Με την έναρξη της Β’ Τουρκοκρατίας (1715) το Ναύπλιο ορίσθηκε αμέσως η πρωτεύουσα του Βιλαετίου της Πελοποννήσου συνεπώς αποτελούσε την ασφαλή πόλη των Τούρκων όχι μόνο για την Αργολίδα αλλά και για όλη την Πελοπόννησο.
Το Ναύπλιο λόγω της αιχμαλωσίας αλλά και της σφαγής των Ελλήνων και των Ενετών είχε πια ερημώσει. Κατοικείται από τους Τούρκους που το κατέκτησαν αλλά και από τους Τούρκους που είχαν καταφύγει στην Μικρά Ασία για να γλυτώσουν από τον Μωροζίνη και επανήλθαν.
Μετά την επανάσταση του 1770 οι Τούρκοι αποφάσισαν να μεταφέρουν την έδρα της Πελοποννήσου στην Τρίπολη όπου όπως αφηγείται ο Rhulieres «όπου προ ολίγον έτι ετών δεν υπήρχεν η εν απλού χωρίον», με τη σκέψη πως σε περίπτωση κινδύνου θα μπορούσαν από την ανοχύρωτη Τριπολιτσά να διαφύγουν στα Αρκαδικά βουνά κάτι το οποίο δεν μπορούσε να γίνει από το οχυρωμένο Ναύπλιο.
Το Ναύπλιο εκείνης της εποχής ήταν μια καθαρά στρατιωτική πόλη, αυτοδιοικούμενη από τους πλούσιους Αγάδες, οι οποίοι είχαν στην κατοχή τους εκτός από το Ναύπλιο και όλη την Αργολική πεδιάδα της οποίας τα περισσότερα χωριά είχαν το όνομα του Τούρκου Αγά που τα είχε στη κατοχή του (Μουράτ-αγά, Τζαφέρ- αγά, Ομέρ-μπακα κλπ).
Σύμφωνα με την αφήγηση του Γάλλου περιηγητή Depellegrin που επισκέφθηκε το Ναύπλιο το 1718 ο Μητροπολίτης Ναυπλίας διέμενε στο Άργος το οποίο αριθμούσε 300 χριστιανούς κατοίκους και 15 – 20 Τούρκους, ενώ για το Ναύπλιο δεν γίνεται καθόλου μνεία για Έλληνες κατοίκους.
Ο Ολλανδός ναύαρχος Ιωάννης Ερρίκος Van Kiusbergen αναφέρει στη μελέτη του για το Ναύπλιο (1798) ότι ο αριθμός των κατοίκων της πόλης του Ναυπλίου υπολογίζεται στους 6000 από τους οποίους οι περισσότεροι είναι τούρκοι, υπολογίζοντας τους Έλληνες σε 200 οικογένειες και ακόμη λιγότερους τους Εβραίους.
Σύμφωνα με τον Μ. Λαμπρυνίδη στις παραμονές της επανάστασης το Ναύπλιο, είχε 6000 κατοίκους (860 οικογένειες) εκ των οποίων 1650 οπλοφόροι.
Κατά την καποδιστριακή περίοδο (1828) έγινε η εκτίμηση ότι το 1821 τον πληθυσμό του Ναυπλίου αποτελούσαν 3.450 άτομα: 2.750 μουσουλμάνοι (79,71%), 500 χριστιανοί (14,49%) και 200 εβραίοι (5,80%). Χωρίς να παραπέμπουν στις πηγές, ο Δ. Κόκκινος αναφέρει ότι στο ξέσπασμα της επανάστασης υπήρχαν 860 μουσουλμανικές οικογένειες και μόλις 25 χριστιανικές, ενώ ο Μ. Λαμπρινίδης αναφέρει περίπου 300 χριστιανούς.
Ο Μητροπολίτης Άργους και Ναυπλίου Γρηγόριος Καλαμαράς είχε ήδη μυηθεί στη Φιλική εταιρεία από το 1819, ο οποίος και μύησε τον Ιωάννη Ιατρό έμπορο στο Ναύπλιο, τους Αργείτες προκρίτους Ι. Περρούκα, Σταματέλο Αντωνόπουλο, τους αδελφούς Βλάση, τους αδελφούς Παπαλεξόπουλους, και τους κληρικούς (πρωτοξάδελφα) Γεώργιο Βελίνη ιερέα στο Πλατανίτι, τον Θεοδόσιο Μπούσκο στη Τζαφέρ-Αγά (ασίνη) και τον Γεώργιο Κακάνη στο Χώνικα.
Την εποχή εκείνη, λοιπόν, (1821) οι πληροφορίες για την είσοδο του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδαβία, για τα διάφορα επαναστατικά κινήματα των Ελλήνων από τις αρχές Μαρτίου 1821 αλλά και οι φήμες για γενικότερη εξέγερση του Ελληνικού Γένους με τη βοήθεια της Ρωσίας, είχαν ανησυχήσει τους Τούρκους της Αργολίδας και συνεπώς και του Ναυπλίου.
Η άποψη των Ελλήνων προυχόντων (Μητροπολίτης Ναυπλίας Γρηγορίου και του Αργείτη Ιωάννη Περούκα) ότι πίσω από αυτές τις πληροφορίες και διαδόσεις ήταν οι μηχανορραφίες του Αλή-Πασά των Ιωαννίνων αφενός δεν έπειθαν τους Τούρκους αφετέρου διατηρούσαν τη φλόγα της επανάστασης στους Χριστιανούς κατοίκους.
Οι Τούρκοι του Ναυπλίου και του Άργους αρχικά δεν ανησυχούσαν. Μετά την είδηση όμως του αποκλεισμού του Λεονταρίου οι Τούρκοι του Άργους πανικοβλήθηκαν. Έτσι μετέφεραν τις οικογένειές τους στο Ναύπλιο αλλά οι ίδιοι την νύχτα πήγαιναν στο Ναύπλιο και μόνο την ημέρα πήγαιναν στο Άργος για να φροντίζουν τις περιουσίες τους.
Γύρω στο τέλος του Μάρτη οι Τούρκοι ακούγοντας έντονες φήμες για την γενικευμένη επανάσταση στη Πελοπόννησο σκέφτηκαν να μεταφέρουν στο Ναύπλιο τις χριστιανικές οικογένειες των προχούντων του Άργους, δήθεν για την ασφάλειά τους, λόγω της πολύχρονης φιλίας τους και καλής συνεργασίας, αλλά με σκοπό να τους έχουν αιχμάλωτους σε οποιαδήποτε επίθεση.
Έτσι το πρωί της 1ης Απριλίου 150 Τούρκοι Αργείτες, έφιπποι και οπλισμένοι, πήγαν και ενημέρωσαν τους Αργείτες προύχοντες να μαζέψουν τις οικογένειές τους και να τους συνοδεύσουν στο Ναύπλιο για να τους εξασφαλίσουν από τους κλέφτες. Οι Έλληνες ευχαρίστησαν τους Τούρκους αλλά τους ζήτησαν να γίνει αυτό την επόμενη ημέρα για να προλάβουν να προετοιμαστούν.
Οι Τούρκοι χωρίς να υποψιαστούν τίποτα, το απόγευμα επέστρεψαν στο Ναύπλιο. Οι χριστιανοί, όπως αναφέρει ο Μ. Λαμπρυνίδης, όλη τη νύχτα μάζευαν κάθε είδους όπλο «κατά το πλείστον πτύα*, οβελούς** και αξίνας, ελάχιστοι δε κακώς έχοντα και εσκωριασμένα τουφέκια ή πιστόλια» και πήγαν στο χωριό Δαλαμανάρα όπου κρύφθηκαν πίσω από τους τάφρους που υπήρχαν από τη μία και την άλλη πλευρά του δρόμου Ναυπλίου – Άργους.
Την επόμενη το πρωί οι Τούρκοι ξεκίνησαν για το Άργος για να πάρουν τις χριστιανικές οικογένειες των Αργείων προχούντων, όταν έφτασαν όμως στο σημείο της ενέδρας οι Έλληνες επιτέθηκαν φωνάζοντας «πίσω Αγάδες, πίσω, γιατί σας βαρούμε, Χριστιανοί και Τούρκοι δεν μπορούν πλέον να ζήσουν μαζί».
Οι Τούρκοι ξαφνιάστηκαν και υποχώρησαν μέσα στα τείχη του Ναυπλίου. Από τις 4 Απριλίου 1821 πολιορκούν το Ναύπλιο. Συμμετέχουν πολλοί. Ο Μ. Λαμπρυνίδης αναφέρει τον Αρχιμανδρίτη Αρσένιο Κρέστα, τον Αναγνώστη Ζέρβα, τον Νικόλαο Γ. Λάμπρο από το Κρανίδι, τον Αναγνώστη Αναστασόπουλο από το Λυγουριό, τον Παπαθεοδόσιο Μπούσκο από τη Τζαφεράγα, τον Τάσο Νέζο, τον τον Μεντή, τους αδελφούς Κακάνη, τον Μπεκιάρη και άλλους από τα περίχωρα του Ναυπλίου. Ήταν επίσης ο εκ Ζατούνης Στάϊκος Σταϊκόπουλος με οπλοφόρους από το Άργος, το Κρανίδι, το Λυγουριό και το Δρέπανο.
Μαζί τους προσήλθαν ο ηγούμενος της Μονής Αγίου Δημητρίου Καρακαλά ή Ξεροκαστελίου Διονύσιος, ο ηγούμενος της Μονής Αυγού με αρκετούς οπλισμένους μοναχούς, και ο Γεώργιος Λύκος με αρκετούς Χελιώτες, και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν προς το Ναύπλιο αφού πρώτα κατέλαβαν τους λόφους της Άριας, της Αγία Μονής, του Παπαφενά και του Προφήτη Ηλία.
Έτσι οι Έλληνες πολιορκούν και νέμονται τα προϊόντα των κτημάτων του Ναυπλίου και οι Τούρκοι βρίσκονται κλεισμένοι στη πόλη.
Οι Έλληνες όμως δεν είχαν πολεμοφόδια. Απευθύνθηκαν λοιπόν στους σπετσιώτες οι οποίοι και έστειλαν πυρίτιδα και μολύβι βρήκαν από τη μολύβδινη στέγη του Οθωμανικού ιεροδιδασκαλίου στο Άργος ή Μενδρεσέ, και έτσι έφτιαξαν σφαίρες.
Ταυτόχρονα δύο σπετσιώτικα πλοία το ένα υπό τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και το άλλο υπό τον Μανώλη Δ. Λαζάρου αποκλείουν το Ναύπλιο και από τη θάλασσα.
Όμως την 10η Απριλίου, ημέρα Κυριακή του Πάσχα, οι Τούρκοι επωφελούμενοι της μεγάλης γιορτής των χριστιανών επιτέθηκαν στους Έλληνες πολιορκητές, τους οποίους βρήκαν «απαρασκεύους και ευθυμούντας», τους σκόρπισαν, σκότωσαν 23, εκ των οποίων και τον ηγούμενο της Μονής Αυγού και αιχμαλώτισαν άλλους, τους οποίους και ανασκολόπισαν (θανάτωσαν με παλούκωμα) στη πόλη του Ναυπλίου.
Έτσι έληξε η πρώτη, από ξηράς, πολιορκία του Ναυπλίου.
* πτύα = φτυάρια,
**οβελός = η σιδερένια ράβδος για το ψήσιμο του κρέατος στα κάρβουνα
Το παραπάνω αποτελεί μέρος του αφιερώματος του δεύτερου τεύχους του περιοδικού “Ο Αναπλιώτης” με θέμα “Το χρονικό της πολιορκίας της πόλης του Ναυπλίου από τους επαναστατημένους Έλληνες“.
Πηγές:
Το Ναύπλιο λόγω της αιχμαλωσίας αλλά και της σφαγής των Ελλήνων και των Ενετών είχε πια ερημώσει. Κατοικείται από τους Τούρκους που το κατέκτησαν αλλά και από τους Τούρκους που είχαν καταφύγει στην Μικρά Ασία για να γλυτώσουν από τον Μωροζίνη και επανήλθαν.
Μετά την επανάσταση του 1770 οι Τούρκοι αποφάσισαν να μεταφέρουν την έδρα της Πελοποννήσου στην Τρίπολη όπου όπως αφηγείται ο Rhulieres «όπου προ ολίγον έτι ετών δεν υπήρχεν η εν απλού χωρίον», με τη σκέψη πως σε περίπτωση κινδύνου θα μπορούσαν από την ανοχύρωτη Τριπολιτσά να διαφύγουν στα Αρκαδικά βουνά κάτι το οποίο δεν μπορούσε να γίνει από το οχυρωμένο Ναύπλιο.
Το Ναύπλιο εκείνης της εποχής ήταν μια καθαρά στρατιωτική πόλη, αυτοδιοικούμενη από τους πλούσιους Αγάδες, οι οποίοι είχαν στην κατοχή τους εκτός από το Ναύπλιο και όλη την Αργολική πεδιάδα της οποίας τα περισσότερα χωριά είχαν το όνομα του Τούρκου Αγά που τα είχε στη κατοχή του (Μουράτ-αγά, Τζαφέρ- αγά, Ομέρ-μπακα κλπ).
Σύμφωνα με την αφήγηση του Γάλλου περιηγητή Depellegrin που επισκέφθηκε το Ναύπλιο το 1718 ο Μητροπολίτης Ναυπλίας διέμενε στο Άργος το οποίο αριθμούσε 300 χριστιανούς κατοίκους και 15 – 20 Τούρκους, ενώ για το Ναύπλιο δεν γίνεται καθόλου μνεία για Έλληνες κατοίκους.
Ο Ολλανδός ναύαρχος Ιωάννης Ερρίκος Van Kiusbergen αναφέρει στη μελέτη του για το Ναύπλιο (1798) ότι ο αριθμός των κατοίκων της πόλης του Ναυπλίου υπολογίζεται στους 6000 από τους οποίους οι περισσότεροι είναι τούρκοι, υπολογίζοντας τους Έλληνες σε 200 οικογένειες και ακόμη λιγότερους τους Εβραίους.
Σύμφωνα με τον Μ. Λαμπρυνίδη στις παραμονές της επανάστασης το Ναύπλιο, είχε 6000 κατοίκους (860 οικογένειες) εκ των οποίων 1650 οπλοφόροι.
Κατά την καποδιστριακή περίοδο (1828) έγινε η εκτίμηση ότι το 1821 τον πληθυσμό του Ναυπλίου αποτελούσαν 3.450 άτομα: 2.750 μουσουλμάνοι (79,71%), 500 χριστιανοί (14,49%) και 200 εβραίοι (5,80%). Χωρίς να παραπέμπουν στις πηγές, ο Δ. Κόκκινος αναφέρει ότι στο ξέσπασμα της επανάστασης υπήρχαν 860 μουσουλμανικές οικογένειες και μόλις 25 χριστιανικές, ενώ ο Μ. Λαμπρινίδης αναφέρει περίπου 300 χριστιανούς.
Ο Μητροπολίτης Άργους και Ναυπλίου Γρηγόριος Καλαμαράς είχε ήδη μυηθεί στη Φιλική εταιρεία από το 1819, ο οποίος και μύησε τον Ιωάννη Ιατρό έμπορο στο Ναύπλιο, τους Αργείτες προκρίτους Ι. Περρούκα, Σταματέλο Αντωνόπουλο, τους αδελφούς Βλάση, τους αδελφούς Παπαλεξόπουλους, και τους κληρικούς (πρωτοξάδελφα) Γεώργιο Βελίνη ιερέα στο Πλατανίτι, τον Θεοδόσιο Μπούσκο στη Τζαφέρ-Αγά (ασίνη) και τον Γεώργιο Κακάνη στο Χώνικα.
Την εποχή εκείνη, λοιπόν, (1821) οι πληροφορίες για την είσοδο του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδαβία, για τα διάφορα επαναστατικά κινήματα των Ελλήνων από τις αρχές Μαρτίου 1821 αλλά και οι φήμες για γενικότερη εξέγερση του Ελληνικού Γένους με τη βοήθεια της Ρωσίας, είχαν ανησυχήσει τους Τούρκους της Αργολίδας και συνεπώς και του Ναυπλίου.
Η άποψη των Ελλήνων προυχόντων (Μητροπολίτης Ναυπλίας Γρηγορίου και του Αργείτη Ιωάννη Περούκα) ότι πίσω από αυτές τις πληροφορίες και διαδόσεις ήταν οι μηχανορραφίες του Αλή-Πασά των Ιωαννίνων αφενός δεν έπειθαν τους Τούρκους αφετέρου διατηρούσαν τη φλόγα της επανάστασης στους Χριστιανούς κατοίκους.
Οι Τούρκοι του Ναυπλίου και του Άργους αρχικά δεν ανησυχούσαν. Μετά την είδηση όμως του αποκλεισμού του Λεονταρίου οι Τούρκοι του Άργους πανικοβλήθηκαν. Έτσι μετέφεραν τις οικογένειές τους στο Ναύπλιο αλλά οι ίδιοι την νύχτα πήγαιναν στο Ναύπλιο και μόνο την ημέρα πήγαιναν στο Άργος για να φροντίζουν τις περιουσίες τους.
Γύρω στο τέλος του Μάρτη οι Τούρκοι ακούγοντας έντονες φήμες για την γενικευμένη επανάσταση στη Πελοπόννησο σκέφτηκαν να μεταφέρουν στο Ναύπλιο τις χριστιανικές οικογένειες των προχούντων του Άργους, δήθεν για την ασφάλειά τους, λόγω της πολύχρονης φιλίας τους και καλής συνεργασίας, αλλά με σκοπό να τους έχουν αιχμάλωτους σε οποιαδήποτε επίθεση.
Έτσι το πρωί της 1ης Απριλίου 150 Τούρκοι Αργείτες, έφιπποι και οπλισμένοι, πήγαν και ενημέρωσαν τους Αργείτες προύχοντες να μαζέψουν τις οικογένειές τους και να τους συνοδεύσουν στο Ναύπλιο για να τους εξασφαλίσουν από τους κλέφτες. Οι Έλληνες ευχαρίστησαν τους Τούρκους αλλά τους ζήτησαν να γίνει αυτό την επόμενη ημέρα για να προλάβουν να προετοιμαστούν.
Οι Τούρκοι χωρίς να υποψιαστούν τίποτα, το απόγευμα επέστρεψαν στο Ναύπλιο. Οι χριστιανοί, όπως αναφέρει ο Μ. Λαμπρυνίδης, όλη τη νύχτα μάζευαν κάθε είδους όπλο «κατά το πλείστον πτύα*, οβελούς** και αξίνας, ελάχιστοι δε κακώς έχοντα και εσκωριασμένα τουφέκια ή πιστόλια» και πήγαν στο χωριό Δαλαμανάρα όπου κρύφθηκαν πίσω από τους τάφρους που υπήρχαν από τη μία και την άλλη πλευρά του δρόμου Ναυπλίου – Άργους.
Την επόμενη το πρωί οι Τούρκοι ξεκίνησαν για το Άργος για να πάρουν τις χριστιανικές οικογένειες των Αργείων προχούντων, όταν έφτασαν όμως στο σημείο της ενέδρας οι Έλληνες επιτέθηκαν φωνάζοντας «πίσω Αγάδες, πίσω, γιατί σας βαρούμε, Χριστιανοί και Τούρκοι δεν μπορούν πλέον να ζήσουν μαζί».
Οι Τούρκοι ξαφνιάστηκαν και υποχώρησαν μέσα στα τείχη του Ναυπλίου. Από τις 4 Απριλίου 1821 πολιορκούν το Ναύπλιο. Συμμετέχουν πολλοί. Ο Μ. Λαμπρυνίδης αναφέρει τον Αρχιμανδρίτη Αρσένιο Κρέστα, τον Αναγνώστη Ζέρβα, τον Νικόλαο Γ. Λάμπρο από το Κρανίδι, τον Αναγνώστη Αναστασόπουλο από το Λυγουριό, τον Παπαθεοδόσιο Μπούσκο από τη Τζαφεράγα, τον Τάσο Νέζο, τον τον Μεντή, τους αδελφούς Κακάνη, τον Μπεκιάρη και άλλους από τα περίχωρα του Ναυπλίου. Ήταν επίσης ο εκ Ζατούνης Στάϊκος Σταϊκόπουλος με οπλοφόρους από το Άργος, το Κρανίδι, το Λυγουριό και το Δρέπανο.
Μαζί τους προσήλθαν ο ηγούμενος της Μονής Αγίου Δημητρίου Καρακαλά ή Ξεροκαστελίου Διονύσιος, ο ηγούμενος της Μονής Αυγού με αρκετούς οπλισμένους μοναχούς, και ο Γεώργιος Λύκος με αρκετούς Χελιώτες, και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν προς το Ναύπλιο αφού πρώτα κατέλαβαν τους λόφους της Άριας, της Αγία Μονής, του Παπαφενά και του Προφήτη Ηλία.
Έτσι οι Έλληνες πολιορκούν και νέμονται τα προϊόντα των κτημάτων του Ναυπλίου και οι Τούρκοι βρίσκονται κλεισμένοι στη πόλη.
Οι Έλληνες όμως δεν είχαν πολεμοφόδια. Απευθύνθηκαν λοιπόν στους σπετσιώτες οι οποίοι και έστειλαν πυρίτιδα και μολύβι βρήκαν από τη μολύβδινη στέγη του Οθωμανικού ιεροδιδασκαλίου στο Άργος ή Μενδρεσέ, και έτσι έφτιαξαν σφαίρες.
Ταυτόχρονα δύο σπετσιώτικα πλοία το ένα υπό τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και το άλλο υπό τον Μανώλη Δ. Λαζάρου αποκλείουν το Ναύπλιο και από τη θάλασσα.
Όμως την 10η Απριλίου, ημέρα Κυριακή του Πάσχα, οι Τούρκοι επωφελούμενοι της μεγάλης γιορτής των χριστιανών επιτέθηκαν στους Έλληνες πολιορκητές, τους οποίους βρήκαν «απαρασκεύους και ευθυμούντας», τους σκόρπισαν, σκότωσαν 23, εκ των οποίων και τον ηγούμενο της Μονής Αυγού και αιχμαλώτισαν άλλους, τους οποίους και ανασκολόπισαν (θανάτωσαν με παλούκωμα) στη πόλη του Ναυπλίου.
Έτσι έληξε η πρώτη, από ξηράς, πολιορκία του Ναυπλίου.
* πτύα = φτυάρια,
**οβελός = η σιδερένια ράβδος για το ψήσιμο του κρέατος στα κάρβουνα
Το παραπάνω αποτελεί μέρος του αφιερώματος του δεύτερου τεύχους του περιοδικού “Ο Αναπλιώτης” με θέμα “Το χρονικό της πολιορκίας της πόλης του Ναυπλίου από τους επαναστατημένους Έλληνες“.
Πηγές:
Η Ναυπλία – Μ. Λαμπρυνίδης