεπίλυτες εκκρεμότητές τους. Για την ιστορία, φυσικά, γιατί σε πραγματικό χρόνο, το τρένο του Αύριο θα έχει χαθεί.
Στη γραμμή πλεύσης που χάραξε ο Τσώρτσιλ κινήθηκαν στα κατοπινά χρόνια οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις. Με την ίδια τη Βρετανία απρόθυμη να την υιοθετήσει, καθώς πίστευε ότι διαφορετικός θα ήταν ο ρόλος της, αλλά και ανήμπορη να την παραθεωρήσει, αφού η μοίρα της ήταν αναπόσπαστα δεμένη μαζί τους. Αυτήν επιχείρησε να υλοποιήσει με τη διακήρυξή του , της 9ης Μαΐου 1950, ο Γάλλος ΥΠΕΞ Ρομπέρ Σουμάν προτείνοντας να «τεθεί το σύνολο της γαλλογερμανικής παραγωγής άνθρακα και χάλυβα υπό την εξουσία μιας κοινής ανώτατης αρχής σε έναν οργανισμό ανοιχτό στη συμμετοχή άλλων ευρωπαϊκών χωρών». Αυτή επιχείρησαν να υλοποιήσουν στις 18 Απριλίου 1951, οι έξι χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) προχωρώντας στην ίδρυση της ΕΚΑΧ. Αυτήν προσπάθησαν να υλοποιήσουν οι ίδιες χώρες, με την υπογραφή στο Παρίσι στις 27 Μαΐου 1952, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άμυνας (ΕΚΑ), που δεν προχώρησε. Αυτήν, τέλος, επεχείρησε να προωθήσει στις 25 Μαρτίου 1957, η ίδρυση από τις ίδιες χώρες της ΕΟΚ και της ΕΚΑΕ (EURATOM). Τότε, που η Βρετανία αρνήθηκε να υπογράψει τη Συνθήκη της Ρώμης και άρχιζε ένα γαϊτανάκι δύσκολων σχέσεων ΕΟΚ-Βρετανίας που κλιμακώθηκε το 1963 με το πρώτο βέτο του Ντε Γκωλ στην ένταξη της Μεγάλης Βρετανίας στην ΕΟΚ και κορυφώθηκε το 1967, με το δεύτερο βέτο του στην εκ νέου ένταξή της στην ΕΟΚ ,ανοίγοντας στην πραγματικότητα ένα δύσκολο κεφάλαιο σχέσεων ανάμεσα στην ηπειρωτική Ευρώπη και τη νησιωτική δύναμη.
Χρειάστηκε έτσι το 1973, που ο Ντε Γκωλ αποσύρθηκε πια από το δημόσιο βίο, να έρθει ο Συντηρητικός Βρετανός πρωθυπουργός Έντουαρντ Χιθ, για να πραγματοποιήσει την ένταξη της Βρετανίας στην ΕΟΚ. Και απαιτήθηκε το δημοψήφισμα του 1975, για να επικυρωθεί από το βρετανικό λαό η ένταξή της στην Κοινότητα. Ωστόσο, η δύσκολη σχέση των δύο πλευρών συνεχίστηκε. Το 1984 η Μάργκαρετ Θάτσερ μείωσε τη συμμετοχή της Βρετανίας στον προϋπολογισμό της ΕΟΚ. Και το 1988,δημοσίως,απέρριψε το ευρωπαϊκό «υπερκράτος», που έτεινε να δημιουργηθεί.Η επιφυλακτική στάση της Βρετανίας απέναντι στην ΕΟΚ, συνεχίστηκε χωρίς διακοπή και έτσι, όταν το 1992 υπογράφηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ, ο τότε πρωθυπουργός Τζο Μέϊτζορ, εξασφάλισε την εξαίρεση της χώρας του από το κοινό νόμισμα και το κοινωνικό πρωτόκολλο. Η Βρετανία επέλεξε να είναι μέσα, αλλά και έξω από την προσπάθεια οικοδόμησης του κοινού Ευρωπαϊκού σπιτιού ,ώσπου το 1999, όταν κυκλοφόρησε το ευρώ, η Βρετανία δεν το υιοθέτησε. Επέλεξε να παραμείνει στην ΕΕ, όχι όμως και στην ΟΝΕ.
Ακολούθησαν δύσκολα χρόνια. Η Βρετανία έβλεπε με δυσπιστία το διαμορφούμενο Γερμανο-Γαλλικό άξονα,διατηρώντας διακριτές αποστάσεις από αυτόν. Χάραζε το δρόμο της, παρακολουθώντας από απόσταση ασφαλείας τα τεκταινόμενα στον ηπειρωτικό χώρο. Μετά από παρατεταμένη στάση αναμονής, το 2013, ο Ντέηβιντ Κάμερον, έριξε τη βόμβα: ανακοίνωσε την απόφαση της χώρας του να διεξαγάγει ως το τέλος του 2017 δημοψήφισμα για την παραμονή της ή όχι στην ΕΕ. Η Βρετανία, αφού δεν κατόρθωσε να κάνει την Ευρώπη όπως θα ήθελε, αποφάσισε να ξεκαθαρίσει οριστικά τα πράγματα μεταξύ τους.
Το δημοψήφισμα έγινε προ ολίγων ημερών και το αποτέλεσμά του, αναπάντεχο, αλλά για όσους έβλεπαν πέρα από τα επιφαινόμενα, προδιαγεγραμμένο. Το 51,9 % των Βρετανών ψήφισαν υπέρ της εξόδου της χώρας από την ΕΕ . Τις μετασεισμικές δονήσεις, τις ζούμε σήμερα. Η Ευρώπη, μετά το Brexit, είναι πια μια διαφορετική Ένωση. Χωρίς τη Βρετανία, η Ευρώπη χάνει σε στρατηγικό βάθος. Και η Βρετανία χωρίς την Ευρώπη, χάνει σε πολύτιμη ενδοχώρα. ΕΕ και Βρετανία, κυριολεκτικά μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε. Η πρόκληση είναι και για τις δυο πρωτόγνωρη. Στην πραγματικότητα, προοπτικά δεν μπορούν να επιβιώσουν διαιρεμένες. Η Ευρώπη, χωρίς τη Βρετανία δείχνει ανάπηρη, ελλιπής. Η Βρετανία, χωρίς την Ευρώπη μοιάζει ρηχή, έρμαιο των διακυμάνσεων των καιρών, αποδιαρθρωμένη. Όσο πιο σύντομα διαμορφώσουν ένα νέο modus vivendi και , ξεπερνώντας εγωισμούς και αυταρέσκειες ,τα ξαναβρούν, τόσο το καλύτερο και για τις δύο. Διαφορετικά, ανοίγει ο ασκός του Αιόλου. «Εκεί έξω» καραδοκούν οι «άλλοι», που δεν θα χαριστούν ούτε σε μια αποδυναμωμένη Ευρώπη, ούτε σε μια αδύναμη Βρετανία. Θα σπεύσουν να τις παραρτηματοποιήσουν. Και τότε η «γηραιά Ήπειρος» και η «γηραιά Αλβιώνα» θα συνειδητοποιήσουν ότι το «γήρας ουκ έρχεται μόνο». Αλλά θα είναι και για τις δύο αργά.
Όσοι ανόητα επιχαίρουν με τις εξελίξεις, καλό είναι να συναισθανθούν το μέγεθος της πρόκλησης και του «άγνωστου τοπίου» που διανοίγεται και να αυτοσυγκρατηθούν. Να πάψουν να επενδύουν σε ανεδαφικούς μαξιμαλισμούς και να συνειδητοποιήσουν ότι ούτε ο «νεοφιλελευθερισμός» δέχθηκε πλήγμα, ούτε ο «εθνικισμός» πέτυχε «θρίαμβο». ΕΕ και Βρετανία ήταν και είναι ένα αλληλένδετο όλο άρρηκτα συνδεδεμένο στο πέλαγος της παγκοσμιοποίησης και θα εξακολουθήσουν να είναι. Αν διασπαστούν θα προσφέρουν μια νίκη χωρίς αγώνα σε όσους εποφθαλμιούν την Ευρώπη και τον ιστορικό της ρόλο. Αν αντίθετα, προσπεράσουν τις εφήμερες τριβές και διαμορφώσουν σε νέα σύνθεση τον κοινό τους προσανατολισμό, μόνο οφέλη θα προσποριστούν. Διαφορετικά, και οι δύο, θα μεταβληθούν από πρωταγωνιστές του αύριο, σε ουραγούς του. Εξέλιξη που δεν θα ικανοποιήσει κανένα. Ούτε τους (πραγματικούς ή φανταστικούς) εχθρούς του «νεοφιλελευθερισμού», ούτε τους (πολυποίκιλους) προμάχους του «εθνικισμού». Γιατί και οι δυο θα είναι από την πλευρά των χαμένων, διαθέτοντας άφθονο χρόνο να «εκκαθαρίσουν» τις ανεπίλυτες εκκρεμότητές τους. Για την ιστορία, φυσικά, γιατί σε πραγματικό χρόνο, το τρένο του Αύριο θα έχει χαθεί.