Στο Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, που διατηρεί αναλλοίωτη τη φυσιογνωμία του όπως αυτή διαμορφώθηκε τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, λειτουργεί παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης, το οποίο διαθέτει μια εκλεκτή συλλογή από έργα εμπνευσμένα από τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων (Θ. Βρυζάκης, Φ.Μαργαρίτης, Διον,Τσόκος, Ν.Γύζης, Νικ.Λύτρας κ.α.).
Το παράρτημα, όπως αναφέρεται στη σχετική ιστοσελίδα www.nationalgallery.gr. εγκαινιάστηκε στις 5 Μαΐου 2004. Στεγάζεται σε θαυμάσιο νεοκλασικό κτίριο που παραχώρησε στην Ε.Π.Μ.Α.Σ. ο Δήμος Ναυπλίου με τη μεσολάβηση του Προέδρου του Δ.Σ. της ΕΠΜΑΣ, επίτιμου Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και έγκριτου πολίτη του Ναυπλίου κ. Αποστόλου Μπότσου.
Το κτίριο, το οποίο ήταν ερείπιο, ανακαινίστηκε και εξοπλίστηκε μουσειολογικά με δαπάνες του Ιδρύματος «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης». Παρουσιάζει έργα από τις συλλογές της Ε.Π.Μ.Α.Σ. με ιστορική θεματολογία από τον Αγώνα του ’21 για να τονιστεί ο χαρακτήρας της πρώτης πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους.
Διαθέτει και χώρο όπου εναλλάσσονται περιοδικές εκθέσεις. Στο παράρτημα του Ναυπλίου λειτουργούν επίσης εκπαιδευτικά προγράμματα που απευθύνονται σε σχολεία όλης της περιοχής.
Μόνιμη έκθεση Παραρτήματος Ναυπλίου
Διαβάζουμε από την ιστοσελίδα του παραρτήματος της Εθνικής Πινακοθήκης στο Ναύπλιο: Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, ενταγμένη στο ιδεολογικό πλαίσιο του 19ου αιώνα, εποχή σημαντικών ανακατατάξεων και σκληρών αγώνων για την κατάκτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των λαών, αποτέλεσε σύμβολο της απελευθέρωσης του πνεύματος και της ανεξαρτησίας της σκέψης.Θεόδωρος Βρυζάκης (1819-1878). Η Ελλάς Ευγνωμονούσα, 1858. Λάδι σε μουσαμά, 215 x 157 εκ.
Δωρεά Πανεπιστημίου, Αρ. έργου 3202. Πηγή: Εθνική Πινακοθήκη, παράρτημα Ναυπλίου.
Μέσα στο κλίμα του ρομαντισμού που επικρατούσε, η φιλελεύθερη Ευρώπη σκύβει με ενδιαφέρον και θαυμασμό πάνω στους αγώνες της μικρής σκλαβωμένης Ελλάδας. Ο πόθος για απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, που διατηρήθηκε ζωντανός επί τετρακόσια χρόνια, αποτελεί ενσάρκωση του ίδιου ελεύθερου πνεύματος που χαρακτήριζε την αρχαία ελληνική σκέψη και η εξέγερση του μικρού και ηρωικού αυτού λαού ταυτίζεται με τους αγώνες απελευθέρωσης του ανθρώπινου πνεύματος από κάθε μορφής καταπίεση.
Οι λάτρεις της κλασικής παιδείας και της αρχαιότητας είδαν τους «οπλοφόρους φουστανελάδες» ως αναπόσπαστο τμήμα των αρχαίων μνημείων και τους Έλληνες ως τον λαό που ενσαρκώνει επί χιλιετίες τις ίδιες ιδέες, τα ίδια ιδανικά. Το πανευρωπαϊκό αυτό ρεύμα συμπάθειας προς την αγωνιζόμενη Ελλάδα, ο Φιλελληνισμός, θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και θα αναγκάσει τελικά τις φιλελεύθερες κυβερνήσεις να ενεργοποιηθούν υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης.
Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συμβολή των ευρωπαίων καλλιτεχνών με έργα εμπνευσμένα από συγκλονιστικά γεγονότα που συνέβησαν κατά την εξέλιξη του Αγώνα, όπως ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη, η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη, η Έξοδος του Μεσολογγίου γιατί, προβάλλοντας τον ηρωισμό και την αυτοθυσία του αγωνιζόμενου λαού προβάλλουν συγχρόνως αξιομίμητα πρότυπα αρετής και ανδρείας. Η απεικόνιση σκηνών του Αγώνα της Ανεξαρτησίας αναδείκνυε τις αρετές του γένους των Ελλήνων ενώ η προβολή του ελληνικού χώρου με τους αρχαίους ερειπιώνες και η επιστροφή στις προγονικές ηθικές αξίες εξυπηρετούσαν την επάνοδο στα αρχαιοελληνικά ιδεώδη.
Η ανάγκη επιβεβαίωσης της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων και της πολιτισμικής συνέχειας θα εκφρασθεί με την αισθητική που επικρατούσε στη Δυτική Ευρώπη. Οι έλληνες καλλιτέχνες, πιστεύοντας ότι οφείλουν να διασώσουν την ιστορική μνήμη του Αγώνα ακολουθώντας τις τάσεις της τέχνης της Δύσης, θα βασιστούν στην εικονογραφία που αναπτύχθηκε από το κίνημα του Φιλελληνισμού.
Έτσι οι απεικονίσεις του Αγώνα μετά την ίδρυση του ελεύθερου ελληνικού κράτους από έλληνες πια καλλιτέχνες θα είναι εξιδανικευμένες όπως υπαγόρευε ο φιλελληνικός προσανατολισμός. Ο Θεόδωρος Βρυζάκης και ο Διονύσιος Τσόκος, οι σπουδαιότεροι ζωγράφοι των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων, παρόλον ότι δίνουν μια διαφορετική άποψη του Αγώνα από εκείνη των Φιλελλήνων δεν παύουν να τον βλέπουν με τα μάτια των δασκάλων τους, που φλέγονταν από συναισθήματα συμπάθειας και θαυμασμού προς τον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό.
Στα έργα του Βρυζάκη ανιχνεύεται ο φιλελληνικός προσανατολισμός του περιβάλλοντος του βασιλιά Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας που εξιδανίκευε τον Αγώνα, και που εκφράζεται μέσα από μια ρομαντική και ιδεαλιστική αντίληψη ακόμη και όταν πρόκειται για σκηνές πόνου και οδύνης, ενώ ο Τσόκος, που η ιδεολογία του διαμορφώθηκε στο φιλελεύθερο περιβάλλον της Επτανήσου και της Βενετίας, οδηγείται σε μια περισσότερο ρεαλιστική ζωγραφική, αλλά πάντα μέσα στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής παιδείας.
Τα έργα τόσο των Ελλήνων όσο και των ξένων καλλιτεχνών, στα οποία τονίζεται η σχέση των νεοελλήνων με τους αρχαίους, προβάλλονται το ηρωικό μεγαλείο και η αυτοθυσία, αρετές που διασώθηκαν δια μέσου των αιώνων, εξυμνείται η ελληνική λεβεντιά σε μορφές που διασώθηκαν δια μέσου των αιώνων, εξυμνείται η ελληνική λεβεντιά σε μορφές που χαρακτηρίζονται για τη λιτή και κλασική ομορφιά τους, βρίσκουν ανταπόκριση στον λαό που αυτή την εποχή αισθάνεται την ανάγκη διαρκούς επιβεβαίωσης της πολιτισμικής του συνέχειας και της εθνικής του ταυτότητας.Aivasowsky Ivan (1817-1900). Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη, 1881.
Σκηνές καθημερινότητας που διαδραματίζονται ανάμεσα σεε αρχαία ερείπια, παιδιά ντυμένα με στολή τσολιά, που γίνεται πλέον εθνικό σύμβολο, η απόδοση τιμής και ευγνωμοσύνης σε όσους προσέφεραν για την ελευθερία, είναι θέματα που με την ιδεολογική τους φόρτιση ικανοποιούν τις ανάγκες έκφρασης της ελληνικής κοινωνίας.
Το Ναύπλιο, η πρώτη πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, που διατηρεί αναλλοίωτη τη φυσιογνωμία του όπως αυτή διαμορφώθηκε τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, είναι οπωσδήποτε ο καταλληλότερος τόπος για να φιλοξενηθεί και να προβληθεί η θεματογραφία του Αγώνα. Στην πόλη σε κάθε γωνιά της οποίας η μνήμη της Ελληνικής Επανάστασης είναι ζωντανή, τα έργα τέχνης έρχονται όχι μόνο να μορφοποιήσουν αλλά προπαντός να αναδείξουν τον λειτουργικό της ρόλο στη διατήρηση της συνέχειας του Έθνους.
Η έκθεση των έργων ζωγραφικής διαρθρώνεται σε πέντε ενότητες οι οποίες καλύπτουν θέματα ή απεικονίζουν ιστορικά συμβάντα, όπως διαμορφώθηκε η εικονογραφία τους μέσα από την εξέλιξη της τέχνης του 19ου αιώνα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Ξεκινώντας με την ενότητα «Σκηνές του Αγώνα. Μάχες-Ήρωες» όπου απεικονίζονται ιστορικά συμβάντα και μορφές συνεχίζουμε με το ξεχωριστό θέμα του «Θνήσκοντος ήρωος», το οποίο με αφορμή τη θυσία και τον θάνατο γνωστών ηρώων κατέστη σύμβολο των πανανθρώπινων αγώνων για την πίστη και την ελευθερία.
Στην επόμενη ενότητα αναδεικνύεται ο σχεδόν πάντα νικηφόρος Αγώνας στη θάλασσα, που έρχεται να αναπτερώσει το φρόνημα των αγωνιζόμενων Ελλήνων και να καταστεί καθοριστικός παράγοντας της νίκης. Ένα μεγάλο μέρος της δημιουργίας των καλλιτεχνών είναι αφιερωμένο στα δεινά επακόλουθα του πολέμου, όχι μόνο τις κακουχίες αλλά και την καταγγελία της έλλειψης φροντίδας από την πολιτεία, ενώ στην τελευταία ενότητα παρουσιάζονται έργα που δείχνουν τις τάσεις που διαμορφώνουν την ιδεολογία του ελεύθερου κράτους.
Παράλληλα, γλυπτά αντικείμενα καθημερινής χρήσης, οπλισμός των αγωνιστών και εξαρτήματά του συμπληρώνουν την έκθεση αποδεικνύοντας το εύρος της διάδοσης των εικονογραφικών θεμάτων του Αγώνα.
Η Εθνική Πινακοθήκη
Η Εθνική Πινακοθήκη, όπως μας πληροφορεί η διευθύντριά της, κ. Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στην σχετική ιστοσελίδα, ιδρύθηκε στις 10 Απριλίου 1900 με νόμο ο οποίος προέβλεπε και θέση εφόρου του Ιδρύματος. Στη θέση αυτή διορίστηκε ο γνωστός ζωγράφος Γεώργιος Ιακωβίδης. Στις 28/6/1900 θεσμοθετήθηκε και ο κανονισμός λειτουργίας της. Οι πρώτες συλλογές της προέρχονταν από το Πολυτεχνείο και το Πανεπιστήμιο
Σ’ αυτές προστέθηκαν αμέσως μετά σημαντικές δωρεές. Σήμερα η Εθνική Πινακοθήκη περικλείει στις συλλογές της περισσότερα από 20.000 έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, χαρακτικής και άλλων μορφών τέχνης και αποτελεί το θησαυροφυλάκιο της νεότερης ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας, καλύπτοντας μια περίοδο από τα μεταβυζαντινά χρόνια ως τις μέρες μας. Διαθέτει επίσης μία αξιόλογη συλλογή δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής. Το 1954 η Εθνική Πινακοθήκη συγχωνεύτηκε με το κληροδότημα Αλεξάνδρου Σούτζου απ’ όπου προέρχεται και η διπλή της ονομασία.
Η Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και διοικείται από εννεαμελές Διοικητικό Συμβούλιο. Ο Πρόεδρος εκλέγεται από τα μέλη. Ο Διευθυντής, που έχει την ευθύνη του καλλιτεχνικού και μουσειολογικού προγραμματισμού, διορίζεται από τον Υπουργό Πολιτισμού με πενταετή θητεία, που μπορεί να ανανεώνεται.
Το Μουσείο διαθέτει τρεις διευθύνσεις: α) τη Διεύθυνση Διοικητικού-Οικονομικού β) τη Διεύθυνση Συλλογών και γ) τη Διεύθυνση Συντήρησης, με τρεις διευθυντές επικεφαλής. Το Μουσείο έχει περίπου 80-90 υπαλλήλους μόνιμους και έκτακτους. Μισθοί και ανελαστικές δαπάνες λειτουργίας καλύπτονται από κρατική επιχορήγηση. Έσοδα από κληροδοτήματα καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες: π.χ. το κληροδότημα Σούτζου καλύπτει μόνο κτιριακές δαπάνες, εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης και αγορές παλαιών έργων τέχνης (οι δημιουργοί πρέπει να έχουν αποβιώσει τριάντα χρόνια πριν).
Προτάσεις για αγορές και εκθέσεις υποβάλλει η πενταμελής καλλιτεχνική επιτροπή, που συγκροτείται από τον Διευθυντή και τέσσερα μέλη του Δ.Σ. με την εγγύτερη σχέση με το αντικείμενο. Την ευθύνη του καλλιτεχνικού προγραμματισμού έχει ο Διευθυντής.
Ο θεσμικός ρόλος της Εθνικής Πινακοθήκης είναι η συλλογή, διαφύλαξη, συντήρηση, μελέτη και εκθέση έργων τέχνης, με σκοπό την αισθητική καλλιέργεια του κοινού, την δια βίου εκπαίδευση μέσα απο την τέχνη και την ψυχαγωγία που αυτή προσφέρει, αλλά και την αυτογνωσία των Ελλήνων με τη βοήθεια της ιστορίας της τέχνης, η οποία εκφράζει σε συμβολικό επίπεδο τον εθνικό βίο.
Στην οργάνωση, τη λειτουργία, στον εμπλουτισμό των συλλογών της, στην εξεύρευση λύσης για την οριστική της στέγαση συνέβαλαν οι διαδοχικοί διευθυντές της και ιδιαίτερα ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1918-1940), που διαδέχτηκε τον Γεώργιο Ιακωβίδη, διακεκριμένος κριτικός τέχνης και συγγραφέας, εμπλούτισε τις συλλογές της Πινακοθήκης με σημαντικά έργα Ελλήνων καλλιτεχνών μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η Συναυλία των Αγγέλων του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, που αγοράστηκε το 1931 σε δημοπρασία στο Μόναχο, έναντι του σημαντικού ποσού των 5.900.000 δρχ. που κατέβαλλε το ελληνικό κράτος.
Σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου οι θησαυροί της Πινακοθήκης παρέμεναν κρυμμένοι στο Αρχαιολογικό Μουσείο απ’ όπου τους παρέλαβε ο Μαρίνος Καλλιγάς που διορίστηκε διευθυντής το 1949. Ο Μαρίνος Καλλιγάς, ιστορικός τέχνης και βυζαντινολόγος, ανέδειξε τα έργα της Πινακοθήκης οργανώνοντας εκθέσεις στο Ζάππειο, εμπλούτισε τις συλλογές της με σημαντικές αγορές, κατάφερε να εντάξει στο Μουσείο το πλούσιο κληροδότημα του Αλέξανδρου Σούτζου και έδωσε τελικά λύση στο χρόνιο στεγαστικό του πρόβλημα με την εξεύρεση του οικοπέδου και την ανέγερση του νέου κτιρίου με σχέδια των αρχιτεκτόνων Παύλου Μυλωνά και Δημήτρη Φατούρου.
Το κτίριο, που είχε θεμελιωθεί το 1964, ολοκληρώθηκε και εγκαινιάστηκε το 1976 από τον νέο διευθυντή Δημήτρη Παπαστάμο, που διορίστηκε τον Δεκέμβριο του 1972. Στη διάρκεια της θητείας του εκτέθηκαν οι μόνιμες συλλογές στις νέες κτιριακές εγκαταστάσεις, οργανώθηκαν σημαντικές εκθέσεις Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, πραγματοποιήθηκαν σημαντικές αγορές και δωρεές έργων τέχνης και ιδρύθηκε το παράρτημα της Κουμανταρείου Πινακοθήκης Σπάρτης.
Ο Δημήτρης Παπαστάμος φρόντισε για την οργάνωση της Πινακοθήκης και την στελέχωση του επιστημονικού προσωπικού της.
Από το 1992 διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης είναι η Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Στη διάρκεια της θητείας της οργανώθηκαν μια σειρά από επιτυχημένες εκθέσεις Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, μονογραφικές και θεματικές, που κατάφεραν να προσελκύσουν το ευρύ κοινό και να εδραιώσουν την Πινακοθήκη στη συνείδηση του κόσμου (πέντε εκατομμύρια επισκέψεις από το 1992). Με προσωπικές ενέργειες εξασφάλισε τη γενναιόδωρη και ζωτικής σημασίας στήριξη χορηγών, που κάλυψαν το 70% του προϋπολογισμού των δράσεων του μουσείου.
Το 2000 η Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου γιόρτασε τα 100 της χρόνια. Η ιστορική αυτή επέτειος σηματοδοτήθηκε με τα λαμπρά εγκαίνια της νέας παρουσίασης των μονίμων συλλογών του μουσείου στους ανακαινισμένους εσωτερικούς χώρους που πραγματοποιήθηκε με χορηγία του Ιδρύματος «Σταύρος Σ. Νιάρχος».
Οι μόνιμες συλλογές παρουσιάσθηκαν με σύγχρονη μουσειολογική άποψη που παρακολουθεί την παράλληλη εξέλιξη τέχνης και κοινωνίας. Με το πρόγραμμα «Κοινωνία της Πληροφορίας» τα έργα των συλλογών ψηφιοποιήθηκαν και καταγράφηκαν ηλεκτρονικά. Η Ε.Π.Μ.Α.Σ. έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια μεγάλη εκδοτική δραστηριότητα σε έντυπη και σε ψηφιακή μορφή με οδηγούς των συλλογών της, με σημαντικούς επιστημονικούς καταλόγους που συνοδεύουν τις εκθέσεις και με παιδαγωγικά βιβλία για νέους.
Η Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, με σκοπό να επεκτείνει τη δράση και τον παιδαγωγικό της ρόλο και στην περιφέρεια, πρόσθεσε στην προϋπάρχουσα Κουμαντάρειο Πινακοθήκη Σπάρτης δύο ακόμη παραρτήματα: στην Κάτω Κορακιάνα της Κέρκυρας,το 1993, και στο Ναύπλιο, το2004, σε κτίριο που παραχώρησε ο δήμος Ναυπλίου με πρωτοβουλία του Προέδρου του Δ.Σ. της Ε.Π.Μ.Α.Σ. κ. Απόστολου Μπότσου, και το οποίο ανακαινίστηκε και εξοπλίστηκε μουσειολογικά από το Κοινωφελές Ίδρυμα«Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης».
Στην έμπνευση και στις προσπάθειες της διευθύντριας Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα οφείλεται και η ίδρυση της Εθνικής Γλυπτοθήκης, που λειτουργεί από το 2004 στο Άλσος Στρατού στην περιοχή Γουδή και στεγάζει την ιστορία της νεότερης ελληνικής γλυπτικής, φιλοξενώντας συγχρόνως και περιοδικές εκθέσεις.
Το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος χρηματοδότησε τόσο τις μελέτες για τον εκσυγχρονισμό των δυο διατηρητέων κτιρίων των παλαιών βασιλικών στάβλων του ιππικού όσο και την παρουσίαση των συλλογών γλυπτικής σε ένα από τα δίδυμα κτίρια και σε υπαίθριο χώρο έξι στρεμμάτων. Η ανακαίνιση πραγματοποιήθηκε με την ένταξη του έργου στο Γ΄ ΚΠΣ από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Η Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου διαθέτει μια πλούσια βιβλιοθήκη με ανεκτίμητο αρχειακό υλικό και εξειδικευμένα εργαστήρια συντήρησης, εξοπλισμένα με τα πιο σύγχρονα συστήματα ανίχνευσης, μελέτης και αποκατάστασης έργων τέχνης. Διαθέτει επίσης ένα άξιο επιστημονικό, διοικητικό και φυλακτικό προσωπικό, που καλύπτει με επάρκεια και αφιλοκερδή ζήλο τις απαιτητικές και πολύμορφες λειτουργίες ενός τόσο σημαντικού μουσείου.
Ύστερα από απόφαση του Δ.Σ. του Ιδρύματος Ευριπίδη Κουτλίδη, που επικυρώθηκε από το Εφετείο Αθηνών, η σημαντική ομώνυμη συλλογή νεότερης ελληνικής τέχνης συστεγάζεται πλέον με τις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης. Στην Εθνική Πινακοθήκη περιήλθε επίσης το Ίδρυμα Χρήστου και Σούλης Καπράλου, με ολόκληρο το έργο του γλύπτη, το μουσείο του στην Αίγινα και ένα σημαντικό ποσό για την επέκτασή του (1.200.000).
Άλλα μεγάλα κληροδοτήματα όπως της Φρόσως Ευθυμιάδη-Μενεγάκη και της Μπέλλας Ραφτοπούλου δωρήθηκαν επίσης στην Ε.Π.Μ.Α.Σ. τα τελευταία χρόνια. Μεγάλες δωρεές όπως του Γιάννη Μόραλη, του Νίκου Νικολάου, του Ιωάννη Αβραμίδη, του Παναγιώτη Τέτση, του Δημήτρη Μυταρά, του Αλέκου Φασιανού, του Δανιήλ, του Μολφέση και άλλων καλλιτεχνών εμπλούτισαν τις συλλογές της. Επίσης πραγματοποιήθηκαν σημαντικές αγορές έργων μεταξύ των οποίων δυο πίνακες του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν στις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης 3.000 περίπου έργα.
Με όλους αυτούς τους θησαυρούς, τη διαχείρησή τους, τις πολλαπλές δραστηριότητες και τις εκθέσεις, η Εθνική Πινακοθήκη ασφυκτιούσε. Η ανάγκη επέκτασης ήταν επιτακτική. Και πράγματι επί διευθύνσεως της καθηγήτριας Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, χάρις στη μέριμνα του Υπουργείου Πολιτισμού, το σχέδιο επέκτασης προχώρησε:
οΟ προμελέτες έγιναν από τους αρχικούς αρχιτέκτονες του κτιρίου, από τα γραφεία των καθηγητών Παύλου & Κωνσταντίνου Μυλωνά και Δημήτρη Φατούρου, με χορηγία του Ιδρύματος “Μαρία Τσάκος”. Οι τελικές μελέτες οφείλονται στο γραφείο “Π. Γραμματόπουλος-Χρ. Πανουσάκης & Συνεργάτες, Αρχιτεκτονική ΕΠΕ” και “Δ. Βασιλόπουλος & Συνεργάτες Ε.Ε.” Η επέκταση προσθέτει 11.020 μ2 στο υπάρχον κτίριο.
Ο προϋπολογισμός του έργου ανέρχεται στα 45 εκ. €, εκ των οποίων τα 32 εκ. € θα καλυφθούν από το ΕΣΠΑ, από το ΥΠ.ΠΟ.Τ., ενώ τα υπόλοιπα 13 εκ. € αποτελούν την γενναιόδωρη συνεισφορά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Η νέα μορφή της Ε.Π.Μ.Α.Σ. είναι σύγχρονη, δυναμική, λειτουργική και ιδιαίτερα ελκυστική.
Ένα δεύτερο μεγάλο έργο πρόκειται να δημοπρατηθεί άμεσα: το Μουσείο Χρήστου Καπράλου στην Αίγινα. Το έργο χρηματοδοτείται από την ΕΠΜΑΣ με το ποσόν των 1.200.000 €, που προέρχεται από το Ίδρυμα Χρήστου και Σούλας Καπράλου, το οποίο περιήλθε στην Εθνική Πινακοθήκη, ενώ το υπόλοιπο 1.800.000 € θα καταβληθεί από την Περιφέρεια Αττικής.
Οι μελέτες έγιναν από το γραφείο του καθηγητή του Ε.Μ.Π. Γιώργο Παρμενίδη και της αρχιτέκτονος Christine Longuepée. Πρόκειται για ένα σύγχρονο βιοκλιματικό κτίριο 1000 τ.μ. που θα στεγάσει εκτός από το έργο του Χρήστου Καπράλου και την «Αίθουσα των τριών φίλων», του Καπράλου, του Μόραλη και του Νικολάου.
Πηγή: Εθνική Πινακοθήκη
Το παράρτημα, όπως αναφέρεται στη σχετική ιστοσελίδα www.nationalgallery.gr. εγκαινιάστηκε στις 5 Μαΐου 2004. Στεγάζεται σε θαυμάσιο νεοκλασικό κτίριο που παραχώρησε στην Ε.Π.Μ.Α.Σ. ο Δήμος Ναυπλίου με τη μεσολάβηση του Προέδρου του Δ.Σ. της ΕΠΜΑΣ, επίτιμου Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και έγκριτου πολίτη του Ναυπλίου κ. Αποστόλου Μπότσου.
Το κτίριο, το οποίο ήταν ερείπιο, ανακαινίστηκε και εξοπλίστηκε μουσειολογικά με δαπάνες του Ιδρύματος «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης». Παρουσιάζει έργα από τις συλλογές της Ε.Π.Μ.Α.Σ. με ιστορική θεματολογία από τον Αγώνα του ’21 για να τονιστεί ο χαρακτήρας της πρώτης πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους.
Διαθέτει και χώρο όπου εναλλάσσονται περιοδικές εκθέσεις. Στο παράρτημα του Ναυπλίου λειτουργούν επίσης εκπαιδευτικά προγράμματα που απευθύνονται σε σχολεία όλης της περιοχής.
Μόνιμη έκθεση Παραρτήματος Ναυπλίου
Διαβάζουμε από την ιστοσελίδα του παραρτήματος της Εθνικής Πινακοθήκης στο Ναύπλιο: Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, ενταγμένη στο ιδεολογικό πλαίσιο του 19ου αιώνα, εποχή σημαντικών ανακατατάξεων και σκληρών αγώνων για την κατάκτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των λαών, αποτέλεσε σύμβολο της απελευθέρωσης του πνεύματος και της ανεξαρτησίας της σκέψης.Θεόδωρος Βρυζάκης (1819-1878). Η Ελλάς Ευγνωμονούσα, 1858. Λάδι σε μουσαμά, 215 x 157 εκ.
Δωρεά Πανεπιστημίου, Αρ. έργου 3202. Πηγή: Εθνική Πινακοθήκη, παράρτημα Ναυπλίου.
Μέσα στο κλίμα του ρομαντισμού που επικρατούσε, η φιλελεύθερη Ευρώπη σκύβει με ενδιαφέρον και θαυμασμό πάνω στους αγώνες της μικρής σκλαβωμένης Ελλάδας. Ο πόθος για απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, που διατηρήθηκε ζωντανός επί τετρακόσια χρόνια, αποτελεί ενσάρκωση του ίδιου ελεύθερου πνεύματος που χαρακτήριζε την αρχαία ελληνική σκέψη και η εξέγερση του μικρού και ηρωικού αυτού λαού ταυτίζεται με τους αγώνες απελευθέρωσης του ανθρώπινου πνεύματος από κάθε μορφής καταπίεση.
Οι λάτρεις της κλασικής παιδείας και της αρχαιότητας είδαν τους «οπλοφόρους φουστανελάδες» ως αναπόσπαστο τμήμα των αρχαίων μνημείων και τους Έλληνες ως τον λαό που ενσαρκώνει επί χιλιετίες τις ίδιες ιδέες, τα ίδια ιδανικά. Το πανευρωπαϊκό αυτό ρεύμα συμπάθειας προς την αγωνιζόμενη Ελλάδα, ο Φιλελληνισμός, θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και θα αναγκάσει τελικά τις φιλελεύθερες κυβερνήσεις να ενεργοποιηθούν υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης.
Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συμβολή των ευρωπαίων καλλιτεχνών με έργα εμπνευσμένα από συγκλονιστικά γεγονότα που συνέβησαν κατά την εξέλιξη του Αγώνα, όπως ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη, η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη, η Έξοδος του Μεσολογγίου γιατί, προβάλλοντας τον ηρωισμό και την αυτοθυσία του αγωνιζόμενου λαού προβάλλουν συγχρόνως αξιομίμητα πρότυπα αρετής και ανδρείας. Η απεικόνιση σκηνών του Αγώνα της Ανεξαρτησίας αναδείκνυε τις αρετές του γένους των Ελλήνων ενώ η προβολή του ελληνικού χώρου με τους αρχαίους ερειπιώνες και η επιστροφή στις προγονικές ηθικές αξίες εξυπηρετούσαν την επάνοδο στα αρχαιοελληνικά ιδεώδη.
Η ανάγκη επιβεβαίωσης της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων και της πολιτισμικής συνέχειας θα εκφρασθεί με την αισθητική που επικρατούσε στη Δυτική Ευρώπη. Οι έλληνες καλλιτέχνες, πιστεύοντας ότι οφείλουν να διασώσουν την ιστορική μνήμη του Αγώνα ακολουθώντας τις τάσεις της τέχνης της Δύσης, θα βασιστούν στην εικονογραφία που αναπτύχθηκε από το κίνημα του Φιλελληνισμού.
Έτσι οι απεικονίσεις του Αγώνα μετά την ίδρυση του ελεύθερου ελληνικού κράτους από έλληνες πια καλλιτέχνες θα είναι εξιδανικευμένες όπως υπαγόρευε ο φιλελληνικός προσανατολισμός. Ο Θεόδωρος Βρυζάκης και ο Διονύσιος Τσόκος, οι σπουδαιότεροι ζωγράφοι των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων, παρόλον ότι δίνουν μια διαφορετική άποψη του Αγώνα από εκείνη των Φιλελλήνων δεν παύουν να τον βλέπουν με τα μάτια των δασκάλων τους, που φλέγονταν από συναισθήματα συμπάθειας και θαυμασμού προς τον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό.
Στα έργα του Βρυζάκη ανιχνεύεται ο φιλελληνικός προσανατολισμός του περιβάλλοντος του βασιλιά Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας που εξιδανίκευε τον Αγώνα, και που εκφράζεται μέσα από μια ρομαντική και ιδεαλιστική αντίληψη ακόμη και όταν πρόκειται για σκηνές πόνου και οδύνης, ενώ ο Τσόκος, που η ιδεολογία του διαμορφώθηκε στο φιλελεύθερο περιβάλλον της Επτανήσου και της Βενετίας, οδηγείται σε μια περισσότερο ρεαλιστική ζωγραφική, αλλά πάντα μέσα στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής παιδείας.
Τα έργα τόσο των Ελλήνων όσο και των ξένων καλλιτεχνών, στα οποία τονίζεται η σχέση των νεοελλήνων με τους αρχαίους, προβάλλονται το ηρωικό μεγαλείο και η αυτοθυσία, αρετές που διασώθηκαν δια μέσου των αιώνων, εξυμνείται η ελληνική λεβεντιά σε μορφές που διασώθηκαν δια μέσου των αιώνων, εξυμνείται η ελληνική λεβεντιά σε μορφές που χαρακτηρίζονται για τη λιτή και κλασική ομορφιά τους, βρίσκουν ανταπόκριση στον λαό που αυτή την εποχή αισθάνεται την ανάγκη διαρκούς επιβεβαίωσης της πολιτισμικής του συνέχειας και της εθνικής του ταυτότητας.Aivasowsky Ivan (1817-1900). Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη, 1881.
Σκηνές καθημερινότητας που διαδραματίζονται ανάμεσα σεε αρχαία ερείπια, παιδιά ντυμένα με στολή τσολιά, που γίνεται πλέον εθνικό σύμβολο, η απόδοση τιμής και ευγνωμοσύνης σε όσους προσέφεραν για την ελευθερία, είναι θέματα που με την ιδεολογική τους φόρτιση ικανοποιούν τις ανάγκες έκφρασης της ελληνικής κοινωνίας.
Το Ναύπλιο, η πρώτη πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, που διατηρεί αναλλοίωτη τη φυσιογνωμία του όπως αυτή διαμορφώθηκε τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, είναι οπωσδήποτε ο καταλληλότερος τόπος για να φιλοξενηθεί και να προβληθεί η θεματογραφία του Αγώνα. Στην πόλη σε κάθε γωνιά της οποίας η μνήμη της Ελληνικής Επανάστασης είναι ζωντανή, τα έργα τέχνης έρχονται όχι μόνο να μορφοποιήσουν αλλά προπαντός να αναδείξουν τον λειτουργικό της ρόλο στη διατήρηση της συνέχειας του Έθνους.
Η έκθεση των έργων ζωγραφικής διαρθρώνεται σε πέντε ενότητες οι οποίες καλύπτουν θέματα ή απεικονίζουν ιστορικά συμβάντα, όπως διαμορφώθηκε η εικονογραφία τους μέσα από την εξέλιξη της τέχνης του 19ου αιώνα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Ξεκινώντας με την ενότητα «Σκηνές του Αγώνα. Μάχες-Ήρωες» όπου απεικονίζονται ιστορικά συμβάντα και μορφές συνεχίζουμε με το ξεχωριστό θέμα του «Θνήσκοντος ήρωος», το οποίο με αφορμή τη θυσία και τον θάνατο γνωστών ηρώων κατέστη σύμβολο των πανανθρώπινων αγώνων για την πίστη και την ελευθερία.
Στην επόμενη ενότητα αναδεικνύεται ο σχεδόν πάντα νικηφόρος Αγώνας στη θάλασσα, που έρχεται να αναπτερώσει το φρόνημα των αγωνιζόμενων Ελλήνων και να καταστεί καθοριστικός παράγοντας της νίκης. Ένα μεγάλο μέρος της δημιουργίας των καλλιτεχνών είναι αφιερωμένο στα δεινά επακόλουθα του πολέμου, όχι μόνο τις κακουχίες αλλά και την καταγγελία της έλλειψης φροντίδας από την πολιτεία, ενώ στην τελευταία ενότητα παρουσιάζονται έργα που δείχνουν τις τάσεις που διαμορφώνουν την ιδεολογία του ελεύθερου κράτους.
Παράλληλα, γλυπτά αντικείμενα καθημερινής χρήσης, οπλισμός των αγωνιστών και εξαρτήματά του συμπληρώνουν την έκθεση αποδεικνύοντας το εύρος της διάδοσης των εικονογραφικών θεμάτων του Αγώνα.
Η Εθνική Πινακοθήκη
Η Εθνική Πινακοθήκη, όπως μας πληροφορεί η διευθύντριά της, κ. Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στην σχετική ιστοσελίδα, ιδρύθηκε στις 10 Απριλίου 1900 με νόμο ο οποίος προέβλεπε και θέση εφόρου του Ιδρύματος. Στη θέση αυτή διορίστηκε ο γνωστός ζωγράφος Γεώργιος Ιακωβίδης. Στις 28/6/1900 θεσμοθετήθηκε και ο κανονισμός λειτουργίας της. Οι πρώτες συλλογές της προέρχονταν από το Πολυτεχνείο και το Πανεπιστήμιο
Σ’ αυτές προστέθηκαν αμέσως μετά σημαντικές δωρεές. Σήμερα η Εθνική Πινακοθήκη περικλείει στις συλλογές της περισσότερα από 20.000 έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, χαρακτικής και άλλων μορφών τέχνης και αποτελεί το θησαυροφυλάκιο της νεότερης ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας, καλύπτοντας μια περίοδο από τα μεταβυζαντινά χρόνια ως τις μέρες μας. Διαθέτει επίσης μία αξιόλογη συλλογή δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής. Το 1954 η Εθνική Πινακοθήκη συγχωνεύτηκε με το κληροδότημα Αλεξάνδρου Σούτζου απ’ όπου προέρχεται και η διπλή της ονομασία.
Η Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και διοικείται από εννεαμελές Διοικητικό Συμβούλιο. Ο Πρόεδρος εκλέγεται από τα μέλη. Ο Διευθυντής, που έχει την ευθύνη του καλλιτεχνικού και μουσειολογικού προγραμματισμού, διορίζεται από τον Υπουργό Πολιτισμού με πενταετή θητεία, που μπορεί να ανανεώνεται.
Το Μουσείο διαθέτει τρεις διευθύνσεις: α) τη Διεύθυνση Διοικητικού-Οικονομικού β) τη Διεύθυνση Συλλογών και γ) τη Διεύθυνση Συντήρησης, με τρεις διευθυντές επικεφαλής. Το Μουσείο έχει περίπου 80-90 υπαλλήλους μόνιμους και έκτακτους. Μισθοί και ανελαστικές δαπάνες λειτουργίας καλύπτονται από κρατική επιχορήγηση. Έσοδα από κληροδοτήματα καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες: π.χ. το κληροδότημα Σούτζου καλύπτει μόνο κτιριακές δαπάνες, εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης και αγορές παλαιών έργων τέχνης (οι δημιουργοί πρέπει να έχουν αποβιώσει τριάντα χρόνια πριν).
Προτάσεις για αγορές και εκθέσεις υποβάλλει η πενταμελής καλλιτεχνική επιτροπή, που συγκροτείται από τον Διευθυντή και τέσσερα μέλη του Δ.Σ. με την εγγύτερη σχέση με το αντικείμενο. Την ευθύνη του καλλιτεχνικού προγραμματισμού έχει ο Διευθυντής.
Ο θεσμικός ρόλος της Εθνικής Πινακοθήκης είναι η συλλογή, διαφύλαξη, συντήρηση, μελέτη και εκθέση έργων τέχνης, με σκοπό την αισθητική καλλιέργεια του κοινού, την δια βίου εκπαίδευση μέσα απο την τέχνη και την ψυχαγωγία που αυτή προσφέρει, αλλά και την αυτογνωσία των Ελλήνων με τη βοήθεια της ιστορίας της τέχνης, η οποία εκφράζει σε συμβολικό επίπεδο τον εθνικό βίο.
Στην οργάνωση, τη λειτουργία, στον εμπλουτισμό των συλλογών της, στην εξεύρευση λύσης για την οριστική της στέγαση συνέβαλαν οι διαδοχικοί διευθυντές της και ιδιαίτερα ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1918-1940), που διαδέχτηκε τον Γεώργιο Ιακωβίδη, διακεκριμένος κριτικός τέχνης και συγγραφέας, εμπλούτισε τις συλλογές της Πινακοθήκης με σημαντικά έργα Ελλήνων καλλιτεχνών μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η Συναυλία των Αγγέλων του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, που αγοράστηκε το 1931 σε δημοπρασία στο Μόναχο, έναντι του σημαντικού ποσού των 5.900.000 δρχ. που κατέβαλλε το ελληνικό κράτος.
Σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου οι θησαυροί της Πινακοθήκης παρέμεναν κρυμμένοι στο Αρχαιολογικό Μουσείο απ’ όπου τους παρέλαβε ο Μαρίνος Καλλιγάς που διορίστηκε διευθυντής το 1949. Ο Μαρίνος Καλλιγάς, ιστορικός τέχνης και βυζαντινολόγος, ανέδειξε τα έργα της Πινακοθήκης οργανώνοντας εκθέσεις στο Ζάππειο, εμπλούτισε τις συλλογές της με σημαντικές αγορές, κατάφερε να εντάξει στο Μουσείο το πλούσιο κληροδότημα του Αλέξανδρου Σούτζου και έδωσε τελικά λύση στο χρόνιο στεγαστικό του πρόβλημα με την εξεύρεση του οικοπέδου και την ανέγερση του νέου κτιρίου με σχέδια των αρχιτεκτόνων Παύλου Μυλωνά και Δημήτρη Φατούρου.
Το κτίριο, που είχε θεμελιωθεί το 1964, ολοκληρώθηκε και εγκαινιάστηκε το 1976 από τον νέο διευθυντή Δημήτρη Παπαστάμο, που διορίστηκε τον Δεκέμβριο του 1972. Στη διάρκεια της θητείας του εκτέθηκαν οι μόνιμες συλλογές στις νέες κτιριακές εγκαταστάσεις, οργανώθηκαν σημαντικές εκθέσεις Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, πραγματοποιήθηκαν σημαντικές αγορές και δωρεές έργων τέχνης και ιδρύθηκε το παράρτημα της Κουμανταρείου Πινακοθήκης Σπάρτης.
Ο Δημήτρης Παπαστάμος φρόντισε για την οργάνωση της Πινακοθήκης και την στελέχωση του επιστημονικού προσωπικού της.
Από το 1992 διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης είναι η Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Στη διάρκεια της θητείας της οργανώθηκαν μια σειρά από επιτυχημένες εκθέσεις Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, μονογραφικές και θεματικές, που κατάφεραν να προσελκύσουν το ευρύ κοινό και να εδραιώσουν την Πινακοθήκη στη συνείδηση του κόσμου (πέντε εκατομμύρια επισκέψεις από το 1992). Με προσωπικές ενέργειες εξασφάλισε τη γενναιόδωρη και ζωτικής σημασίας στήριξη χορηγών, που κάλυψαν το 70% του προϋπολογισμού των δράσεων του μουσείου.
Το 2000 η Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου γιόρτασε τα 100 της χρόνια. Η ιστορική αυτή επέτειος σηματοδοτήθηκε με τα λαμπρά εγκαίνια της νέας παρουσίασης των μονίμων συλλογών του μουσείου στους ανακαινισμένους εσωτερικούς χώρους που πραγματοποιήθηκε με χορηγία του Ιδρύματος «Σταύρος Σ. Νιάρχος».
Οι μόνιμες συλλογές παρουσιάσθηκαν με σύγχρονη μουσειολογική άποψη που παρακολουθεί την παράλληλη εξέλιξη τέχνης και κοινωνίας. Με το πρόγραμμα «Κοινωνία της Πληροφορίας» τα έργα των συλλογών ψηφιοποιήθηκαν και καταγράφηκαν ηλεκτρονικά. Η Ε.Π.Μ.Α.Σ. έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια μεγάλη εκδοτική δραστηριότητα σε έντυπη και σε ψηφιακή μορφή με οδηγούς των συλλογών της, με σημαντικούς επιστημονικούς καταλόγους που συνοδεύουν τις εκθέσεις και με παιδαγωγικά βιβλία για νέους.
Η Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, με σκοπό να επεκτείνει τη δράση και τον παιδαγωγικό της ρόλο και στην περιφέρεια, πρόσθεσε στην προϋπάρχουσα Κουμαντάρειο Πινακοθήκη Σπάρτης δύο ακόμη παραρτήματα: στην Κάτω Κορακιάνα της Κέρκυρας,το 1993, και στο Ναύπλιο, το2004, σε κτίριο που παραχώρησε ο δήμος Ναυπλίου με πρωτοβουλία του Προέδρου του Δ.Σ. της Ε.Π.Μ.Α.Σ. κ. Απόστολου Μπότσου, και το οποίο ανακαινίστηκε και εξοπλίστηκε μουσειολογικά από το Κοινωφελές Ίδρυμα«Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης».
Στην έμπνευση και στις προσπάθειες της διευθύντριας Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα οφείλεται και η ίδρυση της Εθνικής Γλυπτοθήκης, που λειτουργεί από το 2004 στο Άλσος Στρατού στην περιοχή Γουδή και στεγάζει την ιστορία της νεότερης ελληνικής γλυπτικής, φιλοξενώντας συγχρόνως και περιοδικές εκθέσεις.
Το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος χρηματοδότησε τόσο τις μελέτες για τον εκσυγχρονισμό των δυο διατηρητέων κτιρίων των παλαιών βασιλικών στάβλων του ιππικού όσο και την παρουσίαση των συλλογών γλυπτικής σε ένα από τα δίδυμα κτίρια και σε υπαίθριο χώρο έξι στρεμμάτων. Η ανακαίνιση πραγματοποιήθηκε με την ένταξη του έργου στο Γ΄ ΚΠΣ από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Η Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου διαθέτει μια πλούσια βιβλιοθήκη με ανεκτίμητο αρχειακό υλικό και εξειδικευμένα εργαστήρια συντήρησης, εξοπλισμένα με τα πιο σύγχρονα συστήματα ανίχνευσης, μελέτης και αποκατάστασης έργων τέχνης. Διαθέτει επίσης ένα άξιο επιστημονικό, διοικητικό και φυλακτικό προσωπικό, που καλύπτει με επάρκεια και αφιλοκερδή ζήλο τις απαιτητικές και πολύμορφες λειτουργίες ενός τόσο σημαντικού μουσείου.
Ύστερα από απόφαση του Δ.Σ. του Ιδρύματος Ευριπίδη Κουτλίδη, που επικυρώθηκε από το Εφετείο Αθηνών, η σημαντική ομώνυμη συλλογή νεότερης ελληνικής τέχνης συστεγάζεται πλέον με τις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης. Στην Εθνική Πινακοθήκη περιήλθε επίσης το Ίδρυμα Χρήστου και Σούλης Καπράλου, με ολόκληρο το έργο του γλύπτη, το μουσείο του στην Αίγινα και ένα σημαντικό ποσό για την επέκτασή του (1.200.000).
Άλλα μεγάλα κληροδοτήματα όπως της Φρόσως Ευθυμιάδη-Μενεγάκη και της Μπέλλας Ραφτοπούλου δωρήθηκαν επίσης στην Ε.Π.Μ.Α.Σ. τα τελευταία χρόνια. Μεγάλες δωρεές όπως του Γιάννη Μόραλη, του Νίκου Νικολάου, του Ιωάννη Αβραμίδη, του Παναγιώτη Τέτση, του Δημήτρη Μυταρά, του Αλέκου Φασιανού, του Δανιήλ, του Μολφέση και άλλων καλλιτεχνών εμπλούτισαν τις συλλογές της. Επίσης πραγματοποιήθηκαν σημαντικές αγορές έργων μεταξύ των οποίων δυο πίνακες του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν στις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης 3.000 περίπου έργα.
Με όλους αυτούς τους θησαυρούς, τη διαχείρησή τους, τις πολλαπλές δραστηριότητες και τις εκθέσεις, η Εθνική Πινακοθήκη ασφυκτιούσε. Η ανάγκη επέκτασης ήταν επιτακτική. Και πράγματι επί διευθύνσεως της καθηγήτριας Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, χάρις στη μέριμνα του Υπουργείου Πολιτισμού, το σχέδιο επέκτασης προχώρησε:
οΟ προμελέτες έγιναν από τους αρχικούς αρχιτέκτονες του κτιρίου, από τα γραφεία των καθηγητών Παύλου & Κωνσταντίνου Μυλωνά και Δημήτρη Φατούρου, με χορηγία του Ιδρύματος “Μαρία Τσάκος”. Οι τελικές μελέτες οφείλονται στο γραφείο “Π. Γραμματόπουλος-Χρ. Πανουσάκης & Συνεργάτες, Αρχιτεκτονική ΕΠΕ” και “Δ. Βασιλόπουλος & Συνεργάτες Ε.Ε.” Η επέκταση προσθέτει 11.020 μ2 στο υπάρχον κτίριο.
Ο προϋπολογισμός του έργου ανέρχεται στα 45 εκ. €, εκ των οποίων τα 32 εκ. € θα καλυφθούν από το ΕΣΠΑ, από το ΥΠ.ΠΟ.Τ., ενώ τα υπόλοιπα 13 εκ. € αποτελούν την γενναιόδωρη συνεισφορά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Η νέα μορφή της Ε.Π.Μ.Α.Σ. είναι σύγχρονη, δυναμική, λειτουργική και ιδιαίτερα ελκυστική.
Ένα δεύτερο μεγάλο έργο πρόκειται να δημοπρατηθεί άμεσα: το Μουσείο Χρήστου Καπράλου στην Αίγινα. Το έργο χρηματοδοτείται από την ΕΠΜΑΣ με το ποσόν των 1.200.000 €, που προέρχεται από το Ίδρυμα Χρήστου και Σούλας Καπράλου, το οποίο περιήλθε στην Εθνική Πινακοθήκη, ενώ το υπόλοιπο 1.800.000 € θα καταβληθεί από την Περιφέρεια Αττικής.
Οι μελέτες έγιναν από το γραφείο του καθηγητή του Ε.Μ.Π. Γιώργο Παρμενίδη και της αρχιτέκτονος Christine Longuepée. Πρόκειται για ένα σύγχρονο βιοκλιματικό κτίριο 1000 τ.μ. που θα στεγάσει εκτός από το έργο του Χρήστου Καπράλου και την «Αίθουσα των τριών φίλων», του Καπράλου, του Μόραλη και του Νικολάου.
Πηγή: Εθνική Πινακοθήκη