Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2016 τελειώνουν τα χρηματοδοτούμενα έργα από το ΕΣΠΑ για την δημιουργία του Βυζαντινού Μουσείου Αργολίδας και της μόνιμης έκθεσης, ενώ η ημερομηνία που θα ανοίξουν οι πύλες του μουσείου θα ανακοινωθεί το επόμενο διάστημα.
Το Βυζαντινό Μουσείο Αργολίδας στεγάζεται σε ένα ιστορικό διατηρητέο συγκρότημα της πόλης του Άργους, που έχει μείνει γνωστό ως «Στρατώνες Καποδίστρια». Το συγκρότημα καταλαμβάνει μια ευρύτατη έκταση στο κέντρο της πόλης και απαρτίζεται από τέσσερις πτέρυγες (σήμερα σώζονται μόνο οι τρεις).
ΟΙ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ
Η αρχική του φάση ανάγεται γύρω στο 1700, ενώ ανοικοδομήθηκε το 1828-1829 με εντολή του Ιωάννη Καποδίστρια και με αρχιτέκτονα τον Λάμπρο Ζαβό, προκειμένου να στεγάσει το ιππικό του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Το ισόγειο των πτερύγων του προοριζόταν για τον σταβλισμό των αλόγων (ακόμα και σήμερα διατηρούνται οι ταΐστρες των αλόγων στο ισόγειο του μουσείου) και ο όροφος για τους θαλάμους των στρατιωτών, ενώ ο όροφος της βόρειας πτέρυγας, η οποία δεν σώζεται, για το διοικητήριο και τους θαλάμους των αξιωματικών. Τη δεκαετία του 1970 υπήρξαν έντονες πιέσεις για την κατεδάφιση του συγκροτήματος, οι συντονισμένες όμως ενέργειες του Υπουργείου Πολιτισμού, του Πολιτιστικού Ομίλου Άργους και ευαισθητοποιημένων πολιτών είχαν ως αποτέλεσμα τον χαρακτηρισμό του ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου, με χρήση ως πολιτιστικό κέντρο.
Το μουσείο ιδρύθηκε το 1989 και στεγάζεται στη δυτική και νοτιοδυτική πτέρυγα του συγκροτήματος. Ο εκθεσιακός χώρος καταλαμβάνει ολόκληρο τον όροφο της δυτικής πτέρυγας, ενώ στο ισόγειο της νοτιοδυτικής πτέρυγας στεγάζεται η Αίθουσα Περιοδικών Εκθέσεων και Εκδηλώσεων του μουσείου.
Η δημιουργία της μόνιμης έκθεσης διήρκεσε από το 2011 έως το 2016 και πραγματοποιήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Δυτική Ελλάδα – Πελοπόννησος – Ιόνιοι Νήσοι» με συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κύριος στόχος του μουσείου είναι η παρουσίαση αντιπροσωπευτικών πτυχών της βυζαντινής Αργολίδας μέσα από άγνωστα στο κοινό εκθέματα, καθώς και η δημιουργία μιας εστίας πολιτισμού στο Άργος και την ευρύτερη περιοχή της Αργολίδας, που θα παρέχει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες στους πολίτες και επισκέπτες του.
Τα εκθέματα του μουσείου ανέρχονται στα 430 (κεραμικά, γλυπτά, νομίσματα, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, μικροαντικείμενα) και προέρχονται κυρίως από τις σωστικές ανασκαφές των τοπικών Εφορειών Αρχαιοτήτων στην πόλη του Άργους. Δεν λείπουν και εκθέματα από άλλες περιοχές της Αργολίδας, όπως το Ναύπλιο, την Ανδρίτσα, το Κεφαλάρι, το Χώνικα, το Πλατανίτι, το Μέρμπακα, την Τίρυνθα, το Λιγουριό, την Τραχειά, την Ερμιονίδα, τα νησιά του Αργολικού.
Η έκθεση υποστηρίζεται από ποικίλα ερμηνευτικά μέσα, όπως κείμενα, φωτογραφίες, σχέδια, αναπαραστάσεις, ηχητικά στοιχεία, βιντεοπροβολές, ενώ έμφαση δίνεται στα εκθέματα αφής, που αφορούν σε κομβικά ευρήματα σε κάθε εκθεσιακή ενότητα, προκειμένου μεγάλο τμήμα της έκθεσης να είναι προσιτό σε άτομα με προβλήματα όρασης, που έχουν τη δυνατότητα να ψηλαφίσουν πρωτότυπα έργα των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων.
Το μουσείο ιδρύθηκε το 1989 και στεγάζεται στη δυτική και νοτιοδυτική πτέρυγα του συγκροτήματος. Ο εκθεσιακός χώρος καταλαμβάνει ολόκληρο τον όροφο της δυτικής πτέρυγας, ενώ στο ισόγειο της νοτιοδυτικής πτέρυγας στεγάζεται η Αίθουσα Περιοδικών Εκθέσεων και Εκδηλώσεων του μουσείου.
Η δημιουργία της μόνιμης έκθεσης διήρκεσε από το 2011 έως το 2016 και πραγματοποιήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Δυτική Ελλάδα – Πελοπόννησος – Ιόνιοι Νήσοι» με συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κύριος στόχος του μουσείου είναι η παρουσίαση αντιπροσωπευτικών πτυχών της βυζαντινής Αργολίδας μέσα από άγνωστα στο κοινό εκθέματα, καθώς και η δημιουργία μιας εστίας πολιτισμού στο Άργος και την ευρύτερη περιοχή της Αργολίδας, που θα παρέχει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες στους πολίτες και επισκέπτες του.
Τα εκθέματα του μουσείου ανέρχονται στα 430 (κεραμικά, γλυπτά, νομίσματα, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, μικροαντικείμενα) και προέρχονται κυρίως από τις σωστικές ανασκαφές των τοπικών Εφορειών Αρχαιοτήτων στην πόλη του Άργους. Δεν λείπουν και εκθέματα από άλλες περιοχές της Αργολίδας, όπως το Ναύπλιο, την Ανδρίτσα, το Κεφαλάρι, το Χώνικα, το Πλατανίτι, το Μέρμπακα, την Τίρυνθα, το Λιγουριό, την Τραχειά, την Ερμιονίδα, τα νησιά του Αργολικού.
Η έκθεση υποστηρίζεται από ποικίλα ερμηνευτικά μέσα, όπως κείμενα, φωτογραφίες, σχέδια, αναπαραστάσεις, ηχητικά στοιχεία, βιντεοπροβολές, ενώ έμφαση δίνεται στα εκθέματα αφής, που αφορούν σε κομβικά ευρήματα σε κάθε εκθεσιακή ενότητα, προκειμένου μεγάλο τμήμα της έκθεσης να είναι προσιτό σε άτομα με προβλήματα όρασης, που έχουν τη δυνατότητα να ψηλαφίσουν πρωτότυπα έργα των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων.
Στο χώρο της εισόδου του µουσείου, στο ισόγειο της δυτικής πτέρυγας, παρουσιάζονται οι εισαγωγικές ενότητες του µουσείου που επικεντρώνονται στην ανασκαφική έρευνα του βυζαντινού Άργους µε ιδιαίτερη αναφορά στην αείµνηστη αρχαιολόγο Τασούλα Οικονόµου- Laniado, η οποία έθεσε τα θεµέλια της αρχαιολογικής έρευνας του βυζαντινού Άργους και οραµατίστηκε τη δηµιουργία ενός Βυζαντινού Μουσείου στην πόλη. Παράλληλα γίνεται µνεία στο «κέλυφος» του µουσείου, δηλαδή στο συγκρότηµα των Στρατώνων. Στον όροφο της δυτικής πτέρυγας αναπτύσσονται οι τέσσερις κύριες εκθεσιακές ενότητες.
Στην πρώτη ενότητα, που φέρει τον τίτλο «Μια αυτοκρατορία γεννιέται», παρουσιάζεται η νέα αυτοκρατορία µέσω του βυζαντινού αυτοκράτορα, καθώς και η νέα θρησκεία, ο χριστιανισµός, µε το σύµβολό της τον σταυρό και τους χώρους λατρείας της, τις βασιλικές. Κύριο έκθεµα αποτελεί η αναπαράσταση του Ιερού βήµατος µιας πρωτοβυζαντινής βασιλικής. Παράλληλα, παρουσιάζεται η συνέχιση των δοµών της αρχαιότητας σε βασικές πτυχές του καθηµερινού βίου, όπως συνέβαινε στις πολυτελείς οικίες, µε εξέχοντα εκθέµατα τα αργειακά ψηφιδωτά µε την προσωποποίηση του φθινοπώρου και την απεικόνιση νικηφόρου άρµατος, καθώς και στα ταφικά έθιµα όπου παρατηρείται η επιβίωση των εθίµων της αρχαιότητας, µε εκθέµατα από τα πρωτοβυζαντινά νεκροταφεία του Άργους.
Η δεύτερη ενότητα πραγµατεύεται τη µετάβαση στον Μεσαίωνα και τις συνθήκες ανασφάλειας που επικρατούσαν την εποχή αυτή από τα µέσα του 7ου έως τα µέσα του 9ου αιώνα. Παρουσιάζονται ένα θησαυρός νοµισµάτων από το Άργος και µολύβδινες σφραγίδες βυζαντινών αξιωµατούχων που βρέθηκαν στα νησάκια του Αργολικού, ενώ το πλέον προβεβληµένο σύνολο αποτελούν τα ευρήµατα που αποκαλύφθηκαν στο Σπήλαιο της Ανδρίτσας, ένα µοναδικό αρχαιολογικό σύνολο, που ανάγεται στον όψιµο 6ο-πρώιµο 7ο αιώνα.
Η τρίτη ενότητα, µε τίτλο «Η µεσοβυζαντινή Αργολίδα», αποτελεί την «καρδιά» της έκθεσης συγκεντρώνοντας την πλειονότητα των εκθεµάτων. Διακρίνεται σε τρεις µεγάλες υποενότητες.
Η πρώτη υποενότητα αφορά την εκκλησία που στη µεσαιωνική εποχή καθίσταται σε κέντρο όχι µόνο της δηµόσιας λατρείας, αλλά και της δηµόσιας ζωής ευρύτερα, αντικαθιστώντας κατά κάποιον τρόπο την αγορά των αρχαίων χρόνων. Ο χώρος είναι διαµορφωµένος ως µικρό παρεκκλήσι, µε σηµαντικές κτητορικές και αφιερωτικές επιγραφές στην είσοδό του, µαρµάρινα µέλη και τοιχογραφίες στο εσωτερικό του.
Στη δεύτερη υποενότητα, µε τίτλο «Στην αγορά της βυζαντινής Αργολίδας», πραγµατευόµαστε τη δράση των επαγγελµατιών σε µια βυζαντινή πόλη µε έµφαση στον κτίστη, τον ζωγράφο και τον κεραµέα, ενώ παρουσιάζονται και εκθέµατα που χρησίµευαν στις ποικίλες συναλλαγές και το εµπόριο, όπως οι ζυγαριές, τα σταθµία και τα νοµίσµατα. Η υποενότητα ολοκληρώνεται µε τους «φορείς» του θαλάσσιου εµπορίου, που δεν είναι άλλοι από τους αµφορείς, καθώς και µία σιδερένια στεφάνη από ξύλινο τροχό άµαξας, ως µάρτυρας του χερσαίου εµπορίου.
Στην τρίτη υποενότητα παρουσιάζεται η ζωή στο βυζαντινό σπίτι, µε αντικείµενα, κυρίως κεραµικά, που χρησιµοποιούνταν στην αποθήκευση, το µαγείρεµα και το σερβίρισµα των τροφών. Στις δύο µεγάλες προθήκες παρουσιάζονται χαρακτηριστικά, µεταλλικά κυρίως αντικείµενα, σχετικά µε τον άνδρα, τη γυναίκα και το παιδί, και αφορούν κυρίως στοιχεία ένδυσης, καλλωπισµού και ψυχαγωγίας. Η υποενότητα ολοκληρώνεται µε αντικείµενα που συνδέονται µε τις λειτουργίες και την κάλυψη των ποικίλων αναγκών των ενοίκων του σπιτιού (ύφανση, ευλάβεια, ασφάλεια, φωτισµός).
Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα του µουσείου µε τίτλο «Αργολίδα: ένα σταυροδρόµι πολιτισµών», το ενδιαφέρον στρέφεται στη συνάντηση, συνύπαρξη και σε ορισµένες περιπτώσεις ενσωµάτωση διαφορετικών πολιτισµών στην περιοχή της Αργολίδας. Η ενότητα διακρίνεται σε πέντε µικρές υποενότητες, όσες είναι και οι οµάδες των µεταναστών ή κυριάρχων που πέρασαν από την περιοχή από την πρωτοβυζαντινή εποχή έως και τον 19ο αι.: των Σλάβων, των Φράγκων, των Βενετών, των Αρβανιτών και των Οθωµανών. Στην υποενότητα των Σλάβων παρουσιάζονται εργαλεία, στοιχεία ένδυσης και κοσµήµατα κυρίως από το σλαβικό νεκροταφείο της Μάκρης στην Αρκαδία που αποκαλύφθηκε το 2009 από την 25η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Η παρουσίαση συµπληρώνεται από τα χαρακτηριστικά χειροποίητα ή αργού τροχού αγγεία από την Τίρυνθα, το Άργος και τα σλαβικά νεκροταφεία της Αρκαδίας (Ασέας και Μάκρης). Στους Φράγκους εξέχουσα θέση έχει ο θησαυρός φραγκικών νοµισµάτων που βρέθηκε στο Άργος, καθώς και τα χαρακτηριστικά ιταλικά αγγεία πρωτοµαγιόλικα και αρχαϊκής µαγιόλικα, που επιχωριάζουν στις φραγκοκρατούµενες περιοχές.
Οι Βενετοί αντιπροσωπεύονται από τον φτερωτό λέοντα και οικόσηµα αξιωµατούχων, νοµίσµατα και κεραµική, όλα προερχόµενα από το µεγάλο κέντρο της εποχής, το Ναύπλιο. Οι Αρβανίτες παρουσιάζονται µέσω του άυλου πολιτισµού τους, µε διαδραστική εφαρµογή που εστιάζει σε αρβανίτικα ονόµατα και τραγούδια, καθώς και σε χαρακτηριστικές αρβανίτικες συνταγές της Αργολίδας.
Η ενότητα κλείνει µε τους Οθωµανούς, µε οθωµανικές επιτύµβιες στήλες, καθώς και µε ακόσµητα κεραµικά τοπικής παραγωγής και εφυαλωµένα από µεγάλα εργαστήρια της εποχής (Iznik, Κιουτάχεια, Çanakkale). Η παρουσίαση ολοκληρώνεται µε δύο καθηµερινές συνήθειες που έχουν τις απαρχές τους στον 17ο αιώνα, το κάπνισµα µε την παρουσίαση χαρακτηριστικών λουλάδων και την κατανάλωση καφέ µε µικρά κύπελλα εργαστηρίων της Κιουτάχειας