Από τις πρώτες διοικητικές ενέργειες της δυναστείας των Βίτελσμπαχ στην Ελλάδα ήταν ο χωρισμός του κράτους σε δήμους. Έχοντας καταργηθεί οι προεπαναστατικές κοινότητες από τον Ιωάννη Καποδίστρια, το 1834 η Αντιβασιλεία του Όθωνα θεμελίωσε την πρωτοβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση με πολύ περιορισμένες αρμοδιότητες. Αισίως οι δήμοι βρίσκονται στο 182ο έτος του βίου τους, η δε δευτεροβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση μόλις στο 22ο, έπειτα από μια αποτυχημένη προσπάθεια συγκρότησής της στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα από τον Χαρίλαο Τρικούπη, τη σύσταση των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων το 1994 και την μετεξέλιξή τους σε Διοικητικές Περιφέρειες το 2010. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά αμφίβολη η αυτοδιοικητική φύση και των δύο θεσμών, καθότι αμφότεροι βρίσκονται υπό την άμεση εξάρτηση της εκάστοτε Κυβέρνησης.
Παρά την -έστω δειλή- κατοχύρωση των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης στο άρθρο 102 του Συντάγματος, η προβλεπόμενη ανεξαρτησία τους διαχρονικά πάσχει. Τόσο σε επίπεδο πόρων, όσο και σε επίπεδο αρμοδιοτήτων ο ομφάλιος λώρος των ΟΤΑ είναι συνδεδεμένος με το αρμόδιο Υπουργείο Εσωτερικών. Για την στελέχωσή τους απαιτείται προέγκριση της ηγεσίας του Υπουργείου, τα δε περιορισμένα έσοδα τους χρίζουν άμεσα εξαρτώμενους από τον κρατικό προϋπολογισμό. Από την άλλη, οι αρμοδιότητές τους παρά τις κατά καιρούς μεταρρυθμίσεις, συρρικνώνονται διαρκώς εξαιτίας των παρεμβατικών τάσεων της Κεντρικής Διοίκησης σε κάθε πτυχή του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ως εκ τούτου ματαίως γίνεται λόγος περί αυτοδιοίκησης, ενώ διόλου τυχαία είναι η μετάδοση παθογενειών του κεντρικού κράτους στους ΟΤΑ, με κορυφαία εξ’ αυτών την κακοδιοίκηση.
Εδώ και δεκαετίες μια σειρά αυτοδιοικητικών οργανισμών κακοδιοικούνται, όπως αυτό αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες εκθέσεις του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και ανεξαρτήτων αρχών. Αντιμετωπιζόμενοι ως βιλαέτια από τις πολιτικές τους ηγεσίες, που υπηρετούν συνήθως προσωπικές σκοπιμότητες, έχει εξασθενίσει η σημασία αυτών καθεαυτών των θεσμών, μαζί με την πρόκληση μειζόνων προβλημάτων στην λειτουργία και την αποστολή τους. Η κακοδιαχείριση των ανθρωπίνων πόρων συναντάται σε διευθύνσεις και τμήματα των δήμων και των περιφερειών. Υπηρεσίες άμεσης εξυπηρέτησης των πολιτών βρίσκονται διαρκώς υποστελεχωμένες, την ώρα που έτερες, ήσσονος σημασίας, πλεονάζουν σε προσωπικό. Ταυτόχρονα, οι πελατειακοί διορισμοί είτε συμβασιούχων είτε μονίμων κατά το παρελθόν -παρακάμπτοντας σε μόνιμη βάση το ΑΣΕΠ- διοικητικών στελεχών από μόνοι τους διαρρηγνύουν τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη, όταν μάλιστα η υπαλληλική ιεραρχία παρακάμπτεται από συμβούλους του εκάστοτε πολιτικού προϊσταμένου· δηλαδή τους μετακλητούς Γενικούς Γραμματείς των δήμων και των περιφερειών, οι οποίοι έχουν τεθεί αυτόν τον καιρό στο προσκήνιο.
Τις τελευταίες μέρες η ηγεσία του Υπουργείου Εσωτερικών τίθεται αντιμέτωπη με τους συνδικαλιστικούς φορείς των ΟΤΑ εξαιτίας της απόφασης της πρώτης για την επιλογή Γενικών και Διοικητικών Γραμματέων της αυτοδιοίκησης από το Εθνικό Μητρώο Επιτελικών Στελεχών. Η επέκταση των διατάξεων του Ν.4369/2016 στους ΟΤΑ έχει εξαγριώσει τους αιρετούς τους, κάνοντας οι τελευταίοι λόγο για «ωμές παρεμβάσεις της Κυβέρνησης -και- στην αυτοδιοίκηση», με τον αρμόδιο Υπουργό να αμύνεται υπερτονίζοντας την αξιοκρατική φύση της κυβερνητικής απόφασης. Η αλήθεια, εντούτοις, βρίσκεται κάπου στη μέση. Διότι ναι μεν η επιλογή των νέων Γραμματέων θα θωρακιζόταν από αυστηρά αξιοκρατικά πλαίσια, εάν όντως το «Εθνικό Μητρώο» ήταν υπαρκτό. Παρότι ο σχετικός νόμος έχει ψηφιστεί εδώ και ένα 6μηνο, ουδείς επικεφαλής δημοσίου οργανισμού έχει επιλεγεί από αυτό, αφού μέχρι στιγμής δεν έχει συσταθεί. Πέραν τούτου, η εξαίρεση από τις διατάξεις του νόμου των Γενικών Γραμματέων των Υπουργείων και η συνέχιση των αμιγώς κομματικών διορισμών σε θέσεις ευθύνης της διοίκησης, καθιστούν εξαιρετικά αμφίβολη την μη εμφύσηση ανεπάγγελτων πολιτευτών και κομματικών στελεχών και στους ΟΤΑ.
Κοντολογίς, παρά τις θεωρητικές κυβερνητικές προθέσεις περί προαγωγής της αξιοκρατίας στους ΟΤΑ, οι ίδιες της οι πράξεις τις αναιρούν. Από την πλευρά τους οι αυτοδιοικητικοί θα όφειλαν να διεκδικούν την εφαρμογή του ανωτέρου νόμου τόσο στα του οίκου τους, όσο και στην Κεντρική Διοίκηση, και όχι να υπεραμύνονται της διαιώνισης μιας προβληματικής κατάστασης· μιας κατάστασης που έχει καταστήσει ταυτόσημη την έννοια της αυτοδιοίκησης μ’ εκείνη της κακοδιοίκησης.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ. Μπατσιούλας, 2014).
Παρά την -έστω δειλή- κατοχύρωση των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης στο άρθρο 102 του Συντάγματος, η προβλεπόμενη ανεξαρτησία τους διαχρονικά πάσχει. Τόσο σε επίπεδο πόρων, όσο και σε επίπεδο αρμοδιοτήτων ο ομφάλιος λώρος των ΟΤΑ είναι συνδεδεμένος με το αρμόδιο Υπουργείο Εσωτερικών. Για την στελέχωσή τους απαιτείται προέγκριση της ηγεσίας του Υπουργείου, τα δε περιορισμένα έσοδα τους χρίζουν άμεσα εξαρτώμενους από τον κρατικό προϋπολογισμό. Από την άλλη, οι αρμοδιότητές τους παρά τις κατά καιρούς μεταρρυθμίσεις, συρρικνώνονται διαρκώς εξαιτίας των παρεμβατικών τάσεων της Κεντρικής Διοίκησης σε κάθε πτυχή του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ως εκ τούτου ματαίως γίνεται λόγος περί αυτοδιοίκησης, ενώ διόλου τυχαία είναι η μετάδοση παθογενειών του κεντρικού κράτους στους ΟΤΑ, με κορυφαία εξ’ αυτών την κακοδιοίκηση.
Εδώ και δεκαετίες μια σειρά αυτοδιοικητικών οργανισμών κακοδιοικούνται, όπως αυτό αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες εκθέσεις του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και ανεξαρτήτων αρχών. Αντιμετωπιζόμενοι ως βιλαέτια από τις πολιτικές τους ηγεσίες, που υπηρετούν συνήθως προσωπικές σκοπιμότητες, έχει εξασθενίσει η σημασία αυτών καθεαυτών των θεσμών, μαζί με την πρόκληση μειζόνων προβλημάτων στην λειτουργία και την αποστολή τους. Η κακοδιαχείριση των ανθρωπίνων πόρων συναντάται σε διευθύνσεις και τμήματα των δήμων και των περιφερειών. Υπηρεσίες άμεσης εξυπηρέτησης των πολιτών βρίσκονται διαρκώς υποστελεχωμένες, την ώρα που έτερες, ήσσονος σημασίας, πλεονάζουν σε προσωπικό. Ταυτόχρονα, οι πελατειακοί διορισμοί είτε συμβασιούχων είτε μονίμων κατά το παρελθόν -παρακάμπτοντας σε μόνιμη βάση το ΑΣΕΠ- διοικητικών στελεχών από μόνοι τους διαρρηγνύουν τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη, όταν μάλιστα η υπαλληλική ιεραρχία παρακάμπτεται από συμβούλους του εκάστοτε πολιτικού προϊσταμένου· δηλαδή τους μετακλητούς Γενικούς Γραμματείς των δήμων και των περιφερειών, οι οποίοι έχουν τεθεί αυτόν τον καιρό στο προσκήνιο.
Τις τελευταίες μέρες η ηγεσία του Υπουργείου Εσωτερικών τίθεται αντιμέτωπη με τους συνδικαλιστικούς φορείς των ΟΤΑ εξαιτίας της απόφασης της πρώτης για την επιλογή Γενικών και Διοικητικών Γραμματέων της αυτοδιοίκησης από το Εθνικό Μητρώο Επιτελικών Στελεχών. Η επέκταση των διατάξεων του Ν.4369/2016 στους ΟΤΑ έχει εξαγριώσει τους αιρετούς τους, κάνοντας οι τελευταίοι λόγο για «ωμές παρεμβάσεις της Κυβέρνησης -και- στην αυτοδιοίκηση», με τον αρμόδιο Υπουργό να αμύνεται υπερτονίζοντας την αξιοκρατική φύση της κυβερνητικής απόφασης. Η αλήθεια, εντούτοις, βρίσκεται κάπου στη μέση. Διότι ναι μεν η επιλογή των νέων Γραμματέων θα θωρακιζόταν από αυστηρά αξιοκρατικά πλαίσια, εάν όντως το «Εθνικό Μητρώο» ήταν υπαρκτό. Παρότι ο σχετικός νόμος έχει ψηφιστεί εδώ και ένα 6μηνο, ουδείς επικεφαλής δημοσίου οργανισμού έχει επιλεγεί από αυτό, αφού μέχρι στιγμής δεν έχει συσταθεί. Πέραν τούτου, η εξαίρεση από τις διατάξεις του νόμου των Γενικών Γραμματέων των Υπουργείων και η συνέχιση των αμιγώς κομματικών διορισμών σε θέσεις ευθύνης της διοίκησης, καθιστούν εξαιρετικά αμφίβολη την μη εμφύσηση ανεπάγγελτων πολιτευτών και κομματικών στελεχών και στους ΟΤΑ.
Κοντολογίς, παρά τις θεωρητικές κυβερνητικές προθέσεις περί προαγωγής της αξιοκρατίας στους ΟΤΑ, οι ίδιες της οι πράξεις τις αναιρούν. Από την πλευρά τους οι αυτοδιοικητικοί θα όφειλαν να διεκδικούν την εφαρμογή του ανωτέρου νόμου τόσο στα του οίκου τους, όσο και στην Κεντρική Διοίκηση, και όχι να υπεραμύνονται της διαιώνισης μιας προβληματικής κατάστασης· μιας κατάστασης που έχει καταστήσει ταυτόσημη την έννοια της αυτοδιοίκησης μ’ εκείνη της κακοδιοίκησης.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ. Μπατσιούλας, 2014).