Του Ζώη Μαρίνου*
Το Ναύπλιο απέχει απ’ την Πάτρα 183 χιλιόμετρα. Είναι μια ωραία διαδρομή, παρά τις δυσκολίες και την επικινδυνότητα του δρόμου. Ως το Κιάτο το στενό οδόστρωμα απαιτεί την απόλυτη προσήλωση του οδηγού. Κλεφτές ματιές μόνο, στα νερά του Κορινθιακού και στη απέναντι ακτογραμμή. Εκεί που η Στερεά Ελλάδα αφήνει τις βουνοκορφές της και πέφτει στην θάλασσα.
Πριν την Κόρινθο, δεξιά. Και μετά τα πρώτα διόδια, στο Σπαθοβούνι, μια παράκαμψη και μια δεσποτική ευθεία που καταλήγει στα Δερβενάκια. Αρχίζεις να μυρίζεις την ιστορία του τόπου. Ως την στιγμή που προβάλλει στον ορίζοντα το Παλαμήδι. Δεν ξέρω πόσοι λογοτέχνες, ποιητές και ιστοριοδίφες το έχουν ονομάσει «φωτοστέφανο του Ναυπλίου». Αλλά μάλλον θα είναι πολλοί, σκέφτομαι την στιγμή που παίρνω τον δρόμο για την Ευαγγελίστρια.
Παρκάρω στο πλάτωμα πριν την μεγάλη σκάλα της εκκλησίας. Έχω ραντεβού με τον πατέρα Ελευθέριο Μίχο. Δεν τον έχω δει ποτέ στην όψη. Δεν τον ξέρω. Μόνο στο τηλέφωνο έχω ακούσει την φωνή του. Με περιμένει. Αλλά αποφασίζω ν’ αργήσω στο ραντεβού μας.
Κάπου κοντά, ένα βανάκι του Δήμου φορτώνει μερίδες φαγητού. Η δημοσιογραφική διαστροφή αχαλίνωτη. Αντί ν’ αφεθώ στην μαγευτική θέα – από την Ευαγγελίστρια φαίνεται όλο το Ναύπλιο- και στην κατανυκτική αύρα του χώρου, προσεγγίζω ένα λυόμενο παράπηγμα και ένα μικρό κτίσμα που χρησιμοποιούνται ως κουζίνα.
Χώροι στενοί, απελπιστικά αδόκιμοι για την καθημερινή παρασκευή 160 πιάτων φαγητού. Είναι το γεύμα αγάπης του Ιερού Ναού Ευαγγελίστριας, όπως μου εξηγεί μια ψιλόλιγνη κυρία. Φοράει στη μέση της κίτρινη ποδιά και γάντια αποστείρωσης στα χέρια. Το μενού σήμερα έχει κοτόπουλο, ρύζι, σαλάτα, δύο μεγάλες φέτες ψωμιού και φρούτο.
Το ραντεβού με τον πατέρα Ελευθέριο αναβάλλεται προς το παρόν. Και εκτρέπεται σε ρεπορτάζ. Ξεκινώ τις ερωτήσεις όση ώρα οι εθελόντριες συγυρίζουν την κουζίνα, πλένουν τα σκεύη, επαναφέρουν την τάξη στον χώρο.
Μου απαντούν. Μαγειρεύουν για 160 άτομα. Άπορους, μακροχρονίως ανέργους, άγαμες μητέρες, Άτομα με Αναπηρία, ηλικιωμένους, ανθρώπους που η Κρίση λεηλάτησε. Ο ναός της Ευαγγελίστριας φροντίζει για τις προμήθειες. Βοήθεια δεν υπάρχει. Πέραν του Δήμου που έχει αναλάβει την ευθύνη να μεταφέρει το συσσίτιο σε δυο σημεία στο κέντρο του Ναυπλίου, απ’ όπου γίνεται καθημερινά η διανομή.
Κοιτάζω τον χώρο. Μια συνηθισμένη κουζίνα, αφόρητα στριμωγμένη. Και σκέφτομαι, ποια νοικοκυρά θα είχε το σθένος να μαγειρέψει καθημερινά στην κουζίνα της φαγητό για 160 ανθρώπους; Όμως, αυτές οι εθελόντριες, λες και πάνε κόντρα στις συμβάσεις και στις συνθήκες, καταφέρνουν να στέλνουν κάθε μέρα φαγητό εκεί που εναγωνίως το περιμένουν.
Πρώτον, βγάζω το καπέλο σ’ αυτές τις γυναίκες που αφιερώνουν χρόνο και ενέργεια για τους κοινωνικά ασθενέστερους. Δεν ξέρω αν ποτέ θα είχα την δύναμη να τις μιμηθώ.
Δεύτερον, υποκλίνομαι στο έργο αυτής της ενορίας. Που στέκεται λίγο χαμηλότερα απ’ το Παλαμήδι αλλά το «φωτοστέφανο» της είναι λαμπερότερο απ’ την επιβλητική κορυφογραμμή του Κάστρου.
Τρίτον, αναρωτιέμαι γιατί αυτό το έργο δεν συναντά περισσότερους ενεργούς συνοδοιπόρους. Ακόμα και στην φτωχότερη Πάτρα, της γκρίζας οικονομικής ζωής, η Εκκλησία – ο εδώ Μητροπολίτης Χρυσόστομος-, ο Δήμος, οι ενορίες και οι τοπικοί επιχειρηματίες, συμπράττουν στην εξομάλυνση της ανέχειας. Και κάτι καταφέρνουν.
Θέλω να είμαι ειλικρινής. Γκουγκλάρω το όνομα του Δημάρχου Ναυπλιέων. Δημήτρης Κωστούρος. Διαβάζω το βιογραφικό του. Πρώτο καλό σημάδι η όσμωση του με το μπάσκετ. Και το μπάσκετ γεννά κατά κανόνα ανθρώπους ορθόφρονες, συνεπείς, αγωνιστές και ντόμπρους.
Δεύτερο σημάδι, η Ρουμανία. Εκεί που σπούδασε γυμναστής. Μόνο όσοι έχουν περάσει έξω απ’ το Κοτροτσένι, απ’ το «Σπίτι του Λαού» στο Βουκουρέστι, μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει εξουσία χωρίς επαφή με τον λαό. Αλλά, ο Κωστούρος, μάλλον δεν είναι τέτοιος.
Το μαρτυρά το μικρό βανάκι – προσφορά του Δήμου- που μεταφέρει καθημερινά το συσσίτιο της Ευαγγελίστριας. Όμως, πρέπει να κάνει περισσότερα. Και θα κάνει. Είναι βέβαιο. Ένας ρουμανοτραφής μπασκετμπολίστας ξέρει να βρίσκει τους σωστούς δρόμους στο παρκέ της ζωής, της πολιτικής και της προσφοράς.
Και ο σωστός δρόμος είναι οι καλύτερες συνθήκες για τις εθελόντριες της Ευαγγελίστριας, είναι η ευθεία εμπλοκή του Δήμου στην στήριξη του συσσιτίου, είναι οι συχνότερες επισκέψεις εκεί που ο δρόμος για το Παλαμήδι στρίβει δεξιά και φτάνει στην εκκλησία.
Έχω αργήσει. Ο πατέρας Ελευθέριος Μίχος κάθεται πίσω από ένα λιτό γραφείο. Αριστερά, υπάρχει μια ωραία βιτρίνα με δισκοπότηρα και άλλα εκκλησιαστικά είδη. Είναι ένας ζεστός, απέρριτος χώρος. Ένας παπάς μπροστά μου. Ένας φλογερός παπάς. Ζητώ συγγνώμη που άργησα. Πέρασα απ’ το συσσίτιο, λέω. Δεν ξέρεις με πόσο κόπο διατηρούμε αυτό το συσσίτιο ζωντανό, απαντά.
Μου αρέσουν οι άνθρωποι που μιλούν με πάθος για τις δραστηριότητες τους. Που αφήνονται στα μικρά κύματα της ψυχής και βλέπουν τις δυσκολίες όχι ως προβλήματα αλλά ως προκλήσεις και πηγές ενθάρρυνσης και αναμέτρησης. Έτσι, συνεχίζω την κουβέντα με τον πατέρα Ελευθέριο, αφήνοντας πίσω τον προσωπικό λόγο που μ’ έφερε στο κατώφλι του.
Θυμάμαι, μερικά χρόνια πριν, στο προαύλιο του παλιού Αρσακείου στην Πάτρα, τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια να μιλάει για τον εθελοντισμό. «Τι είναι ο εθελοντισμός; Ένα κομμάτι του εαυτού μας που απλόχερα δίνουμε στους άλλους. Η καταξίωση της ανιδιοτέλειας», έλεγε χαμηλόφωνα σε μια ομήγυρη δημοσιογράφων.
Στο Ναύπλιο ένα τέτοιο κύτταρο ανιδιοτέλειας και προσφοράς έχει αναφορά στον ναό της Ευαγγελίστριας. Στην στενόχωρη κουζίνα του παραπήγματος.
Ο πατέρας Ελευθέριος Μίχος βάζει τον εαυτό του στην θέση του οικοδεσπότη μας στο Ναύπλιο. Είναι περήφανος για τον τόπο του. Και, έτσι, κάπως ενοχλημένος, προσπερνά το υπαινικτικό μου σχόλιο για τις φτωχές υποδομές, το παράπηγμα, το ταπεινό και απρόσφορο λυόμενο.
«Σύντομα θα έχουμε έναν πολύ καλύτερο χώρο», λέει. «Έχουμε κινήσει όλες τις διαδικασίες, έχουμε βρει τους πόρους, έχουμε την υπόσχεση των τοπικών αρχών. Ο Δήμαρχος έχει δεσμευτεί να συνδράμει. Το θέμα έχει συζητηθεί στο Δημοτικό Συμβούλιο, όχι μόνο για το συσσίτιο αλλά και για την ιματιοθήκη αγάπης». Μου διηγείται μια ιστορία γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και τυπολατρικών παραλογισμών που καθυστερούν το έργο.
Τον ακούω. Και όση ώρα τον ακούω εξοργίζομαι. Και θυμάμαι τον Κάρολο Παπούλια. «Εθελοντισμός είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας που δίνουμε απλόχερα στους άλλους». Στο Ναύπλιο, η τοπική κοινωνία έχει παράδοση στην φιλαλληλία, στην αλληλεγγύη, στον πολιτισμό, με την κοινωνιολογική έκφανση του όρου.
Έξω απ’ το ΚΑΠΗ το βανάκι του Δήμου αδειάζει το μισό φορτίο του. Σήμερα, Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου, δεκάδες αναξιοπαθούντες θα βρουν ξανά ένα πιάτο φαγητού. Ο πατέρας Ελευθέριος, οι εθελόντριες, τα σχέδια για ένα κανονικό οίκημα, είναι η αισιόδοξη όψη. Η απαισιόδοξη είναι εκείνη που ακουμπά στην κοντόφθαλμη μικροψυχία, στα μικροσυμφέροντα πολλών εξ ημών, στην αδυναμία να περάσουμε τον φράχτη που τέμνει τον μικρόπνοο ορίζοντα μας με το μεγαλείο της προσφοράς. Εδώ είναι που χρειάζεται η τόλμη όσων υπηρετούν το γενικό καλό.
«Σύντομα θα έχουμε ένα καλύτερο χώρο… Και το λυόμενο θα είναι παρελθόν», ξαναλέει ο 41χρονος παπάς. Μακάρι.
*Ο Ζώης Μαρίνος είναι δημοσιογράφος. Συγγραφέας του βιβλίου «Επάγγελμα Δημοσιογράφος» (2015), επί σειρά ετών Γενικός Γραμματέας και Ταμίας του Δ.Σ. της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Πελοποννήσου – Ηπείρου – Νήσων.
Το Ναύπλιο απέχει απ’ την Πάτρα 183 χιλιόμετρα. Είναι μια ωραία διαδρομή, παρά τις δυσκολίες και την επικινδυνότητα του δρόμου. Ως το Κιάτο το στενό οδόστρωμα απαιτεί την απόλυτη προσήλωση του οδηγού. Κλεφτές ματιές μόνο, στα νερά του Κορινθιακού και στη απέναντι ακτογραμμή. Εκεί που η Στερεά Ελλάδα αφήνει τις βουνοκορφές της και πέφτει στην θάλασσα.
Πριν την Κόρινθο, δεξιά. Και μετά τα πρώτα διόδια, στο Σπαθοβούνι, μια παράκαμψη και μια δεσποτική ευθεία που καταλήγει στα Δερβενάκια. Αρχίζεις να μυρίζεις την ιστορία του τόπου. Ως την στιγμή που προβάλλει στον ορίζοντα το Παλαμήδι. Δεν ξέρω πόσοι λογοτέχνες, ποιητές και ιστοριοδίφες το έχουν ονομάσει «φωτοστέφανο του Ναυπλίου». Αλλά μάλλον θα είναι πολλοί, σκέφτομαι την στιγμή που παίρνω τον δρόμο για την Ευαγγελίστρια.
Παρκάρω στο πλάτωμα πριν την μεγάλη σκάλα της εκκλησίας. Έχω ραντεβού με τον πατέρα Ελευθέριο Μίχο. Δεν τον έχω δει ποτέ στην όψη. Δεν τον ξέρω. Μόνο στο τηλέφωνο έχω ακούσει την φωνή του. Με περιμένει. Αλλά αποφασίζω ν’ αργήσω στο ραντεβού μας.
Κάπου κοντά, ένα βανάκι του Δήμου φορτώνει μερίδες φαγητού. Η δημοσιογραφική διαστροφή αχαλίνωτη. Αντί ν’ αφεθώ στην μαγευτική θέα – από την Ευαγγελίστρια φαίνεται όλο το Ναύπλιο- και στην κατανυκτική αύρα του χώρου, προσεγγίζω ένα λυόμενο παράπηγμα και ένα μικρό κτίσμα που χρησιμοποιούνται ως κουζίνα.
Χώροι στενοί, απελπιστικά αδόκιμοι για την καθημερινή παρασκευή 160 πιάτων φαγητού. Είναι το γεύμα αγάπης του Ιερού Ναού Ευαγγελίστριας, όπως μου εξηγεί μια ψιλόλιγνη κυρία. Φοράει στη μέση της κίτρινη ποδιά και γάντια αποστείρωσης στα χέρια. Το μενού σήμερα έχει κοτόπουλο, ρύζι, σαλάτα, δύο μεγάλες φέτες ψωμιού και φρούτο.
Το ραντεβού με τον πατέρα Ελευθέριο αναβάλλεται προς το παρόν. Και εκτρέπεται σε ρεπορτάζ. Ξεκινώ τις ερωτήσεις όση ώρα οι εθελόντριες συγυρίζουν την κουζίνα, πλένουν τα σκεύη, επαναφέρουν την τάξη στον χώρο.
Μου απαντούν. Μαγειρεύουν για 160 άτομα. Άπορους, μακροχρονίως ανέργους, άγαμες μητέρες, Άτομα με Αναπηρία, ηλικιωμένους, ανθρώπους που η Κρίση λεηλάτησε. Ο ναός της Ευαγγελίστριας φροντίζει για τις προμήθειες. Βοήθεια δεν υπάρχει. Πέραν του Δήμου που έχει αναλάβει την ευθύνη να μεταφέρει το συσσίτιο σε δυο σημεία στο κέντρο του Ναυπλίου, απ’ όπου γίνεται καθημερινά η διανομή.
Κοιτάζω τον χώρο. Μια συνηθισμένη κουζίνα, αφόρητα στριμωγμένη. Και σκέφτομαι, ποια νοικοκυρά θα είχε το σθένος να μαγειρέψει καθημερινά στην κουζίνα της φαγητό για 160 ανθρώπους; Όμως, αυτές οι εθελόντριες, λες και πάνε κόντρα στις συμβάσεις και στις συνθήκες, καταφέρνουν να στέλνουν κάθε μέρα φαγητό εκεί που εναγωνίως το περιμένουν.
Πρώτον, βγάζω το καπέλο σ’ αυτές τις γυναίκες που αφιερώνουν χρόνο και ενέργεια για τους κοινωνικά ασθενέστερους. Δεν ξέρω αν ποτέ θα είχα την δύναμη να τις μιμηθώ.
Δεύτερον, υποκλίνομαι στο έργο αυτής της ενορίας. Που στέκεται λίγο χαμηλότερα απ’ το Παλαμήδι αλλά το «φωτοστέφανο» της είναι λαμπερότερο απ’ την επιβλητική κορυφογραμμή του Κάστρου.
Τρίτον, αναρωτιέμαι γιατί αυτό το έργο δεν συναντά περισσότερους ενεργούς συνοδοιπόρους. Ακόμα και στην φτωχότερη Πάτρα, της γκρίζας οικονομικής ζωής, η Εκκλησία – ο εδώ Μητροπολίτης Χρυσόστομος-, ο Δήμος, οι ενορίες και οι τοπικοί επιχειρηματίες, συμπράττουν στην εξομάλυνση της ανέχειας. Και κάτι καταφέρνουν.
Θέλω να είμαι ειλικρινής. Γκουγκλάρω το όνομα του Δημάρχου Ναυπλιέων. Δημήτρης Κωστούρος. Διαβάζω το βιογραφικό του. Πρώτο καλό σημάδι η όσμωση του με το μπάσκετ. Και το μπάσκετ γεννά κατά κανόνα ανθρώπους ορθόφρονες, συνεπείς, αγωνιστές και ντόμπρους.
Δεύτερο σημάδι, η Ρουμανία. Εκεί που σπούδασε γυμναστής. Μόνο όσοι έχουν περάσει έξω απ’ το Κοτροτσένι, απ’ το «Σπίτι του Λαού» στο Βουκουρέστι, μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει εξουσία χωρίς επαφή με τον λαό. Αλλά, ο Κωστούρος, μάλλον δεν είναι τέτοιος.
Το μαρτυρά το μικρό βανάκι – προσφορά του Δήμου- που μεταφέρει καθημερινά το συσσίτιο της Ευαγγελίστριας. Όμως, πρέπει να κάνει περισσότερα. Και θα κάνει. Είναι βέβαιο. Ένας ρουμανοτραφής μπασκετμπολίστας ξέρει να βρίσκει τους σωστούς δρόμους στο παρκέ της ζωής, της πολιτικής και της προσφοράς.
Και ο σωστός δρόμος είναι οι καλύτερες συνθήκες για τις εθελόντριες της Ευαγγελίστριας, είναι η ευθεία εμπλοκή του Δήμου στην στήριξη του συσσιτίου, είναι οι συχνότερες επισκέψεις εκεί που ο δρόμος για το Παλαμήδι στρίβει δεξιά και φτάνει στην εκκλησία.
Έχω αργήσει. Ο πατέρας Ελευθέριος Μίχος κάθεται πίσω από ένα λιτό γραφείο. Αριστερά, υπάρχει μια ωραία βιτρίνα με δισκοπότηρα και άλλα εκκλησιαστικά είδη. Είναι ένας ζεστός, απέρριτος χώρος. Ένας παπάς μπροστά μου. Ένας φλογερός παπάς. Ζητώ συγγνώμη που άργησα. Πέρασα απ’ το συσσίτιο, λέω. Δεν ξέρεις με πόσο κόπο διατηρούμε αυτό το συσσίτιο ζωντανό, απαντά.
Μου αρέσουν οι άνθρωποι που μιλούν με πάθος για τις δραστηριότητες τους. Που αφήνονται στα μικρά κύματα της ψυχής και βλέπουν τις δυσκολίες όχι ως προβλήματα αλλά ως προκλήσεις και πηγές ενθάρρυνσης και αναμέτρησης. Έτσι, συνεχίζω την κουβέντα με τον πατέρα Ελευθέριο, αφήνοντας πίσω τον προσωπικό λόγο που μ’ έφερε στο κατώφλι του.
Θυμάμαι, μερικά χρόνια πριν, στο προαύλιο του παλιού Αρσακείου στην Πάτρα, τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια να μιλάει για τον εθελοντισμό. «Τι είναι ο εθελοντισμός; Ένα κομμάτι του εαυτού μας που απλόχερα δίνουμε στους άλλους. Η καταξίωση της ανιδιοτέλειας», έλεγε χαμηλόφωνα σε μια ομήγυρη δημοσιογράφων.
Στο Ναύπλιο ένα τέτοιο κύτταρο ανιδιοτέλειας και προσφοράς έχει αναφορά στον ναό της Ευαγγελίστριας. Στην στενόχωρη κουζίνα του παραπήγματος.
Ο πατέρας Ελευθέριος Μίχος βάζει τον εαυτό του στην θέση του οικοδεσπότη μας στο Ναύπλιο. Είναι περήφανος για τον τόπο του. Και, έτσι, κάπως ενοχλημένος, προσπερνά το υπαινικτικό μου σχόλιο για τις φτωχές υποδομές, το παράπηγμα, το ταπεινό και απρόσφορο λυόμενο.
«Σύντομα θα έχουμε έναν πολύ καλύτερο χώρο», λέει. «Έχουμε κινήσει όλες τις διαδικασίες, έχουμε βρει τους πόρους, έχουμε την υπόσχεση των τοπικών αρχών. Ο Δήμαρχος έχει δεσμευτεί να συνδράμει. Το θέμα έχει συζητηθεί στο Δημοτικό Συμβούλιο, όχι μόνο για το συσσίτιο αλλά και για την ιματιοθήκη αγάπης». Μου διηγείται μια ιστορία γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και τυπολατρικών παραλογισμών που καθυστερούν το έργο.
Τον ακούω. Και όση ώρα τον ακούω εξοργίζομαι. Και θυμάμαι τον Κάρολο Παπούλια. «Εθελοντισμός είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας που δίνουμε απλόχερα στους άλλους». Στο Ναύπλιο, η τοπική κοινωνία έχει παράδοση στην φιλαλληλία, στην αλληλεγγύη, στον πολιτισμό, με την κοινωνιολογική έκφανση του όρου.
Έξω απ’ το ΚΑΠΗ το βανάκι του Δήμου αδειάζει το μισό φορτίο του. Σήμερα, Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου, δεκάδες αναξιοπαθούντες θα βρουν ξανά ένα πιάτο φαγητού. Ο πατέρας Ελευθέριος, οι εθελόντριες, τα σχέδια για ένα κανονικό οίκημα, είναι η αισιόδοξη όψη. Η απαισιόδοξη είναι εκείνη που ακουμπά στην κοντόφθαλμη μικροψυχία, στα μικροσυμφέροντα πολλών εξ ημών, στην αδυναμία να περάσουμε τον φράχτη που τέμνει τον μικρόπνοο ορίζοντα μας με το μεγαλείο της προσφοράς. Εδώ είναι που χρειάζεται η τόλμη όσων υπηρετούν το γενικό καλό.
«Σύντομα θα έχουμε ένα καλύτερο χώρο… Και το λυόμενο θα είναι παρελθόν», ξαναλέει ο 41χρονος παπάς. Μακάρι.
*Ο Ζώης Μαρίνος είναι δημοσιογράφος. Συγγραφέας του βιβλίου «Επάγγελμα Δημοσιογράφος» (2015), επί σειρά ετών Γενικός Γραμματέας και Ταμίας του Δ.Σ. της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Πελοποννήσου – Ηπείρου – Νήσων.