Στη διαμόρφωση των σχέσεων Ελλάδας - Τουρκίας επιδρά καθοριστικά ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις αστικές τάξεις των δύο κρατών για τη γεωστρατηγική τους αναβάθμιση στην περιοχή, εκκινώντας βέβαια από διαφορετική αφετηρία, αφού ο περιφερειακός ρόλος της Τουρκίας είναι πιο ισχυρός, λόγω της οικονομικής και στρατιωτικής της δύναμης.
Ο ανταγωνισμός αυτός εντείνεται στο πλαίσιο της γενικότερης όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων στην περιοχή και των διαφορετικών συμφερόντων που συγκρούονται στη διαμόρφωση της μελλοντικής κατάστασης στη Συρία, κυρίως σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του κουρδικού στοιχείου, που είναι ζήτημα «υψηλής προτεραιότητας» για την Τουρκία.
Εξίσου ανταγωνιστικές είναι οι σχέσεις των δύο κρατών σε ό,τι αφορά τους σχεδιασμούς για τις πηγές και τους αγωγούς Ενέργειας, ενώ η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι είναι μέλη του ΝΑΤΟ, από τις σχέσεις τους με το Ισραήλ και τη μεταξύ τους αντιπαράθεση για το Κυπριακό, που συνιστούν παράγοντες - κλειδιά στη χάραξη του ενεργειακού χάρτη στην περιοχή.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ερμηνευτεί η προκλητικότητα της Τουρκίας στο Αιγαίο και στη Θράκη, αλλά και στην Κύπρο, ως αντανάκλαση γενικότερων επιδιώξεων της αστικής τάξης της. Και είναι βέβαιο ότι οι επιδιώξεις αυτές και τα συμφέροντα δεν χαλιναγωγήθηκαν ούτε από το γεγονός πως η Ελλάδα είναι κράτος - μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, ούτε από την αναβαθμισμένη σχέση Τουρκίας - ΕΕ, ούτε βέβαια από τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ.
Το συμπέρασμα που προκύπτει, επομένως, είναι ότι οι λαοί σε Ελλάδα και Τουρκία χρειάζεται με επαγρύπνηση να παρακολουθούν τις εξελίξεις και με ταξικό κριτήριο να τις ερμηνεύουν. Προπάντων, να διαχωρίσουν τη θέση τους από τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης στη μια και στην άλλη όχθη του Αιγαίου και από τα εθνικιστικά κηρύγματα όλων των αστικών δυνάμεων, να παλέψουν για την απεμπλοκή των χωρών τους από ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και σχεδιασμούς, δυναμώνοντας τη μεταξύ τους αλληλεγγύη και διαμορφώνοντας τον δικό τους σχεδιασμό, που θα φτάνει μέχρι την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.
Ο ανταγωνισμός αυτός εντείνεται στο πλαίσιο της γενικότερης όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων στην περιοχή και των διαφορετικών συμφερόντων που συγκρούονται στη διαμόρφωση της μελλοντικής κατάστασης στη Συρία, κυρίως σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του κουρδικού στοιχείου, που είναι ζήτημα «υψηλής προτεραιότητας» για την Τουρκία.
Εξίσου ανταγωνιστικές είναι οι σχέσεις των δύο κρατών σε ό,τι αφορά τους σχεδιασμούς για τις πηγές και τους αγωγούς Ενέργειας, ενώ η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι είναι μέλη του ΝΑΤΟ, από τις σχέσεις τους με το Ισραήλ και τη μεταξύ τους αντιπαράθεση για το Κυπριακό, που συνιστούν παράγοντες - κλειδιά στη χάραξη του ενεργειακού χάρτη στην περιοχή.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ερμηνευτεί η προκλητικότητα της Τουρκίας στο Αιγαίο και στη Θράκη, αλλά και στην Κύπρο, ως αντανάκλαση γενικότερων επιδιώξεων της αστικής τάξης της. Και είναι βέβαιο ότι οι επιδιώξεις αυτές και τα συμφέροντα δεν χαλιναγωγήθηκαν ούτε από το γεγονός πως η Ελλάδα είναι κράτος - μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, ούτε από την αναβαθμισμένη σχέση Τουρκίας - ΕΕ, ούτε βέβαια από τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ.
Το συμπέρασμα που προκύπτει, επομένως, είναι ότι οι λαοί σε Ελλάδα και Τουρκία χρειάζεται με επαγρύπνηση να παρακολουθούν τις εξελίξεις και με ταξικό κριτήριο να τις ερμηνεύουν. Προπάντων, να διαχωρίσουν τη θέση τους από τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης στη μια και στην άλλη όχθη του Αιγαίου και από τα εθνικιστικά κηρύγματα όλων των αστικών δυνάμεων, να παλέψουν για την απεμπλοκή των χωρών τους από ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και σχεδιασμούς, δυναμώνοντας τη μεταξύ τους αλληλεγγύη και διαμορφώνοντας τον δικό τους σχεδιασμό, που θα φτάνει μέχρι την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.