Ύστερα από την προώθηση των Γερμανικών Στρατιών στο ρωσικό μέτωπο οι μέρες παραμονής των κατακτητών στην Ελλάδα ήταν μετρημένες. Η απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία ήταν η «χαριστική βολή» για τους Γερμανούς, οι οποίοι άρχισαν σιγά-σιγά να αποσύρουν το στρατό τους από τα κράτη που είχαν καταλάβει, κατά τη διάρκεια του επεκτατικού τους πολέμου.
Από την Ελλάδα άρχισαν να φεύγουν μετά από τέσσερα χρόνια τριπλής κατοχής – αφού είχαν συμμάχους τους, τους Βουλγάρους και Ιταλούς – τα πιο τραγικά ύστερα από την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους.
Από την Ελλάδα άρχισαν να φεύγουν μετά από τέσσερα χρόνια τριπλής κατοχής – αφού είχαν συμμάχους τους, τους Βουλγάρους και Ιταλούς – τα πιο τραγικά ύστερα από την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους.
Η χώρα ήταν εξαθλιωμένη και οι φρικτές επιπτώσεις της Κατοχής θα έμεναν για πολλά χρόνια ανεξίτηλα τυπωμένες στις μνήμες όσων τις έζησαν: πείνα, στερήσεις, κακουχίες, βομβαρδισμοί, συλλήψεις, εκτελέσεις πατριωτών.
Στην περιφέρειά μας, ήταν ευρύτατα αισθητή η παρουσία του στρατού κατοχής, όπως από τις αρχές του 1944 διαφαινόταν πολύ έντονα η τάση φυγής των Γερμανών από την Ελλάδα. Αυτό άλλωστε επαληθευόταν από την αισθητή μείωση του αριθμού των στρατιωτικών τους δυνάμεων. Ειδικά στην πόλη μας, οι Γερμανοί φαίνεται πως ήθελαν να αφήσουν φεύγοντας τα σημάδια της τυρρανικής παρουσίας τους: είχαν λοιπόν αρχίσει από τον Ιούνιο δήθεν οχυρωματικά έργα, σ’ όλο το μήκος της παραλίας από τον τότε βάλτο – κοντά στο σημερινό γήπεδο – μέχρι το φανάρι. Το έργο είχε ανατεθεί στον πολιτικό μηχανικό Δ. Ρουμελιώτη και το προσωπικό που θα απασχολιόταν εκεί ήταν Έλληνες εργάτες, υπό την επίβλεψη του τελευταίου τότε στρατιωτικού διοικητή Α. Μύλλερ.
Το έργο βέβαια αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ένα σατανικό σχέδιο δολιοφθοράς: δηλαδή, τοποθέτηση υπόγειων καλωδίων και εκρηκτικών υλών προκειμένου φεύγοντας οι Γερμανοί να ανατινάξουν μέρος του λιμανιού της πόλης.
Οι συμμετέχοντες τότε στο έργο Έλληνες, με επικεφαλής τον εργολάβο σκέφτηκαν πατριωτικά: θα εκτελούσαν το έργο κατά ένα μέρος όμως. Δε θα έβαζαν δηλαδή την απαιτούμενη εκρηκτική ύλη για την καταστροφή του λιμανιού. Το σχέδιο του Γερμανού διοικητή το έμαθαν οι τότε τοπικοί παράγοντες, οι οποίοι με γρήγορη παρέμβασή τους προσπάθησαν να περισώσουν ότι μπορούσαν.
Έτσι λοιπόν, χαράματα της 14ης Σεπτεμβρίου, ημέρας του Τιμίου Σταυρού, ακούστηκαν εκκωφαντικοί κρότοι από τις ανατινάξεις. Μια από αυτές έγινε και στο ιστορικό ρολόι της πόλης μας, στην Ακροναυπλία. Βέβαια στο λιμάνι, οι εκρήξεις ήταν απανωτές, ανά 15-20 μέτρα, ευτυχώς όχι με τα καταστρεπτικά αποτελέσματα στην έκταση που προέβλεπε το αρχικό σχέδιο των Γερμανών.
Από την 6η πρωινή, οι κατακτητές άρχισαν να αναχωρούν οδικώς μέσω Άργουςκαι Κορίνθου προς την Αθήνα, αφού πρώτα υπέστειλαν την Γερμανική Σημαία από το Παλαμήδι και το Μπούρτζι. Ο τελευταίος Γερμανός αξιωματικός παρέδωσε την πόλη στον εκπρόσωπο του Τάγματος Ασφαλείας Ναυπλίου ισόβαθμο του τότε ανθυπασπιστή Παναγιώτη Κολιόπουλο.
Οι κάτοικοι του Ναυπλίου, με ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης για τις καταστροφές γιόρτασαν το γεγονός της αναχώρησης. Οι καμπάνες χτύπησαν χαρμόσυνα και ο ήχος τους διέσχιζε πέρα ως πέρα τον ελεύθερο πλέον Ναυπλιώτικο ουρανό. Έγινε δοξολογία στον Άγιο Γεώργιο, τα σπίτια σημαιοστολίστηκαν και οι κάτοικοι χαμογελούσαν με ανακούφιση. Μ’ αυτό τον τρόπο έλαβε τέλος η ιστορία της παραμονής του Γερμανικού Στρατού κατοχής στο Ναύπλιο.
( Ιωάννης Μ. Κουτσουμπός. Εφημερίδα, «Ειδήσεις», Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 1997)
Από την 6η πρωινή, οι κατακτητές άρχισαν να αναχωρούν οδικώς μέσω Άργουςκαι Κορίνθου προς την Αθήνα, αφού πρώτα υπέστειλαν την Γερμανική Σημαία από το Παλαμήδι και το Μπούρτζι. Ο τελευταίος Γερμανός αξιωματικός παρέδωσε την πόλη στον εκπρόσωπο του Τάγματος Ασφαλείας Ναυπλίου ισόβαθμο του τότε ανθυπασπιστή Παναγιώτη Κολιόπουλο.
Οι κάτοικοι του Ναυπλίου, με ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης για τις καταστροφές γιόρτασαν το γεγονός της αναχώρησης. Οι καμπάνες χτύπησαν χαρμόσυνα και ο ήχος τους διέσχιζε πέρα ως πέρα τον ελεύθερο πλέον Ναυπλιώτικο ουρανό. Έγινε δοξολογία στον Άγιο Γεώργιο, τα σπίτια σημαιοστολίστηκαν και οι κάτοικοι χαμογελούσαν με ανακούφιση. Μ’ αυτό τον τρόπο έλαβε τέλος η ιστορία της παραμονής του Γερμανικού Στρατού κατοχής στο Ναύπλιο.
( Ιωάννης Μ. Κουτσουμπός. Εφημερίδα, «Ειδήσεις», Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 1997)