Ο Καλόγερος είναι γνωστός στην Κύπρο με την ονομασία Τσαγκαρούδι και Γιαννίτσαρος, στην υπόλοιπη Ελλάδα με τις ονομασίες Καλογρίδι, Παπάς, Μελισσοφαγάκι, Μελισσοργούδα, Σισίνα, Στεφανούδι, αλλά και στην Ευρώπη με το όνομα Great Tit.
Είναι ένα μικρόσωμο πουλί το μέγεθος του οποίου κυμαίνεται από 13,5 - 15 εκατοστά, λίγο στρουμπουλό, με κοντό ράμφος, που αναγνωρίζεται όχι μόνο για τον ελκυστικό χρωματισμό φτερώματός του αλλά και την δυναμική προσωπικότητά του.
Ο Καλόγερος γίνεται εύκολα αναγνωρίσιμος από το κατάμαυρο γυαλιστερό κεφάλι, τα κατάλευκα σημάδια στα μάγουλα, την κατακίτρινη σε απόχρωση λεμονιού κοιλιά του που την χωρίζει μια μαύρη, κάθετη, φαρδιά λωρίδα, την λαδοπράσινη πλάτη και τα γκριζογάλανα φτερά του με την στενή λευκή διακριτική λωρίδα.
Στα φτερά της ουράς εν ώρα πτήσης διακρίνονται οι δυο λευκές άκρες. Τα γένη δεν διαφέρουν ουσιαστικά παρά μόνο από την πιο απαλή απόχρωση του κίτρινου στην κοιλιά του θηλυκού και την ακανόνιστη ή πιο συχνά στενότερη μαύρη ζώνη. Το δε ανήλικο ξεχωρίζει από το καφετί κεφάλι, το κιτρινωπό μπάλωμα στα μάγουλα, και την ασχημάτιστη μαύρη λωρίδα. Το ράμφος αν και μικρό δείχνει αρκετά στιβαρό ενώ τα πόδια είναι πολύ γεροδεμένα.
Είναι τόσο ζωηρό και ατρόμητο που μπορεί να πλησιάσει να πάρει σπόρο από ανθρώπινο χέρι. Όπως και η συγγενής του η γαλαζοπαπαδίτσα, επιδεικνύει τις ακροβατικές του ικανότητες καθώς συχνά κρέμεται ανάποδα από τα κλαδιά των δέντρων για να συλλέξει την τροφή του.
Ο συνδυασμός αυτός καθώς και το πλούσιο ρεπερτόριό του που περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία από εύθυμα καλέσματα σαν του σπίνου, με χαρούμενες και μελαγχολικές νότες, το κατατάσσουν στα πιο δημοφιλή πουλιά όλης της Ευρώπης.
Πρόκειται για ένα επιδημητικό είδος παπαδίτσας που συναντάται ευρέως όχι μόνο στην Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και σε όλη την Ευρώπη, την Σκανδιναβία, την Τουρκία, την Κεντρική και Νοτιοανατολική Ασία, την Ινδία, μέχρι και τα βόρεια παράλια της Αφρικής. Τον χειμώνα τους παρατηρούμε να συγκεντρώνονται συχνά σε ανάμικτες ομάδες.
Σαν φυσικός του βιότοπος θεωρούνται όλες οι δασικές εκτάσεις ανεξαιρέτως του τύπου δέντρων που περιλαμβάνουν, τα πάρκα, τα αλσύλλια, οι κήποι. Εμφανίζονται ακόμα και σε οικισμούς και πολλοί αναφέρουν ότι δεν διστάζουν να ανοίξουν με το ράμφος τους ακόμα και τα μπουκάλια με το γάλα που αφήνει στις βόρειες χώρες ο γαλατάς, προκειμένου να τραφούν. Είναι τόσο ευπροσάρμοστα πουλιά που μπορούν να φωλιάσουν οπουδήποτε.
Εκτός από τις τρύπες δέντρων, αρέσκεται να φωλιάζει και σε τεχνητές φωλιές, αλλά δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει και οποιοδήποτε διαθέσιμο χώρο με στενή είσοδο. Γραμματοκιβώτια, κονσερβοκούτια, εξαεριστήρες, στάμνες, ακόμα και κρεμασμένα ρούχα μπορούν να μετατραπούν με μεγάλη ευκολία σε μια φωλιά για να στεγάσει την οικογένειά του. Ακόμα και στην Ελλάδα θεωρούνται οι κατ’ εξοχήν χρήστες των τεχνητών φωλιών.
Κατά την αναπαραγωγική περίοδο, ο καλόγερος επενδύει την φωλιά του με μαλακά υλικά όπως μαλλί, τρίχες, βρύα κτλ. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο να γεννούν μεγάλο αριθμό αυγών, αλλά τα 7-8 αυγά θεωρείται φυσιολογικός αριθμός. Τα αυγά είναι λευκού χρώματος με ελαφρές κόκκινες κηλίδες.
Κατά την διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου προτιμά να τρέφεται με έντομα, ζωύφια και προνύμφες εντόμων για να εξασφαλίσει την πρωτεϊνούχα τροφή που έχουν ανάγκη ο νεοσσοί του. Η διατροφή του συμπεριλαμβάνει όπως και μια ποικιλία σπόρων και καρπών από τα οπωροφόρα δέντρα. Διάφορες έρευνες έδειξαν ότι σαν εντομοφάγο πουλί ο καλόγερος, θεωρείται ιδιαίτερα χρήσιμο πουλί στις καλλιέργειες μιας και απαλλάσσει τα δέντρα από τα βλαβερά παράσιτα.
Είναι ένα μικρόσωμο πουλί το μέγεθος του οποίου κυμαίνεται από 13,5 - 15 εκατοστά, λίγο στρουμπουλό, με κοντό ράμφος, που αναγνωρίζεται όχι μόνο για τον ελκυστικό χρωματισμό φτερώματός του αλλά και την δυναμική προσωπικότητά του.
Ο Καλόγερος γίνεται εύκολα αναγνωρίσιμος από το κατάμαυρο γυαλιστερό κεφάλι, τα κατάλευκα σημάδια στα μάγουλα, την κατακίτρινη σε απόχρωση λεμονιού κοιλιά του που την χωρίζει μια μαύρη, κάθετη, φαρδιά λωρίδα, την λαδοπράσινη πλάτη και τα γκριζογάλανα φτερά του με την στενή λευκή διακριτική λωρίδα.
Στα φτερά της ουράς εν ώρα πτήσης διακρίνονται οι δυο λευκές άκρες. Τα γένη δεν διαφέρουν ουσιαστικά παρά μόνο από την πιο απαλή απόχρωση του κίτρινου στην κοιλιά του θηλυκού και την ακανόνιστη ή πιο συχνά στενότερη μαύρη ζώνη. Το δε ανήλικο ξεχωρίζει από το καφετί κεφάλι, το κιτρινωπό μπάλωμα στα μάγουλα, και την ασχημάτιστη μαύρη λωρίδα. Το ράμφος αν και μικρό δείχνει αρκετά στιβαρό ενώ τα πόδια είναι πολύ γεροδεμένα.
Είναι τόσο ζωηρό και ατρόμητο που μπορεί να πλησιάσει να πάρει σπόρο από ανθρώπινο χέρι. Όπως και η συγγενής του η γαλαζοπαπαδίτσα, επιδεικνύει τις ακροβατικές του ικανότητες καθώς συχνά κρέμεται ανάποδα από τα κλαδιά των δέντρων για να συλλέξει την τροφή του.
Ο συνδυασμός αυτός καθώς και το πλούσιο ρεπερτόριό του που περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία από εύθυμα καλέσματα σαν του σπίνου, με χαρούμενες και μελαγχολικές νότες, το κατατάσσουν στα πιο δημοφιλή πουλιά όλης της Ευρώπης.
Πρόκειται για ένα επιδημητικό είδος παπαδίτσας που συναντάται ευρέως όχι μόνο στην Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και σε όλη την Ευρώπη, την Σκανδιναβία, την Τουρκία, την Κεντρική και Νοτιοανατολική Ασία, την Ινδία, μέχρι και τα βόρεια παράλια της Αφρικής. Τον χειμώνα τους παρατηρούμε να συγκεντρώνονται συχνά σε ανάμικτες ομάδες.
Σαν φυσικός του βιότοπος θεωρούνται όλες οι δασικές εκτάσεις ανεξαιρέτως του τύπου δέντρων που περιλαμβάνουν, τα πάρκα, τα αλσύλλια, οι κήποι. Εμφανίζονται ακόμα και σε οικισμούς και πολλοί αναφέρουν ότι δεν διστάζουν να ανοίξουν με το ράμφος τους ακόμα και τα μπουκάλια με το γάλα που αφήνει στις βόρειες χώρες ο γαλατάς, προκειμένου να τραφούν. Είναι τόσο ευπροσάρμοστα πουλιά που μπορούν να φωλιάσουν οπουδήποτε.
Εκτός από τις τρύπες δέντρων, αρέσκεται να φωλιάζει και σε τεχνητές φωλιές, αλλά δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει και οποιοδήποτε διαθέσιμο χώρο με στενή είσοδο. Γραμματοκιβώτια, κονσερβοκούτια, εξαεριστήρες, στάμνες, ακόμα και κρεμασμένα ρούχα μπορούν να μετατραπούν με μεγάλη ευκολία σε μια φωλιά για να στεγάσει την οικογένειά του. Ακόμα και στην Ελλάδα θεωρούνται οι κατ’ εξοχήν χρήστες των τεχνητών φωλιών.
Κατά την αναπαραγωγική περίοδο, ο καλόγερος επενδύει την φωλιά του με μαλακά υλικά όπως μαλλί, τρίχες, βρύα κτλ. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο να γεννούν μεγάλο αριθμό αυγών, αλλά τα 7-8 αυγά θεωρείται φυσιολογικός αριθμός. Τα αυγά είναι λευκού χρώματος με ελαφρές κόκκινες κηλίδες.
Κατά την διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου προτιμά να τρέφεται με έντομα, ζωύφια και προνύμφες εντόμων για να εξασφαλίσει την πρωτεϊνούχα τροφή που έχουν ανάγκη ο νεοσσοί του. Η διατροφή του συμπεριλαμβάνει όπως και μια ποικιλία σπόρων και καρπών από τα οπωροφόρα δέντρα. Διάφορες έρευνες έδειξαν ότι σαν εντομοφάγο πουλί ο καλόγερος, θεωρείται ιδιαίτερα χρήσιμο πουλί στις καλλιέργειες μιας και απαλλάσσει τα δέντρα από τα βλαβερά παράσιτα.