Οι γεύσεις παραμένουν γνωστές και συνεχίζουν να προσφέρουν στον ουρανίσκο την ίδια ευχαρίστηση. Απλά στη σημερινή εποχή έχουμε γίνει λίγο πιο «ειδικοί» στο θέμα του ψησίματος , λόγω εξοπλισμού και εξειδίκευσης.
Οι λέξεις «γαρδούμιο» και η «πλεκτή» δηλαδή τα γνωστά σε όλους μας, γαρδούμπα και κοκορέτσι αναφέρονται ακόμη και στα ομηρικά έπη. Ο τρόπος δε που τα έφτιαχναν, δε διαφέρει και πολύ από τον τωρινό.
Πριν «πλέξουν» το κοκορέτσι μαρινάριζαν τα έντερα σε ξύδι, νερό και μέλι. Το ξύδι καθάριζε από τα τυχόν μικρόβια αλλά και αφυδάτωνε το έντερο, ενώ το μέλι δημιουργούσε μια καραμελωμένη κρούστα. Η γεύση του μελιού δεν ήταν έντονη απλά βελτίωνε την υφή του.
Όταν σούβλιζαν το αρνί και το κατσίκι, λόγω της έλλειψης πινέλου για να το αλείφουν, βουτούσαν ένα κλαδί από πεύκο σε χυμούς άγουρου σταφυλιού και άγουρου δαμάσκηνου και άλειφαν το κρέας, κάνοντας το έτσι να αποκτήσει μια ιδιαίτερη γεύση από φρούτα και ρετσίνι.
Οι λέξεις «γαρδούμιο» και η «πλεκτή» δηλαδή τα γνωστά σε όλους μας, γαρδούμπα και κοκορέτσι αναφέρονται ακόμη και στα ομηρικά έπη. Ο τρόπος δε που τα έφτιαχναν, δε διαφέρει και πολύ από τον τωρινό.
Πριν «πλέξουν» το κοκορέτσι μαρινάριζαν τα έντερα σε ξύδι, νερό και μέλι. Το ξύδι καθάριζε από τα τυχόν μικρόβια αλλά και αφυδάτωνε το έντερο, ενώ το μέλι δημιουργούσε μια καραμελωμένη κρούστα. Η γεύση του μελιού δεν ήταν έντονη απλά βελτίωνε την υφή του.
Όταν σούβλιζαν το αρνί και το κατσίκι, λόγω της έλλειψης πινέλου για να το αλείφουν, βουτούσαν ένα κλαδί από πεύκο σε χυμούς άγουρου σταφυλιού και άγουρου δαμάσκηνου και άλειφαν το κρέας, κάνοντας το έτσι να αποκτήσει μια ιδιαίτερη γεύση από φρούτα και ρετσίνι.