Συχνά βλέπετε στο δρόμο κάποιες γυναίκες να περπατούν πολύ έντονα κουνιστά και οι άνθρωποι γύρω τους να τις αποκαλούν «σουσουράδες». Τις χαρακτηρίζουν έτσι εξαιτίας του πτηνού σουσουράδας. Η σουσουράδα επειδή το «σήμα κατατεθέν» της είναι η ουρά της, που την κουνά συνεχώς , την παρομοίασαν με τη γυναίκα που λικνίζεται πέραν του κανονικού.
Η σουσουράδα, λοιπόν - απ'το σεισ-ουράδα, σεισ-ούρα, καθώς σείει την ουρά της- που χάρισε τ'όνομά της σε κάθε "πεταχτή" γυναίκα! Επισημότερα και πιο καθαρευουσιάνικα λεγόταν -πώς αλλιώς;- σεισοπυγίς, από το σείω και το πυγή = γλουτοί, οπίσθια (εξ ου κι η γνωστότατη πυγο-λαμπίδα). Αλλά αναφέρεται και ως σεισ-ούρα και ως κωλο-σούσα! Είχε, δεν είχε, με το πολύ το κούνημα της έμεινε το παρατσούκλι! Και σαν να μην έφτανε αυτό, με τις τσαχπινιές της θεώρησαν πως έρρεπε προς τον έρωτα και την αφιερώσανε στην Αφροδίτη. Κι έτσι βρήκε μεγάλους μπελάδες από κάτι μάγισσες που ανακατεύονταν με ερωτικά μαντζούνια και από απελπισμένες γυναίκες που κυνηγούσαν τους άντρες τους! Αλλά ας τα πάρουμε απ'την αρχή:
Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι την ονοματίζανε και "ίυγξ" (ίσως πριν καθιερωθεί επισήμως το παρατσούκλι της!), εκ του ιύζω= κραυγάζω, φωνάζω δυνατά. Ένας μύθος, λοιπόν, έλεγε ότι η Ίυγξ ήταν κορούλα του Πανός και της Ηχούς (ή κατ' άλλους της Πειθούς) και θεράπαινα (υπηρέτρια) της Ιούς, της κόρης του Ινάχου. Τούτη η Ίυγξ, λοιπόν, καθώς ήταν εμπειρότατη στα ερωτικά γιατροσόφια, χρησιμοποίησε τα μαγικά της για να προσελκύσει το Δία προς την Ιώ. Ε, μόλις το πήρε πρέφα η Ήρα, έξαλλη από τη ζήλια της, τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο πτηνό! Έτσι της καημένης της σουσουράδας, δεν της φτάνει που της έμεινε τ'όνομα απ'τα κουνήματά της, κληρονόμησε και τη φήμη της ερωτομάγισσας απ'την πρότερη ζωή της. Οπότε, αφορμή βρήκαν κάτι "φαρμακεύτρες" αργότερα να τη χρησιμοποιήσουνε στα κόλπα τους, δένοντάς την την κακομοίρα στο μαγικό τροχό που περιστρέφονταν καθώς λέγαν τα ξόρκια τους! Γι'αυτό καλά λένε, "κάλλιο να σου βγει το μάτι, παρά τ'όνομα"!
Επομένως, ίυγξ κατέληξε να σημαίνει μεταφορικά "θέλγητρον, πανδήποτέ τι εφελκυστικόν' ακατάσχετος επιθυμία, σφοδρά έφεσις", αλλά και ο ίδιος "ο μαγικός τροχός επί τον οποίον περιεστρέφετο δεδεμένη η ίυγξ" (Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης", Ανθίμου Γαζή).