Μεγαλόσωμες αρκούδες, βάρους 700 κιλών και ύψους (σε όρθια στάση) έως και 2,5 μέτρα, «εποίκισαν» τη Βόρεια Ελλάδα, πολλές χιλιάδες χρόνια πριν, όπως μαρτυρούν πάνω από 30.000 (!) απολιθώματα οστών που βρέθηκαν σε ένα μόνο σημείο, στο σπήλαιο πάρκο Αριδαίας στην Πέλλα.
«Τα υπολείμματά της έχουν ανασκαφεί κατά εκατοντάδες χιλιάδες στα ευρωπαϊκά σπήλαια, όπου κατέφυγαν για να προστατευτούν από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, αλλά και για τη χειμερία νάρκη τους», αναφέρει η κ. Τσουκαλά, προσθέτοντας ότι στο Mixnitz της Αυστρίας υπολογίζεται ότι κατοίκησαν πάνω από 30.000 έως και 50.000 αρκούδες.
Πού βρέθηκαν ίχνη της
Στον ελλαδικό χώρο ίχνη της αρκούδας των σπηλαίων έχουν βρεθεί εκτός από το σπηλαιοπάρκο Αριδαίας, στη Μηλιά Γρεβενών, στο σπήλαιο Πετραλώνων, στο Διμήνι Μαγνησίας, στο Εμποριό της Χίου, στη Σκοτεινή Θαρρουνίων της Εύβοιας, στο Απήδημα Λακωνίας και στην ευρύτερη περιοχή της Αρεόπολης στην Ανατολική Μάνη.
Εντυπωσιακό το κρανίο της αρκούδας των σπηλαίων. Είναι χαρακτηριστικό πως τα κρανία που βρέθηκαν σε σπήλαια ήταν τόσο μεγάλα που θεωρήθηκε ότι ανήκαν σε δράκους. Ετσι σε χάρτες του Μεσαίωνα η φράση «δράκοι εδώ» αναφερόταν σε σπηλιές ορεινών περιοχών με απολιθώματα αρκούδας των σπηλαίων. Παρακάτω, αναπαράσταση της αρκούδας των σπηλαίων:
«Ο άνθρωπος του Νεάντερταλ εξολόθρευσε την αρκούδα των σπηλαίων», λέει η κ. Τσουκαλά και εξηγεί: «στην προσπάθειά του να προστατευτεί από το δριμύ ψύχος ήρθε αντιμέτωπος με τη γιγαντιαία αρκούδα, κυρίως όταν αυτή ήταν σε λήθαργο, άρα αδύναμη, μισοναρκωμένη και ανίκανη να αμυνθεί. Οπως έχει αποδειχθεί, η ανθρώπινη δραστηριότητα επιτάχυνε την εξαφάνιση της αρκούδας των σπηλαίων είτε με το κυνήγι είτε με δείγματα τελετουργικών συμπεριφορών που αφορούσαν τα οστά της».
Ο ανταγωνισμός, παρότι άνισος ως προς το μέγεθος των δύο αντιπάλων, έφερε νικητή τον άνθρωπο, ο οποίος δεν μπορούσε να ανεχθεί τη φυτοφάγα αρκούδα να του περιορίζει την τροφή. Αλλά και να του καταλαμβάνει χώρο στα ασφαλή και πιο ζεστά -σε σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον- σπήλαια. Επιπλέον εκμεταλλεύτηκε αρκετά το κρέας και τη γούνα της.
Η αρκούδα των σπηλαίων είχε ογκώδη και εύρωστη κατασκευή, με πολύ μεγάλο κεφάλι, μέτωπο έντονα αναθολωμένο, πόδια κοντά, δυνατά σαγόνια, μικρά αυτιά και τα αρσενικά είχαν έως και διπλάσιο βάρος από τα θηλυκά. Η οδοντοστοιχία της δείχνει ότι πιθανότατα είχε αποκλειστικά χορτοφαγικές συνήθειες, έτρωγε κατά βάση ρίζες, χόρτα, βότανα, φράουλες, μέλι και περιστασιακά μικρά θηλαστικά, σε αντίθεση με τις καφετιές αρκούδες (που ζουν ως σήμερα), οι οποίες είναι περισσότερο σαρκοφάγες. Αυτός ήταν άλλωστε και ο βασικός λόγος που οδήγησε στην επιβίωσή τους.
Αν και τα ίχνη της φτάνουν μέχρι το Πλειόκαινο (1,5 εκατομμύρια χρόνια πριν), η αρκούδα των σπηλαίων εμφανίστηκε σε μεγάλους πληθυσμούς στην Ευρώπη, κατά το Πλειστόκαινο πριν από 300.000 χρόνια, έφτασε στην ακμή της πριν από 80.000 χρόνια και εξαφανίστηκε πριν από 10.000 χρόνια κατά την τελευταία εποχή των πάγων. Είναι από τα λίγα ζώα που έχουν εξαφανιστεί κι όμως οι επιστήμονες γνωρίζουν τόσο πολλά στοιχεία, λόγω του μεγάλου αριθμού των απολιθωμάτων που έχουν βρεθεί σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο.
Κι ύστερα ήρθε ο άνθρωπος και οι αρκούδες των σπηλαίων εξαφανίστηκαν, αφήνοντας «χώρο» σήμερα για τους απογόνους τους, την καφέ αρκούδα.
«Ο άνθρωπος του Νεάντερταλ εξολόθρευσε την αρκούδα των σπηλαίων», λέει η κ. Τσουκαλά και εξηγεί: «Στην προσπάθειά του να προστατευτεί από το δριμύ ψύχος ήρθε αντιμέτωπος με τη γιγαντιαία αρκούδα, κυρίως όταν αυτή ήταν σε λήθαργο, άρα αδύναμη και ανίκανη να αμυνθεί».
Προ...ιστορίες για αρκούδες είπε μπροστά σε ένα ακροατήριο που την άκουγε άφωνο, στη Βίτσα Ιωαννίνων, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Παλαιοντολογίας του τμήματος Γεωλογίας στο Α.Π.Θ., Ευαγγελία Τσουκαλά, που συστήνει στο κοινό τα τελευταία χρόνια τις αρκούδες, τις ύαινες, τις λεοπαρδάλεις, τα αρτιοδάκτυλα, μικρά και μεγάλα θηλαστικά που έζησαν στον ελλαδικό χώρο πριν από χιλιάδες χρόνια. Η εκδήλωση που είχε τίτλο «Προ?ιστορίες για? Αρκούδες» έγινε στο υπό ίδρυση Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και η ομιλία είχε θέμα «Παλαιοντολογία και Σπήλαια».
Οπως δηλώνει η κ. Τσουκαλά, η έρευνα 25 χρόνων στο σπηλαιοπάρκο Αριδαίας Πέλλας (στην περιοχή των Λουτρών) έδωσε πάνω από 30.000 (!) απολιθωμένα οστά και το 95% αυτών προέρχονται από αρκούδες των σπηλαίων, που έζησαν σε τουλάχιστον 20 σπηλιές, πριν από 40.000 χρόνια. Η αρκούδα των σπηλαίων είναι από τα πιο γνωστά θηλαστικά της τελευταίες εποχής των παγετώνων της ανωπλειστοκαινικής γεωλογικής ηλικίας (10.000-100.000 χρόνια πριν) και αποτελεί γνήσιο ενδημικό είδος της ευρωπαϊκής ηπείρου.
«Ο άνθρωπος του Νεάντερταλ εξολόθρευσε την αρκούδα των σπηλαίων», λέει η κ. Τσουκαλά και εξηγεί: «Στην προσπάθειά του να προστατευτεί από το δριμύ ψύχος ήρθε αντιμέτωπος με τη γιγαντιαία αρκούδα, κυρίως όταν αυτή ήταν σε λήθαργο, άρα αδύναμη και ανίκανη να αμυνθεί».
Προ...ιστορίες για αρκούδες είπε μπροστά σε ένα ακροατήριο που την άκουγε άφωνο, στη Βίτσα Ιωαννίνων, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Παλαιοντολογίας του τμήματος Γεωλογίας στο Α.Π.Θ., Ευαγγελία Τσουκαλά, που συστήνει στο κοινό τα τελευταία χρόνια τις αρκούδες, τις ύαινες, τις λεοπαρδάλεις, τα αρτιοδάκτυλα, μικρά και μεγάλα θηλαστικά που έζησαν στον ελλαδικό χώρο πριν από χιλιάδες χρόνια. Η εκδήλωση που είχε τίτλο «Προ?ιστορίες για? Αρκούδες» έγινε στο υπό ίδρυση Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και η ομιλία είχε θέμα «Παλαιοντολογία και Σπήλαια».
Οπως δηλώνει η κ. Τσουκαλά, η έρευνα 25 χρόνων στο σπηλαιοπάρκο Αριδαίας Πέλλας (στην περιοχή των Λουτρών) έδωσε πάνω από 30.000 (!) απολιθωμένα οστά και το 95% αυτών προέρχονται από αρκούδες των σπηλαίων, που έζησαν σε τουλάχιστον 20 σπηλιές, πριν από 40.000 χρόνια. Η αρκούδα των σπηλαίων είναι από τα πιο γνωστά θηλαστικά της τελευταίες εποχής των παγετώνων της ανωπλειστοκαινικής γεωλογικής ηλικίας (10.000-100.000 χρόνια πριν) και αποτελεί γνήσιο ενδημικό είδος της ευρωπαϊκής ηπείρου.
«Τα υπολείμματά της έχουν ανασκαφεί κατά εκατοντάδες χιλιάδες στα ευρωπαϊκά σπήλαια, όπου κατέφυγαν για να προστατευτούν από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, αλλά και για τη χειμερία νάρκη τους», αναφέρει η κ. Τσουκαλά, προσθέτοντας ότι στο Mixnitz της Αυστρίας υπολογίζεται ότι κατοίκησαν πάνω από 30.000 έως και 50.000 αρκούδες.
Πού βρέθηκαν ίχνη της
Στον ελλαδικό χώρο ίχνη της αρκούδας των σπηλαίων έχουν βρεθεί εκτός από το σπηλαιοπάρκο Αριδαίας, στη Μηλιά Γρεβενών, στο σπήλαιο Πετραλώνων, στο Διμήνι Μαγνησίας, στο Εμποριό της Χίου, στη Σκοτεινή Θαρρουνίων της Εύβοιας, στο Απήδημα Λακωνίας και στην ευρύτερη περιοχή της Αρεόπολης στην Ανατολική Μάνη.
Εντυπωσιακό το κρανίο της αρκούδας των σπηλαίων. Είναι χαρακτηριστικό πως τα κρανία που βρέθηκαν σε σπήλαια ήταν τόσο μεγάλα που θεωρήθηκε ότι ανήκαν σε δράκους. Ετσι σε χάρτες του Μεσαίωνα η φράση «δράκοι εδώ» αναφερόταν σε σπηλιές ορεινών περιοχών με απολιθώματα αρκούδας των σπηλαίων. Παρακάτω, αναπαράσταση της αρκούδας των σπηλαίων:
«Ο άνθρωπος του Νεάντερταλ εξολόθρευσε την αρκούδα των σπηλαίων», λέει η κ. Τσουκαλά και εξηγεί: «στην προσπάθειά του να προστατευτεί από το δριμύ ψύχος ήρθε αντιμέτωπος με τη γιγαντιαία αρκούδα, κυρίως όταν αυτή ήταν σε λήθαργο, άρα αδύναμη, μισοναρκωμένη και ανίκανη να αμυνθεί. Οπως έχει αποδειχθεί, η ανθρώπινη δραστηριότητα επιτάχυνε την εξαφάνιση της αρκούδας των σπηλαίων είτε με το κυνήγι είτε με δείγματα τελετουργικών συμπεριφορών που αφορούσαν τα οστά της».
Ο ανταγωνισμός, παρότι άνισος ως προς το μέγεθος των δύο αντιπάλων, έφερε νικητή τον άνθρωπο, ο οποίος δεν μπορούσε να ανεχθεί τη φυτοφάγα αρκούδα να του περιορίζει την τροφή. Αλλά και να του καταλαμβάνει χώρο στα ασφαλή και πιο ζεστά -σε σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον- σπήλαια. Επιπλέον εκμεταλλεύτηκε αρκετά το κρέας και τη γούνα της.
Η αρκούδα των σπηλαίων είχε ογκώδη και εύρωστη κατασκευή, με πολύ μεγάλο κεφάλι, μέτωπο έντονα αναθολωμένο, πόδια κοντά, δυνατά σαγόνια, μικρά αυτιά και τα αρσενικά είχαν έως και διπλάσιο βάρος από τα θηλυκά. Η οδοντοστοιχία της δείχνει ότι πιθανότατα είχε αποκλειστικά χορτοφαγικές συνήθειες, έτρωγε κατά βάση ρίζες, χόρτα, βότανα, φράουλες, μέλι και περιστασιακά μικρά θηλαστικά, σε αντίθεση με τις καφετιές αρκούδες (που ζουν ως σήμερα), οι οποίες είναι περισσότερο σαρκοφάγες. Αυτός ήταν άλλωστε και ο βασικός λόγος που οδήγησε στην επιβίωσή τους.
Αν και τα ίχνη της φτάνουν μέχρι το Πλειόκαινο (1,5 εκατομμύρια χρόνια πριν), η αρκούδα των σπηλαίων εμφανίστηκε σε μεγάλους πληθυσμούς στην Ευρώπη, κατά το Πλειστόκαινο πριν από 300.000 χρόνια, έφτασε στην ακμή της πριν από 80.000 χρόνια και εξαφανίστηκε πριν από 10.000 χρόνια κατά την τελευταία εποχή των πάγων. Είναι από τα λίγα ζώα που έχουν εξαφανιστεί κι όμως οι επιστήμονες γνωρίζουν τόσο πολλά στοιχεία, λόγω του μεγάλου αριθμού των απολιθωμάτων που έχουν βρεθεί σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο.
Σαγόνι προϊστορικής αρκούδας από το Σπηλαιοπάρκο Αλμωπίας. Αριστερά, οι μεγαλύτεροι χαυλιόδοντες του κόσμου, μήκους 5,02 μ., του μαστόδοντα Mammut borsoni που βρέθηκαν στη Μηλιά Γρεβενών
Πρόγονοι των αρκούδων, τα αγριόθηρα έκαναν βόλτες στα Γρεβενά
Πριν ακόμη από την αρκούδα των σπηλαίων, στη Μηλιά Γρεβενών «βολτάριζαν» τα αγριόθηρα, ένα είδος γιγαντιαίας αρκούδας που έζησε πριν από 3.000.000 χρόνια, τότε που το παλαιοπεριβάλλον ήταν ευνοϊκό για τέτοια μεγέθη. Το αγριόθηρο είναι μια προγονική μορφή της αρκούδας των σπηλαίων και ζούσε σε περιβάλλον με πυκνή βλάστηση, πολλά νερά και υψηλή θερμοκρασία. Στη Μηλιά βρέθηκε μια πτέρνα από τον αριστερό ταρσό ενός αγριόθηρου και είναι η πρώτη και μοναδική έως σήμερα φορά που συναντάται στον ελλαδικό χώρο. Στην ίδια περιοχή έχουν βρεθεί και οι μεγαλύτεροι χαυλιόδοντες του κόσμου, μήκους 5,02 μ., του μαστόδοντα Mammut borsoni που έχουν καταχωριστεί ήδη στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες.
Μαρία Ριτζαλέου
Πρόγονοι των αρκούδων, τα αγριόθηρα έκαναν βόλτες στα Γρεβενά
Πριν ακόμη από την αρκούδα των σπηλαίων, στη Μηλιά Γρεβενών «βολτάριζαν» τα αγριόθηρα, ένα είδος γιγαντιαίας αρκούδας που έζησε πριν από 3.000.000 χρόνια, τότε που το παλαιοπεριβάλλον ήταν ευνοϊκό για τέτοια μεγέθη. Το αγριόθηρο είναι μια προγονική μορφή της αρκούδας των σπηλαίων και ζούσε σε περιβάλλον με πυκνή βλάστηση, πολλά νερά και υψηλή θερμοκρασία. Στη Μηλιά βρέθηκε μια πτέρνα από τον αριστερό ταρσό ενός αγριόθηρου και είναι η πρώτη και μοναδική έως σήμερα φορά που συναντάται στον ελλαδικό χώρο. Στην ίδια περιοχή έχουν βρεθεί και οι μεγαλύτεροι χαυλιόδοντες του κόσμου, μήκους 5,02 μ., του μαστόδοντα Mammut borsoni που έχουν καταχωριστεί ήδη στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες.
Μαρία Ριτζαλέου