Γιώργος Στείρης
Επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας, ΕΚΠΑ
Η Ελλάδα είναι μια μικρή γωνιά στη Μεσόγειο. Τόπος στενάχωρος, με μικρές παραγωγικές δυνατότητες. Από τις απαρχές της ιστορικής παρουσίας του ο ελληνισμός μεγαλούργησε εκτός συνόρων. Ανέκαθεν η Ελλάδα δεν χωρούσε τους Έλληνες, ένα λαό δημιουργικό και εξωστρεφή. Αυτοί που έφευγαν ήταν οι ικανότεροι, όσοι ένιωθαν και έβλεπαν ότι η δυναμική τους υπερβαίνει την άγονη και περιορισμένη ελληνική γη. Από τη μυκηναϊκή περίοδο οι Έλληνες όργωναν τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα, δημιουργούσαν σταθμούς στη Νότια Ρωσία, την Εγγύς Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, μεγαλουργώντας εμπορικά και πολιτιστικά. Με τους διαδοχικούς αποικισμούς και την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο ελληνισμός και ο ελληνικός πολιτισμός αναπτύχθηκαν σε ένα μεγάλο μέρος του τότε γνωστού κόσμου, διδάσκοντας πνεύμα και κάλλος. Ο ελληνισμός έγινε κόσμος.
Αργότερα, στη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, ο ελληνισμός απλώθηκε σε εύρος και βάθος. Με την εγκόλπωση του Χριστιανισμού, ο ελληνισμός εμπλουτίστηκε. Ταξίδεψε σε περισσότερες περιοχές, μυαλά και καρδιές. Η Ελλάδα, η πατρίδα, παρέμενε η κοιτίδα του ελληνισμού, αλλά αυτός είχε πάντοτε στραμμένο το βλέμμα του έξω, στην οικουμένη. Στην πολιτιστική του παρακαταθήκη θεμελιώθηκε ο νεότερος και σύγχρονος δυτικός πολιτισμός, ένας πολιτισμός που δεν αφορούσε και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα και τους Έλληνες. Ήταν και είναι οικουμενικός.
Επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας, ΕΚΠΑ
Τα τελευταία χρόνια ακούω και διαβάζω πολλά δυσάρεστα για το brain drain, την αποδημία μορφωμένων Ελλήνων στο εξωτερικό. Η ακούσια μετανάστευση είναι δυσάρεστη για τον μετανάστη και τους οικείους του, χωρίς αμφιβολία. Παρά ταύτα, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, το brain drain ίσως αποδειχθεί η μεγαλύτερη ευκαιρία του ελληνισμού μετά την αρχαιότητα. Μέσω του brain drain η Ελλάδα ξαναγίνεται κόσμος. Και αυτό γιατί ο κόσμος είναι η Ελλάδα που διαστέλλεται, ενώ η Ελλάδα είναι ο κόσμος που συστέλλεται, που μικραίνει.
Η Ελλάδα είναι μια μικρή γωνιά στη Μεσόγειο. Τόπος στενάχωρος, με μικρές παραγωγικές δυνατότητες. Από τις απαρχές της ιστορικής παρουσίας του ο ελληνισμός μεγαλούργησε εκτός συνόρων. Ανέκαθεν η Ελλάδα δεν χωρούσε τους Έλληνες, ένα λαό δημιουργικό και εξωστρεφή. Αυτοί που έφευγαν ήταν οι ικανότεροι, όσοι ένιωθαν και έβλεπαν ότι η δυναμική τους υπερβαίνει την άγονη και περιορισμένη ελληνική γη. Από τη μυκηναϊκή περίοδο οι Έλληνες όργωναν τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα, δημιουργούσαν σταθμούς στη Νότια Ρωσία, την Εγγύς Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, μεγαλουργώντας εμπορικά και πολιτιστικά. Με τους διαδοχικούς αποικισμούς και την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο ελληνισμός και ο ελληνικός πολιτισμός αναπτύχθηκαν σε ένα μεγάλο μέρος του τότε γνωστού κόσμου, διδάσκοντας πνεύμα και κάλλος. Ο ελληνισμός έγινε κόσμος.
Αργότερα, στη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, ο ελληνισμός απλώθηκε σε εύρος και βάθος. Με την εγκόλπωση του Χριστιανισμού, ο ελληνισμός εμπλουτίστηκε. Ταξίδεψε σε περισσότερες περιοχές, μυαλά και καρδιές. Η Ελλάδα, η πατρίδα, παρέμενε η κοιτίδα του ελληνισμού, αλλά αυτός είχε πάντοτε στραμμένο το βλέμμα του έξω, στην οικουμένη. Στην πολιτιστική του παρακαταθήκη θεμελιώθηκε ο νεότερος και σύγχρονος δυτικός πολιτισμός, ένας πολιτισμός που δεν αφορούσε και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα και τους Έλληνες. Ήταν και είναι οικουμενικός.
Όταν άρχισε να αχνοφαίνεται η κατάρρευση του Βυζαντίου, ακούστηκαν οι πρώτες φωνές που καλούσαν τον ελληνισμό να συσταλεί. Ο Πλήθων ζητούσε να περιοριστεί ο ελληνισμός στα ασφυκτικά όρια της Πελοποννήσου, να συρρικνωθεί, να απεμπολήσει το μεγαλείο που έκτισε επί αιώνες: την οικουμενικότητά του. Στο δρόμο του ακολούθησαν πολλοί. Παρά ταύτα, ο ελληνισμός, έως τον 19ο αιώνα, διατήρησε θέσεις στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, αντιστάθηκε. Ακόμα και υποδουλωμένος σε διάφορους δυνάστες δεν έπαψε να μεγαλουργεί και να ηγείται, πολιτιστικά και εμπορικά.
Η πραγματική τραγωδία του ελληνισμού ξεκίνησε όταν φτιάχτηκε, στα 1830, το ελλαδικό κράτος. Μικρό, καχεκτικό, φοβικό, ανεπαρκές, ζήτησε να στηριχθεί στον εκτός Ελλάδας ελληνισμό. Σαν βρικόλακας ρούφηξε, σταλιά - σταλιά, κάθε ζωτική ικμάδα του οικουμενικού ελληνισμού. Επεδίωξε και κατόρθωσε, με την άφρονα πολιτική του, να συγκεντρώσει εντός της μικρής Ελλάδας όσους Έλληνες είχαν επί αιώνες ευημερήσει σε κοινότητες εκτός αυτής. Ταυτόχρονα, εξαφάνισε σχεδόν όλες τις μειονότητες που πλούτιζαν τούτο τον τόπο. Ακολουθώντας το παράδειγμα και τα κελεύσματα της «διαφωτισμένης» Ευρώπης, σκοτώσαμε τον οικουμενισμό μας, τον απεμπολήσαμε, για να φτιάξουμε εθνικό κράτος.
Μολαταύτα, στη νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα δεν έλειψε η μετανάστευση. Τουναντίον, σε ορισμένες περιόδους γιγαντώθηκε. Μόνο που πια η Ελλάδα δεν εξήγαγε μεγαλείο, αλλά κακομοιριά. Κατά κανόνα, πάμφτωχοι, αμόρφωτοι, ρακένδυτοι Έλληνες παρατούσαν τα χωριά τους για να αναζητήσουν δουλειές στην Ευρώπη, την Αμερική και την Αυστραλία. Οποιαδήποτε δουλειά. Μετανάστευαν ως φτωχοί συγγενείς, από μια ανυπόληπτη Ελλάδα. Και παρότι συνήθως πρόκοβαν επαγγελματικά και κοινωνικά, στην πραγματικότητα αφελληνίζονταν άμα τω χρόνω. Έσπευδαν πρόθυμα να υιοθετήσουν τον πολιτισμό της χώρας υποδοχής τους και τον επιδείκνυαν ως στοιχείο ανωτερότητας στους Ελλαδίτες.
Από την άλλη, όσοι παρέμειναν στην Ελλάδα ήταν κατά κανόνα οι μορφωμένοι, που μπόρεσαν να χτίσουν δουλειές και ζωές γύρω από το δημόσιο, είτε ως υπάλληλοι, είτε ως κρατικοδίαιτοι ιδιώτες. Ελάχιστοι από τους πεπαιδευμένους, ικανούς και τολμηρούς Ελλαδίτες άνοιξαν τα φτερά τους στον κόσμο, ενίοτε κυνηγημένοι από το επίσημο κράτος για τα φρονήματά τους.
Από τη δεκαετία του 1980 στην Ελλάδα δημιουργήθηκε μια εντυπωσιακή γενιά Ελλήνων. Μορφωμένοι, γλωσσομαθείς, με τον αέρα που τους έδινε η ταυτότητα του Ευρωπαίου πολίτη -η οποία αντικαθιστούσε την νεοελληνική μειονεξία- άρχισαν να ανοίγονται δυναμικά στον κόσμο. Στην αρχή για να αναζητήσουν περισσότερη γνώση και εμπειρίες, ώστε σε λίγα χρόνια να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Η γοητεία, πραγματική και φανταστική, του γενέθλιου τόπου και του τρόπου ζωής ήταν αμάχητη.
Και τότε ήλθε η κρίση. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες άρχισαν να μεταναστεύουν επειδή μπορούσαν, επειδή είχαν προσόντα, όχι αυτή τη φορά ως γκασταρμπάιτερ. Μορφωμένοι και κοσμοπολίτες καταλαμβάνουν συχνότατα επίζηλες θέσεις στις χώρες υποδοχής τους. Επιβάλλονται στις κοινωνίες τους με τη γνώση και τις ικανότητές τους. Εξάγουν μια Ελλάδα της δημιουργίας, που το ελλαδικό κράτος έπνιγε. Που δεν μπορούσε να αντέξει. Η Ελλάδα, μετά το 1950, αποφάσισε να δημιουργήσει τόσους πολλούς επιστήμονες και επαγγελματίες που αδυνατούσε να απορροφήσει και αξιοποιήσει. Στην αρχή, ως λύση, προκρίθηκαν οι ασύστολοι διορισμοί. Μετά η ανάπτυξη - φούσκα με ασύγγνωστα δάνεια. Όταν αυτές οι δυνατότητες εξαντλήθηκαν και μας εξάντλησαν, απέμεινε η μετανάστευση.
Πικρή ενίοτε για τον Έλληνα, νάμα για τον ελληνισμό. Εξάγουμε, όπως στις λαμπρότερες περιόδους της ιστορίας μας, το περίσσευμά μας, την προστιθέμενη αξία μας: ανθρώπους. Γιατί το βασικό κεφάλαιο της χώρας μας είναι οι Έλληνες. Ξαναδίνουμε, λοιπόν, στην οικουμένη ό,τι ωραιότερο υπάρχει: γνώση και νιάτα. Μέσω των νέων που αποδημούν η Ελλάδα ξαναγίνεται κόσμος, γίνεται Ελλάδα ξανά. Όπως στις καλύτερες περιόδους της ιστορίας μας. Η Ελλάδα συστήνεται και πάλι στην οικουμένη, σε μια εποχή που η ανθρωπότητα έχει ανάγκη τα ελληνικά ιδεώδη: τον ανθρωπισμό, τη γνώση, το κάλλος. Ο ταλαίπωρος και απαξιωμένος ελληνισμός τα προσφέρει αφειδώς για άλλη μια φορά. Η γενιά του brain drain, έστω ασύνειδα, πράττει αυτό που καμιά ηγεσία δεν κατόρθωσε. Μετατρέπει την κρίση σε ευκαιρία και ξαναδίνει στον ελληνισμό την πεμπτουσία του: την οικουμενικότητα, την εξωστρέφεια. Η αυθεντική Ελλάδα ήταν και θα είναι αλλού, γιατί είναι οικουμενική.
Την ίδια ώρα η ελλαδική πολιτική ηγεσία δεν αντιλαμβάνεται το μέγεθος του διακυβεύματος και υπόσχεται ότι θα κάνει τα πάντα για να ξαναφέρει πίσω τους ξενιτεμένους. Προσπαθεί να πνίξει τον ελληνισμό στη μετριότητά της, να τον βυθίσει στα αδιέξοδα του σύγχρονου ελλαδικού κράτους. Δεν κατανοεί ότι ιστορικά το πλέον επιτυχημένο παραγωγικό μοντέλο ήταν και είναι η εξάπλωση του ελληνισμού στην περιφέρειά του. Η δημιουργία ισχυρών ελληνικών κοινοτήτων στο εξωτερικό ανέκαθεν προσέφερε στην Ελλάδα ανάπτυξη, μέσω των εμπορικών και παραγωγικών δικτύων που δημιουργούνται.
Τελικά, ο μεγαλύτερος εχθρός του ελληνισμού είναι το ελλαδικό κράτος.
*Αφιερωμένο στον Μάνο, τον Γιάννη και τον Χρήστο, για την έμπνευση