Την 1η Φλεβάρη, αντιπροσωπεία πέντε Ομοσπονδιών εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Βουλής Ν. Βούτση, ζητώντας εξηγήσεις για τη μεγάλη καθυστέρηση να έρθει προς συζήτηση στη Βουλή το σχέδιο νόμου που έχουν καταθέσει 530 Ομοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα και Συνδικάτα, από τις 17 Οκτώβρη του περασμένου χρόνου.
Σημειώνεται ότι το σχέδιο νόμου, το οποίο συνυπογράφηκε μέσα από μια μεγάλη καμπάνια και συζήτηση στους χώρους δουλειάς από συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούν εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτούς, προβλέπει την αναπλήρωση των μεγάλων απωλειών στο εργατικό εισόδημα των προηγούμενων χρόνων, την επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, τη γενίκευση και την υποχρεωτικότητά τους, την κατάργηση των διακρίσεων σε βάρος των νέων εργαζομένων, την κατάργηση των ελαστικών μορφών απασχόλησης κ.ά.
Θυμίζουμε ότι η πρόταση νόμου είχε δοθεί σε όλα τα κόμματα, εκτός της Χρυσής Αυγής, από αντιπροσωπεία των χιλιάδων εργαζομένων που διαδήλωσαν στο Σύνταγμα στις 17 Οκτώβρη, ζητώντας να τη φέρουν για συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή. Απ' όλα τα κόμματα, μόνο η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ ανταποκρίθηκε και κατέθεσε την πρόταση των συνδικαλιστικών οργανώσεων ως πρόταση νόμου.
Στην προχτεσινή συνάντηση με τον πρόεδρο της Βουλής, τα συνδικάτα ζήτησαν να προσδιοριστεί η ημερομηνία συζήτησης της πρότασης νόμου. Απαντώντας ο Ν. Βούτσης, είπε ότι η συζήτηση θα γίνει μετά το κλείσιμο της «αξιολόγησης» και ότι δεν θα συζητηθεί το σχέδιο νόμου που συνέταξαν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά μόνο κάποιες πλευρές του, προσαρμοσμένες και αυτές στη γενικότερη αντεργατική πολιτική της κυβέρνησης.
Δηλαδή, ο πρόεδρος της Βουλής και στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ ομολογεί ότι η καθυστέρηση μόνο τυχαία δεν είναι, αφού η κυβέρνηση έχει σκοπό πρώτα να νομοθετήσει τα νέα αντεργατικά μέτρα, που μήνες τώρα προετοιμάζει σε συνεργασία με το κουαρτέτο και μετά να «ξεπετάξει» την πρόταση νόμου, σε μια συζήτηση κατόπιν εορτής, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που μπαίνουν στον «πάγο» των κοινοβουλευτικών διαδικασιών προτάσεις νόμου του ΚΚΕ, με τις οποίες μεταφέρονται στη Βουλή τα δίκαια αιτήματα και οι διεκδικήσεις των εργαζομένων. Αλλά ακόμα και όταν τελικά συζητιούνται, απορρίπτονται πανηγυρικά και ομόφωνα από την κυβέρνηση και τα αστικά κόμματα της αντιπολίτευσης, και μάλιστα χωρίς να φτάσουν καν στην Ολομέλεια, με την επίκληση αντιδραστικών άρθρων του κανονισμού της Βουλής.
Εντελώς αντίθετη είναι όμως η μεταχείριση που επιφυλάσσουν η κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα στις απαιτήσεις των βιομηχάνων και των άλλων μεγαλοεργοδοτών, τις οποίες σπεύδουν να ικανοποιήσουν με τη γενικότερη αντιλαϊκή τους πολιτική. Άλλωστε, πολλά από τα νομοσχέδια που καταλήγουν στη Βουλή έχουν προετοιμαστεί σε διάφορα όργανα διαβούλευσης και «διαλόγου», επίσημα και ανεπίσημα, σε «φόρα» και επιτροπές, όπου το κεφάλαιο έχει φυσική παρουσία και τον πρώτο λόγο, ζητώντας μέτρα για την ενίσχυση της «ανταγωνιστικότητας» και προνόμια για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας.
Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση της πρωτοβουλίας των συνδικάτων επιβεβαιώνει ότι οι εργαζόμενοι δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από την κυβέρνηση και τα άλλα κόμματα του κεφαλαίου, όσους όρκους πίστης κι αν δίνουν στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα. Ο στόχος της ανάκαμψης και της ευημερίας των κερδών του κεφαλαίου, τον οποίο υπηρετούν, είναι ασυμβίβαστος με τα δικαιώματα και τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζόμενων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.
Απ' αυτή τη σκοπιά, πραγματική διέξοδο μπορεί να δώσει μόνο η διεκδίκηση με ισχυρούς, μαζικούς, ταξικούς αγώνες των αιτημάτων που συμπεριέλαβε και η πρόταση νόμου, τα οποία αποτελούν το πλαίσιο πάλης εκατοντάδων συνδικαλιστικών οργανώσεων σε όλη τη χώρα.
Σημειώνεται ότι το σχέδιο νόμου, το οποίο συνυπογράφηκε μέσα από μια μεγάλη καμπάνια και συζήτηση στους χώρους δουλειάς από συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούν εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτούς, προβλέπει την αναπλήρωση των μεγάλων απωλειών στο εργατικό εισόδημα των προηγούμενων χρόνων, την επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, τη γενίκευση και την υποχρεωτικότητά τους, την κατάργηση των διακρίσεων σε βάρος των νέων εργαζομένων, την κατάργηση των ελαστικών μορφών απασχόλησης κ.ά.
Θυμίζουμε ότι η πρόταση νόμου είχε δοθεί σε όλα τα κόμματα, εκτός της Χρυσής Αυγής, από αντιπροσωπεία των χιλιάδων εργαζομένων που διαδήλωσαν στο Σύνταγμα στις 17 Οκτώβρη, ζητώντας να τη φέρουν για συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή. Απ' όλα τα κόμματα, μόνο η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ ανταποκρίθηκε και κατέθεσε την πρόταση των συνδικαλιστικών οργανώσεων ως πρόταση νόμου.
Στην προχτεσινή συνάντηση με τον πρόεδρο της Βουλής, τα συνδικάτα ζήτησαν να προσδιοριστεί η ημερομηνία συζήτησης της πρότασης νόμου. Απαντώντας ο Ν. Βούτσης, είπε ότι η συζήτηση θα γίνει μετά το κλείσιμο της «αξιολόγησης» και ότι δεν θα συζητηθεί το σχέδιο νόμου που συνέταξαν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά μόνο κάποιες πλευρές του, προσαρμοσμένες και αυτές στη γενικότερη αντεργατική πολιτική της κυβέρνησης.
Δηλαδή, ο πρόεδρος της Βουλής και στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ ομολογεί ότι η καθυστέρηση μόνο τυχαία δεν είναι, αφού η κυβέρνηση έχει σκοπό πρώτα να νομοθετήσει τα νέα αντεργατικά μέτρα, που μήνες τώρα προετοιμάζει σε συνεργασία με το κουαρτέτο και μετά να «ξεπετάξει» την πρόταση νόμου, σε μια συζήτηση κατόπιν εορτής, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που μπαίνουν στον «πάγο» των κοινοβουλευτικών διαδικασιών προτάσεις νόμου του ΚΚΕ, με τις οποίες μεταφέρονται στη Βουλή τα δίκαια αιτήματα και οι διεκδικήσεις των εργαζομένων. Αλλά ακόμα και όταν τελικά συζητιούνται, απορρίπτονται πανηγυρικά και ομόφωνα από την κυβέρνηση και τα αστικά κόμματα της αντιπολίτευσης, και μάλιστα χωρίς να φτάσουν καν στην Ολομέλεια, με την επίκληση αντιδραστικών άρθρων του κανονισμού της Βουλής.
Εντελώς αντίθετη είναι όμως η μεταχείριση που επιφυλάσσουν η κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα στις απαιτήσεις των βιομηχάνων και των άλλων μεγαλοεργοδοτών, τις οποίες σπεύδουν να ικανοποιήσουν με τη γενικότερη αντιλαϊκή τους πολιτική. Άλλωστε, πολλά από τα νομοσχέδια που καταλήγουν στη Βουλή έχουν προετοιμαστεί σε διάφορα όργανα διαβούλευσης και «διαλόγου», επίσημα και ανεπίσημα, σε «φόρα» και επιτροπές, όπου το κεφάλαιο έχει φυσική παρουσία και τον πρώτο λόγο, ζητώντας μέτρα για την ενίσχυση της «ανταγωνιστικότητας» και προνόμια για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας.
Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση της πρωτοβουλίας των συνδικάτων επιβεβαιώνει ότι οι εργαζόμενοι δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από την κυβέρνηση και τα άλλα κόμματα του κεφαλαίου, όσους όρκους πίστης κι αν δίνουν στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα. Ο στόχος της ανάκαμψης και της ευημερίας των κερδών του κεφαλαίου, τον οποίο υπηρετούν, είναι ασυμβίβαστος με τα δικαιώματα και τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζόμενων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.
Απ' αυτή τη σκοπιά, πραγματική διέξοδο μπορεί να δώσει μόνο η διεκδίκηση με ισχυρούς, μαζικούς, ταξικούς αγώνες των αιτημάτων που συμπεριέλαβε και η πρόταση νόμου, τα οποία αποτελούν το πλαίσιο πάλης εκατοντάδων συνδικαλιστικών οργανώσεων σε όλη τη χώρα.