Η Πρώτη εθνοσυνέλευση του επαναστατημένου Ελληνισμού πραγματοποιήθηκε στην Πιάδα, κοντά στην Επίδαυρο και γι’ αυτό, ονομάζεται εθνοσυνέλευση «της Επιδαύρου».
Ξεκίνησε στις 20 Δεκεμβρίου 1821 και διάρκεσε ως τις 16 Δεκεμβρίου 1822. Την πρωτοχρονιά του 1822, ο πρόεδρός της, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, εξέδωσε την πανηγυρική διακήρυξη της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Είναι το πρώτο επίσημο κείμενο του ελεύθερου ελληνικού κράτους στον διεθνή χώρο:
«Εν ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος:
Το Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον δια των νομίμων παραστατών του, εις εθνικήν συνηγμένων συνέλευσιν, ενώπιον θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Στις 13 Ιανουαρίου 1822 κι ενώ οι οπλαρχηγοί έλειπαν στον Ακροκόρινθο, η εθνοσυνέλευση αποφάσισε την κατάργηση όλων των διακριτικών της Φιλικής Εταιρείας και την αντικατάστασή τους με άλλα. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και η σημαία της που αντικαταστάθηκε από τη γαλανόλευκη του Γιάννη Σταθά.
Όσον αφορά στο σκεπτικό της επιλογής των χρωμάτων (λευκού και κυανού), τις σειρές και τους συμβολισμούς που επιδιώχθηκαν υπάρχουν ποικίλες απόψεις, οι οποίες ακόμη και σήμερα οδηγούν σε διχογνωμία μεταξύ των ιστορικών. Συγκεκριμένα υποστηρίχθηκαν οι ακόλουθες απόψεις και εκδοχές αν και οι περισσότερες αποτελούν ρομαντικές θεωρήσεις και στερούνται αποδεικτικών στοιχείων.
Ξεκίνησε στις 20 Δεκεμβρίου 1821 και διάρκεσε ως τις 16 Δεκεμβρίου 1822. Την πρωτοχρονιά του 1822, ο πρόεδρός της, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, εξέδωσε την πανηγυρική διακήρυξη της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Είναι το πρώτο επίσημο κείμενο του ελεύθερου ελληνικού κράτους στον διεθνή χώρο:
«Εν ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος:
Το Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον δια των νομίμων παραστατών του, εις εθνικήν συνηγμένων συνέλευσιν, ενώπιον θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Στις 13 Ιανουαρίου 1822 κι ενώ οι οπλαρχηγοί έλειπαν στον Ακροκόρινθο, η εθνοσυνέλευση αποφάσισε την κατάργηση όλων των διακριτικών της Φιλικής Εταιρείας και την αντικατάστασή τους με άλλα. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και η σημαία της που αντικαταστάθηκε από τη γαλανόλευκη του Γιάννη Σταθά.
Οι εκδοχές που έχουν ακουστεί
*Ο κυανόλευκος συνδυασμός προέρχεται από τα χρώματα του πέπλου της θεάς Αθηνάς.
*Τα συγκεκριμένα χρώματα επελέγησαν από τις κυανόλευκες σημαίες του στρατού του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή την κυανόλευκη επίσημη ενδυμασία των Βυζαντινών αξιωματούχων ή από την αυτοκρατορική σημαία των Παλαιολόγων.
*Τα χρώματα και το σχήμα είναι δανεισμένα από τη σημαία του φημισμένου οπλαρχηγού Ιωάννη Σταθά. Πανομοιότυπο της σημαίας του Ιωάννη Σταθά
*Το λευκό χρώμα συμβολίζει την αγνότητα και τον καλό σκοπό των Ελλήνων που επιδίωκαν την ανεξαρτησία. Το κυανό χρώμα συμβολίζει τον ουρανό της Ελλάδας, την ουράνια δύναμη η οποία βοήθησε τον άνισο αυτό Αγώνα να τελειώσει ευνοϊκά για το ελληνικό έθνος (αυτή είναι και η επικρατούσα άποψη).
*Τα χρώματα συμβολίζουν τον ουρανό (κυανό) και τον αφρό των κυμάτων της θάλασσας (λευκό). *Τα χρώματα είναι ο συνδυασμό της κυανής ναυτικής βράκας και της λευκής φουστανέλας.
*Οι εννέα κυανές-λευκές οριζόντιες λωρίδες περιέχονταν στην αυτοκρατορική σημαία του Νικηφόρου Φωκά, τις οποίες διατήρησε στο οικόσημο της και στη σημαία της η οικογένεια των Καλλέργηδων πιστεύοντας ότι αντλούσε την καταγωγή της από τον εν λόγω αυτοκράτορα. *Οι εννέα οριζόντιες λωρίδες συμβολίζουν τις εννέα Μούσες.
*Οι παράλληλες επαναλαμβανόμενες λωρίδες συμβολίζουν τη θάλασσα και τους κυματισμούς της.
*Οι οριζόντιες λωρίδες επιλέχθηκαν με βάση τα πρότυπα της αμερικανικής σημαίας (πρόκειται για μια άποψη η οποία δεν στερείται σοβαρότητας).
*οι εννέα λωρίδες είναι μια, για κάθε συλλαβή της φράσης «ελευθερία η θάνατος»
Στο βιβλίο με τίτλο «Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1821-1997», εκδόσεις ΓΕΣ/ΔΙΣ, αναφέρεται: «Με την επιλογή του κυανού, του χρώματος του ουρανού, υποδηλώνεται η θεότητα του Αγώνα, αφού ο Θεός ενέπνευσε στο έθνος τη μεγαλουργή ιδέα, παρότι αδύνατο και άοπλο, να αναλάβει και να φέρει σε αίσιο πέρας τον άνισο εκείνο αγώνα.
Με το λευκό υποδηλώνεται ο καθαρός, άμωμος και αγνός σκοπός των Ελλήνων που μοναδική τους επιδίωξη ήταν η απελευθέρωση και η ανεξαρτησία του έθνους και η απαλλαγή του από την πολύχρονη σκληρή τυραννία. Εξάλλου, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, οι εννέα κυανόλευκες ταινίες αντιπροσωπεύουν τις εννέα συλλαβές της φράσης «Ελευθερία ή Θάνατος», που ήταν και ο όρκος των παλικαριών της Επαναστάσεως».
Το βέβαιο είναι ότι σε κανένα από τα επίσημα κυβερνητικά έγγραφα, μέσω των οποίων καθιερώθηκε η εν λόγω σημαία, δεν υπάρχει η αιτιολόγηση για τη συγκεκριμένη χρωματική επιλογή και το σχήμα. Φαίνεται ότι η κυανόλευκη κρατά ακόμα καλά κρυμμένα τα μυστικά της. Ωστόσο, συνεχίζει να εμπνέει....
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ
Η αρχή της ιστορίας της σημαίας ανάγεται στην Αρχαιότητα. Έτσι, πολύ πριν από τον 6° αιώνα π.Χ., διάφοροι ανατολικοί λαοί (Ασσύριοι, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Χετταίοι κ.ά.) χρησιμοποιούσαν κατά τη διάρκεια του πολέμου διάφορα σύμβολα που συνήθως είχαν θεία προέλευση, τα οποία μεταβλήθηκαν σε εμβλήματα (π.χ. η Κιβωτός των Ιουδαίων, ο αετός ή ο λευκός ίππος των Περσών κ.ά). Τα εμβλήματα αυτά τοποθετούνταν σε κοντάρια, τους «εμβληματοφόρους κοντούς». Στην αρχή τα εμβλήματα ήταν μεταλλικά, αλλά με την πάροδο του χρόνου παριστάνονταν σε τεμάχια υφάσματος. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν οι πρώτες σημαίες των αρχαίων χρόνων.
Οι Αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ( τέλος 7ου αι. π.Χ. και εξής) τα σημεία ή επισήματα στις ασπίδες τους και στην πρώρα των πλοίων, για ν αναγνωρίζονται εύκολα μεταξύ τους οι στρατιώτες των μονάδων (Λ=Λακεδαιμόνιοι, Σ=Σικυώνιοι, παραστάσεις θεών ή συμβόλων τους, ζώων, μυθικών όντων κλπ). Ο Μέγας Αλέξανδρος χρησιμοποιούσε στο στράτευμα του σημαίες πορφυρού (=κόκκινου) υφάσματος, που ονομάζονταν φοινικίδες και τοποθετούνταν στην κορυφή των σαρισ(σ)ών (=επιμήκων δοράτων). Αργότερα οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν ανάλογα διακριτικά εμβλήματα, τα signa (=σημεία). Ιδιαιτέρως το Ιππικό της Ρώμης είχε σημαίες από ρούσσισν (δηλ. ερυθρό) ύφασμα, ονομαζόμενες vexilla.
Το κυριότερο ρωμαϊκό έμβλημα, ο αετός (aquila) χρησιμοποιούνταν μέχρι το φθινόπωρο του 312 μ.Χ., οπότε αντικαταστάθηκε κατόπιν διαταγής του Μεγάλου Κωνσταντίνου με το μονόγραμμα του Χριστού (σύμπλεγμα των γραμμάτων Χ και Ρ). Τη σημαία αυτή (labarum-λάβαρον) χρησιμοποίησε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επί μεγάλο διάστημα. Εξέλιξη αυτού του λαβάρου ήταν η σημαία της εποχής της δυναστείας των Παλαιολόγων, δηλ. λευκή με γαλάζιο σταυρό και 4 χρυσές ακτίνες που στα άκρα τους είχαν ισάριθμα γαλάζια Β που σήμαιναν «Βασιλεύς βασιλέων βασιλεύων βασιλευόντων». Ο Δικέφαλος Αετός, από το 1300 μ.Χ. και εξής, ήταν το έμβλημα των Βασιλέων της Νικαίας και μελών του Αυτοκρατορικού Οίκου των Παλαιολόγων.
Κατά την Τουρκοκρατία οι επαναστατικές σημαίες έφεραν παράσταση με τον Δικέφαλο Αετό ή με Σταυρό. Στις 26 Φεβρ. 1821 υψώθηκε στο Ιάσιο της Μολδαβίας η πρώτη σημαία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, που χρησιμοποίησε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στον ηρωικό αγώνα του κατά των Τούρκων. Στη μία όψη έφερε την εικόνα του Σταυρού και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» και στην άλλη παράσταση του Φοίνικος και την επιγραφή «Εκ της κόνεώς μου αναγεννώμαι». Σχεδόν ένα μήνα αργότερα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε στη Μονή Αγίας Λαύρας το περίφημο λάβαρο της Επαναστάσεως. Είχε ορθογώνιο σχήμα και απεικόνιση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Κατά την Επανάσταση του 1821 χρησιμοποιήθηκαν ποικίλες σημαίες, στις οποίες σημαίνουσα παράσταση είναι αυτή του Σταυρού. Η Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1 Ιανουαρίου 1822) καθόρισε ως «χρώματα του Εθνικού σημείου» το «κυανούν και λευκόν» και ως παράσταση αυτή του Σταυρού. Ο αριθμός των 9 λωρίδων της Ελληνικής Σημαίας ανταποκρίνεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στις συλλαβές της γνωστής φράσεως «Ελευθερία ή θάνατος» που αναγραφόταν σε μερικές σημαίες, όταν εξερράγη η Επανάσταση του 1821.
Ο λεπτομερής καθορισμός της Σημαίας μας έγινε κατά καιρούς με διάφορα Διατάγματα, όπως αυτό της 30.7.1828 (Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας) της 4/16 Απρ. 1833 και 28 Αυγ. 1858 (Βασιλεύς Όθων), 28 Δεκ. 1863 (Βασιλεύς Γεώργιος Α') κ.ά. Ο πλέον πρόσφατος σχετικός Νόμος είναι ο υπ' αρ. 851 της 21 Δεκ. 1978, με τον οποίο σαφώς καθορίζονται το σχήμα και οι διαστάσεις του Σταυρού και το πλάτος των εννέα ταινιών (λωρίδων). Βάσει του Νόμου αυτού έχουν καθορισθεί συνολικώς 8 μεγέθη σημαιών και ισάριθμα ύψη κοντών, αναλόγως του προορισμού κάθε σημαίας (επί φρουρίων, δημοσίων και δημοτικών κτηρίων, πρεσβειών, κρατικών οχημάτων και οικιών).
Η αρχή της ιστορίας της σημαίας ανάγεται στην Αρχαιότητα. Έτσι, πολύ πριν από τον 6° αιώνα π.Χ., διάφοροι ανατολικοί λαοί (Ασσύριοι, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Χετταίοι κ.ά.) χρησιμοποιούσαν κατά τη διάρκεια του πολέμου διάφορα σύμβολα που συνήθως είχαν θεία προέλευση, τα οποία μεταβλήθηκαν σε εμβλήματα (π.χ. η Κιβωτός των Ιουδαίων, ο αετός ή ο λευκός ίππος των Περσών κ.ά). Τα εμβλήματα αυτά τοποθετούνταν σε κοντάρια, τους «εμβληματοφόρους κοντούς». Στην αρχή τα εμβλήματα ήταν μεταλλικά, αλλά με την πάροδο του χρόνου παριστάνονταν σε τεμάχια υφάσματος. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν οι πρώτες σημαίες των αρχαίων χρόνων.
Οι Αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ( τέλος 7ου αι. π.Χ. και εξής) τα σημεία ή επισήματα στις ασπίδες τους και στην πρώρα των πλοίων, για ν αναγνωρίζονται εύκολα μεταξύ τους οι στρατιώτες των μονάδων (Λ=Λακεδαιμόνιοι, Σ=Σικυώνιοι, παραστάσεις θεών ή συμβόλων τους, ζώων, μυθικών όντων κλπ). Ο Μέγας Αλέξανδρος χρησιμοποιούσε στο στράτευμα του σημαίες πορφυρού (=κόκκινου) υφάσματος, που ονομάζονταν φοινικίδες και τοποθετούνταν στην κορυφή των σαρισ(σ)ών (=επιμήκων δοράτων). Αργότερα οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν ανάλογα διακριτικά εμβλήματα, τα signa (=σημεία). Ιδιαιτέρως το Ιππικό της Ρώμης είχε σημαίες από ρούσσισν (δηλ. ερυθρό) ύφασμα, ονομαζόμενες vexilla.
Το κυριότερο ρωμαϊκό έμβλημα, ο αετός (aquila) χρησιμοποιούνταν μέχρι το φθινόπωρο του 312 μ.Χ., οπότε αντικαταστάθηκε κατόπιν διαταγής του Μεγάλου Κωνσταντίνου με το μονόγραμμα του Χριστού (σύμπλεγμα των γραμμάτων Χ και Ρ). Τη σημαία αυτή (labarum-λάβαρον) χρησιμοποίησε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επί μεγάλο διάστημα. Εξέλιξη αυτού του λαβάρου ήταν η σημαία της εποχής της δυναστείας των Παλαιολόγων, δηλ. λευκή με γαλάζιο σταυρό και 4 χρυσές ακτίνες που στα άκρα τους είχαν ισάριθμα γαλάζια Β που σήμαιναν «Βασιλεύς βασιλέων βασιλεύων βασιλευόντων». Ο Δικέφαλος Αετός, από το 1300 μ.Χ. και εξής, ήταν το έμβλημα των Βασιλέων της Νικαίας και μελών του Αυτοκρατορικού Οίκου των Παλαιολόγων.
Κατά την Τουρκοκρατία οι επαναστατικές σημαίες έφεραν παράσταση με τον Δικέφαλο Αετό ή με Σταυρό. Στις 26 Φεβρ. 1821 υψώθηκε στο Ιάσιο της Μολδαβίας η πρώτη σημαία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, που χρησιμοποίησε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στον ηρωικό αγώνα του κατά των Τούρκων. Στη μία όψη έφερε την εικόνα του Σταυρού και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» και στην άλλη παράσταση του Φοίνικος και την επιγραφή «Εκ της κόνεώς μου αναγεννώμαι». Σχεδόν ένα μήνα αργότερα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε στη Μονή Αγίας Λαύρας το περίφημο λάβαρο της Επαναστάσεως. Είχε ορθογώνιο σχήμα και απεικόνιση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Κατά την Επανάσταση του 1821 χρησιμοποιήθηκαν ποικίλες σημαίες, στις οποίες σημαίνουσα παράσταση είναι αυτή του Σταυρού. Η Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1 Ιανουαρίου 1822) καθόρισε ως «χρώματα του Εθνικού σημείου» το «κυανούν και λευκόν» και ως παράσταση αυτή του Σταυρού. Ο αριθμός των 9 λωρίδων της Ελληνικής Σημαίας ανταποκρίνεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στις συλλαβές της γνωστής φράσεως «Ελευθερία ή θάνατος» που αναγραφόταν σε μερικές σημαίες, όταν εξερράγη η Επανάσταση του 1821.
Ο λεπτομερής καθορισμός της Σημαίας μας έγινε κατά καιρούς με διάφορα Διατάγματα, όπως αυτό της 30.7.1828 (Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας) της 4/16 Απρ. 1833 και 28 Αυγ. 1858 (Βασιλεύς Όθων), 28 Δεκ. 1863 (Βασιλεύς Γεώργιος Α') κ.ά. Ο πλέον πρόσφατος σχετικός Νόμος είναι ο υπ' αρ. 851 της 21 Δεκ. 1978, με τον οποίο σαφώς καθορίζονται το σχήμα και οι διαστάσεις του Σταυρού και το πλάτος των εννέα ταινιών (λωρίδων). Βάσει του Νόμου αυτού έχουν καθορισθεί συνολικώς 8 μεγέθη σημαιών και ισάριθμα ύψη κοντών, αναλόγως του προορισμού κάθε σημαίας (επί φρουρίων, δημοσίων και δημοτικών κτηρίων, πρεσβειών, κρατικών οχημάτων και οικιών).
Έτσι, το μεν μέγεθος των σημαιών κυμαίνεται από 6,48μ. Χ 4,32μ. μέχρι 0,27μ. Χ 0,18μ. και το ύψος των κοντών μεταξύ 12μ. και 2,6μ. Όταν η σημαία υψώνεται σε δημόσια κτήρια, στρατόπεδα, εκπαιδευτικά ιδρύματα κλπ, ο κοντός φέρει στην κορυφή του λευκή σφαίρα και επ' αυτής Σταυρό. Αν η σημαία υψώνεται σε ιδιωτικά γραφεία, οικίες, καταστήματα κλπ. τότε ο κοντός φέρει στην κορυφή του κυλινδρικό τεμάχιο που καμπυλώνεται στο άνω μέρος του. Σε περίπτωση αποκαλυπτηρίων προτομών ή αγαλμάτων, αυτά καλύπτονται με κυανόλευκες ταινίες και όχι με τη σημαία. Σε περίπτωση φθοράς της, η σημαία καταστρέφεται διά πυρός, βάσει σχετικής διαδικασίας.