Στην Ιλιάδα, στον κατάλογο των νηών, ο Όμηρος κατονομάζει αυτούς που έστειλαν πλοία στον Τρωικό πόλεμο. Όσον αφορά την Αργολίδα σημειώνει ότι η Ασίνη, που βρίσκεται στο μυχό του όρμου έστειλε έξι πλοία. Η Ασίνη αυτή έχει ταυτιστεί με το σημερινό Καστράκι κοντά στο Τολό. Το 1920, ο Διάδοχος του βασιλικού θρόνου της Σουηδίας Gustaf Adolf ήρθε στην Ελλάδα για μια προσωπική περιήγηση. Ένας από τους λόγους που επέλεξε την Ελλάδα ως προορισμό ήταν το ενδιαφέρον του για την αρχαιολογία. Είχε ήδη λάβει μέρος σε ανασκαφές στη Σουηδία και πίστευε πως η χώρα του θα έπρεπε να συνδράμει στην εξερεύνηση της αρχαίας Ελλάδας. Υπήρξε ο εμπνευστής των ανασκαφών της Ασίνης, των πρώτων εκτεταμένων ανασκαφών της Σουηδίας στην Ελλάδα.
Σε χρονικό διάστημα δύο σχεδόν δεκαετιών, μέχρι το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Σουηδοί αρχαιολόγοι εργάστηκαν εκτεταμένα σε ανασκαφές στην Αργολίδα – πάντα υπό τη διεύθυνση του Axel W. Persson, ο οποίος ταυτίζεται με την παρουσία της σουηδικής αρχαιολογίας στην Ελλάδα. Λόγω του ότι δεν ήταν αρχαιολόγος, αλλά φιλόλογος, η Επιτροπή Ασίνης ανέθεσε στον Otto Frödin, πεπειραμένο αρχαιολόγο πεδίου, να διευθύνει τις ανασκαφές σε συνεργασία με τον Axel W. Persson. Όταν το 1938 δημοσιεύθηκαν τα αποτελέσματα των ανασκαφών στη Στοκχόλμη στο Results of the Swedish excavation at Asine 1922-1930, αντανακλούσαν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος των δύο διευθυντών, καθώς επίσης της αρχαιολογίας της εποχής, που δεν ήταν άλλο από την προϊστορία. Εκτεταμένες έρευνες διενεργήθηκαν στην ακρόπολη και στη λεγόμενη Κάτω Πόλη ή βόρειες πλαγιές του βράχου.
Άποψη του 1993 από την οχύρωση με τον προμαχώνα. Φωτογραφία: Berit Wells
Σε χρονικό διάστημα δύο σχεδόν δεκαετιών, μέχρι το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Σουηδοί αρχαιολόγοι εργάστηκαν εκτεταμένα σε ανασκαφές στην Αργολίδα – πάντα υπό τη διεύθυνση του Axel W. Persson, ο οποίος ταυτίζεται με την παρουσία της σουηδικής αρχαιολογίας στην Ελλάδα. Λόγω του ότι δεν ήταν αρχαιολόγος, αλλά φιλόλογος, η Επιτροπή Ασίνης ανέθεσε στον Otto Frödin, πεπειραμένο αρχαιολόγο πεδίου, να διευθύνει τις ανασκαφές σε συνεργασία με τον Axel W. Persson. Όταν το 1938 δημοσιεύθηκαν τα αποτελέσματα των ανασκαφών στη Στοκχόλμη στο Results of the Swedish excavation at Asine 1922-1930, αντανακλούσαν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος των δύο διευθυντών, καθώς επίσης της αρχαιολογίας της εποχής, που δεν ήταν άλλο από την προϊστορία. Εκτεταμένες έρευνες διενεργήθηκαν στην ακρόπολη και στη λεγόμενη Κάτω Πόλη ή βόρειες πλαγιές του βράχου.
Άποψη της ακρόπολης από βόρεια τη δεκαετία του 1920. Φωτογραφία του Αρχείου Ασίνης.
Επιπλέον, ανασκάφηκαν μερικώς δύο νεκροταφεία στο λόφο Μπαρμπούνα μία της ύστερης εποχής του Χαλκού (περίπου 1600-1100 π.Χ.) στις ανατολικές πλαγιές και μία της ύστερης γεωμετρικής εποχής (8ος αιώνας π.Χ.) στις νότιες πλαγιές. Από μεθοδολογική άποψη οι ανασκαφές ήταν πολύ προηγμένες. Πολύ χώμα κοσκινίστηκε προκειμένου να μην χαθούν μικρά αντικείμενα και όλο το υλικό θεωρήθηκε αρκετά σημαντικό για να φυλαχθεί. Μία μεγάλη συλλογή οστράκων φυλάσσεται στη Συλλογή Ασίνης στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλας ως αποτέλεσμα μιας ανταλλαγής υλικού που υπογράφηκε το 1930 μεταξύ της Σουηδικής Επιτροπής Ασίνης και του Ελληνικού Κράτους. Στην Ελλάδα δόθηκαν από τα σουηδικά μουσεία πολλά προϊστορικά εργαλεία από πυριτόλιθο και όπλα.
Σύνοψη των ανασκαφών
Το 1970, υπό τη διεύθυνση του Carl-Gustaf Styrenius, τότε διευθυντή του Σουηδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, ξεκίνησαν εκ νέου οι έρευνες στην Ασίνη. Κατά την οικοδόμηση ενός οργανωμένου camping από τους αδελφούς Καραμανιόλα, ιδιοκτήτες του οικοπέδου ανατολικά της ακρόπολης, η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων εντόπισε εκτενή αρχαία κατάλοιπα. Όταν ένα χρόνο αργότερα ο Robin Hägg συμμετείχε πλέον στο πρόγραμμα, συμπεριλήφθηκαν και οι νότιες πλαγιές του λόφου Μπαρμπούνα στην ανασκαφική έρευνα. Η θέση ανασκάφηκε τα έτη 1970-1974 και έχει δημοσιευθεί ως επί το πλέιστον στα Acta του Ινστιτούτου. O Hägg έκανε την τελευταία του έρευνα πεδίου το 1989. Τα αποτελέσματα της έρευνας στη θέση Μπαρμπούνα έχουν δημοσιευθεί μερικώς στο περιοδικό Boreas του Πανεπιστημίου της Ουψάλας.
Το 1985, η Berit Wells ερεύνησε τα υστερογεωμετρικά τείχη στις βόρειες πλαγιές του λόφου Μπαρμπούνα (‘Early Greek building sacrifices’ in Early Greek cult practice, eds. R. Hägg, N. Marinatos and G.C. Nordquist, Stockholm 1988), καθώς επίσης το 1990 τη μέχρι πρότινος μη ανεσκαμμένη γωνία βόρεια του ελληνιστικού προμαχώνα (A. Penttinen, ‘Excavations on the acropolis of Asine in 1990’, Opuscula Atheniensia, 1966). Σήμερα, δεν πραγματοποιείται πλέον καμία έρευνα πεδίου στην Ασίνη.
Διαχρονικά η Ασίνη υπήρξε μια σημαντική στρατηγική θέση, γεγονός που τεκαίρεται από τις ελληνιστικές οχυρώσεις που ανεγέρθηκαν από τους Μακεδόνες (πιθανώς από τον Δημήτριο Πολιορκητή) γύρω στο 300 π.Χ., καθώς επίσης από τις τάφρους και τα φυλάκια που χτίστηκαν από τον Ιταλικό στρατό στην περίοδο της κατοχής κατά Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επιπλέον, ανασκάφηκαν μερικώς δύο νεκροταφεία στο λόφο Μπαρμπούνα μία της ύστερης εποχής του Χαλκού (περίπου 1600-1100 π.Χ.) στις ανατολικές πλαγιές και μία της ύστερης γεωμετρικής εποχής (8ος αιώνας π.Χ.) στις νότιες πλαγιές. Από μεθοδολογική άποψη οι ανασκαφές ήταν πολύ προηγμένες. Πολύ χώμα κοσκινίστηκε προκειμένου να μην χαθούν μικρά αντικείμενα και όλο το υλικό θεωρήθηκε αρκετά σημαντικό για να φυλαχθεί. Μία μεγάλη συλλογή οστράκων φυλάσσεται στη Συλλογή Ασίνης στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλας ως αποτέλεσμα μιας ανταλλαγής υλικού που υπογράφηκε το 1930 μεταξύ της Σουηδικής Επιτροπής Ασίνης και του Ελληνικού Κράτους. Στην Ελλάδα δόθηκαν από τα σουηδικά μουσεία πολλά προϊστορικά εργαλεία από πυριτόλιθο και όπλα.
Σύνοψη των ανασκαφών
Το 1970, υπό τη διεύθυνση του Carl-Gustaf Styrenius, τότε διευθυντή του Σουηδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, ξεκίνησαν εκ νέου οι έρευνες στην Ασίνη. Κατά την οικοδόμηση ενός οργανωμένου camping από τους αδελφούς Καραμανιόλα, ιδιοκτήτες του οικοπέδου ανατολικά της ακρόπολης, η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων εντόπισε εκτενή αρχαία κατάλοιπα. Όταν ένα χρόνο αργότερα ο Robin Hägg συμμετείχε πλέον στο πρόγραμμα, συμπεριλήφθηκαν και οι νότιες πλαγιές του λόφου Μπαρμπούνα στην ανασκαφική έρευνα. Η θέση ανασκάφηκε τα έτη 1970-1974 και έχει δημοσιευθεί ως επί το πλέιστον στα Acta του Ινστιτούτου. O Hägg έκανε την τελευταία του έρευνα πεδίου το 1989. Τα αποτελέσματα της έρευνας στη θέση Μπαρμπούνα έχουν δημοσιευθεί μερικώς στο περιοδικό Boreas του Πανεπιστημίου της Ουψάλας.
Το 1985, η Berit Wells ερεύνησε τα υστερογεωμετρικά τείχη στις βόρειες πλαγιές του λόφου Μπαρμπούνα (‘Early Greek building sacrifices’ in Early Greek cult practice, eds. R. Hägg, N. Marinatos and G.C. Nordquist, Stockholm 1988), καθώς επίσης το 1990 τη μέχρι πρότινος μη ανεσκαμμένη γωνία βόρεια του ελληνιστικού προμαχώνα (A. Penttinen, ‘Excavations on the acropolis of Asine in 1990’, Opuscula Atheniensia, 1966). Σήμερα, δεν πραγματοποιείται πλέον καμία έρευνα πεδίου στην Ασίνη.
Διαχρονικά η Ασίνη υπήρξε μια σημαντική στρατηγική θέση, γεγονός που τεκαίρεται από τις ελληνιστικές οχυρώσεις που ανεγέρθηκαν από τους Μακεδόνες (πιθανώς από τον Δημήτριο Πολιορκητή) γύρω στο 300 π.Χ., καθώς επίσης από τις τάφρους και τα φυλάκια που χτίστηκαν από τον Ιταλικό στρατό στην περίοδο της κατοχής κατά Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Άποψη της ακρόπολης με τις ελληνιστικές οχυρώσεις από ανατολικά τη δεκαετία του 1920. Φωτογραφία του Αρχείου Ασίνης.
Υπάρχει σχεδόν συνεχής κατοίκηση στην Ασίνη από τη νεολιθική εποχή και εξής. Η Ασίνη ήκμαζε καθ’ όλη τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού και συνέχιζε να ανθεί και μετά την καταστροφή των μυκηναϊκών ακροπόλεων μέχρι τις αρχές της εποχής του Σιδήρου. Μόνον γύρω στο 700 π.Χ., όταν η Ασίνη καταστράφηκε από το Άργος, διαφαίνεται μια ύφεση στον οικισμό, αλλά όχι όμως διακοπή στην κατοίκηση, όπως είχε υποτεθεί στην παλαιά δημοσίευση. Οι κάτοικοι συνέχιζαν να ζουν εδώ, και περίπου το 300 π.Χ. η θέση επαναποικίστηκε, όταν κατασκευάστηκαν οι προαναφερθείσες οχυρώσεις.
Τη μεταγενέστερη ιστορία τη γνωρίζουμε μόνον αποσπασματικά. Στα τέλη της ρωμαϊκής εποχής (περ. 400-500 π.Χ.) ανεγέρθηκε τουλάχιστον μία λουτρική εγκατάσταση. Το 1686 ο Μοροζίνι κατέφθασε στις παραμονές της κατάληψης του Ναυπλίου. Τέλος, μετά την Ελληνική Επανάσταση Κρητικοί ψαράδες επιτέθηκαν και κατέστρεψαν ένα ακόμα τουρκικό χωριό (σύμφωνα με την παράδοση) στη νησίδα Ρόμβη και εγκαταστάθηκαν στην απέναντι ακτή, όπου ίδρυσαν το χωριό Τολό.
Υπάρχει σχεδόν συνεχής κατοίκηση στην Ασίνη από τη νεολιθική εποχή και εξής. Η Ασίνη ήκμαζε καθ’ όλη τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού και συνέχιζε να ανθεί και μετά την καταστροφή των μυκηναϊκών ακροπόλεων μέχρι τις αρχές της εποχής του Σιδήρου. Μόνον γύρω στο 700 π.Χ., όταν η Ασίνη καταστράφηκε από το Άργος, διαφαίνεται μια ύφεση στον οικισμό, αλλά όχι όμως διακοπή στην κατοίκηση, όπως είχε υποτεθεί στην παλαιά δημοσίευση. Οι κάτοικοι συνέχιζαν να ζουν εδώ, και περίπου το 300 π.Χ. η θέση επαναποικίστηκε, όταν κατασκευάστηκαν οι προαναφερθείσες οχυρώσεις.
Τη μεταγενέστερη ιστορία τη γνωρίζουμε μόνον αποσπασματικά. Στα τέλη της ρωμαϊκής εποχής (περ. 400-500 π.Χ.) ανεγέρθηκε τουλάχιστον μία λουτρική εγκατάσταση. Το 1686 ο Μοροζίνι κατέφθασε στις παραμονές της κατάληψης του Ναυπλίου. Τέλος, μετά την Ελληνική Επανάσταση Κρητικοί ψαράδες επιτέθηκαν και κατέστρεψαν ένα ακόμα τουρκικό χωριό (σύμφωνα με την παράδοση) στη νησίδα Ρόμβη και εγκαταστάθηκαν στην απέναντι ακτή, όπου ίδρυσαν το χωριό Τολό.